ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.

ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.

Ο Γλέζος, ο Σάντας, η σημαία και τρεις πατριώτες δικαστές
Wednesday
22/04/2020
08:42 GMT+2
Επιστημονική τεκμηρίωση υπέρ του εθνικού νομίσματος Απόστολος Κοκόλιας ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Μαν. Γλέζος
0

Σχόλιο GMR: ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ και δικασtina…(εδώ)

 

 

 

Απόστολος Κοκόλιας, 18 Απριλίου 2020

 

 

 

Πώς ολόκληρο τον Ιούνιο του 1941 τρεις ευφυείς και θαρραλέοι πρωτοδίκες, στους οποίους είχαν ανατεθεί οι ανακρίσεις για την υποστολή του ναζιστικού συμβόλου από την Ακρόπολη, παραπλάνησαν τους Γερμανούς με στόχο να μην αποκαλυφθούν οι δράστες, αλλά και να μην πληρώσει με βάναυσα αντίποινα ο αθηναϊκός λαός.

Τη νύχτα που ο Λάκης και ο Μανώλης γκρέμισαν το φασισμό από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, τρεις γενναίοι και ευφυέστατοι δικαστές υπηρετούσαν στο Πρωτοδικείο της Αθήνας: ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθήνας Ηλίας Μικρουλέας, ο πρωτοδίκης-ανακριτής του 11ου τμήματος Β. Δαβίλας και ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Αναστάσιος Καραμούτζος.

Επιλέχτηκαν γιατί και οι τρεις ήταν γερμανομαθείς. Γι’ αυτό και ο διοικητής της Γκεστάπο, Τόιμπελ, τους διέταξε να βρουν αμέσως τους δράστες «αυτού του ασύλληπτου ανοσιουργήματος» όπως το χαρακτήρισαν. Και τους κατατρομοκράτησε λέγοντάς τους ξεκάθαρα: «Αν δεν βρεθούν οι ένοχοι, θα πληρώσει ο Αθηναϊκός λαός!»

Οι τρεις αυτοί πατριώτες ανέλαβαν έτσι ξαφνικά μια τεράστια ευθύνη:

α) Να παραπλανήσουν τον Τόιμπελ και την Γκεστάπο ως προς το πού πρέπει να κατευθυνθεί η έρευνα.

β) Να μπουν στο απυρόβλητο οι πραγματικοί δράστες (που ακόμα βέβαια ήταν άγνωστοι και στους παραπάνω δικαστές).

γ) Να φανεί ότι η Δικαιοσύνη κινήθηκε γρήγορα και δραστήρια για να βρεθούν οι ένοχοι και

δ) Να αφαιρεθούν, όσο ήταν δυνατόν, τα προσχήματα για τους κατακτητές στην απειλή τους να πληρώσει ακριβά ο Αθηναϊκός λαός για το «ασύλληπτο ανοσιούργημα».

Το πώς τα πέτυχαν όλα αυτά αξίζει να το παρακολουθήσουμε από το βιβλίο του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα Δημήτρη Γατόπουλου «Ιστορία της Κατοχής». Σημειώνω μόνο ότι ο Δημ. Γατόπουλος γεννήθηκε το 1886 και πέθανε το 1956. Υπήρξε δημοσιογράφος-συντάκτης των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Εστία» και δόκιμος ιστορικός συγγραφέας.

Επίσης, διετέλεσε από το 1922 μέχρι το 1934 διευθυντής του πολιτικού γραφείου του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, Αλέξ. Ζαΐμη. Γράφει, λοιπόν, ο Δ. Γατόπουλος:

Μετά τον εξευτελισμόν και το σχίσιμον της Γερμανικής πολεμικής σημαίας με τον αγκυλωτόν σταυρόν επί της Ακροπόλεως και τ’ ασυγκράτητα αισθήματα συμπάθειας του Ελληνικού λαού υπέρ των μεταφερμένων Αγγλων αιχμαλώτων, ο πρώτος, εν Αθήναις, διοικητής της Γκεστάπο, ο περιβόητος Τόυμπελ, με τις χαρακτηριστικές σπαθιές στο πρόσωπο, ήρχισε το απαίσιο έργο του.

Πρώτα-πρώτα, ο απαίσιος Τόυμπελ, εκινήθη με λύσσαν διά να ανακαλύψει τα παιδιά, τους δύο νεαρούς και ηρωικούς Ελληνας που ετόλμησαν να εξαφανίσουν την χιτλερικήν σημαίαν από των επάλξεων του Ιερού Βράχου. Αντιμέτωποι, όμως, του Τόυμπελ δεν εδίστασαν να ταχθούν οι αρμόδιοι Ελληνες δικαστικοί των Αθηνών, οι οποίοι, διαταχθέντες να ενεργήσουν ανακρίσεις προς ανακάλυψιν των δύο Ελλήνων πατριωτών, επενόησαν και έθεσαν εις εφαρμογήν, με ηρωικήν ψυχραιμίαν και κίνδυνον της ζωής των, τέχνασμα που παρεπλάνησε τους Γερμανούς της Γκεστάπο και εκάλυψε με τον πέπλο του μυστηρίου το άνευ ομοίου εις την Γερμανοκρατουμένην, τότε, Ευρώπην κατόρθωμα του εξευτελισμού του χιτλερικού συμβόλου.

Παραθέτομεν, εδώ, επί λέξει το ιδιόχειρον προς ημάς σημείωμα του Εισαγγελέως των Πλημμελειοδικών και παλαιού συναδέλφου κ. Ηλ. Μικρουλέα, ο οποίος διηύθυνε τότε την εκτάκτως λεπτήν και επικίνδυνον ενέργειαν αντιστάσεως των Ελλήνων δικαστικών που ανέλαβον, παρά τας αυστηράς Γερμανικάς αρχάς, να καλύψουν τους πραγματικούς ήρωας της εκπληκτικής πράξεως. Ιδού το ενδιαφέρον σημείωμα:

«Ευρισκόμεθα στις πρώτες ημέρες της σκλαβιάς. Μιας αδυσώπητης σκλαβιάς που ξέσπασε απροσδόκητα και έκαμε τον γαλανό ουρανό της Αττικής γης να σκοτεινιάσει απότομα. Την συμβόλιζε την σκλαβιά αυτή, που δάγκανε φαρμακερά τις ψυχές των πατριωτών, το χιτλερικό φλάμπουρο με τον αγκυλωτό σταυρό υψωμένο στον ιερό βράχο της Ακροπόλεως από την ημέρα που η βαρύηχη μπότα των κατακτητών ακούσθηκε στους Αθηναϊκούς δρόμους.

»Δίπλα σ’ αυτό ανέμιζε η γαλανόλευκη υπερήφανη, αγκαλιάζοντας πέρα ώς πέρα τις ψυχές των πονεμένων πατριωτών που τίποτε δεν στάθηκε ικανό να τους λυγίσει το ηθικό, ακόμη κι’ αυτό το πένθιμο θέαμα που αντίκριζε κάθε πρωί ο διαβάτης σέρνοντας το αργό κουρασμένο βήμα του προς την καθημερινή βιοπάλη.

 

Και κάθε τόσο που η φαληρική αύρα ξεδιπλώνοντας το μισητό αυτό εχθρικό σύμβολο της σκλαβιάς το έκαμνε να ανεμίζει προκλητικά στα μάτια των Αθηναίων, δυνάμωνε περισσότερο μέσα στην ψυχή του πονεμένου αυτού λαού το αίσθημα της αντιστάσεως και εφλόγιζε αυτήν το όραμα της ελευθερίας και άναβε το δαυλό που από τότε ακόμη εφώτιζε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει ανάμεσα στην τρικυμία ο αδικοβασανισμένος αυτός λαός.

»Τι επερίμενε τον λαό αυτόν στο πέρασμα του χρόνου κάτω από το χιτλερικό σύμβολο του αγκυλωτού σταυρού, δεν ήταν δύσκολο να μαντεύσει κανείς… Πόσα ξεχωριστά δράματα αφάνταστων ηρωισμών και καρτερίας δεν έχουν πλουτίσει την νεώτερη ιστορία της ηρωικής αυτής γης!…

»Ανάμεσα στις μαύρες αυτές ημέρες, πίσω από το προσκήνιο επαίζετο το καθημερινό δράμα των πατριωτών και ηρώων, εγράφετο η ιστορία μιας άλλης ζωής που δεν έβλεπε το φως της ημέρας, γιατί η αλύγιστη λογοκρισία του κατακτητού ελειτουργούσε δίχως οίκτο. Πρόκειται για την ιστορία των ξεχωριστών γεγονότων που διαδραματίζοντο πίσω από το προπέτασμα της φαινομενικής ησυχίας, κάτω από την οποίαν εκυλούσε ρυθμικά η ζωή στην πρωτεύουσα. Ειδικότερα όσοι είχαν την ατυχία –την πολύ μεγάλη ατυχία– λόγω της θέσεώς των να λογοδοτούν κάθε τόσο εις τας στρατιωτικάς αρχάς των κατακτητών, εμαρτύρησαν κυριολεκτικά.

»Το φάσμα της ομηρίας, η απειλή των αντιποίνων, το καθημερινό αυτό μαρτύριο μόνον λίγοι άνθρωποι το εγνώρισαν και το έζησαν. Ανάμεσα στους φοβερούς αυτούς κινδύνους που δημιουργούσε κάθε εχθρική προς τον κατακτητή εκδήλωση, στις τρομερές συνέπειες που θα είχε κάθε πράξις τολμηρών ανθρώπων που έδιδαν παράδειγμα προς μίμηση, έπεσε τότε στον τρομοκρατημένο λαό των Αθηνών σαν βόμβα η τρομερή είδησις της κλοπής της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη.

»Η είδησις δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες με χτυπητούς τίτλους και συγχρόνως δόθηκε προς δημοσίευση ανακοινωθέν της Ανωτάτης Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως, διά του οποίου ανηγγέλλοντο αυστηρά μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας του πληθυσμού, ως τιμωρία για το πρώτο τούτο σαμποτάζ. Οι αστυνομικές αρχές μέσα σε μια ατμόσφαιρα εκνευρισμού άρχισαν προσχηματικά τις ανακρίσεις, ταυτόχρονα διετάχθησαν να κινηθούν και οι δικαστικές αρχές με γοργό ρυθμό.

»Ο ανακριτής του 11ου ανακριτικού τμήματος πρωτοδίκης κ. Β. Δαβίλας πήρε επείγουσα παραγγελία από τον Εισαγγελέα των Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως σπεύσει επί τόπου και ενεργήσει ανακρίσεις μαζί με τον αντιεισαγγελέα κ. Αναστ. Καραμούτζον. Και οι δύο δικαστικοί ήσαν κάτοχοι της Γερμανικής γλώσσης και τούτο τους εβοήθησε πολύ στη δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά τους, διά την οποία προηγήθη μεταξύ των η δέουσα συνεννόησις.

»Λέμε επικίνδυνη, γιατί πραγματικά ήταν γεμάτη από φοβερούς και άγνωστους κινδύνους η δουλειά αυτή. Από την πρώτη στιγμή ο διοικητής της Γκεστάπο Τόυμπελ, ο πολύς Τόυμπελ, με τις χαρακτηριστικές σπαθιές στο πρόσωπο, είχε ειπεί καθαρά και ξάστερα στους δικαστικούς: – Αν δεν βρεθούν οι ένοχοι, θα πληρώσει ακριβά ο Αθηναϊκός λαός!…

»Η προσοχή των δικαστικών και των καταδιωκτικών αρχών εσταμάτησε εις ένα πολύ ενδιαφέρον τυχαίο περιστατικό, που κάπως θα διεφώτιζε δήθεν το σκοτεινό μυστήριο της κλοπής της σημαίας και θα έδινε εις τους Γερμανούς ελπίδες για την ανακάλυψη του τολμηρού ανθρώπου, που αναστάτωσε την αθηναϊκήν κοινωνία με τις φοβερές και τρομερές απειλές του Τόυμπελ.

»Η καρδιά των δικαστικών και αστυνομικών καταδιωκτικών οργάνων χτυπούσε δυνατά μπρος από κάθε ενδεχόμενο κάποιας άλλης αποκαλύψεως. Η συνείδησις του καθήκοντος ερχόταν αντιμέτωπη προς ένα άλλο καθήκον που επέβαλλε αντίθετες υποχρεώσεις στο ανακριτικό τους έργο. Ο καθένας καταλαβαίνει ποιο ήταν αυτό το καθήκον.

»Την είχαν πολύ βαθειά στην ψυχήν τους ριζωμένη την συναίσθησιν αυτού του πατριωτικού καθήκοντος που υπαγόρευε στους ανακριτάς να σκεπάσουν με αδιαπέραστο πέπλο κάθε ένδειξιν που θα συντελούσε να πιασθεί ο Ελληνας πατριώτης για το τολμηρό του κατόρθωμα, που ήταν σαν η πρώτη έντονη διαμαρτυρία όλου του ελληνικού κόσμου για το ανοσιούργημα των κατακτητών να στήσουν το αιματοβαμμένο λάβαρό τους στον ιερό βράχο του Παρθενώνα.

»Οι πρώτες λοιπόν ενέργειες εστράφηκαν σκόπιμα στην “άσπρη κούρσα”. Κατά τις μαρτυρίες των φυλάκων της Ακροπόλεως και άλλων διαβατών που έτυχε να είναι εκεί κοντά κατά τη σεληνοφώτιστη εκείνη νύχτα, που έγινε η κλοπή της σημαίας, εθεάθη –τυχαίο γεγονός– κατά τας 11τη νύκτα, μια κομψή άσπρη κούρσα να ανεβαίνει τον δρόμο προς την Ακρόπολι. Στην κούρσα αυτή, που την οδηγούσε στρατιωτικός με στολή Γερμανού αξιωματικού, επέβαινε νεαρά κυρία με φόρεμα σπορ χωρίς καπέλο. Η μυστηριώδης κούρσα έφθασε μέχρι του σημείου που μπορούσε να προχωρήσει τροχοφόρο και εκεί εσταμάτησε.

»Οι μαρτυρίες είπαν ότι διέκριναν… καθαρά το ζευγάρι να ανεβαίνει τις σκάλες προς τον Παρθενώνα και να χάνεται ανάμεσα στα ιερά ερείπια. Κανείς απ’ αυτούς δεν μπόρεσε να ξεκαθαρίσει πότε το ζευγάρι εγκατέλειψε την Ακρόπολη. Ολοι όμως συμφωνούσαν στο γεγονός ότι η σημαία βρισκόταν στον κοντό της.

»Την εποχή εκείνη δεν φρουρείτο η Γερμανική σημαία από τιμητική φρουρά, όπως συνέβη αργότερα μετά το κρούσμα της κλοπής της. Η “άσπρη κούρσα” έμεινε στη θέση της ώς τις πρώτες πρωινές ώρες και εκεί την είδε για τελευταία φορά ο φύλακας της Ακροπόλεως, που ήταν και ο κυριότερος μάρτυρας στην συνταρακτική αυτή υπόθεση. Οταν ξημέρωσε, η χιτλερική σημαία είχε εξαφανισθεί.

»Ετσι, λοιπόν, εδίδετο η εντύπωσις πως το μυστηριώδες ζευγάρι άφησε την Ακρόπολη έπειτα από πολύωρη ρομαντική αναψυχή μεταξύ της 4ης και της 6ης πρωινής ώρας. Δηλαδή κατά τας ώρας της απηγορευμένης κυκλοφορίας. Και όμως κανένα μάτι δεν εβρέθηκε να ειδεί τίποτε άλλο, κανένα αυτί να ακούσει και κανένα στόμα να μιλήσει!

»Ολοι εβοήθησαν τους δικαστικούς. Η Γκεστάπο έτσι ικανοποιήθηκε κάπως που κινήθηκαν οι Ελληνικές αρχές και την ικανοποίηση αυτή δεν την απέκρυψε στους δικαστικούς με μόνη τη διαφορά πως ο Τόυμπελ ζητούσε πάντα γρήγορη ανακάλυψη και σύλληψη των προσώπων που τόλμησαν, καθώς έλεγε, το “ασύλληπτο αυτό ανοσιούργημα!”

»Τας ενέργειας των αρχών παρακολουθούσε άγρυπνα ο Τόυμπελ, χωρίς ν’ αντιληφθεί καθόλου την πραγματική προσπάθεια των δικαστικών. Οι αυτοψίες επί τόπου διεδέχοντο η μία την άλλη, χωρίς τα συμπεράσματα να είναι ικανοποιητικά. Οι μάρτυρες ήσαν λιγομίλητοι και τα λίγα λόγια που έλεγαν στην ανάκριση δεν είχαν καμιά σχέση με την υπόθεση. Ετσι, οι μέρες περνούσαν χωρίς τίποτε το συγκεκριμένο να έρχεται εις φως.

»Οι Γερμανοί αστυνομικοί ήρχισαν, στο μεταξύ, έρευνα προς ανεύρεση της μυστηριώδους “άσπρης κούρσας”, μα εις μάτην, γιατί αυτή η κούρσα-φάντασμα δεν ανευρέθη πουθενά. Καμιά “άσπρη κούρσα” δεν υπήρχε στην Αθήνα. Η υπηρεσία της τροχαίας κινήσεως δεν εσημείωνε στα βιβλία της αυτού του είδους κούρσα. Και το μυστήριο γινότανε ακόμη σκοτεινότερο. Αι ανακρίσεις διήρκεσαν όλον, σχεδόν, τον Ιούνιον του 1941 και η παρέλκυσις από τας τότε δικαστικάς αρχάς έγινε κατά τον αριστοτεχνικότερον τρόπον.

»Ποιος λοιπόν ήταν ο δράστης της κλοπής της Γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη; Ο ανακριτής με τον εισαγγελέα και με τη βοήθεια των αστυνομικών εκινήθηκε δεξιά, εκινήθηκε αριστερά, μα έδειξε ότι σκόνταψε επάνω σε αδιαπέραστα σκοτάδια. Και έκλεισε τη δικογραφία με την κατηγορία της “κλοπής Γερμανικής σημαίας” κατ’ αγνώστων!

»Ο αρχηγός της Γκεστάπο, όταν πληροφορήθηκε πως η ανάκρισις σταμάτησε, επισκέφθηκε τον ανακριτή ο ίδιος στο γραφείο του και θέλησε να μάθη τι έβγαινε από τη δικογραφία. Εκεί πληροφορήθηκε ότι τίποτε το συγκεκριμένο δεν έφερε σε φως η ανάκρισις και έπρεπε να στραφούν οι υπόνοιες προς άλλες κατευθύνσεις, πράγμα που και ο Τόυμπελ παραδέχθηκε και έτσι έστειλε στο Βερολίνο έκθεση με περιεχόμενο που δεν εβάρυνε καθόλου τον Αθηναϊκό λαό.

»Η Ελληνική Δικαιοσύνη είχε κερδίσει τον πρώτο αγώνα της αντιστάσεώς της και είχε προσφέρει την ηρωική αυτή υπηρεσία στον ελληνικό λαό. Τα σύγνεφα που είχαν σκεπάσει αγρίως απειλητικά τον Αττικόν ορίζοντα απεμακρύνθησαν και οι οδυνηρές συνέπειες της κλοπής της χιτλερικής σημαίας δεν έθιξαν κανένα Ελληνα. Σιγά σιγά έτσι και ο περιορισμός της κυκλοφορίας του πληθυσμού χαλαρώθηκε και η υπόθεση από τους Γερμανούς εντελώς ξεχάστηκε».

 

Πηγή: efsyn.gr

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

Upload File

You can include images or files in your comment by selecting them below. Once you select a file, it will be uploaded and a link to it added to your comment. You can upload as many images or files as you like and they will all be added to your comment.