ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
_.
Βικεντία-Αννα Μπενάκη, 16 Οκτ 2019
Αναφορικά με το γενικότερου ενδιαφέροντος και με την απονομή της δικαιοσύνης συνδεόμενο νομικό ζήτημα περί του επιτρεπτού ή μη του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών για την επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική τους κρίση και, σε καταφατική περίπτωση, της έκτασης και της οριοθέτησης του εν λόγω πειθαρχικού ελέγχου, ζήτημα το οποίο ανακύπτει τόσο επί πολιτικών όσο και επί ποινικών υποθέσεων και για την επίλυση του οποίου συγκλήθηκε η υπ’ αριθμ. 18/1993 Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό της οριοθέτησης του εν λόγω πειθαρχικού ελέγχου εμφανίζεται επανειλημμένως στην πράξη, προκαλώντας διχογνωμίες και αμφισβητήσεις, αξιομνημόνευτα είναι τα ακόλουθα άρθρα:
Σύμφωνα με το άρθρο 87 §§ 1 και 2 του Συντάγματος, η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και υπόκεινται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 του ΚΠοινΔ, οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφασίζουν κατά την δική τους πεποίθηση, ακούοντας, για το σκοπό αυτό, την φωνή της συνειδήσεώς τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση, που προκύπτει από τις συζητήσεις για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων και την αξία των λοιπών αποδείξεων (π.χ. για το αξιόπιστο των μαρτύρων).
Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 340 εδ. α’ του ΚΠολΔ, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί.
Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 91 § 1 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 106 § 3 του Ν. 4055/2012, το πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστικού λειτουργού συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή ενέργεια ή παράλειψή του, εντός ή εκτός υπηρεσίας, η οποία αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.
Προσέτι, κατά το άρθρο 93 § 4 του ως άνω Κώδικα, όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του διωκομένου, να μην επιβάλλει ποινή.
Τέλος, κατά το άρθρο 99 § 4 του ίδιου Κώδικα, αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας.
Από τις ως άνω διατάξεις ευνόητο είναι ότι οι συνταγματικές διατάξεις (πρέπει να) έχουν τον πρώτο λόγο, καθώς απολαύουν αυξημένης τυπικής ισχύος και, συνεπώς, υπερισχύουν έναντι των νομοθετικών, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του Συντάγματος και να εφαρμόζονται στο μέτρο που κρίνονται ως σύμφωνες με αυτό. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις ή παραλείψεις του δικαστικού λειτουργού, ως οργάνου απονομής της δικαιοσύνης, ενέχουσες δικαιοδοτική κρίση, πρέπει να νοούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αντίκεινται ουσιαστικώς προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη δικαστική ανεξαρτησία, αλλά να εναρμονίζονται προς το περιεχόμενο και την έκταση αυτής. Η δικαστική πράξη τότε μόνον πρέπει να θεωρείται αντικειμενικώς αυθαίρετη, όταν η σχετική δικαστική κρίση, στερούμενη νομιμότητος, δύναται, υπό την άποψη αντικειμενικής αιτιότητος, να στηριχθεί σε μόνη τη βούληση του δικάζοντος. Είναι δε και υποκειμενικώς αυθαίρετη, όχι μόνο στην περίπτωση αντίστοιχου δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), οπότε πρόκειται για ενεργητική αυθαιρεσία, αλλά και στην περίπτωση βαρείας αμέλειας, που ενέχει έντονη αφροντιστία του δικάζοντος για την πραγμάτωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του κατά το νόμο ορθού και δικαίου, οπότε πρόκειται για αυθαιρεσία παθητική.
Αναφορικά με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, το έργο του δικαστή, για το οποίο έχει αυτονόητη εκ του νόμου υποχρέωση ορθής πραγμάτωσης, συνοψίζεται βασικά στα εξής: 1) στον προσδιορισμό της εννοίας κανόνων δικαίου, ουσιαστικών ή δικονομικών (ερμηνεία κανόνων δικαίου), 2) στη διαπίστωση του κρίσιμου πραγματικού της εκάστοτε υπόθεσης, κατά το σύνολο των ζητημάτων και των παρεμπιπτόντων, ουσιαστικών ή δικονομικών και 3) στην παράθεση του πραγματικού και στην υπαγωγή του σε κανόνες δικαίου, ουσιαστικούς ή δικονομικούς, με συναγωγή, ευθεία ή έμμεση, συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού (εφαρμογή κανόνων δικαίου). Σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, παράπτωμα δικαστικού λειτουργού που αφορά δικαιοδοτική κρίση και δικαιολογεί πειθαρχικό έλεγχο, πέραν της περίπτωσης αντικειμενικού σφάλματος γεγόμενου από πρόθεση -άμεσο δόλο ή ενδεχόμενο- στην ερμηνεία, την εφαρμογή κανόνων δικαίου ή στον προσδιορισμό κρίσιμου πραγματικού, υπάρχει, επίσης, σε περίπτωση προφανούς σφάλματος από βαριά αμέλεια. Τέτοιο, προφανές σφάλμα νοείται υπαρκτό 1) στην ερμηνεία κανόνος δικαίου, αν η ερμηνευτική εκδοχή που έγινε εσφαλμένως δεκτή, ευρίσκεται σε έκδηλη αντίθεση προς την σαφή και αναμφίβολη, τυχόν, πραγματική του έννοια, ούτως ώστε η εκδοχή αυτή να μη δύναται, αντικειμενικώς, να θεωρηθεί υποστηρίξιμη, 2) στη διαπίστωση κρίσιμου πραγματικού, αν το κατά την απόφαση σχετικό, εσφαλμένο, πόρισμα είναι αναμφιβόλως και προφανώς διάφορο εκείνου που αντικειμενικώς βάσει και των κανόνων της λογικής και της κοινής πείρας προκύπτει από αποδεικτικά στοιχεία ληπτέα υπ’ όψιν και ιδίως στοιχεία που έχουν δύναμη πλήρους απόδειξης (όπως η οριζόμενη στα άρθρα 352 § 1, 430 § 1, 438, 440, 445 και 448 του ΚΠολΔ) και 3) στη νομική υπαγωγή, αν το συναχθέν συμπέρασμα δικανικού συλλογισμού βρίσκεται σε προφανή ανακολουθία προς τον συνδυασμό εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Για το σκοπό της ουσιαστικής πραγμάτωσης της συνταγματικής αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας στην απονομή της δικαιοσύνης, η ελαφρά αμέλεια δεν αρκεί για τη γένεση πειθαρχικής ευθύνης δικαστή από σφάλμα σε δικαιοδοτική κρίση του και η εφαρμογή των άρθρων 93 § 4 και 99 § 4 του Κώδικα περιορίζεται, συνακολούθως, στις περιπτώσεις σφάλματος δικαστικών λειτουργών που δεν αφορά τέτοια δικαιοδοτική κρίση.
Καταρχήν, ο κανόνας είναι ότι δεν ελέγχεται πειθαρχικώς η επί της ουσίας της υπόθεσης κρίση του δικαστή και μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να υπάρξει περίπτωση τέτοιου πειθαρχικού ελέγχου. Ειδικότερα, βάσει της κατά το Σύνταγμα δικαστικής ανεξαρτησίας, δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο ό,τι εμπίπτει στον πυρήνα της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης, ενώ αντιθέτως οι δυνάμενοι να θεμελιώσουν νομικά ή πραγματικά σφάλματα ή νομικές παραδοχές εξωτερικοί όροι, υπόκεινται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε πειθαρχικό έλεγχο. Ως πυρήνας της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης, ο οποίος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο, μπορεί σε γενικές γραμμές να ορισθεί η απόφαση στην οποία κατέληξε ο δικαστής, αφού έλαβε κατά νόμο υπόψη και αιτιολόγησε νομικώς και ουσιαστικώς όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης, η δε οποιαδήποτε κρίση του, κείμενη μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις, δεν συνιστά υπέρβαση της από το νόμο παρεχομένης στο δικαστή εξουσίας.
Ενδεικτικώς, προς κατανόηση της ως άνω γενικής αρχής παρατίθενται οι ακόλουθες συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες πόρρω απέχουν από το να εξαντλούν τις δυνάμενες να εμφανισθούν στην πράξη ποικίλες επί μέρους περιπτώσεις:
α) Η παντάπασι μη λήψη υπόψη από το δικαστή προσαχθέντων και επικληθέντων από τους διαδίκους κρισίμων και ουσιωδών για την έκβαση της δίκης εγγράφων ή «πραγμάτων», πραγματικών, δηλαδή, ισχυρισμών των διαδίκων, ανήκει στους ως άνω εξωτερικούς όρους και γι’ αυτό ελέγχεται πειθαρχικώς (πρβλ. σχετικώς την υπ’ αριθμ. 1/1966 απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, ΝΟΒ 14, σελ. 860). Αντιθέτως, η κατόπιν λήψης υπόψη και αιτιολογημένης εκτίμησης των εγγράφων αυτών διαμορφούμενη κατ’ ουσία δικαστική κρίση είναι πειθαρχικώς ανέλεγκτη, ως ανήκουσα στον πυρήνα της δικαστικής κρίσης (βλ. όμως και παρακάτω στο στοιχείο δ’).
β) Η κατόπιν εκτίμησης ή ερμηνείας του περιεχομένου του εγγράφου απόφαση ανήκει στον πυρήνα της δικαστικής κρίσης και είναι ως εκ τούτου πειθαρχικώς ανέλεγκτη, ενώ αντιθέτως η παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου ανήκει στους εξωτερικούς όρους και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς (σε σχέση όμως με την έννοια της εκτίμησης του εγγράφου πρβλ. την υπ’ αριθ. 3/1964 απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, εις ΝΟΒ 13, σελ. 10).
γ) Η αιτιολογημένη κρίση και εκτίμηση περί του βαθμού και του μέτρου της αξιοπιστίας ή μη των μαρτύρων ανήκει στον πυρήνα της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης και είναι ως εκ τούτου πειθαρχικώς ανέλεγκτη (πρβλ. σχετικώς παρακάτω στο στοιχείο στ). Όπως αναφέρεται στην Εισαγγελική πρόταση επί του υπ’ αριθμ. 45/1955 Πρακτικού της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΝΟΒ 1955, σελ. 74), «οσοιδήποτε μάρτυρες και αν καταθέτωσι συμφώνως προς την άποψιν, ο δικαστής δεν δεσμεύεται, διότι τούτο θα ήγε εις τυπικήν απόδειξιν». Αντιθέτως, ανήκει στους εξωτερικούς όρους και ως εκ τούτου μπορεί να ελεγχθεί πειθαρχικώς η διαστροφή ή η παραμόρφωση των καταθέσεων των μαρτύρων, ή άλλων κρισίμων αποδεικτικών στοιχείων ή ουσιωδών ισχυρισμών.
δ) Η εκ μέρους του δικαστή παραβίαση της υποχρέωσής του να προσδώσει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική δύναμη που ορίζει ο νόμος (όπως π.χ. πλήρη απόδειξη στα κατά τα άρθρα 352 § 1 και 440 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα της ομολογίας και των δημοσίων εγγράφων για τις διαπιστώσεις του συντάκτη τους) ανήκει στους εξωτερικούς όρους και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς.
ε) Η παντελώς αναιτιολόγητη κατ’ ουσία δικαστική κρίση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις η ελλιπής και ανεπαρκής αιτιολόγηση της κατ’ ουσία δικαστικής κρίσης, ανήκουσα στους εξωτερικούς όρους και αντιβαίνουσα στο άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος, ελέγχεται πειθαρχικώς, ενώ αντιθέτως η σε πλήρη αιτιολογία όλων των στοιχείων της υπόθεσης ερειδόμενη δικαστική απόφαση ανήκει στον πυρήνα της κατ’ ουσία δικαστικής κρίσης και ως εκ τούτου δεν ελέγχεται πειθαρχικώς. Η έννοια της «πλήρους αιτιολογίας» δεν ταυτίζεται με την υποκειμενική κρίση και αντίληψη εκάστου ως προς το τι αποδεικνύεται από την εκτίμηση των αποδείξεων και τούτο διότι, όπως αναφέρεται και στην Εισαγγελική πρόταση στο ανωτέρω μνημονευθέν υπ’ αριθμ. 45/1955 Πρακτικό της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΝΟΒ 4, σελ. 74), «δεν είναι ο δικαστής ελεγκτέος, διότι εκείνο το οποίον άλλοι θεωρούσαν ως αποδεικνυόμενον εκ των αποδείξεων, ούτος δεν το θεωρεί, διότι η πεποίθησις είναι αποτέλεσμα πλειόνων πνευματικών λειτουργιών και ασταθμήτων παραγόντων, ας ο δικάζων παρακολουθεί μεθ’ όσης αυτώ η φύσις, αι κτηθείσαι γνώσεις και η πείρα, δυνάμεως, τω παρέχουσι την ικανότητα να εκτιμήση». Επομένως η πλήρης αιτιολογία, μη ταυτιζόμενη προς την υποκειμενική κρίση και αντίληψη τρίτων, ως προς το τι αποδεικνύεται από τις αποδείξεις, σημαίνει ότι η κατ’ ουσία δικαστική κρίση στηρίζεται σε αντικειμενικώς λογική αλληλουχία και λογική συνέπεια των δικαστικών συλλογισμών κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, σε πληρότητα -από απόψεως αιτιολογίας- όλων των κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσης και στη νομική δυνατότητα υπαγωγής στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού των πραγματικών παραδοχών της ελάσσονος πρότασης του συλλογισμού αυτού. Υπό τη μορφή αυτή, η δικαστική απόφανση, ανήκουσα στον πυρήνα της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης, δεν ελέγχεται πειθαρχικώς.
στ) Η δικαστική επιμέτρηση της ποινής μέσα στα όρια που διαγράφει ο νόμος, κατόπιν αιτιολογημένης λήψεως υπόψη των από το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα οριζομένων στοιχείων, ανήκει στον πυρήνα της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης και ως εκ τούτου δεν ελέγχεται πειθαρχικώς. Αντιθέτως, ανήκει στους εξωτερικούς όρους της κατ’ ουσίαν δικαστικής κρίσης και ως εκ τούτου ελέγχεται πειθαρχικώς η κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου επιμέτρηση της ποινής, όπως είναι π.χ. η καθ’ υπέρβαση των από το νόμο προβλεπομένων ανώτατων ή κατώτατων ορίων επιβαλλόμενη ποινή ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η κατά την επιμέτρηση της ποινής διπλή αξιολόγηση των στοιχείων της ποινικής υπόστασης του εγκλήματος (πρβλ. σχετικώς ΑΠ 355/1985, ΠοινΧρον ΛΕ, 873).
Περαιτέρω, ενόψει των ως άνω εκτεθέντων μπορεί να λεχθεί ότι η δυνατότητα του πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης, λόγω υπέρβασης των ακραίων λογικών ορίων εκτίμησης προϋποθέτει ότι η δικαστική αυτή κρίση συνδέεται με πειθαρχικώς ελεγχόμενους εξωτερικούς όρους (όπως π.χ. με διαστροφή ή παραγνώριση αποδεικτικών στοιχείων ή ισχυρισμών ή με έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας κτλ), αλλιώς η επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική κρίση δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτίμησης και τούτο διότι τότε ελέγχεται ο πυρήνας της δικαστικής κρίσης, αφού στην περίπτωση αυτή κριτήριο πλέον της προσαπτόμενης υπέρβασης των ακραίων λογικών ορίων εκτίμησης θα αποτελεί η σχετική με την εκτίμηση των στοιχείων της υπόθεσης υποκειμενική κρίση και αντίληψη εκάστου. Γι’ αυτό ακριβώς δεν είναι ευχερές, αν δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, να ευρεθεί περίπτωση επιτρεπτού πειθαρχικού ελέγχου για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτίμησης στις ακόλουθες περιπτώσεις δικαστικής κρίσης επί της ουσίας της υπόθεσης:
α) Στις περιπτώσεις υπαγωγής από το δικαστή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών στις γενικές ρήτρες ή στις αόριστες νομικές έννοιες, όπως π.χ. αν ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι την κατ’ άρθρ. ΑΚ 281 έννοια της κατάχρησης δικαιώματος ή την κατά τα άρθρα ΑΚ 97, 200 και 288 έννοια της καλής πίστης ή των συναλλακτικών ηθών ή την κατά τα άρθρα ΑΚ 178, 179 και 919 έννοια της αδικοπραξίας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές ελέγχονται πειθαρχικώς οι εξωτερικοί όροι (νομικά σφάλματα κλπ) της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης, όπως λ.χ. όταν ο δικαστής δέχεται ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν την κατ’ άρθρ. ΑΚ 914 Αστικού έννοια της αδικοπραξίας, χωρίς στα περιστατικά αυτά να περιλαμβάνεται και το αναγκαίο στοιχείο της υπαιτιότητας ή όταν ο δικαστής δέχεται ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρ. ΑΚ 281, χωρίς όμως να δέχεται συγχρόνως ότι η άσκηση του δικαιώματος υπερβαίνει «προφανώς» τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή όρια.
β) Στις περιπτώσεις των άρθρων 261 (κατά το οποίο στο δικαστή απόκειται να κρίνει αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση της αγωγής) και 340 (κατά το οποίο το δικαστήριο κρίνει ελευθέρως τα αποδεικτικά μέσα και αποφαίνεται κατά συνείδηση περί της αληθείας των ισχυρισμών) του ΚΠολΔ και στην περίπτωση του άρθρου 177 του ΚΠοινΔ (αρχή της ηθικής απόδειξης στην ποινική δίκη, κατά την οποία οι δικαστές πρέπει να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους, οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τη συζήτηση της υπόθεσης). Στις περιπτώσεις αυτές ο πειθαρχικός έλεγχος για υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων εκτίμησης είναι επιτρεπτός μόνο αν η επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική κρίση συνδέεται με τους κατά τα ως άνω πειθαρχικά ελεγχόμενους εξωτερικούς όρους.
γ) Τα αυτά υπό β’ ισχύουν και στην περίπτωση της κατά τα άρθρα 282 § 1 και 291 § 1 και 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κρίση του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου περί της συνδρομής ή μη των κατά το άρθρο 282 § 1 του ΚΠοινΔ προϋποθέσεων για να διαταχθεί ή όχι η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου και ειδικότερα ως προς το αν είναι ή όχι εξαιρετικά πιθανή η φυγή του κατηγορουμένου ή ως προς το ότι ο κατηγορούμενος κρίνεται ή όχι ιδιαιτέρως επικίνδυνος κτλ.
Προσέτι, η γνώμη του δικαστή για την ορθότερη νομική άποψη επί ορισμένου νομικού ζητήματος, την οποία ο δικαστής δέχθηκε ή ακολούθησε σε ορισμένη υπόθεση, ανήκει στον πυρήνα της δικαστικής κρίσης και συνεπώς δεν ελέγχεται πειθαρχικώς, έστω και αν η νομική αυτή άποψη είναι αντίθετη με τη νομολογία του Αρείου Πάγου ή αντίθετη προς προγενέστερη άποψη του ίδιου δικαστή, την οποία ούτος είχε δεχθεί σε προγενέστερες αποφάσεις του. Διάφορο, βεβαίως, είναι το ζήτημα αν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η μεταβολή αυτή της νομικής άποψης του δικαστή οφείλεται στο προσωπικό ή άλλο εξωυπηρεσιακό, θετικό ή αρνητικό, ενδιαφέρον του δικαστή για τη συγκεκριμένη υπόθεση, διότι τότε ελέγχεται πλέον πειθαρχικώς όχι η νομική άποψη του δικαστή, αλλά η αντικείμενη σε λόγους δικαστικής δεοντολογίας ή ευπρέπειας ή εξαίρεσης συμμετοχή του δικαστή στη σύνθεση του δικαστηρίου.
Ενόψει όλων όσων εκτέθηκαν παραπάνω, μπορούν συμπερασματικά να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Πειθαρχικώς ελεγχόμενοι εξωτερικοί όροι συνιστούν κυρίως νομικά σφάλματα, νομικές παραδρομές, παραβάσεις κειμένων διατάξεων, αναιτιολόγητες δικαστικές αποφάσεις και άλλες νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τον μη πειθαρχικώς ελεγχόμενο πυρήνα της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης.
Ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος δεν θίγει την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία, εφ’ όσον περιορίζεται μέσα στα ως άνω περιγραφέντα νομικά και πραγματικά πλαίσια. Η οριοθέτηση του πειθαρχικού ελέγχου στα πλαίσια της από το Σύνταγμα διασφαλιζόμενης δικαστικής ανεξαρτησίας, είναι έργο εξόχως λεπτό και δυσχερές και απαιτεί μεγάλη προσοχή, σύνεση και σωφροσύνη κατά την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης. Η δε προσπάθεια να συμπολιτεύεται ο ως άνω πειθαρχικός έλεγχος με την κατά το Σύνταγμα δικαστική ανεξαρτησία είναι πολύ δυσχερέστερη επί ποινικών υποθέσεων από ό,τι είναι επί των πολιτικών. Και τούτο διότι στις ποινικές υποθέσεις υπάρχει για το δικαστή μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια κρίσης κατά τους κατά το άρθρο 177 του ΚΠοινΔ κανόνες της ηθικής απόδειξης και μεγαλύτερη δυνατότητα εξ επαγγέλματος ενέργειας και έρευνας.
Τέλος θα πρέπει να λεχθεί ότι η οποιαδήποτε επί της ουσίας της υπόθεσης κρίση του δικαστή (και όταν ακόμη δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου) αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης κατά τη διενέργεια της επιθεώρησης από τους Επιθεωρητές – Αρεοπαγίτες κ.τ.λ., αφού κατά το άρθρο 85 §§ 2 και 3 του Ν. 1756/1988 οι επιθεωρητές συντάσσουν έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό, στην οποία έκθεση αξιολογούνται, μεταξύ άλλων και «η κρίση και η αντίληψη», «η ποιοτική υπηρεσιακή απόδοση» και η επιστημονική κατάρτιση του δικαστή. Τούτο σημαίνει ότι και ο μη υποκείμενος σε πειθαρχικό έλεγχο πυρήνας της επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστικής κρίσης μπορεί κατά τη διενεργούμενη τακτική ή έκτακτη επιθεώρηση από Επιθεωρητές – Αρεοπαγίτες ή Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου να αξιολογηθεί θετικώς ή αρνητικώς. Δηλαδή το γεγονός ότι η επί της ουσίας της υπόθεσης κρίση του δικαστή δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο, δεν αποκλείει την κατά τη διενεργούμενη επιθεώρηση ποιοτική και αξιολογική διαβάθμιση της δικαστικής αυτής κρίσης. Με άλλα λόγια, το ότι ο δικαστής δεν είναι πειθαρχικώς ελεγκτέος για την επί της ουσίας της υπόθεσης δικαστική του κρίση, δεν σημαίνει και ότι η εν λόγω δικαστική του κρίση δεν υπόκειται κατά τη διενέργεια της επιθεώρησης σε διάφορες αξιολογήσεις και ποιοτικές διαβαθμίσεις (ΟλΑΠ 18/1993, ΠοινΧρ 1994, 410 / TNΠ Νόμος).
Μπενάκη Βικεντία – Άννα Δικηγόρος Αθηνών
Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών
Πηγή: efotopoulou.gr