ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.

ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.

Η εγγενής σχέση πολιτικής και δικαιοσύνης
Sunday
07/10/2018
02:58 GMT+2
Επιστημονική τεκμηρίωση υπέρ του εθνικού νομίσματος Γεώρ. Κασιμάτης
0

 

 

Γ. Κασιμάτη, 21 Μαρ. 2018

 

 

[Εισήγηση Γιώργου Κασιμάτη στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη 20-21 Μαρτίου 2018, υπό την αιγίδα του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,το Εργαστήριο Φιλοσοφικής Έρευνας πάνω στο Φαντασιακό και η Επιθεώρηση Φιλοσοφείν, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Φιλοσοφίας Σωκράτη Δεληβογιατζή]

Η ΕΓΓΕΝΗΣ ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

__________________

Α. Μέθοδος σκέψης

Στις σκέψεις που έχω την τιμή να σας εκθέσω θα ακολουθήσω, όπως πάντα, την ιστορική κριτική μέθοδο με την εξής έννοια: Βάση των θέσεών μου είναι οι έννοιες «Πολιτική» και «Δικαιοσύνη», όπως διαπλάστηκαν στην ιστορία, με βάση τα ιστορικά δεδομένα της θεωρίας και της κοινωνικής πράξης. Η κριτική θεώρηση αποτελεί μια προσπάθεια διάγνωσης και ανάδειξης των ιστορικο-κοινωνικών λόγων που οδήγησαν τη διαλεκτική της ιστορίας στις επιλογές της για τη διάπλαση της θεωρητικής εννοιολογικής τους συγκρότησης και της πράξης εφαρμογής τους μέχρι σήμερα. Η κριτική, με άλλες λέξεις,δε στηρίζεται σε μια ιστορικά στατική δογματική ή λογοκρατική θεώρηση, αλλά στα κριτήρια της διαλεκτικής της ιστορίας: τί η ιστορία των πολιτικών κοινωνιών στη διαλεκτική της πορεία απέρριψε, διατήρησε, μετέβαλε ή δημιούργησε και γιατί. Με βάση τα δεδομένα γνώσης αυτής της μεθόδου, η εισήγησή μου αποτελεί μια προσπάθεια διευκρίνισης των εννοιών «Πολιτική» και «Δικαιοσύνη» ως στοιχείων δομικής συγκρότησης και λειτουργίας της πολιτικής κοινωνίας, από το οποίο προκύπτει και η εγγενής σχέση των δύο αυτών κοινωνικών εννοιών.

Η προσπάθεια αυτή συμπληρώνεται με μια σκιαγράφηση της πηγής και των βάσεων του ουσιαστικού περιεχομένου των δύο ιστορικών εννοιών, ως υπαρξιακών στοιχείων της πολιτικής κοινωνίας. Σ’ αυτό το σκιαγράφημα υποφώσκουν και οι κατευθύνσεις για την ιστορική τους αξιολόγηση, καθώς και για τον αέναο αγώνα του ανθρώπου να προσεγγίζει τον ηθικοπολιτικό στόχο τους: το ιστορικά διαπλασσόμενο «ευ ζην».

Β. Διευκρίνιση εννοιών

Ι. Πολιτική

Για τη διευκρίνιση των εννοιών του θέματός μας σημειώνω –αν και είναι φανερό– ότι έχω ως αφετηρία την αριστοτελική σκέψη. Δε χρειάζεται να διευκρινιστεί ο λόγος αυτής της επιλογής: θεωρώ ότι η εν λόγω σκέψη του έλληνα φιλοσόφου για το συγκεκριμένο αντικείμενο έμεινε μέχρι σήμερα αξεπέραστη. Προχωρώ, λοιπόν, τις διευκρινιστικές μου σκέψεις με αυτή την αφετηριακή γνώση:

1.Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο. Διαφέρει ως είδος από τα άλλα ζώα, που ζουν επίσης σε κοινωνίες, από το ότι έχει συν-είδηση: α) εαυτού (αυτοσυνειδησία), β) ότι είναι κοινωνικό ζώο, γ) ότι ο καθένας γνωρίζει και μπορεί να επιλέγει το «καλό» από το «κακό» για τον εαυτό του και να έχει γνώμη για την κοινωνική του συμβίωση και δ) ότι μπορεί να ρυθμίζειο ίδιος ως κοινωνία τις κοινωνικές του σχέσεις με βάση την επιλογή του «καλού».

2.Αυτή η συν-είδηση ότι είναι ρυθμιστής της κοινωνίας της οποίας είναι μέλος και της κοινωνικής του συμβίωσης καθιστά την ιδιότητά του ως «κοινωνικού ζώου», που έχουν και τα άλλα έμβια όντα, ιδιότητα «πολιτικού ζώου».

3.Η πολιτική με αυτά τα στοιχεία είναι κοινωνιογενής και ιστορική. Ως κοινωνιογενήςγεννιέται από την πολιτική κοινωνία. Ως ιστορική διαπλάσσεται ιστορικά στη βάση του κοσμοειδώλου και του ανθρωποειδώλου κάθε πολιτικής κοινωνίας.

4.Η πολιτική ως προϊόν συνειδητής γνώσης, θέλησης και δυνατότητας επιβολής του ρυθμιστικού της περιεχομένου,απαιτεί λογικά προσδιορισμό ύπατου φορέα πηγής της εν λόγω θέλησης και δύναμης επιβολής – απαιτεί τον προσδιορισμό «κυρίαρχου», όπως επικράτησε να λέγεται ο εν λόγο φορέας στην πολιτική φιλοσοφία, θεωρία και πράξη των νεότερων χρόνων.Η πολιτική κυριαρχία αποτελεί έννοια ουσιαστική (με ουσιαστικό περιεχόμενο αρχών, με ουσιαστικό περιεχόμενο του «καλού») και συνάμα τυπική ή θεσμική, που ενέχει τον προσδιορισμό του υποκειμενικού φορέα της. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται και πάλι με βάση το ανθρωποκοσμοείδωλο της συγκεκριμένης κοινωνίας. Με βάση το χριστιανικό ανθρωποκοσμοείδωλο του Μεσαίωνα και τον δυισμό θείου και φυσικού κόσμου, υπήρξε και διάκριση μεταξύ θείας πηγής της κυριαρχίας του Παντοκράτορα Θεού και του γήινου φορέα επιβολής της, του εκπροσώπου του Θεού («ελέω Θεού»), του απόλυτου μονάρχη ή/και του πάπα.

5.Στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο της ιστορικής πραγματικότητας, η ιστορική πηγήκαι ο ιστορικός φορέας της πολιτικής είναι η «πόλις» ή «πολιτική κοινωνία». Η πολιτική κοινωνία αποτελεί ένωση προσώπων, που λειτουργεί ως ομάδα μελών της. Η ομάδα αυτή έχει υπερβεί τα όρια της ομάδας αίματος και συγκροτείται ως τοπική (μόνιμης ή νομαδικής φύσης) κοινότηταανθρώπων (η “Gemeinschaft” του FerdinandTönnies) και συνειδητά ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωσή τους. Έτσι, η τοπική κοινότητα καθίσταται «πόλις» ή «πολιτική κοινωνία».

6. Επομένως, πολιτική είναι η ρυθμιστική αρχή της ανθρώπινης κοινωνίας ως «πολιτικής κοινωνίας», που διαπλάσσει ως ουσία και ως μορφή ο άνθρωπος με την εγγενή («φύσει») ιδιότητα του «πολιτικού ζώου» μέσα στην ιστορική «ροή», μέσα στη διαλεκτική της ιστορίας. Η πολιτική, ως προϊόν της πολιτικής κοινωνίας και για την πολιτική κοινωνία, αφορά την καθόλου πολιτική κοινωνία και, επομένως, αποτελεί την ύπατη ρυθμιστική αρχή, με την κατεύθυνση της οποίας διαπλάσσονται στο χωνευτήριο της διαλεκτικής οι επιμέρους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης.

7.Η πολιτική δημιουργείται ως σπέρμα στη συν-είδηση του κάθε ανθρώπου με τη μορφή της συνειδητής γνώμης («δόξα»)και είναι προϊόν πίστης, φαντασίας,εμπειρικής γνώσης από την κοινωνική του συμβίωση και λογικής, έχει δε ηθικό στόχο την καλύτερη κοινωνική του συμβίωση. Από τη σύνθεση αυτή των γνωμών των μελών της πολιτικής κοινωνίας (όπου «αι δόξαι» συγκροτούνται σε «ένδοξα»), διαπλάσσεται η πολιτική πράξη ρύθμισης της πολιτικής κοινωνίας. Τα «ένδοξα» σχηματίζονται –και αυτά μέσα στο χωνευτήριο της διαλεκτικής– με την αποδοχή του ρυθμιστικού τους περιεχομένου από τη συγκεκριμένη πολιτική κοινωνία («Τοπικά» και «Ρητορική» Αριστοτέλη). Πρόκειται για την κοινωνικά νομιμοποιημένη (όπως θα λέγαμε σήμερα) πολιτική, στην οποία στηρίχθηκε η ιστορική διάκριση των θεμιτών και αθέμιτων πολιτευμάτων ή πολιτικών συστημάτων, σήμερα δε η διάκριση δημοκρατικών και μη δημοκρατικών πολιτευμάτων.

8.Η πολιτική ως ρυθμιστική αρχή είναι δεοντική αρχή ανθρώπινης πράξης. Συστατικά της στοιχεία είναι: το δέον ή ο ηθικός σκοπός, που αποτελεί το ουσιαστικό ρυθμιστικό της περιεχόμενο,και η έλλογη θέληση και δύναμη επιβολής της στη συγκεκριμένη πολιτική κοινωνία, που συγκεντρώνεται στον ύπατο οργανικό φορέα και στο όλο οργανικό σύστημα άσκησης της πολιτικής.

9.Το «δέον» (ο ηθικός σκοπός) της πολιτικής έχει πηγή την αυτοσυνειδησία (τη συνείδηση εαυτού) του ανθρώπου ως πολιτικού ζώου, καθώς και τη συνείδηση της γνώσης του «καλού και του «κακού», της δυνατότητας επιλογής του «καλού» και τη δυνατότητα κοινωνικής επιβολής της επιλογής του. Αυτή η αυτοσυνειδησία και συνείδηση του κάθε ανθρώπου συγκροτείται, όπως είπαμε, σε πολιτική συνείδηση της πολιτικής κοινωνίας.

10.Η έλλογος επιλογή του ουσιαστικού περιεχομένου του δέοντος με βάση τη γνώση της διαλεκτικής επιλογής της ιστορίας δεν μπορεί να είναι άλλη από την επιλογή τού ιστορικά προσδιορισμένου «καλού». Διαφορετικά θα είναι επιλογή ανιστόρητου (αυθαίρετου) «καλού» ή ιστορικά κακού, που οδηγεί σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα εξουσίας. Το σταθερό συστατικό στοιχείο του «καλού», ο πυρήνας του, που προκύπτει από την έλλογη συνειδητή γνώση του ανθρώπου στον ιστορικό χρόνο είναι η ζωή του ανθρώπου: η διατήρηση της ζωής του ανθρώπου ως ατόμου και ως είδους και η διαρκής βελτίωσή της (Μύθοι Προμηθέα, Συσίφου κ.ά, προπατορικό αμάρτημα, θεία βούληση, φυσικός νόμος, ο ηθικός περιορισμός «κυρίαρχου», τυραννοκτονία και αντίσταση, διάκριση θεμιτών πολιτευμάτων και παρεκβάσεων κ.λπ.). Πρόκειται για το «ευ ζην» του Αριστοτέλη. Το «κακό» είναι ο «θάνατος» (φυσικός και ηθικός), η επιλογή του οποίου θα αποτελούσε ανιστόρητο παραλογισμό αυτοκαταστροφής. Με βάση αυτή την αρχή, οιστορικός προσδιορισμός του ουσιαστικού περιεχομένου του «καλού» και του «κακού» για κάθε πολιτική κοινωνία, όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω, ανήκει στη διαλεκτική της ιστορίας.

ΙΙ. Δικαιοσύνη

1.Η έννοια της «δικαιοσύνης» δεν προσεγγίζεται εδώ ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο, που αποτελεί μια τεράστια και πολυδιάστατη βίβλο της ανθρώπινης ιστορίας. Πολλά κεφάλαια αυτής της βίβλου ανήκουν στις θεματικές αυτού του Συνεδρίου, και θα τα καλύψουν οι ειδικότεροι εμού συνάδελφοι. Η έννοια της «δικαιοσύνης» στο θέμα της ομιλίας μου αφορά στη φύση της ως στοιχείου δομής και λειτουργίας της πολιτικής κοινωνίας.

2.Η φύση του δομικού αυτού στοιχείου της πολιτικής κοινωνίας είναι ρυθμιστική. Πρόκειται για αρχή ρυθμιστική κατηγορίας σχέσεων της συμβίωσης των μελών της πολιτικής κοινωνίας μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και της πολιτικής κοινωνίας.

3.Ως εσωτερική ρυθμιστική αρχή των σχέσεων ύπαρξης και λειτουργίας της πολιτικής κοινωνίας (επίπεδο ρύθμισης της εσωτερικής κοινωνικής συμβίωσης) και ως εξωτερική ρυθμιστική αρχή (επίπεδο ρύθμισης της συνύπαρξης με τις άλλες πολιτικές κοινωνίες του πλανήτη), η δικαιοσύνη είναι πολιτική ρυθμιστική αρχή.

4.Η δικαιοσύνη ως πολιτική ρυθμιστική αρχή είναι έννοια είδους σε σχέση με την πολιτική, η οποία αποτελεί, ως ύπατη ρυθμιστική αρχή της καθόλου πολιτικής κοινωνίας, έννοια γένους. Η δικαιοσύνη αποτελεί ρυθμιστική αρχή ειδικής κατηγορίας σχέσεων συμβίωσης της πολιτικής κοινωνίας. Είναι δε, όπως και η μητρική της έννοια, κοινωνιογενής.

5.Ως κοινωνιογενής ρυθμιστική αρχή έχει ουσιαστικό κανονιστικό περιεχόμενο και συνάμα κοινωνιογενή πολιτικό φορέα πολιτικής εξουσίας για την επιβολήτουστην πολιτική κοινωνία.

Γ. Οι βάσεις διάπλασης του ουσιαστικού περιεχομένου της δικαιοσύνης

1.Ο «δεσμός αίματος» κοινωνικής συμβίωσης στην πολιτική κοινωνία, ο οποίος συνδέει τη δικαιοσύνη με την πολιτική, μας οδηγεί σε δύο συστατικά στοιχεία του πυρήνα της πρώτης, αντίστοιχα με εκείνα της πολιτικής: Το πρώτοείναι ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο της δικαιοσύνης έχει την ίδια ιστορική ταυτότητα με εκείνη της πολιτικής: έχει βάση το ίδιο ανθρωποκοσμοείδωλο και διαπλάσσεται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο· το δεύτερο είναι ότι έχει ένα ιστορικό σταθερό πυρήνα του ηθικού σκοπού της ως δεοντικής αρχής, προς την ίδια κατεύθυνση του πυρήνα της πολιτικής: το «ευ ζην» ή την ευδαιμονία του ανθρώπου ως κοινωνικού είδους.

2.Ο σταθερός ιστορικός πυρήνας του δεοντικού στοιχείου της αρχής, είναι: η κοινωνιογενής κρίση ως προς την εφαρμογή του δικαίου ή τη συμμόρφωση προς το δίκαιο, το οποίο ισχύει σε κάθε συγκεκριμένη πολιτική κοινωνία και ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις συμβίωσης.

3.Το δίκαιο αποτελεί ειδική πολιτική ρυθμιστική αρχή, που έχει την ίδια καταγωγή «αίματος» με εκείνη της δικαιοσύνης: την πολιτική. Έχει, δηλαδή, την ιστορικότητα, την κοινωνιογενή φύση και την ιστορική βάση διάπλασης των κανόνων του (το ανθρωποκοσμοείδωλο), που έχει και η πολιτική. ΄Εχοντας δε η δικαιοσύνη τον ίδιο σταθερό δεοντικό πυρήνα με την πολιτική, οιεπιμέρους κανόνες που πηγάζουν από αυτόν και ρυθμίζουν τις ειδικές κατηγορίες κοινωνικών σχέσεων νομιμοποιούνται ουσιαστικά από τον βασικό δεοντικό πυρήνα της αρχής.

4.Η πολιτική, όπως επισημάναμε, είναι η καθόλου ρυθμιστική αρχή της πολιτικής κοινωνίας(με όλες τις κατηγορίες κανόνων)και αποτελεί την έννοια γένους όλων των ρυθμιστικών αρχών. Το δίκαιο αποτελεί ρυθμιστική αρχή της κατηγορίας εκείνης των κανόνων που είναι «οπλισμένοι» με το εξής ειδικό στοιχείο: την ισχύ κοινωνικής επιβολής από την πολιτική κοινωνίακαι έννοια είδους ως προς την πολιτική. Η δικαιοσύνη αποτελεί ρυθμιστική αρχή του της ειδικής κατηγορίας κανόνων δικαίου που επιβάλλουν τον έλεγχο εφαρμογής και τήρησης του δικαίου. Είναι δε «οπλισμένη» με σύστημα διαδικασιών κρίσης κατά το δίκαιο για την τήρηση των κανόνων δικαίου και επιβολής κυρώσεων για τη μη τήρηση τους. Απέναντι στην έννοια του δικαίου αποτελεί έννοια είδους.

5.Η γενετική σχέση του δικαίου και της δικαιοσύνης είναι ορατή σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Δικαιοσύνη χωρίς δίκαιο και δίκαιο χωρίς δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην ιστορική γνώση. Αυτό εκφράζει και η ελληνική και η λατινική ετυμολογική σύνδεση των δύο λέξεων ( δίκαιο-δικαιοσύνη, jus-justitia), όπως αντίστοιχες και άλλων γλωσσών.

6.Οι έννοιες δίκαιο και δικαιοσύνη διαφέρουν, επίσης, ως προς το εξής: Το δίκαιο αποτελεί αρχή με σύστημα ρυθμιστικών κανόνων που δεσμεύουν γενικώς και αφηρημένα τη συγκεκριμένη πολιτική κοινωνία ή κοινωνική κατηγορία της και τα μέλη τους με νοητικά προκαθορισμένο αφηρημένο «πραγματικό» κοινωνικής σχέσης. Είναι η ρυθμιστική επιταγή, η «μωσαϊκή πλάκα των δέκα εντολών». Από την άλλη πλευρά, η δικαιοσύνη είναι η πράξη κοινωνικής ερμηνείας του κανόνα δικαίου, της αφηρημένης, δηλαδή, προστακτικής, και η πράξη εφαρμογής του, η συγκεκριμενοποίηση, δηλαδή, της εντολής, για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

7.Η δικαιοσύνη, ως κοινωνιογενής κρίση εφαρμογής του δικαίου, είναι προϊόν κοινωνικής συνείδησης, η οποία σχηματίζεται στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της πολιτικής κοινωνίας από τον άνθρωπο ως πολιτικό ζώο.Συνεπώς πρέπει να έχει την κοινωνική νομιμοποίηση του «ενδόξου», τη νομιμοποίηση της κοινωνικής θέλησης,στην οποία συνυπάρχουνόλα τα ζωντανά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης και συνιστούν τη συν-είδηση του δικαίου.

Δ. Αποσαφηνίσεις για τη Δικαιοσύνη ως πράξη

1. Στην κοινωνική συνείδηση έχομε ανέκαθεν το ιστορικό

φαινόμενο ουσιαστικής διάκρισης μεταξύ του δικαίου και των νόμων της πολιτείας, καθώς και της δικαιοσύνης με ουσιαστικό περιεχόμενο και της δικαιοσύνης που απονέμουν οι δικαστές της πολιτείας με βάση τους νόμους (θείο δίκαιο και φυσικό δίκαιο πάνω από το πολιτειακό, ηθική, κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στη νομική δικαστική δικαιοσύνη, υπερθετικό δίκαιο πάνω από το θετικό δίκαιο κ.ά.). Αυτός ο δυισμός του δικαίου, τον οποίο ενίσχυσε κατά τους νεότερους χρόνους ο χωρισμός πολιτείας και κοινωνίας και ο νομικός θετικισμός, αποκαλύπτει τη βαθύτερη προέλευσή του: την εγγενή διαφορά ουσίας αφενός μεταξύ της κοινωνιογενούς φύσης της πολιτικής, του δικαίου και της δικαιοσύνης ως ρυθμιστικών αρχών της κοινωνικής συμβίωσης, που έχουν αποκλειστικό σκοπό το «ευ ζην» στην κοινωνία, και αφετέρου της επίσης κοινωνιογενούςπολιτικής εξουσίας, που έχει σκοπό την επιβολή των ρυθμιστικών κανόνων τους και τον έλεγχο τήρησής τους.

Η έλλογη αυτή διάκριση μεταξύ ουσιαστικού περιεχομένου των ρυθμιστικών αρχών και πολιτικής εξουσίας επιβολής τους δεν πρέπει να μας παραπλανήσει στο να την θεωρήσομε φαινόμενο οντολογικού ή υπαρξιακού δυισμού του ανθρώπου. Απλώς, η εν λόγω διάκριση αποτελεί έλλογη ανθρωπογενή διαίρεση δράσης της ενιαίας ύπαρξης του ανθρώπου ως ζώου (δύναμη) μεεγγενή πολιτική ιδιότητα (συν-είδηση).

2. Η δικαιοσύνη είναι κρίση δικαίου ή κρίση συνείδησης;

Η «κατά συνείδηση» δικαστική κρίση,χωρίς πρώτη και σαφώς τεκμηριωμένη και ελέγξιμη βάση το δίκαιο και χωρίςκοινωνική συνείδηση της πραγματικής συγκεκριμένης διαφοράς και του εφαρμοστέου σ’ αυτή δικαίου, είναι κρίσηαυθαίρετη ως κοινωνικά μη ελέγξιμη· είναι κρίση μεταφυσική, χωρίς δυνατότητα ελέγχου από την πολιτική κοινωνία. (Ιστορικά παραδείγματα: κρίση φορέα θεοκρατικής εξουσίας και θέλησης, όπως η κρίση θρησκευτικού ηγέτη, απόλυτου μονάρχη, θρησκευτικού δικαστή που κρίνει κατά τους μεταφυσικούς κανόνες, όπως ο καδής κ.ά.). Με βάση τη θεμελιώδη αρχή ότι η πολιτική, το δίκαιο και η δικαιοσύνη αποτελούν κοινωνιογενή υπαρξιακά στοιχεία της πολιτικής κοινωνίας και του ανθρώπου ως φύσει πολιτικής γήινης οντότητας, η αρχή της δικαιοσύνης: επιβάλλει πρώτα την ανεύρεση του εφαρμοστέου στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίσης γενικού ή ειδικού κανόνα δικαίου, ως κοινωνιογενούς κανόνα κοινωνικής συμβίωσης και ερμηνευτέου αντικειμενικά με βάση την ιστορική κοινωνική συνείδηση του κοινωνικού συμφέροντοςκαι ακολούθως επιβάλλει την κρίση εφαρμογής του κανόνα ή των κανόνων δικαίου στο συγκεκριμένο πρόσωπο ή στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα προσώπων με βάση τα κοινωνικά τους κριτήρια του δικαίου ως προς τη συγκεκριμένη πράξη. Και οι δύο αυτές φάσεις «απονομής της δικαιοσύνης»,όπως λέγεται ο πολιτειακός έλεγχος τήρησης του δικαίου και ο καθορισμός της αποκατάστασής του σε περίπτωση ρήξης του,είναι προϊόν της διαπλαστικής ερμηνείας εφαρμογής του δικαίου καιπρέπει ναείναι διαφανείς και ελέγξιμες με ειδική αιτιολογία. Αυτή είναι η λεγόμενη «ερμηνεία εφαρμογής του δικαίου», που παρακάμπτει η νομική εκπαίδευση και η δικαστική εφαρμογή με επίκληση της ανέλεγκτης κρίσης μεταφυσικής συνείδησης, η οποία στηρίζεται σε υποκειμενικά μεν (κατά συνείδηση) κριτήρια του κριτή, αλλά διαφανή (διατυπωμένα στην αιτιολογία και ελέγξιμα), σύμφωνα με το δίκαιο και ελεγκτέα από την πολιτεία.

3. Οι διακρίσεις που περιγράφομε στις προηγούμενες δύο παραγράφους αποτελούν, όπως είναι φανερό, τη βάση της κοινωνικής διάκρισης μεταξύ δικαίου και αδίκου, μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας, μεταξύ «δόξας» και «ενδόξου, που θεμελιώνονται στην ιστορικότητα της πολιτικής κοινωνίας και γενικά της ύπαρξης.

Πηγή: kassimatisdimokratia.gr

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

Upload File

You can include images or files in your comment by selecting them below. Once you select a file, it will be uploaded and a link to it added to your comment. You can upload as many images or files as you like and they will all be added to your comment.