ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Ενώπιον της Κας Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου
ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ
Του Δημητρίου Κωστάκη, κατοίκου Χανίων, οδός …..
ΚΑΤΑ Παντός υπευθύνου.
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά, Σας εκθέτω μια σειρά από κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που φαίνεται ότι πραγματώνουν την τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων εις βάρος των οφειλετών στις τράπεζες, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος και εις βάρος του Ελληνικού λαού και αφορούν τα ποσά που χρεώνουν στον λογαριασμό των οφειλετών οι τράπεζες, ως και τον τρόπο που συμπεριφέρονται αυτές με τους δανειολήπτες οφειλέτες των, στηρίζονται δε σε εκατοντάδες δικαστικές αποφάσεις εκ των όποιων ενδεικτικά επικαλούμαι 124 από αυτές στο συνημμένο έγγραφο (σχετικό 1) που έχουν εκδοθεί από δικαστήρια όλης της χώρας και ζητώ να διερευνήσετε εάν διαπράχτηκαν από τις τράπεζες αξιόποινες πράξεις και σε καταφατική περίπτωση να ενεργήσετε σύμφωνα με τον νόμο.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω 124 δικαστικές αποφάσεις, όλες οι τράπεζες (κρατικές, ιδιωτικές, συνεταιριστικές) είχαν ετοιμάσει και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες προτυπωμένες συμβάσεις, οι όποιες δεν αποτελούσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης με τον κάθε δανειολήπτη και οι οποίες προορίζονταν να υπογραφτούν από απροσδιόριστο αριθμό καταναλωτών που θα συμβληθούν μαζί τους και οι οποίες περιέχουν τους ίδιους άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ). Τα ανωτέρω αποδεικνύονται επίσης και από την παραδοχή της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ που έκανε ως προσθέτως παρεμβαίνουσα στην εκδίκαση συλλογικής αγωγής στη δικαστική διαμάχη μεταξύ της Τράπεζας CITYBANK και του Σωματείου με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ”, (ΕΚΠΟΙΖΩ) επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 1219/2001 Αμετάκλητη Απόφαση του Αρείου Πάγου ( σχετικό 5) και η όποια αναφέρει ότι : Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα ότι η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζα αποτελεί μέλος της και ότι η προκειμένη υπόθεση αφορά θέματα κύρους γενικών όρων συναλλαγών που διατυπώνονται ομοιόμορφα σε όλες τις επί μέρους συμβάσεις και των λοιπών τραπεζών – μελών της.
Στην συνέχεια κατά την κίνηση του δανείου οι τράπεζες σε εφαρμογή των άκυρων όρων που είχαν συνομολογηθεί στην υπογραφείσα σύμβαση καταχωρούσαν στους λογαριασμούς των δανειοληπτών παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα επιτόκια κατά το υπερβάλλον των θεμιτών, διογκώνοντας με αυτές τις χρεώσεις πολλαπλασιαστικά το χρέος των οφειλετών λόγω των ενδιάμεσων ανατοκισμών που παρουσίαζαν στα βιβλία των ούτως ώστε το κατάλοιπο που παρουσίαζαν σε αυτά να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό του κάθε δανειολήπτη, καθιστώντας παράλληλα και τις συμβάσεις που είχαν συνάψει με τους δανειολήπτες, στο σύνολο τους άκυρες. ( ίδετε ανάλυση στο κεφάλαιο 1)
Βασικός όρος των συμβάσεων αυτών είναι ότι συμφωνείται ότι η οφειλή του δανειοδοτούμενου προς την Τράπεζα θα αποδεικνύεται από απόσπασμα που θα έχει εξαχθεί από την ίδια από τα βιβλία της και θα εμφανίζει την κίνηση του των λογαριασμών των που τηρούνται στα πλαίσια της πίστωσης αυτής, είτε από την πρώτη εκταμίευση που έγινε με ένταλμα της Τράπεζας, είτε από την τελευταία αναγνώριση του δανειοδοτούμενου και εφεξής.
Το απόσπασμα αυτό, αναγνωρίζεται ήδη από τον δανειοδοτούμενο ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας κατά αυτού, καθώς επίσης αναγνωρίζεται ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη και η τηρηθείσα λογιστική κατάσταση μετά το κλείσιμο και σε συνέχεια του λογαριασμού, λόγω καταβολών εκ μέρους των υπόχρεων έναντι της οφειλής τους εκ του καταλοίπου. Τα Δικαστήρια, στην διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής της τράπεζας κατά οφειλέτη, θεωρώντας ως δεδομένο ότι οι τράπεζες είναι σοβαρά πιστωτικά ιδρύματα που δεν παρανομούν χρεώνοντας τον οφειλέτη στα βιβλία τους με παράνομα και καταχρηστικά ποσά, δεχόταν ότι το πραγματικό υπόλοιπο της οφειλής, ήταν το κατάλοιπο που παρουσίαζε η τράπεζα από το απόσπασμα των βιβλίων της και εξέδιδαν την αιτούμενη διαταγή πληρωμής. Ο δανειοδοτούμενος οφειλέτης αφού αφ’ ενός δεν είχε συνήθως την οικονομική δυνατότητα να εμπλακεί σε δικαστική αντιπαράθεση με μία τράπεζα προσλαμβάνοντας εξειδικευμένο δικηγόρο για τα τραπεζικά θέματα και αφετέρου δεν είχε και τον χρόνο να προβεί σε πραγματογνωμοσύνη του λογαριασμού του για να αποδείξει το αντίθετο, (αφού είναι γνωστό ότι εντός 3 ημερών έπρεπε να καταθέσει την ανακοπή με την αίτηση της αναστολής ) ήταν σε δυσμενή θέση και όμηρος της διάθεσης της τράπεζας.
Κατά την υπογραφή των συμβάσεων οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας απέκρυπταν δολίως από τον δανειολήπτη ότι οι προτυπωμένες συμβάσεις που του έδιναν να υπογράψει, περιείχαν και άκυρους και καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών που θα τους επέτρεπαν να χρεώνουν τον λογαριασμό του με παράνομες χρεώσεις και να διογκώσουν έτσι το ποσό της πραγματικής οφειλής του προσπορίζοντας η τράπεζα παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του δανειολήπτη, και σε τυχόν ερώτημα του, τον διαβεβαίωναν ότι όλα τα αναφερόμενα στις συμβάσεις είναι σύμφωνα με τον νόμο ενώ γνώριζαν (αφού τα νομικά τους επιτελεία είχαν ετοιμάσει τις συμβάσεις αυτές ) ότι η αλήθεια ήταν ότι οι συμβάσεις αυτές περιείχαν και πλήθος τέτοιων άκυρων και καταχρηστικών ορών.
Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω 124 δικαστές αποφάσεις μετά την ανωτέρω όπως φαίνεται εξαπάτηση των δανειοληπτών κατά την υπογραφή της σύμβασης , οι τράπεζες καταχωρούσαν στην καρτέλα του δανείου πάνω από 50 ειδή παράνομων και καταχρηστικών ποσών, όπως ενδεικτικά την εισφορά του Ν.128/75 που σημειωτέον ήταν υποχρέωση των τραπεζών να καταβάλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος αλλά την μετακυλούσαν και την ανατόκιζαν παρανόμως στον δανειολήπτη, το ΕΦΤΕ (Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών), που επίσης ήταν υποχρέωση της τράπεζας και όχι του δανειολήπτης , εκτόκιζαν το δάνειο κάθε τρίμηνο αντί κάθε εξάμηνο που εκ του νόμου έχει ορισθεί, του χρέωναν έξοδα φακέλου, προμήθειες, και όλα τα συναφή λειτουργικά έξοδα της τράπεζας, εκτόκιζαν το δάνειο με ημερολογιακό έτος 360 ημερών αντί του εκ του νόμου ορισθέντος 365 ημερών, και χρησιμοποιούσαν επίσης αθέμιτα και συνεπώς μη νόμιμα εξωπραγματικά επιτόκια εκτοκισμού του δανείου κλπ. Όλες αυτές τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις τις κεφαλαιοποιούσαν κάθε τρίμηνο ή εξάμηνο στους λογαριασμό του κάθε πελάτη και τις ανατόκιζαν με αποτέλεσμα το δάνειο να πολλαπλασιάζεται και βέβαια ο δανειολήπτης να αδυνατεί πλέον να το εξοφλήσει.
Όταν η σύμβαση καταγγελλόταν, κατά την συνήθη διαδικασία η τράπεζα κατάθετε αίτηση δια έκδοση διαταγής πληρωμής προσκομίζοντας ως απόδειξη της οφειλής του δανειολήπτη το απόσπασμα των βιβλίων της με το προκύπτον κατάλοιπο, παριστάνοντας ψευδώς όπως φαίνεται ότι το κατάλοιπο αυτό ήταν το πραγματικό νόμιμο ποσό της οφειλής του δανειολήπτη , ενώ η αλήθεια ήταν και την οποία γνώριζαν καλώς αλλά δολίως απέκρυπταν από τον δικαστή ότι στο κατάλοιπο αυτό συμπεριλαμβανόταν και οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που είχαν κάνει στον λογαριασμό του με τις οποίες λόγω των επανειλημμένων ανατοκισμών που είχαν μεσολαβήσει, το ποσό της πραγματικής οφειλής του δανειολήπτη είχε διογκωθεί πολλαπλασιαστικά προκειμένου έτσι να εξαπατηθεί ο δικαστής, να θεωρήσει την απαίτηση βέβαια και εκκαθαρισμένη, να εκδώσει την αιτούμενη διαταγή πληρωμής και έτσι ο δανειολήπτης να εξαναγκαστεί να καταβάλει με δικαστική απόφαση τα ποσά που δεν όφειλε και η τράπεζα να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ισόποσο με τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που είχε καταχωρήσει στον λογαριασμό του δανειολήπτη στα βιβλία της με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του δανειολήπτη.
Όσες φορές ο δανειολήπτης είχε τις γνώσεις και την οικονομική δυνατότητα να προσλάβει εξειδικευμένο νομικό σύμβουλο, που ανέπτυσσε και αποδείκνυε ότι το κατάλοιπο που παρουσίαζε η τράπεζα στα βιβλία της δεν ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αφού σε αυτό η τράπεζα είχε συμπεριλάβει και παράνομες χρεώσεις, ο δανειολήπτης δικαιωνόταν όπως προκύπτει από εκατοντάδες δικαστικές αποφάσεις εκ των οποίων ενδεικτικά επικαλούμαι 124 από αυτές (σχετικό 1) και από τις όποιες προκύπτει ότι τα δικαστήρια όλων των βαθμών σε όλη την Ελλάδα, έκαναν δεκτή την αίτηση αναστολής και την ανακοπή του και είτε ακύρωναν την διαταγή πληρωμής αναφέροντας στην απόφαση που εξέδιδαν ότι η συμβάσεις των τραπεζών ήταν στο σύνολο των άκυρες και η απαίτησης της Τράπεζας ήταν αόριστη, δεν ήταν βεβαία και εκκαθαρισμένη ή διέταζαν πραγματογνωμοσύνη με εντολή να μην υπολογιστούν στον υπολογισμό της οφειλής οι παράνομες , αθέμιτες και καταχρηστικές χρεώσεις.
Ενδεικτικά:
Α) Η Απόφαση 178/2009 ΕΙΡ ΑΘ (ΑΡΜ 2009/1374) (σχετικό 2) αναφέρει ότι:
Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα εξής: Με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής ο ανακόπτων διατάσσεται να καταβάλει στην καθής το ποσό των 857,94 ευρώ, ως υπόλοιπο ανεξόφλητο κεφάλαιο από της χρησιμοποιήσεως της πιστωτικής κάρτας (Visa). Όπως προκύπτει όμως από τα σχετικά έγγραφα, στο ποσό των 857,94 ευρώ έχουν ενσωματωθεί (κεφαλαιοποιηθεί) παρανόμως και υπέρμετροι τόκοι ως και τόκοι τόκων (ενήμερων και υπερημερίας), υπολογισθέντες με επιτόκιο 14,75%+0,60% εισφορά του ν. 128/1975-15,35%, που ήταν εν μέρει (και συγκεκριμένα κατά 7,35%) αθέμιτο και μη νόμιμο κατά την έκταση που αυτό (το επιτόκιο) ήταν ανώτερο κατά 7,35% του δυνάμει της από 6.6.2003 αποφάσεως του Δ.Σ. της ΕΚΤ καθορισθέντος ανωτάτου θεμιτού εξωτραπεζικού (δικαιοπρακτικού) επιτοκίου σε 8% για το διάστημα από 6.6.2003 μέχρι σήμερα (ΑΠ 1219/2001, ΠολΠρΑΘ 6773/2003 (αδημ.) ΕιρΑΘ 2639/2002 (αδημ.), ΜονΠρΑΘ 716/2005). Παράνομα, επομένως, η πιστώτρια τράπεζα χρέωσε τον λογαριασμό εξυπηρέτησης της κάρτας με τα εξής κονδύλια τόκων, επιβαρύνοντας έτσι με υπέρμετρους τόκους τη νόμιμη οφειλή του ανακόπτοντος από τη χρήση της κάρτας…
Δηλαδή εκτοκίστηκαν παράνομα 297,08 ευρώ τόκοι, οι οποίοι και έχουν ενσωματωθεί παράνομα στο διατασσόμενο να πληρωθεί ποσό των 857,94 ευρώ, αφού έχουν υπολογιστεί με το αθέμιτο επιτόκιο των 15,35%, ενώ έπρεπε να υπολογιστούν με το μόνο θεμιτό επιτόκιο των 8%. Καθένα δε κονδύλι τόκων παράνομα κεφαλαιοποιήθηκε και, μέσω του υπολογισμού τόκων στο νέο προκύπτον ανεξόφλητο κεφάλαιο, ανατοκίστηκε σε μηναία συχνότητα, πράγμα που είναι αντίθετο στο άρθρο 12 του ν. 2601/1998, που προβλέπει τον εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Έτσι όμως όλα τα ποσά των χρηματικών καταβολών έχουν λογιστεί επί εσφαλμένης εκάστοτε οφειλής, με εντεύθεν πρακτική συνέπεια να είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση των 857,94 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή, αφού λόγω των παράνομων τόκων που έχουν ενσωματωθεί στο κεφάλαιο δεν προέκυπτε από τα επικληθέντα έγγραφα η νόμιμη απαίτηση της καθής. Πρέπει, συνεπώς, αφού γίνει δεκτός ο λόγος αυτός, να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού επιδίκασε απαίτηση τόκων η οποία δεν γεννήθηκε ποτέ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά της υπ` αριθμ. ……… διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών και να ακυρωθεί αυτή (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η καθής δε πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος (άρθρο 176 ΚΠολΔ).
Β) Η Απόφαση 1012/2013 του Ειρηνοδικείου Αθηνών (σχετικό 3) αναφέρει ότι:
Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη: Την 11.6.2002 ο ανακόπτων αιτήθηκε την έκδοση πιστωτικής κάρτας Eurobank Visa και η καθής έκανε δεκτό το αίτημα του και του χορήγησε την υπ’αρ. 4792 7605 4727 7015 κάρτα. Το συμβατικό επιτόκιο με τον όρο 8.1 της επίδικης σύμβασης ορίστηκε κυμαινόμενο σε ποσοστό κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης (11.6.2002)17,40% συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς Ν.128/75 0,6%, το δε επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε προσαυξημένο σε ποσοστό 2,5% πλέον του συμβατικού.
Λόγω καθυστερήσεως εξόφλησης εκ μέρους του ανακόπτοντος της ελάχιστης μηνιαίας καταβολής του λογαριασμού του ( 4792 7605 4727 7015) η καθής σε εκτέλεση όρου της επίδικης σύμβασης ( όρος 10) την 19.9.2003 κατήγγειλε τη σύμβαση με χρεωστικό κατάλοιπο 2.253,03€ με εξώδικη καταγγελία της που επεδόθη στον ανακόπτοντα με την υπ’αρ.7731Β/7.10.2003 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Σπ. Σούσκα και έκλεισε το λογαριασμό. Εν συνεχεία, από την 19.9.2003 μέχρι την 2.3.2012, δηλαδή επί 8,5 έτη ουδεμία ενέργεια που να παράγει έννομες συνέπειες δεν επιχειρήθηκε από τους διαδίκους.
Την 2.3.2012 η καθής αιτήθηκε την εις βάρος του ανακόπτοντος έκδοση Διαταγής Πληρωμής για το ποσό των 2.253,03€ πλέον τόκων από την 8.10.2003 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας που ανέρχεται σε ποσοστό 21,55% και πέτυχε την έκδοση της προσβαλομένης υπ’αρ.13975/2012 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Την 28.3.2012 η καθής κοινοποίησε στον ανακόπτοντα με την υπ’αρ.2943Α’/28.3.2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Σπύρου Σούσκα την από 22.3.2012 επιταγή προς πληρωμή του Πληρεξουσίου Δικηγόρου της καθής για το ποσό των 18.675 ευρώ εκ των οποίων το ποσό του κεφαλαίου των απαιτήσεων της καθής ανέρχεται σε 2.253,03 € το δε ποσό των τόκων που υπολογίσθηκαν με επιτόκιο υπερημερίας 21,55% από 8.10.2003 μέχρι 22.3.2012, ανέρχεται σε 16.236,82€.
Κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης (11.6.2002) το κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να συνυπολογίζεται η εισφορά του αρθ.1 Ν.128/75 ποσοστού 0,6% ανήρχετο σε 16,80% και κατά τον χρόνο της καταγγελίας (19.9.2003) σε ποσοστό 16,30%, το δε επιτόκιο υπερημερίας ήταν κατά ποσοστό 2,5% υψηλότερο του εκάστοτε συμβατικού.
Το ποσοστό αυτό όμως κατά το μέρος που υπερβαίνει το εξωτραπεζικό επιτόκιο, το οποίο ίσχυε κατά τον ίδιο χρόνο ( 11.6.2002- 19.9.2003) και ανήρχετο τότε σε ποσοστό από 9,50% μέχρι 8%, όπως προκύπτει από τον πίνακα διαμορφώσεων εξωτραπεζικών επιτοκίων για τις μηνιαίες περιόδους από 11.6.2002 έως 19.9.2003, τον οποίο ο ανακόπτων έχει ενσωματώσει στην ανακοπή του, ήταν έως και 9% ανώτερο από του ισχύοντα τότε τραπεζικού επιτοκίου, ισχυρισμό τον οποίο δεν αντικρούει ρητώς η καθής αλλά αντιθέτως σιωπηρώς ομολογεί, είναι καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο. Δηλαδή προκύπτει ότι το επιτόκιο εκ της οφειλής του ανακόπτοντος επιβαρύνθηκε μέχρι και 9% σε σχέση με τα ισχύσαντα εξωτραπεζικά επιτόκια δηλαδή διογκώθηκε η απαίτηση με παράνομα, καταχρηστικά και συνεπώς άκυρα επιτόκια, κατά το μέρος που αυτά υπερέβησαν τα όρια του εκάστοτε ισχύσαντος εξωτραπεζικού επιτοκίου.
Κατ’ ακολουθίαν ο σχετικός λόγος ανακοπής με τον οποίο πλήττεται η Διαταγή Πληρωμής ως προς το ύψος και το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως, επειδή σ’αυτήν ενσωματώθηκαν ποσά τόκων παρανόμως υπολογισθέντων είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Πρέπει να σημειωθεί ότι εν μέρει μόνον ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής κατά το μέρος του παρανόμως και ακύρως ενσωματωθέντος στην νόμιμη απαίτηση ποσού ώστε να διαφυλαχθεί κατά το μή βλαπτόμενο μέρος ( Κπολδ 629) δεν είναι δυνατή, αφού ο καθορισμός αυτός απαιτεί πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς με μέσα εξειδικευμένα, δυνατότητα την οποία δεν διαθέτει ο ανακόπτων, αλλά ούτε και το Δικαστήριο μπορεί οίκοθεν να ορίσει στα πλαίσια του άρθ. 469 παρ.2 ΚπολΔ, στην καθής πλέον εναπόκειται να διαμορφώσει την απαίτηση σύμφωνα με τους προαναφερθέντες περιορισμούς ως προς τη διαμόρφωση των επιτοκίων. Η εξέταση των λοιπών λόγων ανακοπής δεν κρίνεται αναγκαία μετά την παραδοχή του ως άνω λόγου αυτής και την εντεύθεν απαγγελομένην ακυρότητα της όλης Διαταγής Πληρωμής σύμφωνα με το αρθ,633 παρ 1 ΚπολΔ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία κατά την διαδικασία των μικροδιαφορών
Δέχεται την ανακοπή
Ακυρώνει την υπ’αρ. 13975/2012 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκου Αθηνών
Καταδικάζει την καθής στην δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντα την οποία ορίζει στο ποσό των 150 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του.
Αθήνα 22.5.2013
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γ) Η Απόφαση 4443/2004 του Πρωτοδικείου Αθηνών (σχετικό 4) αναφέρει ότι:
Από τον υπ’αριθμ.2.03 όρο της επίδικης σύμβασης, που αναφέρεται στους συντελεστές επιβαρύνσεων και τον υπ’αριθμ.3.04 όρο που αφορά τον εκτοκισμό, καθώς και το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα με ημερομηνία 2.2.2004 πόρισμα ελέγχου του επίδικου λογαριασμού, που διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της ανακόπτουσας από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό με την επωνυμία «Ε Ι Χ Ε», προκύπτει ότι η πιστούχος εταιρία και η εγγυήτρια επιβαρύνθηκαν, μεταξύ άλλων : α) με την εισφορά του ν.128/1975 (0,6%), η οποία, ενώ αποτελεί επιβαλλόμενο στην τράπεζα φόρο (επιβαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφόρων τόκων, βλ. και Ι.Καράκωστα, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2004, σελ.119), συνυπολογιζόταν κατά τον εκτοκισμό σαν να ήταν τόκος, β) με τον εκτοκισμό του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε), ο οποίος όμως δεν αποτελεί τόκο, αλλά έξοδο της τράπεζας και γ) με τον εκτοκισμό βάσει ημερολογιακού έτους 360 αντί για 365 ημερών, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επαύξηση του ποσού των τόκων εξ ανατοκισμού. Οι όροι όμως αυτοί, οι οποίοι αποσκοπούν στην διευκόλυνση των παραπάνω πρακτικών επιβάρυνσης της οφειλής (και) του εγγυητή, καθίστανται δυσδιάκριτοι στα μάτια του καταναλωτή, αφού μετακυλίουν σε αυτόν συμβατικούς κινδύνους που έπρεπε να φέρει η πιστώτρια. Αποτελούν κατά τούτο κλασσική περίπτωση διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του εγγυητή και κατεξοχήν αδιαφανείς όρους. Είναι επομένως βάσιμος ο σχετικός λόγος της κρινόμενης ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο δεν έπρεπε να επιβαρυνθεί η ανακόπτουσα με τα ποσά, που προκύπτουν από τη σε βάρος της πρωτοφειλέτριας μετακύλιση της εισφοράς του ν.128/75, από τον εκτοκισμό του ΕΦΤΕ και από τον υπολογισμό των τόκων με βάση το ημερολογιακό έτος 360 ημερολογιακών ημερών.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.2601/1998 καθιερώθηκε ο υποχρεωτικός εξάμηνος ανατοκισμός των τόκων σε κάθε μορφή πίστωσης που συνοδεύεται από αλληλόχρεο λογαριασμό. Ανατοκίζεται δηλαδή μόνο το κατάλοιπο κατόπιν εξάμηνου τουλάχιστον κλεισίματος του λογαριασμού και όχι το οποιοδήποτε και οποτεδήποτε δημιουργούμενο κατάλοιπο, ενώ αν συμφωνήθηκε μικρότερο διάστημα από εκείνο του εξαμήνου, το κατάλοιπο θα ανατοκίζεται και πάλι όταν συμπληρωθεί το εξάμηνο. Είναι συνεπώς παράνομος ο υπ’αριθμ.3.04 όρος της επίδικης σύμβασης, ο οποίος προβλέπει τρίμηνο εκτοκισμό και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της ανακόπτουσας.
Επειδή, ενόψει της κατά τα ανωτέρω βασιμότητας της κρινόμενης ανακοπής, καθώς και του ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (από 21/5/2002 έως την υποβολή της κρινόμενης ανακοπής) ίσχυσαν διαφορετικά επιτόκια, η εξεύρεση του ποσού της οφειλής της ανακόπτουσας είναι ζήτημα για το οποίο (λόγω του πλήθους των κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης (λογιστικής) και συνεπώς πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ να διαταχθεί σχετικά πραγματογνωμοσύνη από ένα (1) πραγματογνώμονα, κατά τα στο διατακτικό της παρούσας ειδικότερα οριζόμενα.
Επειδή, μετά από τα πιο πάνω, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διεξαχθεί η κατά τα ανωτέρω πραγματογνωμοσύνη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης..
Διορίζει πραγματογνώμονα τον Δ. Δ., κάτοικο Γαλατσίου, οδός τηλ. από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος, αφού λάβει γνώση της παρούσας απόφασης, των ταυτάριθμων με την παρούσα απόφαση πρακτικών, της ανακοπής, των προτάσεων και όλων των εγγράφων που θα θέσουν υπόψη του οι διάδικοι και αφού μελετήσει τα παραπάνω, οφείλει να γνωμοδοτήσει εγγράφως, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την όρκισή του, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας σε αυτόν για το ακριβές ποσό, που οφείλει να καταβάλει η ανακόπτουσα στην καθ΄ης από την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία, κατά το χρονικό διάστημα από 21/5/2002 έως 15/2/2003, χωρίς να συνυπολογίσει στην οφειλή αυτή : Α) τα ποσά της εισφοράς του ν.128/1975 και β) τα ποσά του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε) και αφού υπολογίσει τους οφειλόμενους τόκους του χρονικού αυτού διαστήματος με ημερολογιακό έτος 365 ημερών όπως αυτό διαμορφώνεται, κατά το επίδικο (ως άνω) χρονικό διάστημα, με βάση, πλέον, τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων, σε εξαμηνιαία βάση υπολογισμού, και με το επιτόκιο, που έχει καθορίσει η καθής η ανακοπή, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα ανώτατα όρια των εξωτραπεζικών επιτοκίων.
Οι τράπεζες ( κρατικές, ιδιωτικές , συνεταιριστικές) , ενώ γνώριζαν ότι στις προδιατυπωμένες συμβάσεις που είχαν συντάξει τα νομικά τους επιτελεία και τις όποιες παρουσίαζαν για υπογραφή στους δανειολήπτες – πελάτες των, χωρίς να έχουν αυτοί την παραμικρή δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης, είχαν συμπεριλάβει συνολικά πάνω από 50 παράνομους και καταχρηστικούς όρους και μάλιστα γνωρίζοντας ότι και με δικαστικές αποφάσεις οι όροι αυτοί είχαν κριθεί ως παράνομοι και καταχρηστικοί και τα χρησιμοποιούμενα επιτόκια είχαν που είχαν κριθεί αθέμιτα, και οι συμβάσεις είχαν κριθεί στο σύνολο των άκυρες και γνωρίζοντας επίσης ότι η χρέωση των λογαριασμών των οφειλετών με τα ποσά που προέκυπταν από τους παράνομους και καταχρηστικούς όρους της σύμβασης, ήταν παράνομη, αυτές συνέχιζαν να χρεώνουν τα παράνομα ποσά στους λογαριασμούς των εκατομμυρίων δανειοληπτών πελατών των στα βιβλία των, με αποτέλεσμα αφ’ ενός να εισπράττουν παρανόμως τα ποσά αυτά , από όσους πελάτες των είχαν την οικονομική ευχέρεια και τους τα κατέβαλαν αχρεωστήτως, χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν , πιστεύοντας ότι είχαν υποχρέωση να τα καταβάλουν αφού αυτά ήταν καταχωρημένα στα βιβλία της τράπεζας και αφετέρου να διογκώνουν πολλαπλασιαστικά λόγω των επανειλημμένων ανατοκισμών που μεσολαβούσαν, τα πραγματικά υπόλοιπα των λογαριασμών αυτών που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα εξυπηρετήσουν και το διογκωμένο υπόλοιπο από τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις να το παρουσιάζουν πλασματικά ως «κόκκινα δάνεια» πολλά από τα οποία ήταν ήδη εξοφλημένα εάν αφαιρούταν από αυτά οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις.
Από τις ανωτέρω 124 δικαστικές αποφάσεις προκύπτει ότι τα βιβλία των τραπεζών δεν αποτυπώνουν την ύψος της πραγματικής οφειλής του κάθε δανειολήπτη αλλά την παρουσιάζουν πολλαπλασιαστικά διογκωμένη, αφού συμπεριλαμβάνουν σε αυτήν πάνω από 50 παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις οι όποιες ανατοκίστηκαν επανειλημμένα από το 1975 που άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος 128/1975.
Μετά την παραδοχή της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ως παρεμβαίνουσα ( ίδετε απόφαση 1219/2016 ΑΟ) το πραγματικό γεγονός ότι όλες οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν τους ίδιους Γενικούς Όρους Συναλλαγών ( ΓΟΣ) στις συμβάσεις τους με τους δανειολήπτες και τους οποίους οι 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις έκριναν ότι είναι άκυροι, παράνομοι και καταχρηστικοί προκύπτει ότι ΟΛΕΣ οι τραπεζικές συμβάσεις είναι ΑΚΥΡΕΣ, το πραγματικό υπόλοιπο των οφειλετών δεν είναι αυτό που παρουσιάζουν οι τράπεζες στα βιβλία τους ( κατάλοιπο) αλλά είναι αυτό που θα προκύψει μετά την ΑΦΑΙΡΕΣΗ των ποσών των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων επιτοκίων κατά το ποσό που αυτά υπερέβαιναν τα θεμιτά επιτόκια που είχαν καταχωρήσει οι τράπεζες στους λογαριασμούς των οφειλετών, ΟΛΕΣ οι αχρεώστητες καταβολές των οφειλετών που έγιναν, ΟΛΕΣ οι περιοδικές αναγνωρίσεις των δανειοληπτών, ΟΛΕΣ οι πτωχεύσεις, ΟΛΕΣ οι διαταγές πληρωμής, ΟΛΟΙ οι πλειστηριασμοί, ΟΛΕΣ οι ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης και τις ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη, ΟΛΕΣ οι ρυθμίσεις που επιχειρούνται τώρα στα πλαίσια του Νόμου 4224/2013 (Κώδικας Δεοντολογίας) ΟΛΑ τα αποτελέσματα των stress test στις τράπεζες, ΟΛΕΣ ανακεφαλοποιήσεις των τραπεζών που έγιναν με δάνεια του Ελληνικού Δημοσίου στα πλαίσια των μνημονίων , ΟΛΕΣ οι πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που επίσης λήφθεισαν στα πλαίσια των μνημονίων, και οι όποιες στηρίζονται στην βάση ότι το υπόλοιπο που παρουσιάζουν η τράπεζες στα βιβλία τους είναι η πραγματική οφειλή του κάθε οφειλέτη, ΕΧΟΥΝ ΛΟΓΙΣΘΕΙ ΕΠΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΟΦΕΙΛΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΑΚΥΡΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΟΥΝ-ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΟΥΝ.
ΗΤΑΝ ΜΕΓΑ ΛΑΘΟΣ η μη εξέτασης επί δεκαετίες ( ακόμη και πριν την εποχή των μνημονίων) από καμία αρχή κατά πόσο τα βιβλία των τραπεζών στα οποία στηρίχτηκαν όλα τα ανωτέρω εμφανίζουν τις πραγματικές και νόμιμες οφειλές των δανειοληπτών – οφειλετών των, παρόλο την ύπαρξη πλήθος δημοσιεύσεων, έκδοση βιβλίων, εκπομπές σε τηλεόραση, την δημιουργία συλλόγων και ομοσπονδιών δανειοληπτών που στηλίτευαν αυτές τις παρανομίες των τραπεζών και την ύπαρξη εκατοντάδων δικαστικών αποφάσεων από τα δικαστήρια όλης της χώρας που δεν δεχόταν ως πραγματικό και νόμιμο το κατάλοιπο του κάθε οφειλέτη που παρουσίαζαν στα βιβλία των οι τράπεζες. Δεδομένου δε ότι οι συμβάσεις αυτές δεν ήταν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, αλλά ήταν προτυπωμένες και όμοιες για όλους τους πελάτες , όλων των τραπεζών όπως παραδέχεται και η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ αποδεικνύει ότι οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις του δανειολήπτη διάδικου που αναφερόταν στις δικαστικές αποφάσεις δεν ήταν οι μοναδικές αλλά γινόταν επίσης σε όλους του πελάτες όλων των τραπεζών δηλαδή σε εκατομμύρια Έλληνες.
Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΥΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ως ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑ ΛΑΘΟΣ που ήταν η μη εξέτασης επί δεκαετίες ( ακόμη και πριν την εποχή των μνημονίων) από καμία αρχή κατά πόσο τα βιβλία των τραπεζών στα οποία στηρίχτηκαν σοβαρότατες αποφάσεις, εμφανίζουν τις πραγματικές και νόμιμες οφειλές των δανειοληπτών – οφειλετών των είχε ΤΡΑΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ για την Ελλάδα αφού της κόστισε το κλείσιμο πάνω από 400.000 επιχειρήσεων, πάνω από 2.000.000 ανέργους ( στους 1.500.000 ανέργους των καταστάσεων του ΟΑΕΔ πρέπει να προστεθούν και οι επιχειρηματίες των επιχειρήσεων που έκλεισαν και που συνήθως απασχολούμενοι σε αυτές ήταν οι ίδιοι και η γυναίκα των και δεν φαίνονται στις καταστάσεις του ΟΑΕΔ) την μετανάστευση 200.000 ελλήνων και πάνω από 6.000 αυτοκτονίες. Της κόστισε επίσης την απώλεια της ανταγωνιστικότητας όλης της οικονομίας της Ελλάδος (αφού ο Έλληνας επιχειρηματίας δανειζόταν με επιτόκια 469% παραπάνω από τον ανταγωνιστή ομοειδών προϊόντων που βρισκόταν σε άλλη χώρα της ευρωζώνης – όπως αναφέρω στο σχετικό κεφάλαιο 11 της παρούσης ) την στέρηση από την Ελληνική οικονομία του τεράστιου ποσού των 233 δις 939 εκατ. 615 χιλιάδες ευρώ μόνο για το χρονικό διάστημα 2001 έως 2015 το οποίο κατέβαλαν αχρεωστήτως οι οφειλέτες στις τράπεζες χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν το οφείλουν ( ίδετε κεφάλαιο 14) . Είναι αυτονόητο ότι εάν το ποσό αυτό δεν είχε αφαιρεθεί όπως φαίνεται από τις τράπεζες με τους παράνομους τρόπους που αναφέρουν οι 124 δικαστικές αποφάσεις και βρισκόταν εντός της Ελληνικής αγοράς , η χώρα και οι Έλληνες θα βρισκόταν σε ανάπτυξη και όχι σε εξαθλίωση που είναι τώρα, της κόστισε επίσης 3 μνημόνια που δεν θα χρειαζόταν εάν τα ποσά αυτά ήταν στην ελληνική οικονομία (εκτός ίσως κάποιων απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, που και αυτές όμως δεν θα γινόταν με τον βίαιο τρόπο που γίνονται τώρα). Της κόστισε επίσης τρεις ανακεφαλαιώσεις τραπεζών ποσού γύρω στα 50 δις που αναγκάστηκε να δανειστεί το Ελληνικό δημόσιο για να αποκτήσουν κεφαλαιακή επάρκεια σε σχέση με το ποσό των «κόκκινων δανείων» που παρουσίαζαν στα βιβλία τους αφού εάν τα «κόκκινα δάνεια» δεν ήταν πολλαπλασιαστικά διογκωμένα και αντιπροσώπευαν το σύνολο των πραγματικών οφειλών των δανειοληπτών το υπόλοιπο τους δεν θα ήταν σήμερα 115 δις που τα παρουσιάζουν οι τράπεζες αλλά κάτω από 43 δις και συνεπώς ένα πολύ μεγάλος αριθμός από αυτά θα ήταν είτε εξοφλημένα είτε το πραγματικό οφειλόμενο ποσό θα ήταν μικρό και αφ΄ ενός θα εξυπηρετούνται από τους οφειλέτες των στην συντριπτική πλειοψηφίας των και αφ’ εταίρου θα ήταν σε τέτοιο μικρό ποσό που δεν θα απειλούσαν την επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών και συνεπώς δεν θα χρειαζόταν οι τράπεζες τις ανακεφαλαιώσεις που τους έγιναν.
2
ΝΟΜΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
(ΑΚΥΡΟΙ-ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΙ-ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ ΟΡΟΙ. – ΑΘΕΜΙΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ- ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ – ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
2.1) Για τον έλεγχο του κύρους των Γενικών Όρων Συναλλαγής (Γ.Ο.Σ.) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2, του Νόμου 2251/1994 «Περί Προστασίας των Καταναλωτών», που ενσωμάτωσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 05-04-1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 3587/2007, με ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, του Νόμου 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10, παράγραφος 24, εδάφιο β’, του Νόμου 2741/1999, «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι.
Σύμφωνα με την πάγια στάση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η εκ μέρους του καταναλωτού υπογραφή και η εντεύθεν «αποδοχή» προδιατυπωμένου Γενικού Όρου Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ), δε συνεπάγεται ότι ο όρος αυτός είναι ισχυρός, σε κάθε δε περίπτωση επιτρέπεται στον καταναλωτή να ζητήσει δικαστική προστασία για τη διάγνωση τυχόν ακυρότητάς του.
Στο άρθρο 2, παράγραφος 7 του ανωτέρου Νόμου 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α/16-11-1994) γίνεται απαρίθμηση 33 «per se» όρων που σε κάθε περίπτωση κρίνονται καταχρηστικοί.
Κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός Γενικού Όρου Συναλλαγής, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, αν συγκαταλέγεται δηλαδή στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2, παράγραφος 7, του Νόμου 2251/1994, ο οποίος περιέχει τις 33 «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος Γενικός Όρος Συναλλαγής περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, (ΑΠ 1219/2001).
Δεδομένου ότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών είναι δυνατόν να αποτελέσουν περιεχόμενο κάθε είδους σύμβασης ιδιωτικού δικαίου, ρυθμισμένης ή αρρύθμιστης από τον Αστικό Κώδικα, επώνυμης ή μικτής, στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται ευρύτατη χρήση τους για τη χορήγηση πάσης φύσεως δανείων, ενέγγυων πιστώσεων, εγγυητικών επιστολών, για τη σύναψη συμβάσεων ανοίγματος πιστώσεων (συνήθως με αλληλόχρεο λογαριασμό) και κάθε είδους καταθέσεων. Σε αυτές τις τραπεζικές συμβάσεις οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών παρουσιάζονται συνήθως, είτε ως προδιατυπωμένοι έντυποι όροι, προοριζόμενοι να διέπουν όλες τις συναλλαγές όλων των τραπεζών με τους πελάτες των, είτε ως πάγιο περιεχόμενο εντύπων ατομικών συμβάσεων προσχώρησης.
Οι διατάξεις του άρθρου 2, του Νόμου 2251/1994 για τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών εφαρμόζονται ευθέως ή κατ’ αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών Γενικών Όρων Συναλλαγών και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της τράπεζας που είναι όμως αυτονόητη αφού ο δανειολήπτης συναλλασσόμενος με Τράπεζα είναι πάντοτε το ασθενές μέρος. Εξάλλου, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 4, περίπτωση β’ του Νόμου 2251/1994, που ορίζει ότι «ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή».
Συνεπώς η προστασία του Νόμου 2251/1994 «Περί Προστασίας των Καταναλωτών» εφαρμόζεται και στα επαγγελματικά δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες όπως έκριναν επανειλημμένα τα Δικαστήρια . Ενδεικτικά:
Tο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας με την υπ’ αριθμό 83/2013 απόφαση του με την οποία αποσαφηνίζοντας την έννοια του «καταναλωτή» και του «εγγυητή» αναφέρει ότι : Καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση και ο εγγυητής που παρέχει εγγύηση στα πλαίσια μη επαγγελματικής του δραστηριότητας για εξυπηρέτηση όχι δικών του συμφερόντων, αλλά για την εξασφάλιση της οφειλής εμπόρου (βλ. Και ΑΠ 1332/2012).
Με την υπ’ αριθμό 15/2014 απόφασή του (ασφαλιστικά μέτρα) το Ειρηνοδικείο Μεγαλοπόλεως, έκρινε ότι επί φερόμενου ως επαγγελματικού δανείου (αλληλόχρεου λογαριασμού) τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών και κατέληξε ότι θα πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής γιατί: α) Είναι παράνομος ο υπολογισμός των τόκων επί έτους 360 ημερών β) Είναι παράνομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν.128/1975 γ) Είναι παράνομη η τοκοφορία και ο ανατοκισμός της εισφοράς του Ν.128/1975 δ) Ως εκ των ανωτέρω πιθανολογείται ότι είναι άκυρη ολόκληρη η σύμβαση, διότι δεν θα είχε επιχειρηθεί από την τράπεζα, δίχως το άκυρο μέρος της.
Επίσης το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου με την υπ’ αριθμό 27/2014 Απόφαση του στην εκδίκαση της υπόθεσης μεταξύ του Αιτούντος……. Και της Αιτούσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA Τραπεζική ανώνυμη εταιρεία» με τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK»…. Αποφάσισε ότι « οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 2 του ν 32252/94 για τις ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως κατ’ αναλογία και μάλιστα ανεξάρτητα εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή εμπορικής του ιδιότητας αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής του δύναμης σαν πελάτης της τράπεζας»
Επίσης η υπ’ αριθμό 257/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω (σελίδα 7) αναφέρει ότι: Προκειμένου λοιπόν να θεωρηθεί ως καταναλωτής ένα πρόσωπο πρέπει να πληροί τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις: α) Να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά β) ο προμηθευόμενος αυτά τα προϊόντα ή υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης. Παράλληλα δεν απαιτείται ο τελικός αποδέκτης να χρησιμοποιήσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες για προσωπικές του, δηλαδή μη επαγγελματικές ανάγκες του όπως απαιτούσε ο προηγούμενος νόμος (άρθρο 2 παρ.1 ν 1969/1991). Ενόψει αυτών η έννοια του καταναλωτή σύμφωνα με την ως άνω διάταξη είναι ευρεία και καταλαμβάνει κάθε πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μια υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση για την οποία προορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική (ΑΠ 891/2013, 1343/2012, 1332/2012, 733/2011, ΝΟΜΟΣ ,την υπ’ αριθμό 30/2012 Μονομ.πρωτ. Νάξου, 3377/2007 Μονομ.πρωτ Αθηνών)
2.2) Η από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1 – 798 Υπουργική Απόφαση (σχετικό 6), όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/17-01-2011 (με Θέμα «Τροποποίηση – συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. Ζ1-798/25-06-2008 ΦΕΚ Β΄1353 Απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης για την απαγόρευση αναγραφής στις συμβάσεις των τραπεζών 15 Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις αποφασίζει «Την απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα με τους καταναλωτές»
Κατά της ανωτέρω, από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1 – 798 Υπουργικής Απόφασης, η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε με την υπ’ αριθμ. 1210/2010 απόφασή του αναφέροντας ρητά ότι είναι νόμιμη η απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης που απαγόρευε την αναγραφή συγκεκριμένων όρων συναλλαγών – κριθέντων ήδη ως καταχρηστικών με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις – σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές).
2.3) ΕΙΣΦΟΡΑ Ν.128/75 – ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ Ν.128/1975:
Α.3.1) H υπ’ αριθμό 5188/2014 Απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (σχετικό 7) αναφέρει ότι:
«Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που αφορά τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων, αναφερομένων στη λειτουργία του χρηματοδοτικού συστήματος, από το έτος 1976 επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφόρων τόκων. Ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε στην Τράπεζα Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της από 19-03- 1962 μεταξύ των Τραπεζών σύμβασης, η οποία εγκρίθηκε με την 1265/12/1962 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, τροποποιήθηκε δε και συμπληρώθηκε με την από 30-01-1969 διατραπεζική σύμβαση, που εγκρίθηκε με την 1520117/18-02-1969 απόφαση της ίδιας επιτροπής. Η εισφορά αυτή βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος και ανέρχεται σε ποσοστό ένα επί της χιλίοις ετησίως, επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζα, ως και προς το Δημόσιο, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962, μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, συμφωνηθεισών εισφορών (ΟλΑΠ 35/1997 ΕλλΔνη 38.1997.1530). Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 (ΦΕΚ Α’ 154), το οποίο ρυθμίζει το ζήτημα της ίδιας εισφοράς στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού ορίζεται ότι: «Η εισφορά αυτή (εννοεί του Ν. 128/1975) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Από τη σαφή γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι η ανωτέρω εισφορά του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες αυτών. Τούτο αβίαστα συνάγεται κατ’ αρχήν από την ίδια τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, στην οποία ρητά ορίζεται ότι: «επιβάλλεται εισφορά που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του κοινού λογαριασμού …», δηλ. τούτο κατ’ αρχήν με σαφήνεια προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη διατύπωση του νόμου, που ορίζει ότι υπόχρεοι για την εν λόγω εισφορά είναι το: πιστωτικά ιδρύματα. Πρόκειται δε περί ηθελημένης νομοθετικής ρύθμισης και όχι περί γνησίου κενού, που θα δικαιολογούσε με ανάλογη ερμηνεία της άνω διάταξης τη μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, αφού στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θέλησε τούτο, το ορίζει ρητά, όπως στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997, με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς αυτής και στα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, όπου ορίζεται ρητά ότι: «στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Η υποχρέωση δηλ. αποκλειστικά και μόνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα για την καταβολή της εν λόγω εισφοράς του Ν. 128/1975 και η απαγόρευση της μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, προκύπτει σαφέστατα και κατ’ αντιδιαστολή από την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 (ΕφΑΘ 5253/2003, ΠΠρΑΘ 1119/2002, ΕιρΑΘ 2874/2004 αδημ.).
Και βέβαια, είναι δυνατή η δια συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (361, 471 επ. ΑΚ), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους (Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, σ. 444, Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 478, αρ. 2) σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως του 174 και 281 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου. 361 ΑΚ). Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του Ν. 128/1975 η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία (causa) επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (βλ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές, 1983, σ. 280) (βλ. με άλλη αιτιολογία ως προς τη θεμελίωση του παρανόμου ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003.643, ΜονΠΤρικ 137/2003 ΕλλΔνη 2003.1433) .
Στους προδιατυπωμένους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) των τραπεζικών συμβάσεων δεν αναφέρεται η αιτία μετακύλισης της εισφοράς του Νόμου 128/1975 στους δανειολήπτες και συνεπώς, η συμφωνία ελευθερώσεως των τραπεζών από τη σχετική υποχρέωση των για απόδοση της εισφοράς του Νόμου 128/75 στην Τράπεζα της Ελλάδος και επιβαρύνσεως του επιτοκίου με το ποσοστό της εισφοράς του Νόμου 128/75 είναι άκυρη.
2.3.2) Ως προς τον ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975 σημειώνονται το: εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 8 § 6 του Ν. 1083/1980 «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων», προκύπτει ότι η Νομισματική Επιτροπή με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλομένων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση αυτή τη νομοθετική εξουσιοδότηση, εκδόθηκε η 289/30-10-1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει ισχύ νόμου (βλ. άρθρο 8 § 6 Ν. 1083/1980), με την οποία ορίσθηκε ότι «ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού», ενώ στο εδάφιο β’ της ίδιας αποφάσεως αναφέρεται ότι ο λόγος εκδόσεως της είναι η αναγκαιότητα του εκτοκισμού των καθυστερούμενων τόκων αμέσως μόλις καταστούν απαιτητοί για την κάλυψη του αντίστοιχου εκτοκισμού των τόκων που οφείλουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους και λοιπούς δανειστές τους. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε εξαίρεση, για τις τραπεζικές συναλλαγές, ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 110 και 111 §2 ΕισΝΑΚ. Κατά την έννοια δε της αποφάσεως αυτής της Νομισματικής Επιτροπής, ο κατ’ εξαίρεση από τους περιορισμούς του ανατοκισμού «εκτοκισμός των εν καθυστερήσει τόκων» επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση ότι τούτο έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, εφόσον δηλαδή ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με την πιστωτική σύμβαση, τον δυσμενή γι’ αυτόν όρο για τον κατά τον παραπάνω τρόπο ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (ΟλΑΠ 8, 9/1998 ΔΕΕ 1998.177 επ.). Το νομοθετικό αυτό καθεστώς έπαψε πλέον να ισχύει για τις νέες (μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου) τραπεζικές συμβάσεις (άρθρο 12 Ν. 2601/1998). Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή που θεσπίστηκε με την κυρωθείσα με νόμο απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, παρεχόταν στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτού κανόνα δικαίου που έθετε η διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως τους (βλ. για έννοια εκτοκισμού ΑΠ 1355/1988 ΕλλΔνη 1999.287 (290), ΠολΠΑΘ 1443/2002 ΝοΒ 2003.683 (686)).
Περαιτέρω, ο κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 8 περ. 6 του Ν. 1083/1980 και της αποφάσεως 289/1980 της Νομισματικής Επιτροπής ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των Τραπεζών εξακολουθεί να διέπει αυτές και μετά τον εξοπλισμό τους με δικαστική απόφαση ή άλλο εκτελεστό τίτλο, καθόσον και μετά τούτο οι οφειλόμενοι για την κύρια απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα .«οφειλομένων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων», όπως ορίζει το άρθρο 8 § 6 του Ν. 1083/1980 και η προαναφερθείσα απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής (ΑΠ 1782/2002 ΕλλΔνη 2002.1430). Από τις παραπάνω ρητές διατάξεις του προϊσχύοντος και του υφισταμένου νομοθετικού καθεστώτος, επιτρεπτός είναι ο ανατοκισμός καθυστερούμενων τόκων και μόνον. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ανατοκισμός προμηθειών και εξόδων. Κάθε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις, σε κάθε δε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων 174, 178, 179 ΑΚ. Ακόμη και με τελεολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων το συμπέρασμα είναι ίδιο, αφού ενόψει του ότι η απόφαση της Νομισματικής επιτροπής θεσπίζει εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται στενά. (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΑΘ 7607/2007 προσκ, ΜονΠρΑΘ 7630/2006).
Τελικώς οι τράπεζες σε εφαρμογή των άκυρων αυτών Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των, χρέωναν επιπλέον αθέμιτους και παράνομους τόκους στους λογαριασμούς των δανειοληπτών κατά το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 την οποία μάλιστα επίσης παράνομα ανατόκιζαν, με αποτέλεσμα να διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών, προσπορίζοντας παράνομο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των οφειλετών, οι οποίοι τελικά εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να το καταβάλουν, το παράνομο αυτό ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 που τους χρέωνε η τράπεζα στον λογαριασμό τους, αφού όπως φαίνεται από τα ανωτέρω είχαν εξαπατηθεί από τις τράπεζες που τους παρίσταναν ψευδώς ότι το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 με το οποίο είχαν χρεώσει τον λογαριασμό τους ήταν το νόμιμο , και αφ’ εταίρου οι τράπεζες τους παρασιωπούσαν δολίως, αν και το γνώριζαν πολύ καλά, ότι η χρέωση της εισφοράς του Ν 128/1075 και ο ανατοκισμός της, ήταν παράνομη γιατί έτσι αυξανόταν ο τόκος της οφειλής των κατά το ποσό της. Εάν ο δανειολήπτης δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ζητούμενα ποσά της εισφοράς του Ν 128/1975, το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, και εμφανιζόταν πλέον στα βιβλία της τράπεζας ως «κόκκινο δάνειο» ΟΧΙ όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής, αλλά με το κατάλοιπο που παρανόμως η τράπεζα είχε διογκώσει, προσθέτοντας σε αυτό το παράνομο ποσό της εισφοράς του Ν. 128/75 και το οποίο στην συνέχεια με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν, διογκωνόταν πολλαπλασιαστικά με αποτέλεσμα να είναι πλασματικά και ψευδή ΟΛΑ τα ποσά των «ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ » που παρουσίαζαν ΟΛΕΣ οι τράπεζες στα βιβλία των αφού πλέον αυτά δεν παρουσίαζαν τα ποσά της πραγματικής οφειλής των οφειλετών των.
2.3.3) Η υπ’ αριθμό 257/2015 (156/46/2015) Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Κώ (σχετικό 8) πλέον των άλλων που αναφέρει σχετικά με την Εισφορά του Ν.128/75 αναφέρει στο 7ο και 8ο φύλλο ότι:
«Ούτως ουδεμία εισφορά είναι δυνατόν να επιβάλλεται ή να μετακυλύετε στον πιστολήπτη ως πρόσθετη διακεκριμένη επιβάρυνση. Ο πιστολήπτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μόνο τους συμφωνημένους τόκους με βάση συγκεκριμένο επιτόκιο. Η εισφορά του Ν.128/1975 δεν τον αφορά (βλ. Μον.Πρ.Χίου 10/2012 Εφ. ΑΔ 2012.893, Σπ. Ψυχομάνη « Τραπεζικό Δίκαιο-Δίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων» παρ. 614, 620, 622, σελ.254, 257-258)
«Σε ένα περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων η επιτοκιακή αύξηση (καθώς η εισφορά του Ν.128/75 προστίθεται στο επιτόκιο των δανείων και επιβαρύνει τους αγνοούντες την λειτουργία της επιβάρυνσης δανειολήπτες) μέσω της εισφοράς δεν είναι αμελητέα, την στιγμή μάλιστα που δεν είναι ευκρινώς η χρησιμοποίηση των ποσών που εισπράττονται από τις τράπεζες και αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ειδικού λογαριασμού ο οποίος έχει δημιουργηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αρχικά ο ειδικός αυτός λογαριασμός χρηματοδοτούσε τις εξαγωγές ενώ στην συνέχεια έγινε χρήση των κεφαλαίων για βιοτεχνικές επιχειρήσεις, σεισμοπαθείς επιχειρήσεις σε λεγόμενες μειονεκτικές περιοχές κτλ. Μέσω της εισφοράς που βαρύνει όλες τις κατηγορίες δανείων (0,12% στα στεγαστικά δάνεια και 0,6% στις άλλες κατηγορίες δανείων προς επιχειρήσεις και ιδιώτες ) το Δημόσιο εισπράττει ποσό της τάξεως των 600 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως»
Από τα αναφερόμενα στις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις αποδεικνύεται πλήρως ότι οι τράπεζες μετακυλώντας και ανατοκίζοντας παρανόμως την εισφορά αυτή του Ν. 128.1975 στους δανειολήπτες των, διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών, οι οποίοι εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα κατέβαλαν το αντίστοιχο ποσό που τους χρέωνε η τράπεζα στον λογαριασμό τους με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των, προσπορίζοντας παράνομο όφελος 600 εκατομμύρια ευρώ το έτος με αντίστοιχη μείωση της περιουσίας των οφειλετών και συνεπώς οι τράπεζες από την είσπραξη της εισφοράς και μόνο που είναι μία από τις μικρότερες σε αξία παράνομη χρέωση στους λογαριασμούς των δανειοληπτών, φαίνεται ότι προσπόρισαν παράνομα από το 1975 που άρχισε η εφαρμογή του Ν.128/75 μέχρι σήμερα (40 έτη) κατά κεφάλαιο μόνο το ποσό των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το σύνολο και των 3 μνημονίων που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα. (40 ετη Χ 600 εκατ=24 δις ευρώ) , ενώ εάν οι οφειλέτες δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα και το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, εμφανιζόταν στα βιβλία της τράπεζας ως «ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΑΝΕΙΟ» όχι όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής αλλά με υπόλοιπο που παρανόμως η τράπεζα είχε διογκώσει.
Σημειώνεται ότι το ποσό που φαίνεται ότι προσπόρισαν οι τράπεζες παρανόμως από τους δανειολήπτες από την περίπτωση της παράνομης μετακύλησης της εισφοράς του Ν.128/75 είναι πολύ περισσότερα και ανέρχεται στο ποσό των 1.043.769.863,01 το έτος ήτοι στην διάρκεια των 40 ετών εφαρμογής του νόμου αυτού προσπόρισαν το ποσό των 41 δις 750 εκατομμύρια 794 χιλιάδες 520 ευρώ ( 40 ετη Χ 1.043.769.863,01 = 41.750.794.520 ευρώ) ( 219/2011 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας Αρμ 2011-1345, .36/2012 Μονομ. Πρωτ.Σύρου –Αδημ, 124/2007 Εφ. Λαμίας Αρμ 2009.1190, 354/2009 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας – Αρμ 2009.1370, 10/2012 Μονομ. Πρωτ. Χίου, 277/2011 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας –Αδημ, 219/2011 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας – Αρμ.2011.1345, 35/1997 Νο Β 46202 Α.Π, 124/2007 Εφ. Λαμίας Αρμ 2009.1190, 4443/2005 Μονομ. Πρωτ. Αθηνων, 7630/2006 –Αρμ 2007.68, 354/2009 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας Αρμ 2007.68, 99/2010 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας Αρμ 2010-1006, 5272/2011 Μονομ. Πρωτ. Αθηνων – Αρμ 2012.410, 5724/2004 Ειρηνοδικείου Αθηνών, 41/2004 Μονομελές πρωτοδικείο Ζακύνθου
2.4) ΕΞΑΜΗΝΟΣ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ
Το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998 (ΦΕΚ 81/15-4-1998 αναφέρει ότι : Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται. εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Α.Κ.. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου αυτού.
Επίσης το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην από 4443/2004 Απόφασή του (σχετικό 4) αναφέρει ότι : « Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν.2601/1998 καθιερώθηκε ο υποχρεωτικός εξάμηνος ανατοκισμός των τόκων σε κάθε μορφή πίστωσης που συνοδεύεται από αλληλόχρεο λογαριασμό. Ανατοκίζεται δηλαδή μόνο το κατάλοιπο κατόπιν εξάμηνου τουλάχιστον κλεισίματος του λογαριασμού και όχι το οποιοδήποτε και οποτεδήποτε δημιουργούμενο κατάλοιπο, ενώ αν συμφωνήθηκε μικρότερο διάστημα από εκείνο του εξαμήνου, το κατάλοιπο θα ανατοκίζεται και πάλι όταν συμπληρωθεί το εξάμηνο. Είναι συνεπώς παράνομος ο υπ’αριθμ.3.04 όρος της επίδικης σύμβασης, ο οποίος προβλέπει τρίμηνο εκτοκισμό και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της ανακόπτουσας……»
Από τον ανωτέρω νόμο 2601/1998 ΦΕΚ 81/15-4-1998 ο οποίος εφαρμόζεται από όλα τα δικαστήρια της χώρας όταν έχουν να εκδικάσουν περίπτωση που η αντίδικος τράπεζα χρησιμοποιούσε τρίμηνο ανατοκισμό όπως η ενδεικτικά μνημονευόμενη ανωτέρω υπ’ αριθμό 4443/2004 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αποδεικνύεται πλήρως ότι οι τράπεζες ανατοκίζοντας τον λογαριασμό των δανειοληπτών κάθε τρίμηνο, διπλασίαζαν τις φορές του νόμιμου ανατοκισμού με αποτέλεσμα να χρεώνουν τόκους επί τόκων διπλάσιες φορές από ότι επιτρέπει ο νόμος και να διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών προσπορίζοντας όπως φαίνεται παράνομο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των οφειλετών, οι οποίοι τελικά εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να το καταβάλουν, το παράνομο διογκωμένο αυτό ποσό τόκων που προέκυπτε από τους αριθμητικά διπλάσιους ανατοκισμούς αφού όπως φαίνεται από τα ανωτέρω είχαν εξαπατηθεί από τις τράπεζες που τους παρίσταναν ψευδώς ότι τα ποσά των τόκων που προέκυπταν από τους διπλάσιους αριθμητικά ανατοκισμούς με τα οποία είχαν χρεώσει τους λογαριασμούς των ήταν το νόμιμο , και αφ’ εταίρου οι τράπεζες τους παρασιωπούσαν δολίως, αν και το γνώριζαν πολύ καλά, ότι οι τόκοι που τους είχαν χρεώσει από τους διπλάσιους αριθμητικά ανατοκισμούς , ήταν παράνομη γιατί έτσι αυξανόταν ο τόκος της οφειλής των. Εάν ο δανειολήπτης δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ζητούμενα διογκωμένα ποσά τόκων που προέκυπταν από τους διπλάσιους αριθμητικά ανατοκισμούς που είχαν κάνει στον λογαριασμό τους , το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, και εμφανιζόταν πλέον στα βιβλία της τράπεζας ως «κόκκινο δάνειο» ΟΧΙ όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής, αλλά με το κατάλοιπο που παρανόμως οι τράπεζες είχε διογκώσει, προσθέτοντας σε αυτό το παράνομο ποσό των τόκων που είχε προκύψει από τους διπλάσιους αριθμητικά ανατοκισμούς που είχαν κάνει οι τράπεζες στους λογαριασμό των και το οποίο στην συνέχεια με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν, διογκωνόταν πολλαπλασιαστικά με αποτέλεσμα να είναι πλασματικά και ψευδή ΟΛΑ τα ποσά των «ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ » που παρουσίαζαν ΟΛΕΣ οι τράπεζες στα βιβλία των αφού πλέον αυτά δεν παρουσίαζαν τα ποσά της πραγματικής οφειλής των οφειλετών των. (2128/2000 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 39119/1999 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 5467/2002 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 521/1993 Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, 59/1531/ΜΤ/1167/1997 Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, 1119/2001 Αρείου Πάγου, 4443/2004 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών)
2.5) ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΕΤΟΣ 360 ΗΜΕΡΩΝ.
Στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων που προορίζονται για απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (ΓΟΣ) συμπεριλαμβάνεται και ο όρος ότι ο εκτοκισμός του δανείου θα γίνεται με βάση το έτος των 360 ημερών.
Το άρθρο 14 της υπ’ αριθμό Φ1-983 / 07.03.1991 (ΦΕΚ:172 / Τεύχος Δεύτερο / 21.03.1991) Κοινής Υπουργικής Απόφασης (σχετικό 8) αναφέρει ότι : Το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες, 52 εβδομάδες και 12 ίσους μήνες – ένας ίσος μήνας θεωρείται ότι έχει 30.41666 ημέρες.
Βάσει δε υπολογισμού στην εξίσωση: Τόκος= Κεφάλαιο Χ Επιτόκιο % διά 1 έτος ημερολογιακό, ήτοι σε μορφή κλάσματος με παρανομαστή το έτος δια 365 ημερών οι τράπεζες όφειλαν να διαιρούν στην εξίσωση υπολογισμού του ετήσιου τόκου δανεισμού των δανειοληπτών και να υπολογίζουν το νόμιμο ετήσιο τόκο, που θα έπρεπε να πληρώνει ο Δανειζόμενος. Σε αντίθετη περίπτωση, που διαιρούσαν με μικρότερο αριθμό των 365, δηλαδή με μικρότερο διαιρέτη ή παρανομαστή, όπως εν προκειμένω με 360 εξήγαγαν εν γνώσει τους μεγαλύτερο ποσόν τόκου. Οι τράπεζες διασπούν με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον -όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες
Οι τράπεζες όφειλαν να μην παρασιωπούσαν την αλήθεια αυτή στους δανειολήπτες πελάτες των κατά την υπογραφή της σύμβασης, αφού είχαν υποχρέωση ανακοίνωσης και τήρησης του πραγματικού γεγονότος του ημερολογιακού έτους με 365 στον δανειολήπτη και όφειλαν να υπολογίζουν τον ετήσιο τόκο, σύμφωνα με τις διατάξεις : Α) Τις Διατάξεις της υπ’ αριθμόν: Φ1-983 / 07.03.1991 (ΦΕΚ:172 / Τεύχος Δεύτερο / 21.03.1991) Κοινής Υπουργικής Απόφασης, Β) την υπ’ αριθμόν: 98 / 7 / ΕΚ / 16.02.1998 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Γ) την υπ’ αριθμόν: 430 / 4-3- 2005 Αμετάκλητη Απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου), την καλή πίστη και τα νόμιμα διαμορφωμένα συναλλακτικά ήθη.
Προς απόδειξη της παράνομης χρεώσεως που έκαναν οι τράπεζες στους λογαριασμούς των δανειοληπτών τους, παραθέτω τα κάτωθι παραδείγματα.
Α) ΜΕ ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ: Φ1-983 / 07.03.1991 ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ,
Β) ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ: 98 / 7 / ΕΚ / 16.02.1998 ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΚΑΙ
Γ) ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ: 430 / 2005 ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.
Σε δανεισθέν ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 1.000.000,- ΕΥΡΩ
ΕΠΙΤΟΚΙΟ : 3, 65 %
ΧΡΟΝΟΣ : 1 ΗΜΕΡΑ
ΤΟΚΟΣ : 100 ΕΥΡΩ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ (επί) ΕΠΙΤΟΚΙΟ (επί) ΧΡΟΝΟΣ
Τ = —————————————————————– , ήτοι
ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΤΟΥΣ (επί) 100
1.000.000 Χ 3,65 Χ 1 3.650.000
Τ = ——————————- ————- = 100 ΕΥΡΩ
365 Χ 100 36.500
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΚΩΝ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ : 1.000.000,- ΕΥΡΩ
ΕΠΙΤΟΚΙΟ : 3, 65 %
ΧΡΟΝΟΣ : 1 ΗΜΕΡΑ
ΤΟΚΟΣ : 101,3889 ΕΥΡΩ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ (επί) ΕΠΙΤΟΚΙΟ (επί) ΧΡΟΝΟΣ
Τ = ————————————————————————-
«ΔΗΘΕΝ» ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΤΟΥΣ (επί) 100
1.000.000 Χ 3,65 Χ 1 3.650.000
Τ = ———————————————— = 101,3889 ΕΥΡΩ
360 Χ 100 36.000
Ο όρος των Γενικών Ορών Συναλλαγών (ΓΟΣ) ότι ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος τριακοσίων (360) ημερών είναι άκυρος, διότι ο υπολογισμός προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2, παράγραφος 6, Νόμου 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», για το λόγο ότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο καταναλωτής δανειολήπτης να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει. Με τον υπολογισμό του επιτοκίου σε τριακόσιες (360) ημέρες, ο τελικός αποδέκτης του δανείου δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να υπολογίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243, παράγραφος 3, του Αστικού Κώδικα, η δε τράπεζες διασπώντας εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών δανειοληπτών πελατών των το χρονικό διάστημα (έτος) στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση στου δανειολήπτες , ως τελικοί αποδέκτες οι οποίοι για κάθε ημέρα επιβαρύνονται με ποσοστό ενός και 0,3889 (1,3889%) τοις εκατό επιπλέον τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς τριακόσιες (360) ημέρες και όχι τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες.
Τελικώς οι τράπεζες σε εφαρμογή του άκυρου αυτού Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των, χρέωναν επιπλέον παράνομους τόκους στους λογαριασμούς των δανειοληπτών με αποτέλεσμα να διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών, προσπορίζοντας παράνομο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των οφειλετών, οι οποίοι τελικά εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να το καταβάλουν, το παράνομο αυτό ποσό που προερχόταν από τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών που τους χρέωνε η τράπεζα στον λογαριασμό τους, αφού όπως φαίνεται από τα ανωτέρω, αφενός είχαν εξαπατηθεί από τις τράπεζες που τους παρίσταναν ψευδώς ότι το ποσό των τόκων με βάσει το έτος των 360 ημερών με το οποίο είχαν χρεώσει τον λογαριασμό τους ήταν το νόμιμο , και αφ’ εταίρου οι τράπεζες τους παρασιωπούσαν δολίως, αν και το γνώριζαν πολύ καλά, ότι η χρέωση των τόκων με βάσει το έτος των 360 ημερών και ο ανατοκισμός τους, ήταν παράνομη γιατί έτσι αυξανόταν ο τόκος της οφειλής των κατά 1,3889%. Εάν ο δανειολήπτες δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ζητούμενα ποσά τόκων, το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, και εμφανιζόταν πλέον στα βιβλία της τράπεζας ως «κόκκινο δάνειο» ΟΧΙ όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής, αλλά με το κατάλοιπο που παρανόμως η τράπεζα είχε διογκώσει, υπολογίζοντας τους τόκους με το έτος των 360 ημερών και το οποίο στην συνέχεια με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν, διογκωνόταν πολλαπλασιαστικά με αποτέλεσμα να είναι πλασματικά και ψευδή ΟΛΑ τα ποσά των «ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ » που παρουσίαζε η τράπεζα στα βιβλία της αφού πλέον αυτά δεν παρουσίαζαν τα ποσά της πραγματικής οφειλής των οφειλετών της. (740/2010 Μονομ. Πρωτ. Ναυπλίου, 30/2010 Μονομ. Πρωτ. Κέρκυρας, 90/2006 Μονομ. Πρωτ. Ρόδου – Αρμ. 2008.602, 4443/2004 Μον. Πρωτ Αθηνών, 257/2015 Μον.Πρωτ. Κώ.)
2.6) Ε.Φ.Τ.Ε (Ειδικός Φόρος Τραπεζικών Εργασιών),
Ο νόμος 1676/29-12-1986 με τον οποίο επιβλήθηκε Ειδικός Φόρος Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε) αναφέρει ότι:
Άρθρο 6 Επιβολή φόρου: Επιβάλλεται φόρος με την ονομασία «ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών», σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Άρθρο 7 Αντικείμενο φόρου: Αντικείμενο του φόρου, που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 6, είναι: α. Οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, πλην των ενεγγύων πιστώσεων που παρέχονται, από τις τράπεζες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 8, β. τα ακαθάριστα έσοδα των αυτών τραπεζών που προκύπτουν στην Ελλάδα και προέρχονται από τόκους, προμήθειες, μεσιτείες, προεξοφλήματα, νομισματικές ή συναλλαγματικές διάφορες, διαφορές τιμήματος και κάθε φύσης εισοδήματα ή ωφέλειες, έστω και αν προέρχονται από συμπτωματικές εργασίες.
Άρθρο 8 Υποκείμενο φόρου: Στο φόρο υπόκεινται:
α. οι ημεδαπές τράπεζες, που λειτουργούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 5076/1931 και η Τράπεζα της Ελλάδος.β. οι αλλοδαπές ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα.
Από τον ανωτέρω νόμο προκύπτει σαφώς ότι υποκείμενο του φόρου αυτού ήταν οι τράπεζες και όχι οι πελάτες των δανειολήπτες και συνεπώς ο αντίστοιχος Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) ότι ο πελάτες των δανειολήπτες είναι υπεύθυνοι να καταβάλουν το ποσό του φόρου αυτού είναι παράνομη και συνεπώς άκυρος και ως εκ τούτου είναι παράνομες και όλες οι χρεώσεις των αντίστοιχων ποσών που έκαναν οι τράπεζες στον λογαριασμό του.
Tο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ’ αριθμό 4443/2004 σχετική Απόφαση του (σχετικό 3) αναφέρει ότι : « Από τον υπ’αριθμ.2.03 όρο της επίδικης σύμβασης, που αναφέρεται στους συντελεστές επιβαρύνσεων και τον υπ’αριθμ.3.04 όρο που αφορά τον εκτοκισμό, καθώς και το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα με ημερομηνία 2.2.2004 πόρισμα ελέγχου του επίδικου λογαριασμού, που διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της ανακόπτουσας από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό με την επωνυμία «Ε Ι Χ Ε», προκύπτει ότι η πιστούχος εταιρία και η εγγυήτρια επιβαρύνθηκαν, μεταξύ άλλων : α) με την εισφορά του ν.128/1975 (0,6%), η οποία, ενώ αποτελεί επιβαλλόμενο στην τράπεζα φόρο (επιβαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφόρων τόκων, βλ. και Ι.Καράκωστα, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2004, σελ.119), συνυπολογιζόταν κατά τον εκτοκισμό σαν να ήταν τόκος, β) με τον εκτοκισμό του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε), ο οποίος όμως δεν αποτελεί τόκο, αλλά έξοδο της τράπεζας ….. και διατάζει πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί το ακριβές ποσό, που οφείλει να καταβάλει η ανακόπτουσα στην καθ΄ης, χωρίς να συνυπολογίσει στην οφειλή αυτή : Α) τα ποσά της εισφοράς του ν.128/1975 και β) τα ποσά του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε).
Τελικώς οι τράπεζες σε εφαρμογή του άκυρου αυτού Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των, χρέωναν επιπλέον παράνομους στους λογαριασμούς των δανειοληπτών τα ποσά που προέκυπταν από τον Ε.Φ.Τ.Ε που ήταν δική τους υποχρέωση και όχι υποχρέωση των δανειοληπτών οφειλετών των με αποτέλεσμα να διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών, προσπορίζοντας παράνομο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των οφειλετών, οι οποίοι τελικά εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να καταβάλουν, το παράνομο αυτό ποσό του Ε.Φ.Τ.Ε που τους χρέωνε η τράπεζα στον λογαριασμό τους, αφού όπως φαίνεται από τα ανωτέρω είχαν εξαπατηθεί από τις τράπεζες που τους παρίσταναν ψευδώς ότι νομίμως είχαν χρεώσει στον λογαριασμό τους το ποσό που προέκυπτε για τον Ε.Φ.Τ.Ε , και αφ’ εταίρου οι τράπεζες τους παρασιωπούσαν δολίως, αν και το γνώριζαν πολύ καλά, ότι η χρέωση του ποσού που προέκυπτε για τον Ε.Φ.Τ.Ε ήταν παράνομη γιατί έτσι αυξανόταν οι επιβαρύνσεις των κατά το ποσό του. Εάν ο δανειολήπτης δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ζητούμενα ποσά του Ε.Φ.Τ.Ε, το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, και εμφανιζόταν πλέον στα βιβλία της τράπεζας ως «κόκκινο δάνειο» ΟΧΙ όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής, αλλά με το κατάλοιπο που παρανόμως οι τράπεζες είχαν διογκώσει, προσθέτοντας σε αυτό το παράνομο ποσό που αναλογούσε στην πληρωμή του Ε.Φ.Τ.Ε και το οποίο στην συνέχεια με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν, διογκωνόταν πολλαπλασιαστικά με αποτέλεσμα να είναι πλασματικά και ψευδή ΟΛΑ τα ποσά των «ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ » που παρουσίαζαν ΟΛΕΣ οι τράπεζες στα βιβλία των, αφού πλέον αυτά δεν παρουσίαζαν τα ποσά της πραγματικής οφειλής των οφειλετών των. ( 6774/2003 Πολ. Πρωτ. Αθηνών, 9311/1999 Μονομ. Πρωτ. Αθηνων, 716/2005 Πρωτ.Αθηνών).
2.7) ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΞΟΔΑ , ΕΞΟΔΑ ΦΑΚΕΛΟΥ, ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΥ, ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ ΕΞΟΔΑ, ΠΟΙΝΕΣ ΠΡΟΩΡΗΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ (ΠΕΝΑΛΤΙ – ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΚΛΠ.
Ο προδιατυπωμένος όρος που περιέχεται στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) της σύμβασης στις οποίες ο τόκος συμφωνήθηκε με ελεύθερη διαπραγμάτευση και αναφέρει ότι οι τράπεζες μπορούν να χρεώνουν, προμήθειες, λειτουργικά έξοδα, έξοδα φακέλου, εξέταση αιτήματος για χρηματοδότηση δανειοδοτούμενου, μεταφορικά έξοδα, ποινές πρόωρης εξόφλησης (πέναλτι), κλπ χωρίς να προσδιορίζει και να αποδεικνύει επ’ ακριβώς ότι τα έξοδα αυτά καταλογίζονται για την τήρηση και χρήση των λογαριασμών της σύμβασης και όχι για δαπάνες και έξοδα άσχετα με αυτές είναι παραπλανητικός, καταχρηστικός ως αδιαφανής, και διότι μόνο σύγχυση προκαλεί στους δανειολήπτες για το τί ακριβώς καλύπτει, το οποίο δεν καλύπτεται από τους τόκους που θα κατέβαλαν (ΑΠ 1219/2001, ΕφΑθ 5253/2003), καθιστώντας έτσι αδιαφανή την αιτία της επί πλέον χρεώσεως των, δεδομένου ότι η αρχή της διαφάνειας απαγορεύει παραπλανητικούς χαρακτηρισμούς για τις ρήτρες που αφορούν την αμοιβή του προμηθευτή. Οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν τον ανωτέρω ΓΟΣ στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των παραβιάζοντας τις αρχές της καλής πίστης και τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, του Νόμου 2251/94, όπως ισχύει σήμερα, με σκοπό να αποκομίσουν πρόσθετο, αθέμιτο κέρδος, και χωρίς να έχουν κανένα προς τούτο δικαίωμα.
Η αρχή της διαφάνειας επιτάσσει άλλωστε, να μην αξιώνει ο προμηθευτής με γενικούς όρους συναλλαγών πρόσθετη αμοιβή για παροχές, στις οποίες ούτως ή άλλως είναι υποχρεωμένος και συμπεριλαμβάνονται στο τίμημα που καταβάλει ο καταναλωτής. Εφόσον ο προμηθευτής (οι τράπεζες) είναι ελεύθερος να συμφωνήσει με τον καταναλωτή την αμοιβή του (τους τόκους του δανείου), δε δικαιολογείται για μία παροχή που καλύπτεται από την αμοιβή του αυτή που εντέλει ο ίδιος καθόρισε, να απαιτεί με διάφορες ρήτρες επιπρόσθετες αμοιβές. Η παραπάνω χρέωση είναι επομένως αδιαφανής και ο σχετικός όρος άκυρος.
Τελικώς οι τράπεζες σε εφαρμογή του άκυρου αυτού Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των, χρέωναν επιπλέον παρανόμους στους λογαριασμούς των δανειοληπτών τα ποσά που προέκυπταν από τα διάφορα έξοδα που ήταν δική τους υποχρέωση και όχι υποχρέωση των δανειοληπτών οφειλετών των, με αποτέλεσμα να διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών, προσπορίζοντας παράνομο όφελος, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των οφειλετών, οι οποίοι τελικά εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να τα καταβάλουν, αφού όπως φαίνεται από τα ανωτέρω είχαν εξαπατηθεί από τις τράπεζες που τους παρίσταναν ψευδώς ότι νομίμως είχαν χρεώσει στον λογαριασμό τους τα ποσά που προέκυπταν από τα έξοδα αυτά, και αφ’ εταίρου οι τράπεζες τους παρασιωπούσαν δολίως, αν και το γνώριζαν πολύ καλά, ότι η χρέωση στον λογαριασμό των εξόδων αυτών ήταν παράνομη γιατί έτσι αυξανόταν το χρέος των δανειοληπτών κατά τα ποσά του. Εάν ο δανειολήπτης δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ζητούμενα ποσά των εξόδων που τους είχε χρεώσει η τράπεζα, το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, και εμφανιζόταν πλέον στα βιβλία της τράπεζας ως «κόκκινο δάνειο» ΟΧΙ όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής, αλλά με το κατάλοιπο που παρανόμως οι τράπεζες είχαν διογκώσει, προσθέτοντας σε αυτό τα παράνομα ποσά των εξόδων των και τα οποία στην συνέχεια με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν, διογκωνόταν πολλαπλασιαστικά με αποτέλεσμα να είναι πλασματικά και ψευδή ΟΛΑ τα ποσά των «ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ » που παρουσίαζαν ΟΛΕΣ οι τράπεζες στα βιβλία των, αφού πλέον αυτά δεν παρουσίαζαν τα ποσά της πραγματικής οφειλής των οφειλετών των. ( 430/05 Απόφαση του Αρείου Πάγου (Αμετάκλητη), 1219/01 Απόφαση του Αρείου Πάγου (Αμετάκλητη),5253/03, του Εφετείου Αθηνών (Αμετάκλητη),6291/00, του Εφετείου Αθηνών (Αμετάκλητη), 1119/02 του Πολυμ. Πρωτοδ. Αθηνών (Αμετάκλητη), 1208/98 του Πολυμ. Πρωτοδ. Αθηνών (Αμετάκλητη), 961/07 του Πολυμ. Πρωτοδ. Αθηνών, 1896/2007, του Ειρηνοδικείου Αθηνών, 3441/2007, του Ειρηνοδικείου Αθηνών, 726/2004 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, 3177/2011 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, 3084/2011 του Ειρηνοδικείου Αθηνών)
2.8) ΣΥΛΟΓΗ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ.
Στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων που προορίζονται για απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (ΓΟΣ) συμπεριλαμβάνεται και ο όρος ότι κάθε δανειολήπτης και εγγυητής συναινεί ρητά στη διαβίβαση προς επεξεργασία κατά την έννοια του Ν 2472/1997, όπως ισχύει, των προσωπικών του δεδομένων, σε διατραπεζικό αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς για την προστασία της πίστης και την εξυγίανση των συναλλαγών, ως και στην διάθεση της σχετικής πληροφόρησης στο τραπεζικό σύστημα με αποδέκτες μόνο πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Κάθε ανάκληση της παρούσας συναίνεσης πρέπει να απευθύνεται έγγραφα στην υπεύθυνο της εν λόγω επεξεργασίας και διάθεσης των άνω δεδομένων «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» (οδός Αλαμάνας αριθ. 2, 151 25 Αμαρούσιον Αττικής)
Σε άλλες τράπεζες υπήρχε σημείο που ο δανειολήπτης υποτίθεται ότι θα το τσεκάριζε εάν δεν συναινούσε το οποίο όμως ήταν ήδη προτσεκαρισμένο από τις τράπεζες και ο δανειολήπτης ούτε ερωτάτο.
Ο ανωτέρω ΓΟΣ είναι άκυρος και αντισυνταγματικός γιατί η συναίνεση του δανειολήπτη δεν λαμβάνεται με θεμιτούς και νόμιμους τρόπους ( ίδετε κεφάλ. 13). Προς τούτο συμβάλλεται με τους τρίτους καταναλωτές και συνάπτει αντίστοιχες συμβάσεις.
Τα ανωτέρω αποδεικνύονται και από την υπ’ αριθμό 147/2004/ απόφαση του Εφετείου Αθηνών ( σχετικό 61) η όποια αναφέρεται και στον τρόπο λήψεως της « συναίνεσης» των δανειοληπτών και τελικά αναγνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος ΓΟΣ είναι άκυρος και απαγορεύει στην εναγομένη να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των καταναλωτών με τη μορφή Γ.Ο.Σ. αναφέροντας σχετικά ότι :
Στις συμβάσεις αυτές περιλαμβάνονται έντυποι όροι συναλλαγών, που έχουν προδιατυπωθεί από την εναγομένη και ισχύουν ομοιόμορφα για απροσδιόριστο αριθμό καταναλωτών. Οι καταναλωτές παραπέμπονται να ενημερωθούν στους ίδιους αυτούς όρους και είναι υποχρεωμένοι, εάν επιθυμούν τη σύναψη συμβάσεως με την εναγομένη για την παροχή πιστώσεων, να αποδεχθούν το περιεχόμενο και τους όρους της συμβάσεως, χωρίς δυνατότητα άλλης ατομικής διαπραγμάτευσης. Οι ίδιοι αυτοί όροι περιέχονται και στις έντυπες αιτήσεις που η εναγομένη χορηγεί και τις οποίες οι καταναλωτές υποβάλουν για την κατάρτιση της σύμβασης. Εντεύθεν παρέπεται ότι παραβιάζεται το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει την ατομική ελευθερία του ατόμου, όψη της οποίας είναι και η δυνατότητα καθενός να επιλέγει ελεύθερα τη διαμόρφωση του περιεχομένου και των όρων της σύμβασης, ελευθερία που αναγνωρίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ (ΑΠ 547/2001 Ελ.Δνη 43.1061, ΑΠ 105/1997 Ελ.Δνη 39.128, ΑΠ 167/1998 Ελ.Δνη 39.856)
Η ανωτέρω υπ’ αριθμό 147/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έχει εκδοθεί σε συλλογική αγωγή και συνεπώς αποτελεί δεδικασμένο και παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων και αν δεν ήσαν διάδικοι.
2.9) ΕΠΙΤΟΚΙΑ
Στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων των τραπεζών που προορίζονται για απεριόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (ΓΟΣ) συμπεριλαμβάνεται και ο όρος ότι «Η πίστωση παρέχεται με τόκο και συμφωνείται ότι κάθε χρεωστικό υπόλοιπο του ή των λογαριασμών της πίστωσης θα τοκίζεται με το εκάστοτε κυμαινόμενο Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (BEX) της τράπεζας, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 8,15% ετησίως, προσαυξανόμενο κατά μία εκατοστιαία μονάδα (1,%) ως περιθώριο επιτοκίου για την παρούσα πίστωση. Ως Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (BEX) της τράπεζας ορίζεται το εκάστοτε ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σήμερα 0,05% ετησίως, προσαυξημένο κατά 8,10 εκατοστιαίες μονάδες (8,10%). Το ποσοστό 8,10% του βασικού επιτοκίου είναι συνάρτηση ορισμένων παραγόντων οι οποίοι και θα επηρεάζουν στο μέλλον τη διακύμανση του και συγκεκριμένα: α) της διακύμανσης του πληθωρισμού σύμφωνα με το δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΣΥΕ, β) του κόστους κάλυψης του ειδικού και γενικού πιστωτικού κινδύνου ως και του λειτουργικού κινδύνου της τράπεζας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Συμφώνου της Βασιλείας, όπως εφαρμόζεται εκάστοτε, και γ) των συνθηκών της αγοράς και του ανταγωνισμού. Η τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να μεταβάλει (αυξάνει ή μειώνει) μονομερώς το άνω Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων, συνδυάζοντας το ύψος του άνω επιτοκίου της ΕΚΤ με τους παραπάνω παράγοντες. Η τράπεζα θα έχει επίσης το δικαίωμα να αυξομειώνει μονομερώς το άνω περιθώριο επιτοκίου (1,0%), ανάλογα με την εν γένει αποδοτικότητα της συνεργασίας του οφειλέτη. Η μεταβολή του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων γνωστοποιείται στο συνεταίρο με δημοσίευση στον τύπο, ενώ η μεταβολή του περιθωρίου του επιτοκίου γνωστοποιείται σ’ αυτόν με έγγραφο της τράπεζας. Ο συνεταίρος θα έχει το δικαίωμα να μην αποδεχθεί τις αυξομειώσεις αυτές, αλλά τότε συμφωνείται ότι θα υποχρεούται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση ή τη γνωστοποίηση της μεταβολής, να εξοφλήσει κάθε χρεωστικό υπόλοιπο προς την τράπεζα από την παρούσα πίστωση, άλλως μετά την παρέλευση της άνω προθεσμίας θα θεωρείται ότι η γενόμενη μεταβολή είναι αποδεκτή από αυτόν»
Ο όρος αυτός έγινε για να χρησιμοποιηθεί από τον δανειολήπτη για δική του χρήση και όχι για λογαριασμό ή για την οικονομική εξυπηρέτηση τρίτων.
ΑΚΥΡΟΣ ΓΟΣ
Ι) Ο Όρος αυτός παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, και συνεπώς είναι αόριστος αφού:
Α) Δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – όπως ποίος ήταν κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης ο πληθωρισμός. Δεν αναφέρει επίσης ποια θα είναι η αυξομείωση του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων για κάθε μονάδα αυξομείωσης του πληθωρισμού ούτως ώστε ο οφειλέτης να έχει την δυνατότητα να προγραμματίζει τις δικές του επιχειρηματικές κινήσεις ( μερική ή ολική εξόφληση του δανείου του κλπ) προκειμένου να μην υποστεί ή να μετριάσει τις οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε σε αυτόν η αύξηση του επιτοκίου.
Β) Δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή –, όπως ποια ήταν κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης το κόστους κάλυψης του ειδικού και γενικού πιστωτικού κινδύνου ως και του λειτουργικού κινδύνου της τράπεζας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Συμφώνου της Βασιλείας, ούτε και αναφέρει τον τρόπο υπολογισμού του και την μονάδα μέτρησης του ούτως ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθησης αυξομείωσης του μεγέθους αυτού. Δεν αναφέρει επίσης ποια θα είναι η αυξομείωση του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων για κάθε μονάδα αυξομείωσης του κόστους κάλυψης του ειδικού και γενικού πιστωτικού κινδύνου ως και του λειτουργικού κινδύνου της τράπεζας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Συμφώνου της Βασιλείας, ούτως ώστε ο οφειλέτης να έχει την δυνατότητα να προγραμματίζει τις δικές του επιχειρηματικές κινήσεις ( μερική ή ολική εξόφληση του δανείου του κλπ) προκειμένου να μην υποστεί ή να μετριάσει τις οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε σε αυτόν η αύξηση του επιτοκίου.
Γ) Δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – όπως ποιες ήταν κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης οι συνθήκες της αγοράς και ποιες οι συνθήκες του ανταγωνισμού ούτε και αναφέρει τον τρόπο υπολογισμού των ανωτέρω μεγεθών ως και την μονάδα μέτρησης των.
Δεν αναφέρει επίσης ποια θα είναι η αυξομείωση του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων για κάθε μονάδα αυξομείωσης των συνθηκών της αγοράς και για κάθε μονάδα αυξομείωσης του ανταγωνισμού ούτως ώστε ο οφειλέτης να έχει την δυνατότητα να προγραμματίζει τις δικές του επιχειρηματικές κινήσεις ( μερική ή ολική εξόφληση του δανείου του κλπ) προκειμένου να μην υποστεί ή να μετριάσει τις οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε σε αυτόν η αύξηση του επιτοκίου.
Δ) Δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – όπως ποια ήταν κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης η αποδοτικότητα του οφειλέτη με την οποία προσδιορίστηκε το περιθώριο της σύμβασης, ούτε με τι κριτήρια προσδιορίστηκε η αποδοτικότητα του αυτή ούτε και αναφέρει τον τρόπο υπολογισμού της και την μονάδα μέτρησης της. Δεν αναφέρει επίσης ποια θα είναι η αυξομείωση του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων για κάθε μονάδα αυξομείωσης της αποδοτικότητας του οφειλέτη ούτος ώστε ο οφειλέτης να έχει την δυνατότητα να προγραμματίζει ανάλογα την αποδοτικότητα στην τράπεζα του προκειμένου να μην υποστεί την αύξηση του επιτοκίου.
Συνεπώς με τον ανωτέρω όρο οι τράπεζες με αδιαφανή κριτήρια μπορούν να αυξάνουν κατά βούληση το συμβατικό επιτόκιο με αποτέλεσμα ο Γενικός αυτός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) να είναι να είναι καταχρηστικός τόσο κατά το σκέλος του αρχικού ορισθέντος συμβατικού επιτοκίου όσο και κατά το σκέλος της μελλοντικής μεταβολής του και συνεπώς είναι άκυρος, ως αντίθετος με την υπ’ αρίθμ. 2501/2002 Πράξη του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος και τις περιπτώσεις ε’ και ια’, της παραγράφου 7, του άρθρου 2, του Νόμου 2251/1994, αλλά και της παραγράφου 6, του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσουν για τον εαυτόν τους οι τράπεζες με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μεταβάλλουν το συμβατικό επιτόκιο του δανείου, δίχως καν να ορίζεται με τρόπο ορισμένο και διαφανή, ώστε ο καταναλωτής – δανειολήπτης να δύναται από την παρακολούθηση αυτού να παρακολουθεί και την αυξομείωση του επιτοκίου της σύμβασης.
Τα ανωτέρω έχουν περαιτέρω ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των ημεδαπών Δικαστηρίων (ΑΠ 430/2005), τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, με κριτήρια ορισμένα, θα κυμαίνεται αυξητικά ή πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς.
ΑΘΕΜΙΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΝΟΜΙΜΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ
ΠΑΡΑΝΟΜΑ – ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΑΚΥΡΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΛΟΝ
Το επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία (δικαιοπρακτικό επιτόκιο) είτε από το νόμο (νόμιμο επιτόκιο). Ως νόμιμο επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή έννοια νόμιμο επιτόκιο (άρθρα 301, 529, 547, 665 του Αστικού Κώδικα) όσο και το επιτόκιο υπερημερίας (άρθρο 345 του Αστικού Κώδικα). Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση στις συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε «τραπεζικά» και «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ως «τραπεζικά» επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293-295 του Αστικού Κώδικα, για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου επιτοκίων. Ο προσδιορισμός αυτός καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), ύστερα από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Ο προσδιορισμός των τραπεζικών επιτοκίων, μετά την κατάργηση – με το άρθρο 1, του Νόμου 1266/1982 – της Νομισματικής Επιτροπής, περιήλθε αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και πλέον καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ).
Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2286/28-01-1994 Πράξη του διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1, του Νόμου 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Μετά τις ανωτέρω πράξεις επήλθε απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων (πλην του ανώτατου ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων), τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι τράπεζες, στόχος δε της απελευθέρωσης αυτής ήταν η – λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών – συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και εντεύθεν άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους η οποία όμως ανατράπηκε στην συνέχεια από τις ίδιες τις τράπεζες με αποτέλεσμα σήμερα τα τραπεζικά επιτόκια για επιχειρηματικά δάνεια να είναι διπλασία περίπου των εξωτραπεζικών.
Το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απολαύουν ειδικών προνομίων από την Πολιτεία, καθώς μέσω αυτών ασκείται η πιστοληπτική πολιτική του Κράτους, δεν νομιμοποιεί αυτά να ασκούν τα δικαιώματά τους υπερβαίνοντας τα ανεκτά όρια που θέτουν τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός σκοπός της θέσπισης των ειδικών αυτών προνομιακών δικαιωμάτων τους. Αλλά αντίθετα τούτα (τα πιστωτικά ιδρύματα) λόγω του θεσμικού τους ρόλου, επιβάλλεται να έχουν ιδιαίτερη κατά τις κρατούσες νομισματοπιστωτικές συνθήκες στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της ενιαίας τραπεζικής αγοράς της ευρωζώνης και γενικότερο πνεύμα του δικαίου και της ηθικής νομική υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των δανειζόμενων πολιτών ιδίως δε όταν αυτοί έχουν και την ιδιότητα του καταναλωτή κατά τις διατάξεις του Ν 2251/1994.
Και μπορεί μεν, με την υπ’ αρίθμ. 178/19-07-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ να ορίσθηκε ότι τα τραπεζικά επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα και δεν επιτρέπεται κρατική παρέμβαση, ήτοι διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου αυτών και μπορούν να υπερβαίνουν το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, πλην όμως τα Δικαστήρια, ως δικαιοδοτικές (και όχι διοικητικές) αρχές, δεν εμποδίζονται να κρίνουν ανά περίπτωση καταχρηστικό το ύψος του συμφωνημένου επιτοκίου και να περιορίσουν την απαίτηση μειώνοντας αυτό (το συμφωνημένο επιτόκιο) στο ύψος που κρίνουν μη καταχρηστικό,
και εφαρμόζοντας κατά τα ανωτέρω τη διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα και τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, του Νόμου 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001/1128, 5885/2013 ΕιρΑθ) και τούτο διότι η απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων αποσκοπούσε, , στη λειτουργία του καλουμένου ελεύθερου ανταγωνισμού προς όφελος του δανειολήπτη/καταναλωτή, ήτοι στη μείωση των επιτοκίων. Η διατήρηση, όμως, επιτοκίων κατά πολύ υψηλότερων των εξωτραπεζικών, φανερώνει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν λειτούργησε ως προσδοκούσε ο νομοθέτης. Προς τούτο η «διορθωτική» παρέμβαση της Δικαιοσύνης, με τη συνεκτίμηση των ευρύτερων συνθηκών και των ισχυόντων εξωτραπεζικών επιτοκίων, νομίμως λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό για την πραγματοποίηση του πραγματικού σκοπού της απελευθέρωσης.
Επίσης τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Σκοπός, της απελευθέρωσης των τραπεζικών επιτοκίων και του συνακόλουθου ανταγωνισμού, είναι η συμπίεση του κόστους του χρήματος προς όφελος των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα. Με την επιδίωξη όμως αυτή δε φαίνεται να συνάδει η πρόβλεψη ανωτάτων ορίων, που λογικά θα δημιουργούσαν τάση διαμόρφωσης επιτοκίων γύρω από τα όρια αυτά. Για αυτό και ο νομοθέτης περιορίστηκε στη σχετική ρύθμιση των εξωτραπεζικών μονάχα επιτοκίων. Έτσι, τα τραπεζικά επιτόκια, ως προϊόντα ελεύθερου ανταγωνισμού δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζουν την από πλευράς κοινωνικής ηθικής αποδεκτή αναλογία μεταξύ παροχής της τράπεζας και αντιπαροχής (τόκων) του πελάτη, όταν διαμορφώνονται -όπως πράγματι επιδιώκεται – σε επίπεδα κατώτερα των εξωτραπεζικών. Τα εξωτραπεζικά επιτόκια, από το άλλο μέρος, αποτελούν σαφή όρια ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας στα πλαίσια της Εθνικής Οικονομίας, που, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν για αυτό και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, όταν αυτές, παρά τις ανταγωνιστικές πιέσεις, διαμορφώνουν υψηλά επιτόκια. Πράγματι, οικονομικά κυρίως δεδομένα, όπως η ύπαρξη και η έκταση του πληθωρισμού, τα διαθέσιμα κεφάλαια στη χρηματαγορά, οι οικονομικοί και άλλοι κίνδυνοι, αποτελούν τις σαφέστερες ενδείξεις του πρόσφορου κάθε φορά για το γενικότερο συμφέρον ύψους επιτρεπτού τόκου σε κάθε είδους συναλλαγή. Έτσι, αφού οι υφιστάμενες νομισματοπιστωτικές συνθήκες, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εξωτραπεζικών επιτοκίων, δεν επιδέχονται υπερβάσεις στις μικρότερες σε έκταση και σημασία εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν μπορούν για μείζονα λόγο να τις ανεχθούν στις τραπεζικές. Η συμφωνία, συνεπώς, για τόκους πάνω από τα κατά τον παραπάνω τρόπο προσδιοριζόμενα θεμιτά όρια είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 294 του Αστικού Κώδικα (ΜονΠρΑΘ 716/2005, Σπύρος Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 118-120).
Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, άρθρο 2, παράγραφος 7, περίπτωση ια’ του Νόμου, ΑΠ 1219/2001, ΕφΑθ 5253/2003, ΜονΠρΑΘ 716/2005 Αρμ 2006.1730), έχει δε παγίως, νομολογιακώς κριθεί ότι η καταβολή υπέρμετρων τόκων δεν εξαναγκάζεται δικαστικά (ΕφΑθ 3562/2001 αδημ). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 7, περίπτωση ια’, του Νόμου 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη, η δε ενσωμάτωση υπέρμετρων τόκων στο κεφάλαιο καθιστά μη εκκαθαρισμένη και μη βέβαιη τη κάθε απαίτηση των τραπεζών. Επομένως, η πρακτική των Τραπεζών να επιφυλάσσουν στον εαυτό τους το δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του ποσοστού του συμβατικού επιτοκίου, χωρίς να θέσει εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια για τον οφειλέτη, είναι καταχρηστική και τα επιτόκια που εκτοκίζουν τα δάνεια των οφειλετών των είναι αθέμιτα και μη νόμιμα.
Προς απόδειξη δε των ανωτέρω παραθέτω το κάτωθι παράδειγμα:
Εάν κάποιος ιδιώτης πωλήσει σήμερα ένα προϊόν επί πιστώσει με κάποια μεταχρονολογημένη επιταγή, θα χρεώσει τόκο, (maximum) το επιτόκιο 5,3% που είναι σήμερα το εξωτραπεζικό επιτόκιο γιατί εάν του χρεώσει τόκο με μεγαλύτερο επιτόκιο, διαπράττει το αδίκημα της τοκογλυφίας. Στην συνέχεια όταν θα πάει ο ίδιος ιδιώτης την επομένη μέρα στην τράπεζα για να προεξοφλήσει την επιταγή που εισέπραξε από την επί πιστώσει πώληση του προϊόντος του η τράπεζα θα τον χρεώσει με επιτόκιο τουλάχιστον 9,15% στο οποίο επειδή θα του συνυπολογίσει επιπλέον τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις της εισφοράς του νόμου 128/75, θα εκτοκίσει το δάνειο με βάση το έτος των 360 ημερών κλπ το τελικό επιτόκιο της θα διαμορφωθεί στο ποσοστό 12% περίπου δηλαδή με υπερδιπλάσιο επιτόκιο που αυτός χρέωσε τον πελάτη του.
Υπάρχουν και ορισμένες αντίθετες αποφάσεις δικαστηρίων που δέχονται ότι δεν είναι αθέμιτη η χρησιμοποίηση από την τράπεζα επιτοκίων υψηλοτέρων των εξωτραπεζικών και οι οποίες όμως αφορούν πιστωτικές κάρτες , ως είναι η υπ’ αριθμό 2037/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναφέρει ότι «Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης [κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κ.τ.λ.], τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια [χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κ.λπ.] διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια.
Κατά την άποψη μου σύντομα θα αλλάξει η νομολογία στην ανωτέρω τοποθέτησή της, όταν θα αντικρουστεί από τους συνηγόρους των δανειοληπτών αφού είναι σαφές ότι η απόφαση αναφέρεται σε παλαιότερες χρονικές περιόδους όπου οι χρήση των πιστωτικών καρτών γινόταν με χειροκίνητα μηχανήματα και τα αντίστοιχα έντυπα που χρησιμοποιούσαν οι επιχειρήσεις τα πήγαιναν στα γκισέ των τραπεζών με φυσική παρουσία για να τις εισπράξουν, οπότε βέβαια στην συνέχεια χρειαζόταν μεγάλος αριθμός υπάλληλων της τράπεζας για να τις καταχωρήσουν, αφού το σύστημα αυτό έχει ξεπερασθεί γιατί όπως είναι γνωστό σήμερα όλες οι εργασίες αυτές γίνονται on line με αυτοποιημένες εγγραφές μέσω internet, χωρίς την παρέμβαση υπαλλήλων. Επίσης δεν ισχύει και ο ισχυρισμός ότι οι τράπεζες είχαν μεγάλη επισφάλεια από της πιστωτικές κάρτες αφού οι ελληνικές τράπεζες είχαν στην διάθεση των τον ΤΕΙΡΕΣΙΑ και συνεπώς είχαν την δυνατότητα να ελέγχουν την φερεγγυότητα των πελατών στους οποίους θα χορηγούσαν πιστωτικές κάρτες από τους οποίους μάλιστα ζητούσαν επιπλέον και προσωπικές εγγυήσεις.
Οι δικαστικές αποφάσεις που λάμβαναν ως ανώτατο όριο θεμιτής ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας στα πλαίσια της Εθνικής Οικονομίας , τα εξωτραπεζικά επιτόκια, αφορούσαν χρονικές περιόδους ΠΡΙΝ από την δημιουργία της ενιαίας τραπεζικής αγοράς της ευρωζώνης την 1-1-2002 αν και πολλοί συνήγοροι δανειοληπτών την επικαλούνται ακόμη και σήμερα, διότι στις δίκες που γίνονται για ανακοπή της διαταγής πληρωμής, το ζητούμενο είναι να αποδείξουν ότι η απαίτηση δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και αυτό μπορούν να το αποδείξουν πολύ εύκολα με την υπάρχουσα πλούσια νομολογία με τον ισχυρισμό ότι το εφαρμοζόμενο από την αντίδικο τράπεζα επιτόκιο σε σύγκρισης με τα εξωτραπεζικά επιτόκια ήταν αθέμιτο και μη νόμιμο το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα να χρεώσει τον λογαριασμό του δανειολήπτη με υπέρμετρους τόκους.
Σημειώνεται επίσης ότι η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφέρει στο:
Aρθρο 2: H Κοινότητα έχει ως αποστολή, με τη δημιουργία κοινής αγοράς, οικονομικής και νομισματικής ένωσης και με την εφαρμογή των κοινών πολιτικών ή δράσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 3 A, να προάγει την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας, μία σταθερή και διαρκή, μη πληθωριστική και σεβόμενη το περιβάλλον ανάπτυξη, έναν υψηλό βαθμό σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων, ένα υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών κρατών.
Aρθρο 4 Α: Ιδρύεται, με τις διαδικασίες που προβλέπει η παρούσα συνθήκη, ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, εφεξής καλούμενο “ΕΣΚΤ”, και μία Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εφεξής καλούμενη “ΕΚΤ”, που δρουν μέσα στα όρια των εξουσιών που τους ανατίθενται από την παρούσα συνθήκη και το προσαρτημένο
σ’ αυτήν καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το οποίο εφεξής καλείται «Καταστατικό του ΕΣΚΤ»
Νομισματική πολιτική
Άρθρο 105
1 . Πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Κοινότητα, προκειμένου να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και σύμφωνα με τις αρχές που εξαγγέλλονται στο άρθρο 3 A.
Επίσης το άρθρο 2 του καταστατικού του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών αναφέρει ότι :
Άρθρο 2
Στόχοι
Σύμφωνα με τα άρθρα 127 παράγραφος 1 και 282, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση προκειμένου να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης που ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και σύμφωνα με τις αρχές που εξαγγέλλονται στο άρθρο 119 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην 14η σελίδα η υπ΄ αριθμό 257/2015 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω , αναφέρει ότι: « Επιπροσθέτως στα ανωτέρω η εισφορά του Νόμου 128/75 αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες. Δημιουργείται πρόβλημα ανταγωνιστικότητας καθώς σε καμία από τις χώρες της ενιαίας πλέον τραπεζικής αγοράς δεν υπάρχει αντίστοιχη επιβάρυνση με αποτέλεσμα η επιβάρυνση του κάθε δανειολήπτη να αποβαίνει από πλευράς ανταγωνισμού αθέμιτη»
Με την ανωτέρω απόφαση του το Μονομελές πρωτοδικείο Κω μεταφέρει το 2015 (δηλαδή μετά την δημιουργία της ευρωζώνης) ορθώς τον ανταγωνισμό των τραπεζών προς διαμόρφωση των επιτοκίων χορηγήσεων από τον Ελληνικό χώρο και τα εξωτραπεζικά επιτόκια στην ενιαία τραπεζική αγορά της ευρωζώνης που ανήκει και μάλιστα αναφέρει ότι ακόμη και η επιβάρυνση κατά 0,60% της εισφοράς του Ν 128/75 θα αποτελούσε ανταγωνιστικό μειονέκτημα για της ελληνικές τράπεζες έναντι των άλλων τραπεζών της ευρωζώνης που δεν είχαν αυτή την επιβάρυνση.
Εκ του αποτελέσματος σήμερα αποδεικνύεται ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ενδιαφερόταν για το ανταγωνιστικό αυτό μειονέκτημα έναντι των άλλων τραπεζών των 17 χωρών της ευρωζώνης αφού στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο δεν υπήρχαν πελάτες από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης οι οποίοι και θα γνώριζαν τα επιτόκια της ευρωζώνης αλλά κατά κύριο λόγο ενδιαφερόταν πως θα εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τους έλληνες πελάτες που ήταν στον χώρο της Ελλάδος και δεν είχαν δυνατότητα να αποταθούν στις υπόλοιπες τράπεζες των χωρών της ευρωζώνης και βοηθούμενες προφανώς από τις εκάστοτε κυβερνητικές αρχές που δεν φρόντιζαν να λειτουργήσει ο υγιείς ανταγωνισμός εντός των ορίων της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να χρεώνουν στους λογαριασμούς των δανειοληπτών οφειλετών των παράνομα και καταχρηστικά όχι μόνο με την εισφορά του Ν. 128/1975 αλλά και πάνω από 50 άλλων παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων ως και αθέμιτα επιτόκια προκειμένου να προσπορίσουν παρανόμως τεραστία κέρδη
Η δημιουργία της ενιαίας τραπεζικής αγοράς των χωρών της ευρωζώνης την 1-1-2002 στην οποία συμμετέχει και χώρα μας ως ισότιμο μέλος, είναι ένα κομβικό σημείο γιατί δημιουργήθηκε πλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που μέλος της πλέον είναι η Τράπεζα της Ελλάδας, δημιουργήθηκε το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα όλων των χωρών της ευρωζώνης, εισάγαγε ενιαίους κανόνες για όλες τις τράπεζες και των 18 χωρών της ευρωζώνης, διεύρυνε το ανταγωνισμό των τραπεζών από τα στενά εθνικά όρια της κάθε χώρας όρια στα όρια πλέον της ενιαίας τραπεζικής αγοράς, κατάργησε τους κάθε είδους διοικητικούς προστατευτισμούς και κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, έδωσε σε όλες τις τράπεζες και των 18 χωρών εύκολη πρόσβαση σε φτηνό χρήμα με αποτέλεσμα το κόστος χρήματος να μειωθεί ταχύτατα σε πολύ χαμηλά επίπεδα ( από 10-9-2014 μέχρι και σήμερα το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι 0,05%.) και συνεπώς το ανώτατο θεμιτό όριο ανεκτής κερδοσκοπικής τοκοληψίας των τραπεζών στα πλαίσια της απελευθέρωσης που δικαστικά ελέγχεται, μεταφέρθηκε εκ των πραγμάτων από τα εξωτραπεζικά επιτόκια της ελληνικής αγοράς στον μέσο όρο των επιτοκίων όλων των τραπεζών της ευρωζώνης (αφού πλέον όλες οι τράπεζες σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης είχαν ίδιο κόστος χρηματοδότηση και ίδιους κανόνες ) και τα οποία συγκεντρώνει , επεξεργάζεται και δημοσιοποιεί πλέον η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα στο επίσημο site της στην διεύθυνση (σχετικό 9)
Μάλιστα στην ενιαία τραπεζική αγορά της ευρωζώνης που δημιουργήθηκε, οι Ελληνικές Τράπεζες ήταν σε πλεονεκτική σχέση έναντι των τραπεζών των υπολοίπων 17 χωρών, αφού το Μικτό Εμπορικό Κέρδος που είχαν ( δηλαδή το άθροισμα του Βασικού Επιτοκίου Χορηγήσεων ( ΒΕΧ) και του περιθωρίου – spread) που μονομερώς αμφότερα καθόριζαν στις συμβάσεις των), ήταν κατά πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο Μικτό Εμπορικό Κέρδος που είχαν οι άλλες τράπεζες των υπόλοιπων 17 χωρών της ευρωζώνης και συνεπώς είχαν την ευχέρεια είτε να όριζαν το δικό τους τελικό επιτόκιο δανεισμού σε χαμηλότερο ποσοστό από τις υπόλοιπες τράπεζες των 17 χωρών της ευρωζώνης και να τις ανταγωνίζονται στα πλαίσια της ενιαίας τραπεζικής αγοράς της ευρωζώνης που είχε δημιουργηθεί είτε να το προσάρμοζαν στον μέσο όρο των επιτοκίων των τραπεζών της ευρωζώνης(σήμερα 2,65%), (σχετικό 9 ) και να είχαν περισσότερα κέρδη από τους ανταγωνιστές των αφού οι παράγοντες που διαμόρφωναν το Μικτό Εμπορικό Κέρδος ήταν ίδιοι ή ευνοϊκότεροι για αυτές από τους παράγοντες που διαμόρφωναν το Μικτό Εμπορικό Κέρδος των υπόλοιπων τραπεζών της ευρωζώνης.
Είναι πασίγνωστο ότι οι παράγοντες διαμόρφωσης των επιτοκίων είναι α) ο ανταγωνισμός, β) ο πληθωρισμός και γ) το κόστος χρήματος.
Αναλυτικότερα :
Ανταγωνισμός: Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών των 17 χωρών της ευρωζώνης και των ελληνικών τραπεζών ήταν ανύπαρκτος και ουδέποτε λειτούργησε αφού οι ελληνικές τράπεζες αδιαφόρησαν για αυτόν, γιατί δεν τους ενδιέφεραν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις των άλλων χωρών της ευρωζώνης που θα τις πίεζαν να μειώσουν τα επιτόκια στο επίπεδο του μέσου όρου των επιτοκίων των χωρών της ευρωζώνης ( σήμερα 2,65) , αλλά μοναδικό τους μέλημα τους ήταν οι έλληνες πολίτες και οι ελληνικές επιχειρήσεις που ήταν εγκλωβισμένοι χρηματοδοτικά εντός της Ελλάδος και από τους οποίους εισέπρατταν πλέον των 12% με τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις με τις οποίες επιβάρυναν τους λογαριασμούς των. Επίσης ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ελληνικών Τραπεζών ήταν και αυτός ανύπαρκτος αφού όλες είχαν όχι μόνο τα ίδια περίπου επιτόκια αλλά είχαν συμπεριλάβει στις συμβάσεις των και τους ίδιους παράνομους και καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών ( ΓΟΣ) .
Πληθωρισμός: Ο πληθωρισμός ήταν επί 30 μήνες αρνητικός (σχετικό 10). Σε φυσιολογικές συνθήκες διαμόρφωσης επιτοκίων θα έπρεπε να είχε πιέσει τα επιτόκια για δραστική μείωση των επιτοκίων. Οι ελληνικές Τράπεζες τον αγνόησαν αφού όλες είχαν όχι μόνο τα ίδια περίπου επιτόκια αλλά είχαν συμπεριλάβει στις συμβάσεις των και τους ίδιους παράνομους και καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ).
Κόστος χρήματος: Όλες οι τράπεζες και των 18 χωρών της ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών τραπεζών) χρηματοδοτούνταν με τον ίδιο τρόπο δηλαδή είτε με το EURIBOR 3 μηνών του οποίο το επιτόκιο είναι -15%(σχετικό 11) όπως προκύπτει και από το επίσημο site της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών είτε με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της οποίας το παρεμβατικό επιτόκιο από τον Σεπτέμβριο 2014 είναι σε 0,05%(σχετικό 10),όπως προκύπτει και από το επίσημο site της Ελληνικής Κεντρικής Τράπεζας (σχετικό 9) και συνεπώς όλες οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν το ίδιο κόστος χρήματος.
Σημειώνεται επίσης ότι τα γενικά έξοδα των ελληνικών τραπεζών (Ενοίκια, μισθοί, Διαφημίσεις κλπ) είναι κατά πολύ λιγότερα από τα αντίστοιχα γενικά έξοδα των τραπεζών των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης, αφού αφ’ ενός πάντοτε οι μισθοί και τα ενοίκια στην Ελλάδα ήταν μικρότερα από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης πολύ δε περισσότερο που τα τελευταία 6 χρόνια με τα μνημόνια είναι γνωστό ότι υπήρξαν τεράστιες περικοπές στους μισθούς, και στα ενοίκια αφού η εμπορική αξία των ακινήτων είχε μειωθεί δραματικά, και ο πληθωρισμός ήταν πλέον μηδενικός για 3 χρόνια (σχετικό 10). Πλέον των ανωτέρω παραθέτω τα κάτωθι παραδείγματα :
Για τις ελληνικές τράπεζες το κόστος χρήματος από 10-9-2014 είναι 0,05% εάν χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που είναι το σύνηθες , ή εάν χρηματοδοτούνται βάση EURIBOR 6 μηνών το κόστος χρήματος είναι ακόμη μικρότερο -0,10%. (αρνητικό πρόσημο)
Αντίστοιχα τα σύνηθες συμβατικά επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο με τα οποία χρεώνουν τον δανειολήπτη οι ελληνικές τράπεζες είναι 9,15% (επειδή δε η τράπεζα θα του συνυπολογίσει επιπλέον τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις της εισφοράς του νόμου 128/75, θα εκτοκίσει το δάνειο με βάση το έτος των 360 ημερών, κλπ, κλπ το τελικό επιτόκιο της θα διαμορφωθεί πάνω από 12% ) , και έτσι προκύπτει
Α) εάν υπολογιστεί σε σχέση με το συμβατικό επιτόκιο ότι οι τράπεζες χρέωναν τους δανειολήπτες οφειλέτες των με Μικτό Εμπορικό Κέρδος εκατόν ογδόντα δύο (182) φορές παραπάνω στο κόστος χρήματος που είχαν και που είναι το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (0,05 Χ 182= 9,10 + 0,05 = 9,15% ή ποσοστιαία 18200% ανώτερο του επιτοκίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (0,05 Χ 18200% = 9,10 + 0,05 =9,15%) και
Β) εάν υπολογιστεί σε σχέση με το τελικό επιτόκιο 12% που διαμορφωνόταν μετά τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις των τραπεζών προκύπτει ότι ελληνικές τράπεζες χρέωναν τους δανειολήπτες οφειλέτες των διακόσιες τριάντα φορές(230) φορές παραπάνω στο κόστος χρήματος που είχαν και που είναι το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (0,05 Χ 230 = 11,50 + 0,05 = 12,00%) ή ποσοστιαία 23000% ανώτερο του επιτοκίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (0,05 Χ 23000% = 11,50 + 0,05 = 12,00%)
ΙΙ) Επίσης ενώ ο μέσος ορός των συμβατικών επιτοκίων όλων των τραπεζών της ευρωζώνης είναι σήμερα 2,65% ( σχετικό 13) οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν τους δανειολήπτες οφειλέτες των με 9,15% (επειδή δε η τράπεζα θα του συνυπολογίσει επιπλέον τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις της εισφοράς του νόμου 128/75, θα εκτοκίσει το δάνειο με βάση το έτος των 360 ημερών, κλπ κλπ το τελικό επιτόκιο της θα διαμορφωθεί πάνω από 12% ) , και έτσι προκύπτει
Α) εάν υπολογιστεί σε σχέση με το συμβατικό επιτόκιο ότι οι τράπεζες χρέωναν τους δανειολήπτες οφειλέτες των 3,45 φορές παραπάνω από ότι χρεώνουν τον δικό τους δανειολήπτη – επιχειρηματία οι τράπεζες των υπολοίπων 17 χωρών της ευρωζώνης 2,65 Χ = 3,45= 9,15 ή ποσοστιαία 345% (2,65 Χ 345% = 9,15%)
Β) εάν υπολογιστεί σε σχέση με το τελικό επιτόκιο 12% που διαμορφωνόταν μετά τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις των τραπεζών προκύπτει ότι ελληνικές τράπεζες χρέωναν τους δανειολήπτες οφειλέτες των τεσσεράμισι 4,5 φορές παραπάνω από ότι χρεώνουν τον δικό τους δανειολήπτη – επιχειρηματία οι τράπεζες των υπολοίπων 17 χωρών της ευρωζώνης 2,65 Χ = 4,5= 12,00% ή ποσοστιαία 450% (2,65 Χ 450% = 12%) παραπάνω από ότι χρεώνουν τον δικό τους δανειολήπτη – επιχειρηματία οι τράπεζες των υπολοίπων 17 χωρών της.
Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι ακόμη και το επιτόκιο ELA με το οποίο για λίγους μήνες λόγω ειδικών συνθηκών δανειζόταν οι τράπεζες ήταν 1,55% και συνεπώς και αυτό ήταν πάρα πολύ μικρό σε σύγκριση με τα επιτόκια 12% που ανερχόταν τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων με τα οποία χρέωναν οι τράπεζες τους οφειλέτες των μετά την χρέωση στους λογαριασμούς των , των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων των .
Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι τα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών με τα οποία εκτόπιζαν τους λογαριασμούς των οφειλετών των ήταν αθέμιτα και συνεπώς παράνομα αφού βέβαια σε καμία περίπτωση με την κοινή λογική δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτά θεμιτά τα επιτόκια αφού ήταν 450% μεγαλύτερα από τον μέσο όρο των επιτοκίων των 17 χωρών της ευρωζώνης και τους έδιναν Μεικτό Εμπορικό Κέρδος 23000% και μάλιστα εν μέσω κρίσεως, καθήν στιγμή οι οφειλέτες των και όλος ο Ελληνικός λαός έχει καταρρεύσει.
Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι αφ ενός ο ανωτέρω Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) είναι άκυρος και αφετέρου ότι η απαιτήσεις των τραπεζών διογκώθηκαν με αθέμιτα και συνεπώς μη νόμιμα επιτόκια κατά το μέρος που αυτά υπερέβησαν τα όρια του εκάστοτε ισχύσαντος εξωτραπεζικού επιτοκίου για το χρονικό διάστημα των δανείων που ήταν πριν από την δημιουργία της ευρωζώνης την 1-1-2002 και επίσης μετά την δημιουργία της ευρωζώνης μέχρι και σήμερα τα επιτόκια αυτά είναι επίσης αθέμιτα και μη νόμιμα κατά το μέρος που αυτά υπερέβησαν τα όρια του εκάστοτε μέσου όρου των επιτοκίων των χωρών της ευρωζώνης.
Τελικώς οι τράπεζες σε εφαρμογή του άκυρου αυτού Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των, χρέωναν επιπλέον παρανόμους τόκους εκτοκίζοντας τους λογαριασμούς των δανειοληπτών με αθέμιτα και μη νόμιμα επιτόκια, διογκώνοντας έτσι τις απαιτήσεις των προς τους οφειλέτες δανειολήπτες των με την χρέωση των με τα παράνομα, καταχρηστικά και συνεπώς άκυρα αυτά επιτόκια κατά το υπερβάλλον ποσό τω θεμιτών που προέκυπτε για μεν την χρονική περίοδο ΠΡΙΝ της 1-1-2002 που δημιουργήθηκε η ευρωζώνη με τα αντίστοιχα εξωτραπεζικά επιτόκια και για την χρονική περίοδο ΜΕΤΑ την δημιουργία της ευρωζώνης σε σύγκριση με το αντίστοιχα επιτόκια που είναι ο μέσος όρος των αντίστοιχων επιτοκίων όλων των τραπεζών της ευρωζώνης. Αποτέλεσμα της παράνομης ανωτέρω συμπεριφοράς των τραπεζών ήταν να διογκώνουν το ποσό της πραγματικής οφειλής των οφειλετών, προσπορίζοντας όπως φαίνεται παράνομο οικονομικό όφελος, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας των οφειλετών, οι οποίοι τελικά εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να τα καταβάλουν, αφού όπως φαίνεται από τα ανωτέρω είχαν εξαπατηθεί από τις τράπεζες που τους παρίσταναν ψευδώς ότι νομίμως είχαν χρεώσει στον λογαριασμό τους τα ποσά που προέκυπταν από τα αθέμιτα και μη νόμιμα επιτόκια και αφ’ εταίρου οι τράπεζες τους παρασιωπούσαν δολίως, αν και το γνώριζαν πολύ καλά, ότι η χρέωση στον λογαριασμό με τους τόκους αυτούς ήταν παράνομη γιατί έτσι αυξανόταν το χρέος των δανειοληπτών κατά τα ποσά του. Εάν ο δανειολήπτης δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ζητούμενα ποσά των τόκων που είχαν προέλθει από τα αθέμιτα και μη νόμιμα επιτόκια που τους είχε χρεώσει η τράπεζα, το δάνειο έμπαινε σε καθυστέρηση, και εμφανιζόταν πλέον στα βιβλία της τράπεζας ως «κόκκινο δάνειο» ΟΧΙ όμως με το πραγματικό ποσό της οφειλής, αλλά με το κατάλοιπο που παρανόμως οι τράπεζες είχαν διογκώσει, προσθέτοντας σε αυτό τα παράνομα ποσά των τόκων που είχαν προέρθει από τον εκτοκισμό του δανείου των με αθέμιτα και μη νόμιμα επιτόκια και τα οποία στην συνέχεια με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν, διογκωνόταν πολλαπλασιαστικά με αποτέλεσμα να είναι πλασματικά και ψευδή ΟΛΑ τα ποσά των «ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ » που παρουσίαζαν ΟΛΕΣ οι τράπεζες στα βιβλία των, αφού πλέον αυτά δεν παρουσίαζαν τα ποσά της πραγματικής οφειλής των οφειλετών των.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι τράπεζες μέχρι σήμερα έχουν χρησιμοποιήσει πάνω από 50 περιπτώσεις άκυρων και καταχρηστικών όρων προκειμένου να διογκώσουν τις οφειλές των δανειοληπτών – οφειλετών των. (1219/2001 Α.Π, 178/2009 Ειρην. Αθηνών, 2012/2013 Ειρηνοδ. Αθηνών, 4443/2004 Μον.Πρωτ.Αθηνων, 178/2009 Ειρην, Αθηνών, 6774/2003 Πολ.Πρ.Αθηνών, 27/2014 Μον.Πρωτ.Κορίνθου, 1012/2013 Ειρην.Αθηνών, 2235/2013 Ειρην.Αθηνών)
2.10) . ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Όλες οι συμβάσεις των τραπεζών είναι άκυρες στο σύνολο τους όπως έκρινε και η υπ’ αριθμό 1219/2001 απόφαση του Άρειου Πάγου. αφού περιέχουν άκυρους και καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 181 του Αστικού Κώδικα, η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος.
Είναι αυτονόητο ότι οι τράπεζες δεν θα είχαν επιχειρήσει την σύμβαση με τον δανειολήπτη χωρίς τους άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της συμβάσεως, αφού από αυτούς θα απεκόμιζαν 4,5 φορές επιπλέον κέρδος (ή ποσοστιαία 450%) από το κέρδος που τους προσέφερε το εκάστοτε θεμιτό συμβατικό επιτόκιο και για αυτό τους είχαν ήδη προδιατυπώσει στις συμβάσεις των.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται κατά πανηγυρικό τρόπο στην υπ’ αριθμό 15/2014 απόφασή του (ασφαλιστικά μέτρα) το Ειρηνοδικείο Μεγαλοπόλεως, που έκρινε ότι επί φερόμενου ως επαγγελματικού δανείου (αλληλόχρεου λογαριασμού) τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών και κατέληξε ότι θα πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής γιατί: α) Είναι παράνομος ο υπολογισμός των τόκων επί έτους 360 ημερών β) Είναι παράνομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν.128/1975 γ) Είναι παράνομη η τοκοφορία και ο ανατοκισμός της εισφοράς του Ν.128/1975 δ) Ως εκ των ανωτέρω πιθανολογείται ότι είναι άκυρη ολόκληρη η σύμβαση, διότι δεν θα είχε επιχειρηθεί από την τράπεζα, δίχως το άκυρο μέρος της.
2.11). ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
Α) Το σωματείο με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ-ΕΚΠΟΙΖΩ» έχει πάνω από (500) ενεργά μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πάνω από δύο έτη και συνεπώς μπορεί ν’ ασκεί κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή) σύμφωνα με το άρθρο 10 παραγρ.16 του νόμου 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών.
Το ως άνω σωματείο έχει καταθέσει συλλογικές αγωγές κατά διαφόρων ελληνικών τραπεζών και για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι κάτωθι δικαστικές αποφάσεις :
Β) Ο Νόμος 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α’ /16-11-1994) (σχετικό 12) στο άρθρο 10, παραγρ. 1 αναφέρει ότι: 1.Οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Εκπροσωπούν τους καταναλωτές στα όργανα στα οποία προβλέπεται η εκπροσώπηση αυτών, ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους καταναλωτές, τους αντιπροσωπεύουν δικαστικά και εξώδικα και ασκούν συλλογικές αγωγές κατά τις διατάξεις του παρόντος.
Στο άρθρο 10, παραγρ. 16 αναφέρει ότι: 16. Ένωση καταναλωτών που έχει τουλάχιστον πεντακόσια (500) ενεργά μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από ένα τουλάχιστον έτος, μπορεί να ασκεί, κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Η αγωγή του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ασκηθεί και όταν η παράνομη συμπεριφορά προσβάλλει τα συμφέροντα τριάντα (30), τουλάχιστον, καταναλωτών.
Στο άρθρο 10, παραγρ. 20 αναφέρει ότι: 20. Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Το δεδικασμένο απόφασης που δέχεται εν όλω ή εν μέρει αγωγή της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 ισχύει και υπέρ των ζημιωθέντων καταναλωτών, έστω και αν αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική δίκη.
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την υπ’ αριθμό 1219/2001 Αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου (σχετικό 5) η οποία αναφέρει ότι:
«ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια [500] ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο [2] τουλάχιστον έτη μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού [συλλογική αγωγή]. Ιδίως μπορούν να ζητήσουν: «α) την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών, … β) χρηματική ικανοποίηση λόγω βλάβης. Η απόφαση παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι».
Εφόσον καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση επί συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ` της παραγράφου 16, ο ζημιωθείς καταναλωτής μπορεί, με βάση την απόφαση αυτή, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον προμηθευτή, κατά του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτηση του, αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την άπρακτη παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση του από το δικαστήριο, εφόσον αυτή είναι εκκαθαρισμένη ή μπορεί ευχερώς να εκκαθαριστεί. Η απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο το οποίο, ως εκ του είδους ή της συνήθειας της συναλλαγής, χορηγείται ως απόδειξη στους καταναλωτές.
3
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ-ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ
Για να υπάρχει μία τάξη μεγέθους παραθέτω στην παρούσα μηνυτήρια αναφορά μου διάφορους υπολογισμούς και διευκρινίζω ότι τα ποσά που αναφέρω είναι κατά προσέγγιση , στηρίζονται στους νόμους του κράτους, στην υπάρχουσα νομολογία, στην ειδησεογραφία και σε άπλες μαθηματικές πράξεις. Το τελικό και σωστό ποσό θα εξαχτεί από εσάς μετά την έρευνα που θα κάνετε αφού εσείς έχετε την δυνατότητα να έχετε πρόσβαση σε πηγές που εγώ εκ των πραγμάτων αδυνατώ να έχω.
Επίσης η μελέτη βασίζεται στα επιχειρηματικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου διότι δίνουν ένα ικανοποιητικό μέσο όρο αφού εφ΄ ενός είναι η μεγαλύτερη κατηγορία δανείων και τα επιτόκια τους είναι χαμηλότερα από τα επιτόκια των δανείων καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες) και υψηλοτέρα από τα στεγαστικά δάνεια.
Διευκρινίζω επίσης ότι όλα τα αναφερόμενα σε αυτήν την ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ μου είναι προσωπικές μου κρίσεις και απόψεις που στηρίζονται στα αναγραφόμενα στις 124 δικαστικές αποφάσεις που επικαλούμαι στο σχετικό 1, στους νόμους του κράτους και στην απλή λογική.
Επίσης όλα τα θέματα που ζητώ να διερευνήσετε στηρίζονται στις ανωτέρω 124 δικαστικές αποφάσεις και στα εύλογα ερωτηματικά που προκύπτουν από αυτές σε συνάρτηση με τα αναφερόμενα στους νόμους του κράτους.
Διευκρινίζω επίσης ότι όλοι οι χαρακτηρισμοί και φρασεολογία που χρησιμοποιώ δεν είναι δικοί μου χαρακτηρισμοί αλλά είναι οι χαρακτηρισμοί και η φρασεολόγια που αναφέρεται στις 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις στο σχετικό 1 που προσκομίζω.
4
ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ – ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ – ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
4.1) Περιοδικές αναγνωρίσεις λογαριασμού : Στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των τραπεζών που προοριζόταν να χρησιμοποιηθούν για απροσδιόριστο αριθμό δανειοληπτών, υπήρχε ο Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) ο οποίος ανάφερε ότι σε κάθε κλείσιμο του λογαριασμού (περιοδικό ή οριστικό) ο πιστούχος οφείλει να το υπογράφει στην τράπεζα ή σε περίπτωση που η τράπεζα του το είχε στείλει ταχυδρομικά να επιστρέψει τυχόν παρατηρήσεις εντός 10 ήμερων από την κοινοποίηση σ’ αυτούς αντιγράφου του λογαριασμού, διαφορετικά θεωρείται ότι ο πιστούχος αναγνώρισε την ακρίβεια του λογαριασμού και αποδέχθηκε το κατάλοιπο αυτού. Σε εφαρμογή του Γενικού αυτού προδιατυπωμένου όρου οι τράπεζες έκλειναν περιοδικά τον λογαριασμό κάθε τρίμηνο ή εξάμηνο (ανάλογα με τα αναφερόμενα στην σύμβαση) και εξέδιδαν το αντίγραφο του λογαριασμού του πιστούχου παρασιωπώντας αθεμίτως αν και το γνώριζαν πολύ καλά τόσο στο έγγραφο με την κίνηση του λογαριασμού όσο και κατά την διαδικασία της υπογραφής του από τον οφειλέτη ότι στην κίνηση του λογαριασμού και στο διαμορφούμενο κατάλοιπο του στο οποίο κατέληγε έχουν συμπεριληφθεί και παράνομες χρεώσεις και αθέμιτοι και συνεπώς παράνομοι τόκοι αν και είχαν την ειδική νομική και ηθικοί υποχρέωση να του το είχαν γνωστοποιήσει πριν υπογράψει ο οφειλέτης. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σύμφωνα με την ειδησεογραφία υπάρχουν γύρω στο 2.000.000 ενεργές συμβάσεις προκύπτει ότι οι τράπεζες εξέδιδαν στα δύο εξάμηνα του κάθε έτους 4.000.000 τέτοια περιοδικά κλεισίματα λογαριασμού με τα οποία φαίνεται ότι αποπειρώνται να εξαπατήσουν τους δανειολήπτες – οφειλέτες και να αποσπάσουν την υπογραφή τους αποκρύπτοντας από αυτούς ότι στο σύνολο τους αυτά περιέχουν παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και αθέμιτα και συνεπώς παράνομα επιτόκια διογκώνοντας έτσι το εμφανιζόμενο κατάλοιπο.
4.2) Ρυθμίσεις : Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τις «ρυθμίσεις» των δανείων ως ένα αλάνθαστο τρόπο να νομιμοποιούν τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις με τις όποιες είχαν διογκώσει τους λογαριασμούς δανείων των οφειλετών όπως αυτές περιγράφονται τις 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις. Πιέζουν ασφυκτικά τον οφειλέτη, με επιστολές, τηλεφωνήματα και με εισπρακτικές εταιρείες απορροφώντας του ότι εισόδημα έχει αυτός, η οικογένεια του και το φιλικό του περιβάλλον ούτως ώστε η ρύθμιση του δανείου που θα του πρότειναν στην συνέχεια που συνήθως είναι μια έντοκη επιμήκυνση στην διάρκεια του δανείου να είναι πλέον η μοναδική για αυτόν λύση του. Με την ρύθμιση ο οφειλέτης αναγνωρίζει το ποσό της οφειλής που έχει η τράπεζα στα βιβλία της στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και όλες οι παράνομες χρεώσεις και τα αθέμιτα επιτόκια κατά το υπερβάλλον των θεμιτών που οι τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στον λογαριασμό του διογκώνοντας αυτόν πολλαπλασιαστικά λόγω και των επανειλημμένων ανατοκισμών με αποτέλεσμα το κατάλοιπο που του παρουσίασαν και αναγνώρισε ο οφειλέτης να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό του οφειλέτη. Με την γενόμενη «ρύθμιση» η τράπεζα νομιμοποίησε όλες τις παράνομες χρεώσεις που είχε συμπεριλάβει στο κατάλοιπο του προηγούμενου δανείου αφού ο οφειλέτης τις αναγνώρισε και συνεπώς δεν μπορεί πλέον να τις διεκδικήσει και παράλληλα συνεχίζει στο νέο δάνειο να του χρεώνει εκ νέου τις ίδιες παράνομες χρεώσεις.
Είναι επίσης πασίγνωστο ότι οι τράπεζες κατά την τελευταία εξαετία των μνημονίων πίεζαν ασφυκτικά όλους τους οφειλέτες είτε ήταν ενήμεροι είτε ήταν σε καθυστέρηση για να εγγράψουν επιπλέον εμπράγματες εξασφαλίσεις ( υποθήκες) με το αιτιολογικό ότι η εμπορική αξία των ακινήτων που είχαν υποθηκεύσει για την εξασφάλιση της απαίτησης των, είχε μειωθεί και δεν κάλυπτε την αξία του δανείου, η οποία όμως είχε διογκωθεί με τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα αθέμιτα επιτόκια που το είχαν χρεώσει. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής των τραπεζών είναι σήμερα να ελέγχουν μέσω των δανείων και των υποθηκών σχεδόν όλη την αγροτική περιοχή της Ελλάδος από τα δάνεια και τις υποθηκεύσεις που είχαν κάνει οι αγρότες στην πρώην Αγροτική Τράπεζα που ως γνωστό εξαγοράσθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς , όλες τις εμπορικές, βιοτεχνικές, βιομηχανικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της Ελλάδας, όλη την προσωπική περιουσία των ελλήνων που είχαν πάρει στεγαστικά δάνεια, και όλη την περιουσία των ελλήνων που χρησιμοποιούσαν πιστωτικές κάρτες δεδομένου ότι σε όλες αυτές τις κατηγορίες των δανείων οι τράπεζες δεν αρκούνταν μόνο στις υποθήκες αλλά λάμβαναν και προσωπικές εγγυήσεις των ιδιοκτητών αλλά και των συγγενικών και φιλικών προσώπων των δανειοληπτών και τελικά σήμερα όλη σχεδόν η Ελλάδα ΑΝΗΚΕΙ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ μέσω των δανείων και των υποθηκών από τις Τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων μαζικής αναπύρωσης, του τύπου αλλά και αυτών των πολιτικών κομμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ακόμη και τα πανίσχυρα Μέσα Μαζικής Παραγωγής ελέγχονται μέσω των δανείων που έχουν λάβει από τις τράπεζες, όπως αναφέρεται και στον τίτλο «Ανήκομεν …. στις Τράπεζες» του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας των συντακτών της 17-10-2015. ( σχετικό 13)
Η ίδια μέθοδος ακολουθήθηκε και στον γνωστό νόμο 3869/2010 ( Νόμος ΚΑΤΣΕΛΗ) και τις τροποποιήσεις του, με το επιπλέον στοιχείο ότι στην μαζική αυτή περίπτωση «ρύθμισης» χρησιμοποιήθηκε όπως φαίνεται και το στοιχείο του εκβιασμού του οφειλέτη, αφού συνοδευόταν από την απειλή ότι εάν ο οφειλέτης δεν ρύθμιζε την οφειλή του με τον ανωτέρω νόμο θα έχανε και το σπίτι του. Οι τράπεζες με τον τρόπο αυτό της «ρύθμισης» φαίνεται ότι εξαπάτησαν όλους τους οφειλέτες που ρύθμισαν τα χρέη τους αφού δολίως τους παρασιώπησαν ότι το κατάλοιπο που τους παρουσίαζαν να ρυθμίσουν δεν ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό της οφειλής των αλλά ήταν διογκωμένο και μάλιστα πολλαπλασιαστικά λόγω των ανατοκισμών που είχαν μεσολαβήσει. Όσον αφορά τις ρυθμίσεις του νόμου ΚΑΤΣΕΛΗ με τον οποίον έγιναν μαζικές «ρυθμίσεις» οι όποιες συμπεριλάμβαναν και μείωση οφειλής (κούρεμα) αυτό αφορούσε προφανώς ένα μόνο τμήμα των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων και παράνομων τόκων με τα οποία είχαν διογκώσει προηγουμένως το δάνειο, δηλαδή οι τράπεζες με την «ρύθμιση» αυτή κατάφεραν να νομιμοποιήσουν όλες τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που τα είχαν επιβαρύνει σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες 124 δικαστικές αποφάσεις. Έτσι σύμφωνα με την ειδησεογραφία ρύθμισαν πάνω από 100.000 δάνεια σύμφωνα με το κατάλοιπο που είχαν παρουσιάσει και στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις των και σήμερα εισπράττουν χρήματα από την εξυπηρέτηση των ρυθμίσεων αυτών ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται αφενός ότι σε ένα μεγάλο μέρος των δανείων ρύθμισαν ανύπαρκτο χρέος αφού εάν αφαιρούταν από τα δάνεια αυτά οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα αθέμιτα επιτόκια με το όποιο τα είχαν εκτοπίσει θα ήταν ήδη εξοφλημένα και αφετέρου στα υπόλοιπα δάνεια απλώς μείωσαν ένα τμήμα του «καπέλου» όπως λέει και ο λαός που είχαν βάλει στο δάνειο και νομιμοποίησαν όλες τις υπόλοιπες παράνομες χρεώσεις των. Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι ο νόμος Κατσέλη δεν έγινε για ωφέλεια των δανειοληπτών όπως παρουσιάστηκε αλλά για εξυπηρέτηση των Τραπεζών οι οποίοι θυσιάζοντας ένα μικρό ποσοστό από τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και από τα έσοδα από τα αθέμιτα επιτόκια εξασφάλισαν την νομιμοποίηση όλων παρανόμων αυτών χρεώσεων, εξυγίαναν τους ισολογισμούς των, και παράλληλα εισπράττουν ποσά από την εξυπηρέτηση των δάνειων της ρύθμισης σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από ανύπαρκτα χρέη.
Από τα ανωτέρω προκύπτει το εύλογο ερώτημα πως νομοθετήθηκε , ψηφίστηκε, και εφαρμόζεται σήμερα ο νόμος ΚΑΤΣΕΛΗ ποιοί είναι οι δράστες της απόπειρας απάτης και εκβίασης που φαίνεται ότι διαπράχτηκε σε εφαρμογή του ανωτέρω νόμου εις βάρος πλέον των 100.000 δανειοληπτών.
Είναι ευνόητο ότι εάν οι κυβερνήσεις και οι τράπεζες θέλανε πράγματι να βοηθούσαν κάποιους υπερχρεωμένους δανειολήπτες θα έπρεπε πρώτα να εύρισκαν το πραγματικό ποσό οφειλής ενός έκαστου και όσοι θα απέμειναν (γιατί θα αποκαλυπτόταν ότι πολλοί από αυτούς θα είχαν ήδη εξοφλήσει) να ρύθμιζαν το εναπομείναν χρέος με τους ευνοϊκούς όρους που είχαν θεσπίσει.
4.3) Κώδικας Δεοντολογίας: Σύμφωνα με τον Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) – κώδικας δεοντολογίας, ο οποίος υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Τράπεζας της Ελλάδας Ι. Στουρνάρα (σχετικό 14) ορίζονται 5 στάδια Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων ήτοι περιληπτικά:
1ον στάδιο: η Τράπεζα επικοινωνεί με το οφειλέτη που είναι σε καθυστέρηση, του επισυνάπτει το κατάλοιπο του λογαριασμού του και την Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης.
2ον στάδιο: ο οφειλέτης εντός 15 ημερών πρέπει να συμπληρώσει την Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης.
3ον στάδιο : Η τράπεζα αξιολογεί τα οικονομικά στοιχεία που της απέστειλε ο οφειλέτης.
4ον στάδιο : Η τράπεζα παρουσιάζει στον οφειλέτη με το Τυποποιημένο Έγγραφο Πρότασης Λύσεων Ρύθμισης ή Οριστικής Διευθέτησης.
Ο οφειλέτης πρέπει εντός 15 ημερών :
να παράσχει εγγράφως την συναίνεση του στην λύση ρύθμισης / οριστικής διευθέτησης που επιλέγει
Να θέση εγγράφως τυχόν αντιπρόταση
Να δηλώσει εγγράφως την άρνηση του να συναινέσει σε κάποια από τις προτεινόμενες λύσεις.
Μη αποδοχή της λύσης από οποιονδήποτε από τους ενεχόμενους παρέχει στην τράπεζα το δικαίωμα να αρνηθεί την ρύθμιση και να κατατάξει όλους τους ενεχόμενους στην κατηγορία των ΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΜΩΝ.
5ον στάδιο : Εξέταση ενστάσεων.
Στις ενδεικτικές λύσεις ρυθμίσεων περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων
Πληρωμή μόνο τόκων για ένα διάστημα
Πληρωμή μέρους των τόκων για ένα διάστημα
Μειωμένη δόση με αύξηση της διάρκειας του δανείου
Περίοδο χάριτος
Αλλαγή τύπου επιτοκίου εκτοκισμού ( σταθερού κυμαινόμενο)
Επιπλέον των παραπάνω και ειδικά για επιχειρήσεις παρέχεται επίσης:
Μεταφορά χρονικά μιας δόσης δανείου.
Προσαρμογή των δόσεων λαμβάνοντας υπόψη την εποχικότητα στην ρευστότητα του οφειλέτη.
Τέλος για τις συνέπειες για τον ΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΜΟ Δανειολήπτη αναφέρει ότι:
Σε περίπτωση χαρακτηρισμού ενός δανειολήπτη ως « Ως μη συνεργάσιμου» ενδέχεται να επέλθουν οι παρακάτω νομικές και οικονομικές συνέπειες.
Καταγγελία της σύμβασης χρηματοδότησης
Επιβάρυνση οφειλής με τόκους υπερημερίας και δικαστικές δαπάνες
Διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης της απαίτησης με αποτέλεσμα τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη ή και των εγγυητών συμπεριλαμβανομένης και της μοναδικής κατοικίας του.
Σε εφαρμογή του νόμου αυτού οι τράπεζες έστειλαν 1.000.000 επιστολές προς τους οφειλέτες των που ήταν σε καθυστέρηση όπως προκύπτει από το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «πρώτο θέμα» της 24-12-2015 (σχετικό 15) ως και από πλήθος άλλων αναρτήσεων στο Internet , όπως ενδεικτικά η ανάρτηση με τίτλο «κόκκινα δάνεια – τελεσίγραφα αγχόνη προς δανειολήπτες από τις τράπεζες» (σχετικό 16)
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τελικό ζητούμενο για τις τράπεζες ΕΙΝΑΙ Η ΡΥΘΜΙΣΗ της οφειλής του οφειλέτη με το κατάλοιπο που εμφανίζουν στα βιβλία των και το οποίο του έχει κοινοποιήσει και στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και όλες οι καταχρηστικές και παράνομες χρεώσεις που έχει κάνει στον λογαριασμό του ως και τα ποσά που πρόεκυψαν από τον εκτοκισμό του δανείου με αθέμιτα και παράνομα επιτόκια που έχουν ως αποτέλεσμα το αναφερόμενο κατάλοιπο της τράπεζας στην επιστολή της προς τον οφειλέτη να μην είναι το πραγματικό υπόλοιπο του λογαριασμού του αφού ο λογαριασμός του αυτός έχει ήδη διογκωθεί πολλαπλασιαστικά από τους ανατοκισμούς που επί χρόνια γινόταν από τις ανωτέρω παράνομες χρεώσεις. Για να δελεάσει δε η τράπεζα τον οφειλέτη να συναινέσει στην ρύθμιση του δανείου νομιμοποιώντας έτσι η τράπεζα όλες τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που επί χρόνια καταχωρούσε στον λογαριασμό του προσφέρει κάποιες δευτερεύοντες ελαφρύνσεις όπως πληρωμή μόνο τόκων για ένα διάστημα, μειωμένη δόση με αύξηση της διάρκειας του δανείου οι οποίοι του προσφέρουν μια πρόσκαιρη διευκόλυνση αλλά δεν μειώνουν την οφειλή κλπ. απειλώντας τον ταυτόχρονα ότι εάν δεν συναινέσει θα χαρακτηρισθεί ως «Μη συνεργάσιμος» με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να του ρευστοποιηθεί ακόμη και η πρώτη κατοικία του.
Σημειώνεται ότι εάν αφαιρεθούν οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα ποσά που πρόεκυψαν από τους αθέμιτους και παράνομους τόκους και βρεθεί έτσι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις, φαίνεται ότι ποσό των κόκκινων δανείων δεν είναι 110 Δις αλλά είναι κατά 60,5% λιγότερα και είναι 43.450.000.000 ( σαράντα τρία δισεκατομμύρια, τετρακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ ( 110 δις Χ 60,5% = 66.550.000.000) και 110 Δις – 66.550.000.000= 43.450.000.000 ευρώ και συνεπώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δάνειων αυτών είναι ανύπαρκτο χρέος αφού θα είναι ήδη εξοφλημένο ενώ για τα υπόλοιπα δάνεια το πραγματικό οφειλόμενο ποσό θα είναι κατά πολύ μικρότερο από το ποσό που εμφανίζουν οι τράπεζες στα βιβλία τους και στις επιστολές που έστειλαν. (Ίδετε κεφάλαιο 15)
Είναι γνωστό ότι λόγω των μνημονίων και της κρίσεως που ακολούθησε οι οφειλέτες αδυνατούσαν να εξυπηρετούν τα δάνεια των και συνεπώς οι τράπεζες έχουν βρεθεί σήμερα με ένα τεράστιο αριθμό δανείων ύψους κατά την ειδησεογραφία περίπου 110 δις, τα οποία εμπεριέχουν επίσης τεράστιο ποσό παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων των και τα οποία οι τράπεζες επείγονται άμεσα να νομιμοποιήσουν και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αναγνώριση του χρέους και ρύθμιση και για αυτό βέβαια τον λόγο έστειλαν 1.000.000 επιστολές.
Είναι αυτονόητο ότι ακόμη και στην ιδανική περίπτωση που ερχόταν και το 1.000.000 των οφειλετών να ρύθμιζαν τις οφειλές των, είναι σίγουρο ότι την επομένη ημέρα που θα έληγε η 1η δόση τους θα ήταν πάλι σε καθυστέρηση αφού τα πραγματικά οικονομικά των Ελλήνων πολιτών σήμερα λόγω της κρίσεως και της ύφεσης δεν θα τους επέτρεπαν να τα εξυπηρετούσαν όπως άλλωστε δεν εξυπηρέτησαν και τις οφειλές των και τις ρυθμίσεις που είχαν κάνει με το δημόσιο με τις 100 δόσεις, αφού είναι γνωστό ότι τα έσοδα του δημοσίου έχουν έλλειμμα 12 δις ευρώ το 2015.
Όπως φαίνεται αυτό δεν ενδιαφέρει τις τράπεζες τώρα αλλά αυτό που τις ενδιαφέρει άμεσα είναι πείσουν και να εξαναγκάσουν με την απειλή ότι θα χαρακτηριστούν «Μη συνεργάσιμοι» και θα χάσουν ακόμη και την πρώτη κατοικία τους, τους οφειλέτες των πάση θυσία για να αναγνωρίσουν την οφειλή τους σύροντας τους στην επιδιωκόμενη από αυτές ρύθμιση για να νομιμοποιήσουν τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις των, ως και τα ποσά που είχαν προκύψει από την χρησιμοποίηση αθέμιτων και παράνομων επιτοκίων όπως αναφέρουν και οι προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις .
Τα ανωτέρω άλλωστε προκύπτουν και από την δήλωση που έκανε η Κα Λουκά Κατσέλη την 28-12-2015 η όποια είναι και η πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στην οποία αναφέρει πως οι τράπεζες έχουν στείλει επιστολές στους δανειολήπτες που καθυστερούν να ανταποκριθούν και να κάνουν ρυθμίσεις στο πλαίσιο της απόφασης της τράπεζας της Ελλάδας τον περασμένο Σεπτέμβριο (δηλαδή στο πλαίσιο του Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) – του κώδικας δεοντολογίας) (σχετικό 17)
Επίσης προκύπτουν και από το δημοσίευμα του newpost.gr της 10-2-2016 (σχετικό 18) το όποιο με τίτλο «συμφωνία κυβέρνησης – τραπεζών για κοινή γραμμή στα κόκκινα δάνεια» στο οποίο αναφέρει ότι « σύσκεψη με το προεδρείο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και με τις διοικήσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είχαν σήμερα ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης και ο υπουργός οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε να υπάρξει κοινή γραμμή στην διαχείριση των κόκκινων δανείων, ενώ όπως σημείωσε ο κ Δραγασάκης στην ανακοίνωση της αντιπροεδρίας , οι τράπεζες δεν έχουν ενδιαφέρον να προβούν σε πωλήσεις δανείων…….. συμφωνήθηκε να επιταχυνθούν από μέρους των τραπεζών οι διαδικασίες ρύθμισης των δανείων με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που βρίσκεται σε ισχύ. (δηλαδή στο πλαίσιο του Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) – κώδικας δεοντολογίας) (http://newpost.gr/politiki)
Οι επικαλούμενες 124 δικαστικές αποφάσεις, το κατάλοιπο που εμφανίζεται στον λογαριασμό του κάθε οφειλέτη , και όπως φαίνεται η διάπραξης των αδικημάτων της απάτης και εκβίασης που διεπράχθη από τους δράστες και τους τυχόν συνεργούς των είναι αλληλένδετα .
Συνεπώς με απλή λογική συμπεραίνεται ότι αφού οι δικαστικές αποφάσεις δεν δέχονται ως βέβαιες και εκκαθαρισμένες τις οφειλές και το κατάλοιπο των λογαριασμών των οφειλετών που παρουσιάζουν οι τράπεζες στα βιβλία των γιατί σε αυτό συμπεριλαμβάνονται παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και χρησιμοποιήθηκαν επίσης στον εκτοκισμό των δανείων αθέμιτα επιτόκια και ως εκ τούτου το παρουσιαζόμενο κατάλοιπο είναι διογκωμένο και δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό οφειλόμενο ποσό του κάθε οφειλέτη σημαίνει επίσης ότι το ίδιο αυτό κατάλοιπο με το οποίο οι τράπεζες σε εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας κοινοποιούν σε 1.000.000 οφειλέτες ως οφειλή των με την απειλή ότι εάν δεν ρυθμίσουν την οφειλή των αυτή θα χαρακτηριστούν «Μη συνεργάσιμοι» με αποτέλεσμα να χάσουν και την μοναδική κατοικία των δεν είναι το πραγματικό ποσό οφειλής του κάθε οφειλέτη. Σημαίνει επίσης ότι όποιος επιχειρεί ή συνεργεί στην απόπειρα είσπραξης ή ρύθμισης οφειλής με απειλή, γνωρίζοντας ότι το ποσό που παριστάνεται ως οφειλή δεν είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό του κάθε οφειλέτη διαπράττει πιθανόν ποινικά αδικήματα.
Από τους συμμετέχοντες στην σύσκεψη της 10-2-2016 φαίνεται ότι όλοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν εκ τις θέσεως των ότι το κοινοποιηθέν κατάλοιπο που εξήχθη από τα βιβλία των τραπεζών δεν ήταν η πραγματική οφειλή του κάθε δανειολήπτη και συνεπώς συμφωνώντας άπαντες να υπάρξει κοινή γραμμή στην διαχείριση των κόκκινων δανείων, και συμφωνώντας να επιταχυνθούν από μέρους των τραπεζών οι διαδικασίες ρύθμισης των δανείων με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που βρίσκεται σε ισχύ. (δηλαδή στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας) φαίνεται ότι συνεργούσαν στην απόπειρα απάτης και εκβίασης που διέπρατταν οι τράπεζες με την αποστολή 1.000.000 επιστολών στους οφειλέτες των. Αναλυτικότερα:
Α) Οι διοικήσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και το προεδρείο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών που συμμετείχαν στην κοινή σύσκεψη την 10-2-2016 με τον κον Δραγασάκη και Τσακαλώτο ως εκπρόσωποι της σημερινής κυβέρνησης είχαν απόλυτη γνώση ότι τα κατάλοιπα που κοινοποίησαν στους 1.000.000 οφειλέτες με τις επιστολές των δεν περιείχαν το πραγματικό ποσό οφειλής του κάθε οφειλέτη διότι οι ίδιες οι τράπεζες ως και το προεδρείο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών ( αποφ 1219/2001 ΑΠ σχετικό 5) ήταν οι διάδικοι σε όλες τις προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις που έκριναν σε πάνω από 50 περιπτώσεις άκυρους και καταχρηστικούς τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) βάσει των οποίων οι τράπεζες χρέωναν τα δάνεια των οφειλετών με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και χρησιμοποιούσαν αθέμιτα και ως εκ τούτου παράνομα επιτόκια στον εκτοκισμό των δανείων των με αποτέλεσμα να γνώριζαν ότι το κατάλοιπο των βιβλίων των το όποιο κοινοποίησαν στους 1.000.0000 οφειλέτες των δεν ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αλλά να είναι διογκωμένο πολλαπλασιαστικά εξ αιτίας αυτών των παράνομων επιβαρύνσεων.
Β) Είναι γνωστό ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε εποπτικό ρόλο στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και συνεπώς από τους έλεγχους που έκανε ήταν αδύνατο να μην διαπίστωσε ότι οι συμβάσεις των τραπεζών περιείχαν άκυρους και καταχρηστικούς όρους και συνεπώς οι χρεώσεις που έκαναν οι τράπεζες στους λογαριασμούς των οφειλετών με βάσει τους άκυρους όρους ήταν παράνομες και καταχρηστικές και ότι τα επιτόκια με τα όποια οι τράπεζες εκτόκιζαν τα δάνεια ήταν αθέμιτα και ως εκ τούτου παράνομα. Συνεπώς η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την διαδικασία της νομοθέτησης του Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) –κώδικας δεοντολογίας) η οποία προφανώς έγινε σε συνεργασία με τις τράπεζες, την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και τους αρμόδιους οικονομικούς υπουργούς της κυβέρνησης γνώριζε ότι το κατάλοιπο των βιβλίων των τραπεζών το όποιο θα κοινοποιούσαν στους 1.000.0000 οφειλέτες των καλώντας να το ρυθμίσουν βάσει του νόμου Ν.4224/2013 που νομοθετούσαν δεν ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αλλά να ήταν διογκωμένο πολλαπλασιαστικά εξ αιτίας αυτών των παράνομων επιβαρύνσεων. Παρόλα αυτά η Τράπεζα της Ελλάδος στην νομοθέτηση του νόμου αυτού δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα ως όφειλε με το να αποκλείσει να υπάρχει στο κατάλοιπο που θα κοινοποιούσαν οι τράπεζες στο 1000000 οφειλέτες οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που είχαν κρίνει τα δικαστήρια με τις 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις ότι είχαν χρεωθεί οι λογαριασμοί των οφειλετών και μάλιστα με ισχύ δεδικασμένου που δέσμευε τους πάντες ( ίδετε κεφάλαιο 7) αλλά με την ηθελημένη αυτή παράλειψη τους φαίνεται ότι συνέργησαν προκειμένου οι τράπεζες σε εφαρμογή του νόμου αυτού να αποπειραθούν να εξαπατήσουν και να εκβιάσουν 1.000.000 έλληνες πολίτες προκειμένου να νομιμοποιήσουν με την ρύθμιση και την αναγνώριση χρέους τις παράνομες χρεώσεις των δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που είχαν επιβαρύνει τα προηγούμενα χρόνια τους λογαριασμούς των οφειλετών των.
Β) Η σημερινή κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο της το οποίο εκπροσωπήθηκε στην συνάντηση αυτή από τον Αντιπρόεδρο Ιωάννη Δραγασάκη και τον υπουργό οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο οι οποίοι είναι ικανότατα άτομα και κατέχουν τέτοιες θέσεις που κρατούν στα χέρια τους την τύχη της Ελλάδος, είναι αδύνατον να μην γνώριζαν εκ του αντικειμένου τους αλλά και μετά από τόσες δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και τόσες δημοσιεύσεις στο τύπο και στο διαδίκτυο ότι γνωρίζει όλος ο λαός , ότι οι τράπεζες στα βιβλία τους χρέωναν τους λογαριασμούς των δανειοληπτών με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και με αθέμιτα επιτόκια διογκώνοντας έτσι το υπόλοιπο των δανείων και συνεπώς γνώριζαν ότι όταν οι τράπεζες καλούσαν 1.000.000 οφειλέτες να ρυθμίσουν την οφειλή των σε εφαρμογή του νόμου Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) με κατάλοιπο που δεν ήταν το πραγματικό ποσό της οφειλής των στην πραγματικότητα αποπειρώνται να εξαπατήσουν και να εκβιάσουν τους οφειλέτες αυτούς. Παρόλα αυτά όπως φαίνεται από την ανακοίνωση της Αντιπροεδρίας στην συνάντηση της 10-2-2016 συμφώνησαν να υπάρξει κοινή γραμμή στην διαχείριση των κόκκινων δανείων, και συμφώνησαν να επιταχυνθούν από μέρους των τραπεζών οι διαδικασίες ρύθμισης των δανείων με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που βρίσκεται σε ισχύ. (δηλαδή στο πλαίσιο του κώδικα δεοντολογίας), δηλαδή φαίνεται ότι συμφώνησαν και συνέργησαν αφού δεν την σταμάτησαν ως όφειλαν, στην απόπειρα απάτης και εκβίασης του 1.000.000 οφειλετών που φαίνεται ότι διέπρατταν οι τράπεζες μέσω της εφαρμογής του κώδικα δεοντολογίας.
Από τα ανωτέρω προκύπτει το εύλογο ερώτημα πως νομοθετήθηκε , ψηφίστηκε, και εφαρμόζεται σήμερα ο ανωτέρω νόμος Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) και ποιοί είναι οι δράστες της απόπειρας απάτης και εκβίασης που φαίνεται ότι διαπράχτηκε σε εφαρμογή του ανωτέρω νόμου εις βάρος των 1.000.000 οφειλετών στους οποίους οι τράπεζες απέστειλαν επιστολές οι οποίες περιείχαν το κατάλοιπο των λογαριασμό των που παρουσίαζαν στα βιβλία των και περίληψη του Ν 4224/2013 με τις οποίες έκαναν απόπειρα εκβίασης των οφειλετών αφού με την επίκληση του Ν.4224/2013 τους απειλούσαν ότι εάν δεν ρυθμίσουν το δάνειο των στην βάση του κοινοποιημένου καταλοίπου μέσα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες θα χαρακτηριζόταν «Μη συνεργάσιμοι» με αποτέλεσμα να χάσουν ακόμη και την μοναδική κατοικία τους, παριστάνοντας έτσι ψευδώς ότι το πραγματικό ποσό της οφειλής των ήταν το κοινοποιηθέν κατάλοιπο ενώ το αληθές και το όποιο δολίως παρασιωπούσαν αν και το γνώριζαν πάρα πολύ καλά ήταν ότι το κοινοποιηθέν κατάλοιπο συμπεριλάμβανε και παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και ποσά από αθέμιτους και παράνομους τόκους σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες δικαστικές αποφάσεις και ως εκ τούτου ήταν διογκωμένο πολλαπλασιαστικά από τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που είχαν μεσολαβήσει και συνεπώς δεν παρουσίαζε το πραγματικό ποσό οφειλής του κάθε οφειλέτη.
5
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Ι) Για την συμπεριφορά των τραπεζών υπάρχουν πολλές αναρτήσεις στο Internet ενδεικτικά δε παραθέτω τις κάτωθι:
Α) Γιατί οι τράπεζες δεν δικαιούνται να ομιλούν (σχετικό 19)
Β) Η τραπεζική παρανομία και η διαχρονική ανοχή της από το κράτος (σχετικό 20)
Γ) Κόκκινα δάνεια, Κίτρινα Δάνεια, Πράσινα δάνεια και το κακό τους συναπάντημα των τοκογλύφων τραπεζιτών (σχετικό 21) (Posted by “http://olympia.gr/” στο Απριλίου 22, 2014)
Δ) Η μεγάλη άπατη των τραπεζών σε μισθοδοσίες και δάνεια (σχετικό 22)
Ε) ΕΙΧΕ-Βάλαμε τέλος στην τοκογλυφία των ελληνικών τραπεζών (σχετικό 23)
ΣΤ) Νομική τεκμηρίωση της απάτης και τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος κατά δανειστών (σχετικό 24)
ΙΙ) Επίσης υπάρχουν πολλά video σχετικά με την συμπεριφορά των τραπεζών . Ενδεικτικά δε παραθέτω τις κάτωθι:
Α) ΖΟΥΓΚΛΑ – 62 ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ( σχετικό 25) HYPERLINK“http://www.eixe.org/videogallery.asp”http://www.eixe.org/videogallery.asp
Β) Η ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ( HYPERLINK“http://www.antistasitora.org/index.php/2-uncategorised/81-i-apati-ton-trapezon-i-lysi-k-i-antidrasi-ton-papagalon-tou-systimatos”http://www.antistasitora.org/index.php/2-uncategorised/81-i-apati-ton-trapezon-i-lysi-k-i-antidrasi-ton-papagalon-tou-systimatos
Γ) Γιατί η τράπεζες δεν μπορούν να ζητούν τα κόκκινα δάνεια https://www.youtube.com/watch?v=BpzhzZK7RR4 )
ΙΙΙ) Επίσης έχουν δημιουργηθεί αρκετοί σύλλογοι και ομοσπονδίες δανειοληπτών. Ενδεικτικά δε αναφέρω τους κάτωθι:
Α) «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ-ΕΚΠΟΙΖΩ» ( HYPERLINK “https://www.ekpizo.gr/” https://www.ekpizo.gr/)
Β) «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ» ( HYPERLINK “http://www.daneioliptes.com” http://www.daneioliptes.com)
Γ) «ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΩΣΕΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ( HYPERLINK “http://www.omospondiadaniolipton.gr/”http://www.omospondiadaniolipton.gr/)
IV) Έχουν δημοσιευθεί αρκετά βιβλία για την συμπεριφορά των τραπεζών. Ενδεικτικά αναφέρω το βιβλίο με τίτλο «Η μαύρη βίβλος των Ελληνικών Τραπεζών ( όλα όσα πρέπει να γνωρίζουν οι πολίτες για να προστατευτούν από τα κερδοσκοπικά αρπακτικά που παριστάνουν τις «τράπεζες» του Θεόδωρου Θανόπουλου (εκδόσεις ΩΡΥΓΙΑ) ο οποίος είναι και ο πρόεδρος της «ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ» (σχετικό 48)
V) Στο διαδίκτυο είναι επίσης αναρτημένη σχετική μήνυση του πρώην εισαγγελέα Ι.ΣΑΚΚΑ (σχετικό 27) κατά τράπεζας (εδώ)
Με την ανωτέρω μήνυση του ο μηνυτής μήνυε τράπεζα και τα στελέχη της δια την παράνομη χρέωση και είσπραξη παράνομου ποσού από τον υπολογισμό των τόκων με βάσει το έτος των 360 ημερών και όχι νε το νόμιμο 365 και για δίσεκτα έτη 366 όπως υποχρέωνε όλες τις τράπεζες η υπ’ αριθμόν: 430 / 04-03-2005 Αμετάκλητη Απόφασή του Αρείου Πάγου, και η οποία δέσμευε όλες τις τράπεζες με ισχύ δεδικασμένου έναντι πάντων των δανειοληπτών ως αποδεκτών παροχής των υπηρεσιών των.
Δηλαδή η μήνυση του Κου πρώην εισαγγελέως Ι. Σακκά αφορά την παράνομη συμπεριφορά τράπεζας και τα παράνομα ποσά που εισέπραξε από τον δανειολήπτη της για τον εκτοκισμό του δανείου με βάσει το ημερολογιακό έτος των 360 ημερών και όχι με βάσει του νόμιμου έτους των 365 ημερών που είναι μια από τις μικρότερες σε αξία παράνομες πράξεις των τραπεζών σε βάρος των δανειοληπτών. Είναι αυτονόητο ότι εφόσον στοιχειοθετούνται τα αδικήματα που ο κος εισαγγελέας καταγγέλλει στην μήνυση του , στοιχειοθετούνται ταυτόχρονα και μάλιστα σε μείζονα βαθμό όλα τα άλλα αδικήματα που διέπραξαν οι τράπεζες και περιγράφονται στην παρούσα μηνυτήρια αναφορά μου, αφού και σε αυτά οι τράπεζες ενέργησαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο εξαπάτησης των δανειοληπτών με σκοπό την προσπόριση παρανόμων εσόδων και λειτούργησαν μέσα από το ίδιο πανελλαδικής εμβέλειας δίκτυο που είχαν δημιουργήσει και για το λόγω αυτό παραθέτω αυτούσια ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της μήνυσης αυτής.
«Β) Πέραν δε τούτων στις 4-3-2005, στην Αθήνα και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος όπου είχαν υποκαταστήματα, οι μηνυόμενοι ως ειδικοί και εμπιστευμένοι από την Πολιτεία ως Διοίκηση και εκπρόσωποι Τράπεζας (νομικού προσώπου) επί των τραπεζικών δανείων και έχοντες ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές συντελεστή διαίρεσης, διαιρέτη ή παρανομαστή έτους 365 ημερών (ή 366 σε δίσεκτο) από 21-03-1991, γνώριζαν (αφού είχαν και έχουν οργανωμένες νομικές υπηρεσίες) ξεκάθαρα επιπλέον ότι το Δ΄ Πολιτικό Τμήμα του Ανώτατου Ελληνικού Δικαστηρίου, του Αρείου Πάγου, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν: 430 / 04-03-2005 Αμετάκλητη Απόφασή του, η οποία δέσμευε όλες τις τράπεζες με ισχύ δεδικασμένου έναντι πάντων των δανειοληπτών ως αποδεκτών παροχής υπηρεσιών των δανειοληπτών-καταναλωτών και τους υποχρέωνε να μην παρασιωπούν αθέμιτα το αληθινό γεγονός ότι:»………..
Δέχτηκε η υπ’ αριθμόν 430 / 2005 ΑΠ, Αμετάκλητη Δικαστική Απόφαση, ότι: «…ο… Γ.Ο.Σ που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής.
Η απόφαση αυτή εκδόθηκε με τη διαδικασία του Ν 2251/1994 ΦΕΚ Α 191 Περί προστασίας καταναλωτών και ίσχυε και ισχύει έναντι όλων των τραπεζών και ως εκ τούτου δέσμευε αναδρομικά από 07.03.1991 αλλά και από 18.02.1998, όλα τα τραπεζικά – πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα και την ανωτέρω εγκαλουμένη τράπεζα και τα στελέχη της (νόμιμους αντιπροσώπους τους), και ΥΠΟΧΡΕΩΝΕ αυτά κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης (δανείου) και εις την εκπλήρωση της παροχής τους (του δανείου) να συμπεριφέρονται θεμιτά.
Ειδικότερα υποχρέωνε τις τράπεζες, τους τραπεζίτες, τα μέλη των ΔΣ των τραπεζών και τα στελέχη αυτών:
α) ΣΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ, σύμφωνα με την καλή πίστη και θεμιτού συναλλακτικού ήθους, ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΤΟΚΟΥ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ και Πίστωσης ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ έτους ΤΩΝ 365 ΗΜΕΡΩΝ (ή 366 ΗΜΕΡΩΝ ΕΠΙ ΔΙΣΕΚΤΟΥ ΕΤΟΥΣ) προς τον υποψήφιο Δανειολήπτη, οιονδήποτε ιδιώτη φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ο οποίος επεδείκνυε εμπιστοσύνη εις την τράπεζα, ώστε αυτός να μην είναι θύμα απάτης ως προς την παροχή του σε έννομη σχέση δανείου και
β) ΝΑ ΜΗ ΠΑΡΑΣΙΩΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΥΤΗ, καθόσον είχαν υποχρέωση ανακοίνωσης και τήρησης του πραγματικού γεγονότος του ημερολογιακού έτους με 365 (ή 366 ημέρες σε δίσεκτο) στην έννομη σχέση δανείου και υπολογισμού του τόκου ετησίως,……
Γ) Όμως τα πρόσωπα, τα οποία διοικούσαν την ως άνω τράπεζα, Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος, Διοικητικό Συμβούλιο και στελέχη αυτής, άγνωστα σε εμάς πρόσωπα, τα οποία πρέπει να ανευρεθούν, κατάρτισαν πανελλαδικής εμβέλειας σχέδιο εξαπάτησης και συνέχισαν αυτό το σχέδιο, με δημιουργία, παράσταση και συνέχιση παράστασης ως δήθεν νομίμου Γ.Ο.Σ. ότι οι τόκοι δανείου υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών και εν γνώσει τους κατ΄ επάγγελμα και συνήθεια προκαλούσαν ζημία επί της περιουσίας (περιουσιακών δικαιωμάτων) στους υποψήφιους δανειολήπτες, οι οποίοι τους επεδείκνυαν εμπιστοσύνη ως προς τον υπολογισμό του ετήσιου τόκου του χορηγουμένου δανείου, δημιουργώντας μία πρόσθετη επιβάρυνση –ζημία του Καταναλωτή – Δανειολήπτη, για κάθε ημέρα επιβαρύνοντάς τον με, κατά 1,3889% τουλάχιστον περισσότερο, τόκους, (όταν το επιτόκιο ήταν 5,5% βλ την με αριθμ 430/2005 απόφαση του ΑΠ Δ ΠολΤμ.), πείθοντας και παραπλανώντας τον κάθε Δανειολήπτη, ότι το νόμιμο και σύμφωνα με την καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη επιτόκιο μίας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών, ενώ αυτό ήτο ψευδές ως μη νόμιμο και αντίθετο στην καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη, προβαίνοντας σε ΑΘΕΜΙΤΗ ΠΑΡΑΣΙΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ, ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ το νόμιμο και σύμφωνα με την καλή πίστη και θεμιτά συναλλακτικά ήθη επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 365 ημερών…….,
Οι μηνυόμενοι όμως της ως άνω τράπεζας έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο πανελλαδικώς εξαπάτησης των Δανειοληπτών με τη βοήθεια των νομίμων αντιπροσώπων τους (διευθυντών) εις τα τραπεζικά τους καταστήματα κατά τον χρόνο της κατάρτισης των Δανειακών Συμβάσεων, έχοντας έτσι διαμορφώσει, δια μέσου των υπαρχόντων καταστημάτων και υποκαταστημάτων της τράπεζας και στελέχωσή των, την πανελλαδική – εκτεταμένη υποδομή και την οργανωμένη ετοιμότητά τους, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της απάτης των υποψηφίων Δανειοληπτών, και με σκοπό να πορίζονται παράνομα περιουσιακά οφέλη – κέρδη – εισοδήματα υπέρ της τράπεζας ως νομικού προσώπου. Η συνολική σκοπούμενη περιουσιακή ζημία των εξαπατηθέντων δανειοληπτών πανελλαδικώς αλλά και το αντίστοιχο συνολικό παράνομο όφελος υπερβαίνει το ποσόν των 30.000,- Ευρώ ή άλλως και των 120.000 Ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας ζημίας. Από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης Δανειοληπτών προκύπτει σταθερή ροπή των δραστών προς διάπραξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση.
Σε κάθε περίπτωση δανείου, ως προκύπτει από την κάθε προσκομιζόμενη υπογεγραμμένη σύμβαση δανείου, οι υπογράφοντες ως εκπρόσωποι της τράπεζας επί τη βάσει του ανωτέρω πανελλαδικού σχεδίου κατ εντολήν των διοικούντων Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών του Δ.Σ. της τράπεζας εν γνώσει τους προέβαιναν στην απάτη, κατ εξακολούθηση ή άλλως κατά συρροή, με αθέμιτη παρασιώπηση του αληθινού γεγονότος, παρασιωπόντας το αληθές γεγονός ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ το υποχρεωτικώς νόμιμο και σύμφωνα με την καλή πίστη και το θεμιτό συναλλακτικό ήθος επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 365 ημερών ……………….
Με την ανωτέρω αθέμιτη παρασιώπηση του αληθούς γεγονότος, μας παρέπεισαν, σε εκτέλεση του ως άνω πανελλαδικού σχεδίου απάτης οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας έναν έκαστον εξ ημών, πιστούχο-δανειολήπτη και εγγυητή, να προβούμε σε συναλλαγή υπογράφοντας σε κάθε περίπτωση δάνειο και αντίστοιχες πρόσθετες πράξεις δανείου με τον υποδειχθέντα υπό της τράπεζας ως δήθεν νόμιμο προσδιορισμό επιτοκίου κάθε ημέρας με βάση έτος 360 ημερών, προκαλώντας δολίως εν γνώσει τους σε έναν έκαστο ζημία –επιβάρυνση στην περιουσία μας για κάθε ημέρα με, κατά 1,3889% τουλάχιστον περισσότερο, τόκους και την οποία ζημία μας προκάλεσαν τελικώς οι μηνυόμενοι εν γνώσει τους, αιτούμενοι επιπροσθέτως, ως νομικό πρόσωπο, τράπεζα, εναντίον μας και κινδύνευσε η περιουσία μας με:
α) έκδοση ΑΠΌ ΤΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, βλ ΤΗΝ ΜΕ ΑΡΙΘΜ 17754/2013 ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου …… συμπεριλαμβάνοντας στην χρηματική τους απαίτηση στη Διαταγή πληρωμής τον παράνομο τόκο και
β) την κατάσχεση των περιουσιακών μας στοιχείων για χρηματική απαίτηση στην οποία συμπεριέλαβαν και τον παράνομο τόκο κεφαλαιοποιημένο (με παράνομο τόκο υπερημερίας εάν συνέβη κάτι τέτοιο να τον υπολογίσεις)………
Στην πράξη της δανειακής συναλλαγής αυτής ένας έκαστος εξ ημών, ως δανειολήπτης και εγγυητής, δεν θα προέβαινε, εάν οι νόμιμοι αντιπρόσωποι της μηνυόμενης τράπεζας πριν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου δεν παρασιωπούσαν αθέμιτα την αλήθεια του θεμιτού τρόπου υπολογισμού του τόκου του δανείου ανά ημέρα υπολογιζομένου επί τη βάσει έτους με 365 ημέρες και ΔΕΝ ΘΑ ΥΦΙΣΤΑΜΕΘΑ ΤΗ ΖΗΜΙΑ ΕΑΝ οι διοικούντες την τράπεζα δεν κατέστρωναν και δεν εφήρμοζαν το ως άνω πανελλαδικό στρατηγικό σχέδιο εξαπάτησης υποψηφίων Δανειοληπτών.
Πέραν δε τούτων, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της Τράπεζας………, εν γνώσει τους κατά την υποβολή της αίτησής της στις ……… πχ 5-10-2012 στην Αθήνα, για έκδοση διαταγής πληρωμής εναντίον μας στο Μονομελές Πρωτοδικείο …….. και στις 13-5-2013 στην Αθήνα, κατά την έκδοση της με αριθμ (πχ 17754/13-5-2013) Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… εναντίον μας, ενώπιον της Δικαστού Ι.. .. Κ……, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, παρέστησαν εν γνώσει τους ότι το αληθές νόμιμο συνολικό ποσόν που απαιτεί η Τράπεζα είναι 928.751,01 ευρώ, ενώ αυτό ήτο ψευδές και απέκρυψαν εν γνώσει τους ότι στο ποσόν αυτό συμπεριέλαβαν και επιπλέον παράνομους τόκους που υπολόγιζαν με βάση έτος με 360 ημέρες, γεγονός που απέκρυψαν και δεν ανέγραψαν στην αίτησή τους και το οποίο αν γνώριζε η Δικαστής δεν θα εξέδιδε την ως άνω Διαταγή Πληρωμής σε βάρος μας.
Συνεπώς οι μηνυόμενοι ενήργησαν κατά παράβαση των Άρθρων: 13 στ΄, 15, 45, 98 παρ 2, και 386 παρ 3-1 του Ποινικού Κώδικα, ως ισχύουν με συνολική ζημία εις βάρος της περιουσίας μας κατ’ επάγγελμα και συνήθεια άνω των 30.000 Ευρώ συνολικά ή άλλως και συνολικά, σε όλες τις περιπτώσεις που καταμηνύουμε, άνω των 120.000 Ευρώ, τελέσαντες το έγκλημα της Απάτης σε βαθμό κακουργήματος ως ισχύει η παράγραφος 3 του άρθρου 386 ΠΚ σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν 4055/12-3-2012 (ΦΕΚ Α 51/2012), κατά τον χρόνο της υπογραφής της δανειακής σύμβασης και ανανέωσης αυτής αλλά και κατά τον χρόνο της έκδοσης Διαταγής Πληρωμής εναντίον μας συστηματικά.
Πέραν των ανωτέρω, οι μηνυόμενοι της τράπεζας σε κάθε περίπτωση εκμεταλλεύτηκαν την εμπιστοσύνη, την οποίαν έδειξε ο καθένας από εμάς προς αυτούς, ως τράπεζα, καθώς και την ανάγκη μας να λάβουμε το δάνειο και την απειρία μας περί τα ειδικά θεμιτά τραπεζικά συναλλακτικά χρηστά ήθη και καλή πίστη, με την οποία όφειλε να συμπεριφέρεται η τράπεζα έναντι ημών ως Πελατών της και έλαβαν υπερτοκογλυφικά παράνομα περιουσιακά ωφελήματα υπέρ της τράπεζας ως νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του Άρθρου: 404 παρ/φοι 4, 3, 1 του Ποινικού Κώδικος. (Τοκογλυφία εις βαθμόν κακουργήματος).
Η οργανωμένη όμως ανωτέρω ενέργεια υπό των στελεχών της τράπεζας με συγκροτημένη οργανωμένη διοίκηση και υποδομή πανελλαδικά με διαρκή δράση ομάδας από περισσότερα των τριών προσώπων για διάπραξη κακουργηματική απάτης (άρθρο 386 παρ 3-1 ΠΚ ή και κατά αληθή συρροή κακουργηματικής τοκογλυφίας υπέρ της τράπεζας (άρθρο 404 παρ 4-3-1 ΠΚ, καταφανώς θέτει σε εφαρμογή και την ποινική διάταξη άρθρου 187§§1,3,7,8 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση) για διάπραξη κακουργημάτων απάτης ή και τοκογλυφίας (άρθρα 386 και 404 ΠΚ) που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως κατ΄ άρθρο 36 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ).
Συνακόλουθα θα πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 238 (Δήμευση) και της παραγράφου 8 του άρθρου 187 ΠΚ, τα εξ απάτης και τοκογλυφίας αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία (παράνομοι εισπραχθέντες τόκοι σε βάρος της περιουσίας μας) και οφέλη που απορρέουν από τα εν λόγω προϊόντα εγκλήματος, να κατασχεθούν αυτεπαγγέλτως από τα διαθέσιμα (μετρητά) της τράπεζας ή άλλως να κατασχεθούν άλλα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας, προκειμένου να μας επιστραφούν σε εμάς τα θύματα των τραπεζών αντίστοιχα με τη ζημία που υποστήκαμε έκαστος από τις παράνομες πράξεις (απάτης και τοκογλυφίας) της τράπεζας σε βάρος μας.»
6
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Με την προϋπόθεση ότι από την έρευνα που θα διενεργήσετε αποδειχτεί ότι διαπράχτηκαν παράνομες πράξεις θα έχουν παραβιαστεί τουλάχιστον οι κάτωθι νόμοι του ελληνικού κράτους.
ΑΠΑΤΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 386 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα απάτη διαπράττει : “Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη – παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (3) μηνών. Κι αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών.” Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου “Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι (10) ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των (30.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των (120.000) ευρώ.”
ΑΠΟΠΕΙΡΑ. Το έγκλημα είναι δεκτικό αποπείρας. ΑΠ 539/89
Αν δεν επετεύχθη η βλάβη και αντιστοίχως το παράνομο όφελος , συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΠΚ υπάρχει απόπειρα ΑΠ 886/78, ΑΠ 470/79, ΑΠ1355/81.
Απόπειρα υπάρχει όταν το έγκλημα δεν ετελέσθη μεν, ήρξαντο όμως η πραγμάτωσης της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού επι σκοπώ αθεμίτου περιουσιακού οφέλους του υπαιτίου η άλλου δι οιοσδήποτε εν γνώσει γενομένης ψευδούς παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθεμίτου αποκρύψεως ή παρασιωπήσεως αληθών ήτις ως επακόλουθον ηδύνατο να έχει την βλάβην ξένης περιουσίας ΑΠ 1132/83, ΑΠ 1166/78, Πλημ.Θες 1015/67 «Αρμενόπουλος» ΚΒ 329, ΑΠ 469/71, Σπινέλης σελ.120 Πρβλ. ΑΠ220/71 Πχρ ΚΕ 579, ΑΠ 27/63 Πχρ.ΙΙ 169, Πλημ. Θες. 1223/4 Πχρ ΛΕ 519, ΑΠ770/86 Πχρ ΛΣΤ 741.
Οσάκις ήρξατο η παράστασις των ψευδών γεγονότων κλπ. Επί σκοπώ ωφελείας αλλά δεν παρεπλανήθη ο προς όν αύτη και εξ οιουδήποτε λόγου δεν επήλθε η περιουσιακή βλάβη υπάρχει απόπειρα ΑΠ 341/77 Πχρ. ΚΖ 677.
ΑΠΑΤΗ ΕΠΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩ – ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΑΤΗΣ ΕΠΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩ:
Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ’ αυτόν ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. – Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου, σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει, στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει, ως αβάσιμη, την αγωγή ή την αίτηση.
Αν το ψευδές αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε στο δικαστήριο αλλά το δικαστήριο δεν πείστηκε από το ψευδές περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου και έτσι αποφεύχθηκε η έκδοση βλαπτικής για τον αντίδικο απόφασης υπάρχει αξιόποινη απόπειρα απάτης επι δικαστηρίου (Πρβλ ΑΠ 505/89, Πχρ.ΛΘ 985, ΑΠ 637/1988, Ποιν.χρ ΛΗ 739, ΑΠ 40/1987, Ποιν. Χρον. ΛΖ 382, ΑΠ 1292/1986, Ποιν. Χρον. ΛΖ 93, ΑΠ 1496/1983, Ποιν χρ. ΛΔ 488, βλ και ΑΠ 1866/83, ΑΠ 714/89, ΑΠ 886/78, ΑΠ 634/82, ΝοΒ130 σελ.982 ένθα και η Προτ. Εισαγ. ΑΠ 1496/1983, Εφ. Αθην. 2234/88 Νο Β 37,128. Τοιαύτη υφίσταται εάν ο δικαστής απέρριψεν τους ισχυρισμούς ως μη αληθής ΑΠ 328/87, ΑΠ 224/87, ΑΠ 40/87, ΑΠ 637/88, ΑΠ 1866/83, ΑΠ 1281/85, ή δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση ΑΠ 637/88, ΑΠ 224/87, ΑΠ 643/87, αλλά προδικαστικής καθ’ όσον μόνη η προβολή των ψευδών ισχυρισμών του διαδίκου δια να πείσει τον δικαστήν προς έκδοση ευνοϊκής αποφάσεως συνιστά αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος – βλ ΑΠ 1281/85, ΑΠ 1292/86.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η απάτη ενώπιον δικαστηρίου (άρθρο 386 ΠΚ) τελείται και με έκδοση Διαταγής Πληρωμής με βάση έγγραφο που ενσωματώνει τοκογλυφικούς τόκους (βλ απόφαση ΑΠ 127/1989 ΠοινΧρ ΛΘ σελ 733) και μπορεί να τελεσθεί και με αθέμιτη παρασιώπηση αληθούς περιστατικού, όταν η παρασιώπηση μπορεί να παραπλανήσει το δικαστήριο στην έκδοση δυσμενούς για τον αντίδικο απόφασης (δανειολήπτη), που θα του προξενήσει περιουσιακή βλάβη, που θα απεφεύγετο εάν η διάδικος (πχ αιτούσα τράπεζα) τηρούσε το καθήκον αληθείας κατ’ άρθρο 116 ΚΠολΔ και ανακοίνωνε με την αίτησή της (εν προκειμένω) στο δικαστήριο σημαντικό για την όλη υπόθεση αληθές περιστατικό (πχ τόκους από παράνομο ΓΟΣ) που επηρεάζει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της τραπεζικής απαίτησης. (βλ σχετικώς ΑΠ 176/2006 Ποιν Χρ ΝΣΤ σελ 793, 1956/2001 ΠοινΔικ 2002 σελ 449 κλπ Ποινικός Κώδικας Ερμηνεία-Εφαρμογή Μιχ Μαργαρίτη Αρεοπαγίτη ε.τ. παρ/φοι 10, 11, 61,62, 63, 70, έκδοση 2008 Π. Σάκκουλα).
ΕΚΒΙΑΣΗ : Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκβίασης, το οποίο τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν εμπίπτει στις περιπτώσεις των εδ. α και β και σε βαθμό πλημμελήματος σε κάθε άλλη περίπτωση, απαιτείται, αντικειμενικώς,
α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου, ή άλλου και
β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της λαμβανομένης απόφασης, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των ανωτέρω στοιχείων συγκρότησης της αντικειμενικής υπόστασης και τη θέληση ή αποδοχή πραγμάτωσης αυτής και επιπρόσθετα, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος από την εξαναγκαζόμενη ως άνω συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο πρέπει να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι ώστε, να αποτελεί αυτό την ανάστροφη όψη της ζημίας, ανεξαρτήτως αν το όφελος αυτό επιτεύχθηκε τελικώς.
Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς, αν δεν επέλθει η ζημία και εφ όσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα (ΑΠ 928/2010).
ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ : κατά το άρθρο 375Π.Κ 1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενο εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρις χιλιάδες (73.000) ευρώ , τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.
ΤΟΚΟΓΥΦΙΑ : Άρθρο 404 παρ.1, 2, 3 & 4 του Ποινικού Κώδικος
Παράγραφος 1: «Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου, που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή».
Παράγραφος 2: Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά Νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου.
Παράγραφος 3: «Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή»
Παράγραφος 4: «Αν οι πράξεις των πιο πάνω παραγράφων τελούνται από Νομικά πρόσωπα ποινική ευθύνη υπέχουν οι διοικητές και οι διευθυντές τους».
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ :Άρθρο 187 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικος «Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία (3) ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στα Άρθρα: 386 Π.Κ. (περί απάτης), 404 Π.Κ. (περί τοκογλυφίας) κλπ
7
ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
Όπως έχω αναφέρει ανωτέρω στο κεφάλαιο 2.11 Το σωματείο με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ-ΕΚΠΟΙΖΩ» έχει καταθέσει συλλογικές αγωγές κατά διαφόρων ελληνικών τραπεζών και για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι κάτωθι δικαστικές αποφάσεις :
Επίσης σύμφωνα με το αρθορ άρθρο 10, παραγρ. 20 του νόμου Νόμος 2251/1994 (ΦΕΚ 191 Α’ /16-11-1994) (σχετικό 17) Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Το δεδικασμένο απόφασης που δέχεται εν όλω ή εν μέρει αγωγή της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 ισχύει και υπέρ των ζημιωθέντων καταναλωτών, έστω και αν αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική δίκη.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω, ζητώ να διερευνήσετε εάν οι τράπεζες διέπραξαν ποινικό αδίκημα από το γεγονός ότι δεν εφάρμοσαν το δεδικασμένο που προήρθε από τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις επί των συλλογικών αγωγών προς όλους τους οφειλέτες αλλά απεναντίας συνέχισαν να χρεώνουν σε αυτούς όλες τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις οι όποιες αναφέρονται στις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις.
8
(ΑΠΑΤΗ- ΑΠΑΤΗ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ- ΕΚΒΙΑΣΗ –
ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ).
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν τα πρόσωπα, τα οποία διοικούσαν τις κρατικές, ιδιωτικές και συνεταιριστικές ελληνικές τράπεζες από το 1975 που άρχισε η ισχύς του νόμου 128/1975 ή άλλως από την ημερομηνία που δεν έχει παραγραφτεί το κάθε αδίκημα, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι, τα Διοικητικά Συμβούλια και τα στελέχη των τραπεζών αυτών, κατάρτισαν πανελλαδικής εμβέλειας σχέδιο εξαπάτησης των δανειοληπτών συγκροτώντας σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία (3) ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), με τη βοήθεια των νομίμων αντιπροσώπων τους (διευθυντών, υποδιευθυντών, προϊσταμένων χορηγήσεων, στελεχών και υπάλληλων του τμήματος χορηγήσεων κάθε τοπικού υποκαταστήματος κάθε τράπεζας) και η οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη στην ανωτέρω δομημένη οργάνωση) και οι οποίοι εργαζόταν εις τα τραπεζικά τους υποκαταστήματα κατά τον χρόνο της κατάρτισης των Δανειακών Συμβάσεων, και κατά τον χρόνο της καταχώρησης στους λογαριασμούς των οφειλετών των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων επιτοκίων που είχαν ως αποτέλεσμα την διόγκωση των λογαριασμών των οφειλετών, έχοντας έτσι διαμορφώσει, δια μέσου των υπαρχόντων καταστημάτων και υποκαταστημάτων των τραπεζών των και στελέχωσή των, την πανελλαδική – εκτεταμένη υποδομή και την οργανωμένη ετοιμότητά τους, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της απάτης των υποψηφίων Δανειοληπτών, και με σκοπό να πορίζονται παράνομα περιουσιακά οφέλη – κέρδη – εισοδήματα υπέρ της τράπεζας ως νομικού προσώπου επιδιώκοντας τη διάπραξη πολλών κακουργημάτων που προβλέπονται στα Άρθρα: 385 Π.Κ (εκβίαση) 386 Π.Κ. (περί απάτης), 404 Π.Κ. (περί τοκογλυφίας) κλπ. αφού από τις προσκομιζόμενες 124 δικαστικές αποφάσεις φαίνεται ότι ο διευθυντής, ο υποδιευθυντής , ο προϊστάμενος χορηγήσεων, τα στελέχη και οι υπάλληλοι του τμήματος χορηγήσεων του κάθε υποκαταστήματος της κάθε τράπεζας έχοντας ενταχθή ως μέλη στην δομημένη οργάνωση της τράπεζας δια την εξαπάτηση πανελλαδικά των δανειοληπτών με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος η τράπεζα στην οποία εργαζόταν ποσού πολλών δις ευρώ (και σε κάθε περίπτωση άνω των 120.000 ευρώ ) με αντίστοιχη μείωση της περιουσίας των δανειοληπτών – οφειλετών της:
ΑΠΑΤΗ ΚΑΤΑ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
8.1.1) παράστησαν ψευδώς κατά την διαδικασία της υπογραφής της σύμβασης με το δανειολήπτης ότι τα αναγραφόμενα στην προδιατυπωμενη σύμβαση πίστωσης που είχε ετοιμάσει το νομικό επιτελείο της τράπεζας και προοριζόταν για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών δανειοληπτών που θα συμβαλλόταν με την τράπεζα ήταν αυτά που όριζε ο νόμος με αποτέλεσμα να πείθουν τον αντισυμβαλλόμενο δανειολήπτη να υπογράφει και να αποδέχεται τους αναγραφόμενους όρους ενώ η αλήθεια ήταν ότι γνώριζαν ότι η σύμβαση περιείχε άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών και συνεπώς παράνομους που η εφαρμογή τους από την τράπεζα στην κίνηση του λογαριασμού θα είχε αποτέλεσμα την διόγκωση της απαίτησης της τράπεζας αφού θα χρέωνε πλέον στον λογαριασμό που τηρούσε στα βιβλία της άκυρες και καταχρηστικές χρεώσεις , ως και έσοδα από αθέμιτα και συνεπώς παράνομα κατά το υπερβάλλον από τα θεμιτά επιτόκια. Ήτοι:
8.1.2) παράστησαν ψευδώς ότι ο νόμιμος χρόνος εκτοκισμού του δανείου του ήταν το ημερολογιακό έτος των 360 ημερών που ανάφερε η σύμβαση , ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι ο νόμιμος χρόνος εκτοκισμού του δανείου του ήταν το ημερολόγιο έτος των 365 ημερών και σε περίπτωση δίσεκτου έτους το ημερολογιακό έτος των 366 ημερών.
8.1.3) παράστησαν ψευδώς ότι ήταν υποχρέωση του να επιβαρύνατε και να καταβάλει τον Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε) που ανάφερε η σύμβαση, ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι πληρωμή του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε) δεν ήταν υποχρέωση του δανειολήπτη αλλά της Τράπεζας.
8.1.4) παράστησαν ψευδώς ότι ήταν υποχρέωση του να επιβαρύνατε και να καταβάλει το ποσά που αναλογούσαν στην εισφορά του νόμου 128/1075 που σήμερα ανερχόταν στο ποσοστό 0,60% και στο παρελθόν ήταν 1% που ανάφερε η σύμβαση, ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι πληρωμή της εισφοράς του Ν 128/195 δεν ήταν υποχρέωση του δανειολήπτη αλλά της Τράπεζας και η οποία σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 257/2015 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω ανέρχεται σε 600 εκατομμύρια ευρώ το έτος.
8.1.5) παράστησαν ψευδώς ότι ο νόμιμος τρόπος ανατοκισμού των τόκων του δανείου του ήταν κάθε τρείς μήνες , ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι ο νόμιμος χρόνος ανατοκισμού του δανείου του μετά την ισχύ του νόμου 2601/1998 ο ανατοκισμός των τόκων του δανείου ήταν υποχρεωτικά κάθε έξη μήνες.
8.1.6) παράστησαν ψευδώς ότι ήταν νόμιμες οι επιβαρύνσεις του και πληρωμή από αυτόν της προμήθειας, έξοδα φακέλου, λειτουργικών εξόδων κλπ που θα του χρέωνε η τράπεζα, ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι όλες οι επιβαρύνσεις σε δάνεια που το επιτόκιο τους ήταν ελεύθερα διαπραγματεύσιμα ( στην πράξη δηλαδή οριζόμενο από την τράπεζα) ήταν παράνομες αφού αυτές οι χρεώσεις συμπεριλαμβανόταν στο επιτόκιο που είχε καθορίσει η τράπεζα.
8.1.7) παράστησαν ψευδώς κατά την διαδικασία της υπογραφής των περιοδικών κλεισίματος του λογαριασμού με τον δανειολήπτη – οφειλέτη ότι τα αναγραφόμενα στο έγγραφο αυτό που του παρουσίαζαν με την κίνηση του λογαριασμού του προηγούμενου τριμήνου ή εξαμήνου που είχαν εκδώσει οι τράπεζες, ήταν αυτά που όριζε ο νόμος και συνεπώς το κατάλοιπο που αναγραφόταν στα έγγραφα αυτά ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό με αποτέλεσμα να πείθουν τον αντισυμβαλλόμενο οφειλέτη ο οποίος παραπλανηθείς υπογράφει και αποδέχεται τις κινήσεις και το κατάλοιπο του λογαριασμού που εμφάνιζαν οι τράπεζες. Η αλήθεια την οποία γνώριζαν οι τράπεζες αφού αυτές είχαν εκδώσει τα έγγραφα των περιοδικών κλεισιμάτων του λογαριασμού και την οποία και δολίως απέκρυπταν από τον οφειλέτη αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι στο έγγραφο που του έδιναν για να υπογράψει είχαν καταχωρηθεί παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα και συνεπώς παράνομα επιτόκια που είχαν ως αποτέλεσμα το παρουσιαζόμενο στο έγγραφο αυτό κατάλοιπο να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αλλά το εμφανιζόμενο ποσό που του παρουσίαζαν ως κατάλοιπο ήταν διογκωμένο με παράνομες χρεώσεις και αθέμιτα επιτόκια.
8.1.8 ) παράστησαν ψευδώς κατά την διαδικασία της υπογραφής της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη ότι το κατάλοιπο που του είχαν εμφανίσει ως οφειλή του προς ρύθμιση ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό με αποτέλεσμα να πείθουν τον αντισυμβαλλόμενο οφειλέτη ο οποίος παραπλανηθείς υπογράφει την ρύθμιση και αναγνωρίζει το κατάλοιπο του λογαριασμού που εμφάνιζαν οι τράπεζες. Η αλήθεια την οποία γνώριζαν οι τράπεζες αφού αυτές είχαν εξαγάγει το κατάλοιπο στο οποίο ζητούσαν ο οφειλέτης να κάνει την ρύθμιση και την οποία ( αλήθεια) δολίως απέκρυπταν από τον οφειλέτη αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους οφειλέτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι το κατάλοιπο του λογαριασμού που του είχαν παρουσιάσει και πάνω στο οποίο θα γινόταν η ρύθμιση, είχε δημιουργηθεί μετά που είχαν μεσολαβήσει από τις τράπεζες παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα και συνεπώς παράνομα επιτόκια στον λογαριασμό του οφειλέτη που είχαν ως αποτέλεσμα το παρουσιαζόμενο στο έγγραφο αυτό κατάλοιπο να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αλλά το εμφανιζόμενο ποσό που του παρουσίαζαν ως κατάλοιπο ήταν διογκωμένο με παράνομες χρεώσεις και αθέμιτα επιτόκια.
ΑΠΑΤΗ ΚΑΤΑ ΟΦΕΙΛΕΤΗ +ΑΠΑΤΗ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
8.2.1) κατά την διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, κατάθεση αγωγής, κατάθεση αίτηση πτώχευσης, κατάσχεση, πλειστηριασμοί οι τράπεζες προσκόμισαν στα αρμόδια δικαστήρια αίτηση των συνοδευόμενη από απόσπασμα των βιβλίων της τράπεζας ή βεβαίωση της τράπεζας παριστάνοντας ψευδώς ότι το αναγραφόμενο κατάλοιπο στα προσκομιζόμενα έγγραφα ήταν το πραγματικό ποσό της οφειλής των και συνεπώς η απαίτηση της τράπεζας ήταν βεβαία και εκκαθαρισμένη με σκοπό να εξαπατήσουν το δικαστή και να εκδώσει απόφαση υπέρ της απόψεως της τράπεζας ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως απέκρυψαν από τα δικαστήρια, ότι το εμφανιζόμενο κατάλοιπο στα έγγραφα που προσκόμιζαν δεν ήταν το πραγματικό υπόλοιπο οφειλής του οφειλέτη αφού στο ποσό αυτό του καταλοίπου συμπεριλαμβανόταν παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και αθέμιτοι και συνεπώς παράνομοι και τοκογλυφικοί τόκοι οι οποίοι το είχαν πολλαπλασιαστικά διογκώσει λόγω των ανατοκισμών που είχαν μεσολαβήσει και ως εκ τούτου η απαίτηση της τράπεζας δεν ήταν βεβαία και εκκαθαρισμένη, όπως ψευδώς ανέφεραν στα έγγραφά τους.
8.2.2) ΑΠΑΤΗ ΚΑΤΑ ΟΦΕΙΛΕΤΗ -ΑΠΑΤΗ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ –ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΚΒΙΑΣΗΣ
παράστησαν ψευδώς κατά την διαδικασία της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη με την ρύθμιση του νόμου ΚΑΤΣΕΛΗ, στην οποία μεσολαβούσαν και τα δικαστήρια, ότι το κατάλοιπο που εμφάνιζαν και στα δικαστήρια ως οφειλή προς ρύθμιση ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό και ότι η μείωση που του έκαναν ήταν μείωση του πραγματικά οφειλόμενου ποσού με αποτέλεσμα να πείθουν τον δικαστή αλλά και τον αντισυμβαλλόμενο οφειλέτη ο οποίος παραπλανηθείς και εκβιαζόμενος αφού απειλούταν ότι εάν δεν υπογράψει την ρύθμιση με το εμφανιζόμενο κατάλοιπο θα έχανε το σπίτι του, υπογράφει την ρύθμιση και αναγνωρίζει το κατάλοιπο του λογαριασμού που εμφάνιζαν οι τράπεζες. Η αλήθεια την οποία γνώριζαν οι τράπεζες αφού αυτές είχαν εξαγάγει το κατάλοιπο στο οποίο ζητούσαν ο οφειλέτης να κάνει την ρύθμιση και την οποία ( αλήθεια) δολίως απέκρυπταν από τον οφειλέτη αλλά και από το μεσολαβούν δικαστήριο αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους οφειλέτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι το κατάλοιπο του λογαριασμού που είχαν παρουσιάσει και πάνω στο οποίο θα γινόταν η ρύθμιση με μείωση του ποσού της οφειλής , είχε δημιουργηθεί μετά που είχαν μεσολαβήσει από τις τράπεζες παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα και συνεπώς παράνομα επιτόκια στον λογαριασμό του οφειλέτη που είχαν ως αποτέλεσμα το παρουσιαζόμενο στο έγγραφο αυτό κατάλοιπο να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αλλά το εμφανιζόμενο ποσό που του παρουσίαζαν ως κατάλοιπο ήταν διογκωμένο με παράνομες χρεώσεις και αθέμιτα επιτόκια και συνεπώς η μείωση της οφειλής που γινόταν βάσει της ρύθμισης δεν ήταν μείωση της, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μείωση ενός τμήματος του διογκώματος του λογαριασμού που είχαν κάνει ( καπέλου) .
Κα Εισαγγελεύ, μετά από όσα αναφέρω στο κεφάλαιο 4.2 της παρούσης αναφοράς μου ζητώ επίσης να διερευνήσετε εάν κατά την διαδικασία της νομοθέτησης του ο Νόμου ΚΑΤΣΕΛΗ και στις αναθεωρήσεις του που μεσολάβησαν ως και στην εφαρμογή του διαπράχτηκαν τα αδικήματα της απάτης, εκβίασης ή τυχόν άλλα και από ποιους εις βάρος των 100.000 και πλέον δανειοληπτών που τελικά ρύθμισαν τα δάνεια των με αυτόν..
Κα Εισαγγελεύ, μετά από όσα αναφέρω στο κεφάλαιο 4.3 της παρούσης αναφοράς μου ζητώ επίσης να διερευνήσετε εάν κατά την διαδικασία της νομοθέτησης του νόμου Ν.4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) και στις αναθεωρήσεις του που μεσολάβησαν ως και στην εφαρμογή του διαπράχτηκαν τα αδικήματα της απάτης, εκβίασης ή τυχόν άλλα και από ποιους εις βάρος του 1.000.000 οφειλετών που έλαβαν επιστολή με την απειλή ότι εάν δεν ρυθμίσουν με το κατάλοιπο που τους γνωστοποιούσαν θα χαρακτηριζόταν ως « Μη συνεργάσιμοι» και θα έχαναν ακόμη και την μοναδική κατοικία των.
ΑΠΑΤΗ + ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
8.3.1) Tου παράστησαν ψευδώς ότι το συμβατικό επιτόκιο που του είχαν προκαθορίσει και ανερχόταν το 2015 σε 9,15% περίπου σε για επαγγελματικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο ήταν θεμιτό και συνεπώς νόμιμο , ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι το επιτόκιο με το οποίο τον χρέωναν ήταν αθέμιτο και συνεπώς οι τόκοι που προήρθαν από αυτό ήταν παράνομοι και τοκογλυφικοί αφού η τράπεζα εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του δανειολήπτη για δανεισμό έπαιρνε με αυτούς τους τόκους περιουσιακά ωφελήματα που ήταν προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή που του προσέφεραν αφού το επιτόκιο αυτό ήταν 18.200% φορές υψηλότερο από το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το οποίο ήταν το κόστος χρήματος της τράπεζας και 345% μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των επιτοκίων όλων των τραπεζών της ευρωζώνης που προσέφεραν στους δανειολήπτες πελάτες των για επιχειρηματικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΑΤΗ-ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΚΒΙΑΣΗΣ
8.4.1) παράστησαν ψευδώς σε 1.000.000 επιστολές που έστειλαν σε οφειλέτες σε εφαρμογή του ν. 4224/2013 ( κώδικας Δεοντολογίας) ότι το κατάλοιπο που ανέφεραν στις επιστολές των ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό των δανείων των , απειλώντας μάλιστα με την ίδια επιστολή τους εξαναγκαζόμενους σε ρύθμιση οφειλέτες ότι εάν δεν συναινούσαν σε ρύθμιση του ποσού που ανάφεραν ως κατάλοιπο θα χαρακτηριζόταν «Μη συνεργάσιμος» με αποτέλεσμα να χάσει και την μοναδική κατοικία του. Η αλήθεια την οποία γνώριζαν οι τράπεζες αφού αυτές είχαν εκδώσει την επιστολή, ήταν ότι το κατάλοιπο στο οποίο ζητούσαν ο οφειλέτης να κάνει την ρύθμιση και την οποία ( αλήθεια) δολίως απέκρυπταν από τον οφειλέτη αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους οφειλέτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι το κατάλοιπο του λογαριασμού που του είχαν παρουσιάσει και πάνω στο οποίο του ζητούσαν να κάνει ρύθμιση, είχε δημιουργηθεί μετά που είχαν μεσολαβήσει από τις τράπεζες παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και είχαν χρησιμοποιηθεί στον εκτοκισμό του δανείου αθέμιτα και συνεπώς παράνομα επιτόκια που είχαν ως αποτέλεσμα το παρουσιαζόμενο στο έγγραφο αυτό κατάλοιπο να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αφού ήταν διογκωμένο πολλαπλασιαστικά λόγω των επανειλημμένων ανατοκισμών που είχαν μεσολαβήσει παράστησαν ψευδώς κατά την διαδικασία της υπογραφής της ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη ότι το κατάλοιπο που του είχαν εμφανίσει ως οφειλή του προς ρύθμιση ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό με αποτέλεσμα να πείθουν τον αντισυμβαλλόμενο οφειλέτη ο οποίος παραπλανηθείς υπογράφει την ρύθμιση και αναγνωρίζει το κατάλοιπο του λογαριασμού που εμφάνιζαν οι τράπεζες. Η αλήθεια την οποία γνώριζαν οι τράπεζες αφού αυτές είχαν εξαγάγει το κατάλοιπο στο οποίο ζητούσαν ο οφειλέτης να κάνει την ρύθμιση και την οποία ( αλήθεια) δολίως απέκρυπταν από τον οφειλέτη αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους οφειλέτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι το κατάλοιπο του λογαριασμού που του είχαν παρουσιάσει και πάνω στο οποίο θα γινόταν η ρύθμιση, είχε δημιουργηθεί μετά που είχαν μεσολαβήσει από τις τράπεζες παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα και συνεπώς παράνομα επιτόκια στον λογαριασμό του οφειλέτη που είχαν ως αποτέλεσμα το παρουσιαζόμενο στο έγγραφο αυτό κατάλοιπο να μην είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό αλλά το εμφανιζόμενο ποσό που του παρουσίαζαν ως κατάλοιπο ήταν διογκωμένο με παράνομες χρεώσεις και αθέμιτα επιτόκια και ως εκ τούτου ένα μεγάλος αλλά άγνωστος αριθμός δανείων είχε ήδη εξοφληθεί, ενώ για τον ίδιο λόγο τα υπόλοιπα δάνεια είχαν κατά πολύ μικρότερο πραγματικό ποσό οφειλής από ότι οι τράπεζες παρουσίαζαν στις επιστολές των.
ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ
8.5.1) Κα Εισαγγελεύ, ζητώ επίσης να διερευνήσετε εάν διεπράχθη το αδίκημα της υπεξαίρεσης από τις τράπεζες σε όλες τις περιπτώσεις ( αχρεώστητη καταβολή οφειλής, ρυθμίσεις κλπ) που οι οφειλέτες χωρίς να το γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν κατέβαλαν αχρεωστήτως στις τράπεζες τα ποσά που οι τράπεζες είχαν καταχωρήσει στους λογαριασμούς των και προέρχονται από παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και αθέμιτους και συνεπώς παράνομους τόκους.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 238 (Δήμευση) και της παραγράφου 8 του άρθρου 187 ΠΚ, για τα εξ απάτης και τοκογλυφίας αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών (παράνομοι εισπραχθέντες τόκοι σε βάρος της περιουσίας των δανειοληπτών οφειλετών των τραπεζών ) και οφέλη που απορρέουν από τα εν λόγω προϊόντα εγκλήματος, να κατασχεθούν αυτεπαγγέλτως από τα διαθέσιμα (μετρητά) της τράπεζας ή άλλως να κατασχεθούν άλλα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας, προκειμένου να επιστραφούν στους οφειλέτες και θύματα των τραπεζών αντίστοιχα με τη ζημία που υπέστη έκαστος δανειολήπτης οφειλέτης από τις παράνομες πράξεις (απάτης και τοκογλυφίας) της τράπεζας σε βάρος των.
Να διερευνήσετε επίσης εάν η οργανωμένη όπως ανωτέρω αναφέρω ενέργειες των στελεχών της κάθε τράπεζας σε κάθε υποκατάστημα της με συγκροτημένη οργανωμένη διοίκηση και υποδομή πανελλαδικά με διαρκή δράση ομάδας από περισσότερα των τριών προσώπων για διάπραξη κακουργηματική απάτης (άρθρο 386 παρ 3-1 ΠΚ ή και κατά αληθή συρροή κακουργηματικής τοκογλυφίας υπέρ της τράπεζας των (άρθρο 404 παρ 4-3-1 ΠΚ, θέτει σε εφαρμογή και την ποινική διάταξη άρθρου 187§§1,3,7,8 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση) για διάπραξη κακουργημάτων απάτης ή και τοκογλυφίας (άρθρα 386 και 404 ΠΚ) που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως κατ΄άρθρο 36 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ).
9
ΕΙΣΦΟΡΑ Ν. 128/1975
Η υπ’ αριθμό 257/2015 (156/46/2015) Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Κω (σχετικό 8) πλέον των άλλων που αναφέρει σχετικά με την Εισφορά του Ν.128/75 αναφέρει στο 7ο και 8ο φύλλο ότι:
« Σε ένα περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων η επιτοκιακή αύξηση (καθώς η εισφορά του Ν.128/75 προστίθεται στο επιτόκιο των δανείων και επιβαρύνει τους αγνοούντες την λειτουργία της επιβάρυνσης δανειολήπτες) μέσω της εισφοράς δεν είναι αμελητέα, την στιγμή μάλιστα που δεν είναι ευκρινώς η χρησιμοποίηση των ποσών που εισπράττονται από τις τράπεζες και αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ειδικού λογαριασμού ο οποίος έχει δημιουργηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αρχικά ο ειδικός αυτός λογαριασμός χρηματοδοτούσε τις εξαγωγές ενώ στην συνέχεια έγινε χρήση των κεφαλαίων για βιοτεχνικές επιχειρήσεις, σεισμοπαθείς επιχειρήσεις σε λεγόμενες μειονεκτικές περιοχές κτλ. Μέσω της εισφοράς που βαρύνει όλες τις κατηγορίες δανείων (0,12% στα στεγαστικά δάνεια και 0,6% στις άλλες κατηγορίες δανείων προς επιχειρήσεις και ιδιώτες ) το Δημόσιο εισπράττει ποσό της τάξεως των 600 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως»
Από την ειδησεογραφία είναι γνωστό ότι ο συνολικός τραπεζικός δανεισμός ανέρχεται σε 230 δις εκ των όποιων περίπου τα 110 δις είναι κόκκινα δάνεια.
Τα στεγαστικά δάνεια ανέρχονται στα 70 δις ευρώ όπως προκύπτει από το δημοσίευμα του ΕΘΝΟΥΣ της 15-2-2016 (σχετικό 28) και συνεπώς όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες είναι 170 δις 230-70=160 δις.
Σύμφωνα με την ανωτέρω υπ αριθμό 257/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω (σχετικό 8) η εισφορά του ν.128/1975 που εισπράττουν από τους δανειολήπτες οι τράπεζες και την καταθέτουν στον ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην τράπεζα Ελλάδος για τα στεγαστικά δάνεια ετησίως ανέρχεται στο ποσό των 83.769.863,01 ευρώ (70 δις Χ 0,12% =83.769.863,01).
Επίσης η εισφορά του Ν.128/1975 που εισπράττουν από τους δανειολήπτες οι τράπεζες και την καταθέτουν στον ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην τράπεζα Ελλάδος για τις υπόλοιπες κατηγορίες δανείων ετησίως ανέρχεται στο ποσό των 960.000.000 ευρώ, ( 160 δις Χ 0,6% = 960.000.000) και συνεπώς οι τράπεζες πρέπει να αποδίδουν κάθε χρόνο από το 1975 που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.128/1975 το ποσό των 1.043.769.863,01 ευρώ ( 960.000.000 + 83.769.863,01 =1.043.769.863,01 ).
Το ανωτέρω ποσό που έπρεπε να καταθέτουν οι τράπεζες στον ειδικό λογαριασμό της τράπεζας της Ελλάδος είναι μεγαλύτερο κατά 443.769.863,01 ευρώ από τα 600 εκατομμύρια που καταθέτουν σύμφωνα με την ανωτέρω υπ’ αριθμό 257/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Κω. (1.100.975.342,45 – 600.000.000 = 443.769.863,01 )
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε:
Α) Εάν οι τράπεζες κατάθεταν τα ποσά που έπρεπε να καταθέσουν στον ειδικό λογαριασμό από το 1975 έως σήμερα,
B) Ποιος είχε την ευθύνη να ελέγχει εάν οι καταθέσεις που έκαναν στο ειδικό αυτό λογαριασμό ήταν αυτές που έπρεπε και εάν ο υπεύθυνος εκτέλεσε κανονικά τα καθήκοντα του αυτά και ποια είναι τα αποτελέσματα των ελέγχων του.
Γ) Τι γινόταν με τους τόκους των χρημάτων που εισπράχτηκαν εις εφαρμογή του Ν 128/1975 που εισέπραξαν οι τράπεζες από τον ανατοκισμό που έκαναν στην εισφορά αυτή αφού είναι γνωστό από τους άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) ότι οι τράπεζες κεφαλαιοποιούσαν το ποσό της εισφοράς και το ανατόκιζαν μαζί με τους τόκους μέχρι να τα πληρώσει ο οφειλέτης.
10
ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ
Στην υπ’ αριθμό 2393/15-7-1996 ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ που υπογράφεται από τον Διοικητή κον Λουκά Παπαδήμο (σχετικό 29) αναγράφεται ότι « Το επιτόκιο υπερημερίας που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα επί οφειλών από δάνεια σε δραχμές ή σε συνάλλαγμα που συνάπτονται ή ανανεώνονται από 1 Αυγούστου 1996 και εφεξής δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το προβλεπόμενο στην οικεία σύμβαση επιτόκιο ενήμερης οφειλής περισσότερο από δύο και μισή εκατοστιαίες μονάδες ετησίως» .
Τα εξωτραπεζικά επιτόκια που όριζε η Τράπεζα της Ελλάδος την 15-7-1996 που εξεδόθη η ανωτέρω πράξη και θεωρείτο το ανώτατο ύψος νόμιμης και ηθικής τοκολυψίας ήταν καθορισμένο διοικητικά σε ποσοστό 26% ( σχετικό 30) και συνεπώς το επιτόκιο υπερημερίας που ως γνωστό είναι «ποινή» για τον μη ενήμερο οφειλέτη οριζόμενο σε 2,5% ήταν το 9,6% του εξωτραπεζικού επιτοκίου. (σχετικό 60)
Το επιτόκιο υπερημερίας 2,5% πάνω στο εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο ισχύει μέχρι σήμερα αφού ουδεμία μεταβολή έχει γίνει στην υπ΄ αριθμό 2393/15-7-1996 ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
Σήμερα όμως , που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε η ενιαία τραπεζική αγορά με κοινό νόμισμα το ευρώ και χώρα μας συμμετάσχει ως ισότιμο μέλος μαζί με άλλες 17 χώρες στην και η τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι πλέον ανεξάρτητη αρχή αλλά είναι μέλος στο ευροσύστημα και έχει δημιουργηθεί επίσης η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα ευρωζώνη το ανώτερο θεμιτό ποσοστό τοκολυψίας είναι ο μέσος ορός των επιτοκίων όλων των χωρών της ευρωζώνης που σήμερα είναι 2,65% (σχετικό 9).
Συνεπώς ο τόκος υπερημερίας σήμερα που εξακολουθεί να είναι 2,50% ισοδυναμεί με «ποινή» που ανέρχεται στο 95% του θεμιτού συμβατικού τόκου ( 2,65% Χ 95%=2,50%) και προκαλεί την κοινή λογική.
Σημειωτέον ότι η διατήρηση του επιτοκίου σε αυτά τα υψηλό επίπεδα δίνει στις τράπεζες το νόμιμο δικαίωμα να εκτοκίζουν τα καθυστερημένα δάνεια με 2,50% επιπλέον του συμβατικού τόκου αυξάνοντας αντίστοιχα τις οφειλές των οφειλετών.
Συνεπώς οι τράπεζες κάθε χρόνο αυξάνουν λόγω του υψηλού ποσοστού του τόκου υπερημερίας 2,75 δις ευρώ τα έσοδα των από τόκους που θα μπουν στα ταμεία τους όταν τα δάνεια αυτά εξοφληθούν ή ρυθμιστούν. (110 δις κόκκινα δάνεια Χ 2,5% =2,75 δις ευρώ).
Τα ανωτέρω δημιουργούν τα εξής εύλογα ερωτηματικά.
Α) Ήταν λάθος ή όχι σύνδεση του συμβατικού επιτοκίου που ήταν εκ της φύσεως του ήταν μέγεθος αυξομειούμενο και μάλιστα το έτος 1976 που εξεδόθη η 2393/15-7-1996 ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ήταν σίγουρο ότι θα ήταν μόνο μειούμενο ( όπως και έγινε) λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα θα έμπαινε στην υπό δημιουργία ευρωζώνη, με ένα σταθερό επιτόκιο υπερημερίας, «ποινή» είναι έκτος κοινής λογικής αφού είναι π.χ σαν τα δικαστήρια να είχαν θεσπίσει μία ενιαία ποινή για όλα τα αδικήματα δηλαδή είτε το αδίκημα ήταν πλημμέλημα είτε κακούργημα.
Β) Γιατί το επιτόκιο υπερημερίας δεν μειώθηκε όταν διαπιστώθηκε από την τράπεζα της Ελλάδος ότι τα θεμιτά συμβατικά επιτόκια δεν ήταν πλέον 26% αλλά πολύ λιγότερα όπως σήμερα είναι 2,65%;
Γ) Γιατί το επιτόκιο υπερημερίας εξακολουθούσε να είναι διοικητικά ορισμένο μετά την 1-2-2002 που η χώρα εισήρθε στο ευροσύστημα και στην ενιαία τραπεζική αγορά της ευρωζώνης όπου ισχύουν οι κανόνες του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού και σε αυτήν την αγορά δεν χωρούν πλέον διοικητικοί ορισμοί;
Σημειώνεται ότι με την υπ αριθμό 178/19-7-2004 Απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της ΤτΕ, τονίζεται ότι δεν επιτρέπεται διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια. Δηλαδή η Τράπεζα της Ελλάδος ενώ με την ανωτέρω απόφαση της τονίζει ότι δεν επιτρέπεται διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια την ίδια στιγμή, η ίδια εξακολουθεί να καθορίζει διοικητικά το επιτόκιο υπερημερίας σε +2,5% αφού δεν κατάργησε ως όφειλε την υπ’ αριθμό 2393/15-7-1996 ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
Είναι αυτονόητο ότι η παράληψης της απαλοιφής του διοικητικά ορισμένου επιτόκιο υπερημερίας όλα αυτά τα χρόνια ωφέλησε μόνο τις τράπεζες κατά πολλά δισεκατομμύρια ευρώ και απέβη εις βάρος των δανειοληπτών και της εθνικής οικονομίας αφού με αυτή την παράληψη οι τράπεζες έχουν τεράστια νόμιμα έσοδα κάθε έτος 2,5% επί των εκάστοτε καθυστερουμένων δάνειων που κατά τελευταίο μόνο έτος ανέρχονται σε 2,75 δις ευρώ ( 110 δις κόκκινα δάνεια Χ 2,5% = 2,75 δις)
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν διαπράχτηκαν αξιόποινες πράξεις από την παράληψη μέχρι σήμερα να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί η υπ’ αριθμό 2393/15-7-1996 ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ που όριζε ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα ήταν +2,5% του συμβατικού επιτοκίου αφού τα θεμιτά συμβατικά επιτόκια μειώθηκαν από 26% που ήταν την 15-7-1996 σε 2,65% που είναι σήμερα και επίσης εάν είναι νόμιμο σήμερα που η Ελλάδα είναι μέλος της ενιαίας τραπεζικής αγοράς της ευρωζώνης να διατηρούνται επιτόκια υπερημερίας διοικητικώς ορισμένα και εάν η επιβάρυνσης της παράληψης αυτής θα επιβαρύνει αυτόν που έκανε την παράλειψη και όχι τους δανειολήπτες.
11
ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οι Ελληνικές Τράπεζες δανείζοντας σήμερα τις Ελληνικές επιχειρήσεις με το αθέμιτο συμβατικό επιτόκια 9,15% περίπου και στα οποία προσέθεταν επιπλέον και πάνω από 50 περιπτώσεις καταχρηστικών και παράνομων χρεώσεων σύμφωνα με τις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις έναντι του ποσοστού 2,65% (σχετικό 9) που είναι ο μέσος όρος των επιτοκίων όλων των χωρών της ευρωζώνης ήτοι 3,45 φορές παραπάνω από ότι χρεώνουν τον δικό τους δανειολήπτη – επιχειρηματία οι τράπεζες των υπολοίπων 17 χωρών της ευρωζώνης 2,65 Χ = 3,45= 9,15 ή ποσοστιαία 345% (2,65 Χ 345% = 9,15%) και η διαφορά αυτή διευρυνόταν πολλαπλασιαστικά με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς που μεσολαβούσαν καθιστούσαν το σύνολο της Ελληνικής Οικονομίας μη ανταγωνιστική αφού ήταν αδύνατον πλέον οι ελληνικές επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες επιχειρήσεις ομοειδών ειδών στην ενιαία τραπεζική αγορά της ευρωζώνης. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα επιδίωξε να συμμετάσχει στην ενιαία αγορά της ευρωζώνης επειδή ήταν ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού για να μπορούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται επί ίσης όροις τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις των υπολοίπων 17 χωρών. Αυτό το πλεονέκτημα της εθνικής οικονομίας οι τράπεζες το μετέτρεψαν σε μειονέκτημα για τους δικούς τους κερδοσκοπικούς λόγους.
Ενδεικτικά όπως αποδεικνύεται από την σύγκριση δύο ισόποσων επιχειρηματικών δανείων ποσού 100.000 από 1-1-2002 έως 31-12-2015 ( δηλαδή από τότε που δημιουργήθηκε η ευρωζώνη στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα) που το ένα το έχει χορηγήσει Ελληνική Τράπεζα σε έλληνα επιχειρηματία και το άλλο το έχει χορηγήσει τράπεζα της ευρωζώνης σε επιχειρηματία της χώρας της προκύπτουν τα κάτωθι :
Α) Στο δάνειο της Ελληνικής Τράπεζας με τα επιτόκια που χρησιμοποιούσαν οι ελληνικές τράπεζες στο οποίο έχει χρησιμοποιηθεί περίοδος εκτοκισμού 360 ήμερες και έχει προστεθεί και η εισφορά του Ν.128/1975 σε ποσοστό 0,60% δηλαδή έχει επιβαρυνθεί μόνο με 3 από τις πάνω από 50 παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που επιβάρυναν οι τράπεζες τους λογαριασμούς των δανείων του προκύπτει ότι αυτό την 31-12-2015 έχει υπόλοιπο 443.259,37 ευρώ, δηλαδή έχει επιβαρυνθεί με 343.259,37 ευρώ. ( Δάνειο 100.000 + τόκοι και επιβαρύνσεις 343.259.37 =443.259,37) (σχετικό 31)
Β) Στο δάνειο από τράπεζα της ευρωζώνης με τον μέσο όρο των επιτοκίων της ευρωζώνης έχει χρησιμοποιηθεί περίοδος εκτοκισμού 365 ήμερες προκύπτει ότι αυτό την 31-12-2015 έχει υπόλοιπο 174.324,16 ευρώ, δηλαδή έχει επιβαρυνθεί με 74.324,16 ευρώ. (σχετικό 32)
Δηλαδή με το δάνειο της η Ελληνική Τράπεζα έχει επιβαρύνει τον έλληνα επιχειρηματία 469% παραπάνω από ότι επιβαρύνθηκε ένας ευρωπαίος επιχειρηματίας για ιδίου ποσού και διάρκειας δανείου. ( 74.324,16 Χ 469% = 343.377).
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν οι ελληνικές τράπεζες διέπρατταν αξιόποινες πράξεις στερώντας την εθνική οικονομία της ανταγωνιστικότητας της, καταχωρώντας στους λογαριασμούς των οφειλετών παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και αθέμιτα επιτόκια, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι ελληνικές επιχειρήσεις σε ποσοστό 469% παραπάνω στην διάρκεια του δανείου από τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των 17 υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης και συνεπώς οι ελληνικές επιχειρήσεις και κατ επέκταση η εθνική οικονομία να αδυνατούν πλήρως να ανταγωνιστούν τις επιχειρήσεις ομοειδών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε άλλη χώρα της ευρωζώνης και χρηματοδοτούνται από τράπεζα της χώρας των.
12
ΚΑΡΤΕΛ–ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑ ΘΕΣΗ / ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ- ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Από την βιβλιογραφία προκύπτει ότι Καρτέλ είναι τυπικές ή άτυπες συμφωνίες μεταξύ ενός αριθμού HYPERLINK ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων για συνεργασία, προκειμένου να εκμεταλλευθούν και να μοιράσουν την HYPERLINK αγορά, ορίζοντας συνήθως και κοινές HYPERLINK τιμές προϊόντων και συμφωνιών με τους πελάτες των.
Τα καρτέλ θεωρούνται χειρότερη HYPERLINK μορφή αγοράς ακόμα και από το HYPERLINK μονοπώλιο, γιατί δεν δημιουργούνται οικονομίες μεγέθους όπως όταν υπάρχει μία μόνον επιχείρηση.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΣΛΕΕ) ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ( HYPERLINK ) και αναφέρει στο:
Άρθρο 101
(πρώην άρθρο 81 της ΣΕΚ)
1. Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:
α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,·
β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων,
γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
δ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
ε) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
2. Οι απαγορευόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:
– σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων,
– σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, και
– σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών,
η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία:
α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και
β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.
Άρθρο 102
(πρώην άρθρο 82 της ΣΕΚ)
Είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.
Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,
β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών,
γ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
Επίσης ο νόμος 3959/2011 που είναι ο σχετικός νόμος για τον ανταγωνισμό που ισχύει στην Ελλάδα, στο άρθρο 1 αναφέρει ότι απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των επιχειρήσεων και όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση ή τον περιορισμό ή την νόθευση του ανταγωνισμού στην ελληνική επικράτεια και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται….. στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής. …. Στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές
Στο άρθρο 2 που αναφέρεται στην καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, αναφέρεται ότι απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο ή μέρος της αγοράς της Ελληνικής επικράτειας.
Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται ιδίως στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής.
(Κατά γενικό κανόνα, εάν το μερίδιο της αγοράς είναι μικρότερο από 40% -50%, είναι απίθανο να κατέχουν δεσπόζουσα θέση μια ή περισσότερες επιχειρήσεις).
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ συμμετείχε ως διάδικος σε δίκες που είχαν αντικείμενο τους άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) και τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα αθέμιτα κατά το υπερβάλλον επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες μέλη της χρέωναν τους λογαριασμούς των οφειλετών των διογκώνοντας την οφειλή των που εμφάνιζαν στα βιβλία των ( Α.Π 1219/2001).
Επίσης άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1 – 798 Υπουργικής Απόφασης, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε με την υπ’ αριθμ. 1210/2010 απόφασή του αναφέροντας ρητά ότι είναι νόμιμη η απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης που απαγόρευε την αναγραφή συγκεκριμένων όρων συναλλαγών – κριθέντων ήδη ως καταχρηστικών με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις – σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές).(σχετικό 33)
Όπως αναφέρει η υπ αριθμό 1219/2001 Απόφαση του Αρείου Πάγου (σχετικό 5) «προσθέτως υπέρ της αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείουσας, παρεμβάσα εταιρεία με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ“, που…..Στην προκειμένη υπόθεση, η οποία αφορά την αναγνώριση ως καταχρηστικών Γενικών Όρων Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, τους οποίους η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “CΙΤΙΒΑΝΚ Ν.Α” χρησιμοποιεί στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της στον τομέα των τραπεζικών εργασιών, η ” ένωση ελληνικών Τραπεζών ” που αποτελεί σωματείο που εδρεύει στην Αθήνα άσκησε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και επανέλαβε στις εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της πρόσθετη παρέμβαση υπέρ τις αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης αλλοδαπής τραπεζικής εταιρίας που είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα με την επωνυμία “CITIBANK Ν.Α”. Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της επικαλείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα ότι η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζα αποτελεί μέλος της και ότι η προκειμένη υπόθεση αφορά θέματα κύρους γενικών όρων συναλλαγών που διατυπώνονται ομοιόμορφα σε όλες τις επί μέρους συμβάσεις και των λοιπών τραπεζών – μελών της.
Μετά την ανωτέρω παραδοχή της ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ( σημερινή επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ) φαίνεται ότι:
12.Α) ΚΑΡΤΕΛ – Άρθρο 101: Οι Ελληνικές Τράπεζες που ήταν μέλη της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ δημιούργησαν άτυπο καρτέλ τα μέλη του οποίου δεν ήταν υποχρεωμένα να συναντούνται κρυφά ή να ανταλλάσουν κρυφά μηνύματα αλλά όλες οι συμφωνίες των για τις εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και οι οποίες μάλιστα πολλές φορές ήταν παράνομες και καταχρηστικές, λαμβανόταν στις συναντήσεις των ως μέλη της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ στα γραφεία της Ένωσης . Έτσι:
12.Α.1) Φαίνεται ότι τα μέλη του καρτέλ εναρμόνισαν πλήρως τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) που θα ανέγραφαν στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των που θα απεύθυναν σε απεριόριστο αριθμό μελλοντικών δανειοληπτών και με τις όποιες προέβησαν στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πωλήσεως των υπηρεσιών των αλλά και όλων των όρων συναλλαγής αφού με αυτές επέβαλλαν:
12.Α.1.2) πανομοιότυπα στους δανειολήπτες πελάτες των, μη εύλογα, υψηλότητα επιτόκια εκτοκισμού των δανείων που χορηγούσαν, αφού αυτά υπερέβαιναν κατά 18200% περίπου φορές το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ που ήταν το ποσοστό που ίδιες δανειζόταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ( σήμερα0,05%), και κατά 345% φορές μεγαλύτερα του μέσου όρου των επιτοκίων των άλλων τραπεζών της ευρωζώνης και τα επιτόκια αυτά ήταν ακόμη κατά πολύ υψηλότερα ακόμη και των εξωτραπεζικών επιτοκίων.
12.Α.1.3) Όλες οι συμβάσεις , αναφέρουν πανομοιότυπα τους ίδιους παράνομους τρόπους συναλλαγής όπως την μετακύληση στους δανειολήπτες της ειδικής εισφοράς του Ν 128/75 και του ΕΦΤΕ, τις οποίες μάλιστα όλες τις κεφαλαιοποιούσαν και τις εκτόκιζαν εις βάρος του δανειολήπτη αν και τα κονδύλια αυτά ήταν υποχρέωση των τραπεζών και όχι του δανειολήπτη,
12.Α.1.4) Όλες οι Τράπεζες εκτόκιζαν τα δάνεια των πελατών των με βάση το ημερολογιακό έτος των 360 ημερών και όχι των 365 όπως όριζε ο νόμος κλπ κλπ .
12.Α.2) επέβαλαν στους δανειολήπτες των άνισους όρους (μεγαλύτερο επιτόκιο 345% από το αντίστοιχο επιτόκιο των 17 χωρών της ευρωζώνης , και επιπλέον δε αυτού καταχωρούσαν στους λογαριασμούς των οφειλετών των άκυρων και καταχρηστικών χρεώσεων που διόγκωναν την οφειλή των ) επί ισοδυνάμων παροχών δανείων που λάμβαναν οι επιχειρήσεις των υπολοίπων 17 χωρών της ευρωζώνης , με αποτέλεσμα να περιέρχονται οι ελληνικές επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση αφού οι ήταν πλέον αδύνατο να ανταγωνιστούν τις ομοειδείς επιχειρήσεις των άλλων 18 χωρών της ευρωζώνης
12.Α.3) Όλες οι τράπεζες είχαν όποτε χρειαζόταν την δικαστική υποστήριξη της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ η όποια ήταν προσθέτως παρεμβαίνουσα στις δίκες που απειλούταν οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα αθέμιτα επιτόκια με το οποία διόγκωναν τους λογαριασμούς των οφειλετών των. ( Α.Π 1219/2001, 1210/2010 Συμβ. Επικρατείας)
12.Β) ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑ ΘΕΣΗ – Άρθρο 102: Οι τράπεζες μέλη που είχε η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ και οι οποίες είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους και από κοινού εφάρμοζαν τις ανωτέρω αναφερόμενες εναρμονισμένες πολιτικές, καλύπτουν σχεδόν το 100% της Ελληνικής Αγοράς και ως εκ τούτου είναι δεδομένο ότι έχουν δεσπόζουσα θέση σε αυτήν , σύμφωνα δε με τις επισυναπτόμενες 124 δικαστικές αποφάσεις έκαναν καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης των και συνεπώς φαίνεται ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 102 της ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.
Με τις ανωτέρω πράξεις φαίνεται ότι τα μέλη του καρτέλ αφ ενός προσπορίζονται παράνομα τεράστια ποσά αφού ο δανειολήπτης πελάτες των είναι αναγκασμένος να υποκύψει, διότι σε όποια τράπεζα και εάν αποτανθεί βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ίδιες εναρμονισμένες πολιτικές και αφ΄’ εταίρου καθιστούν το σύνολο της την Ελληνική οικονομία αντιπαραγωγική και μη ανταγωνιστική αφού τα χρηματοοικονομικά της έξοδα των Ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολλαπλάσια των χρηματοοικονομικών εξόδων που έχουν άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
12.Γ) ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ :
Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ συγκρότησε οργάνωση με διαρκή δράση, συγκροτημένη από όλες τις τράπεζες μέλη της με την οποία επιδίωκαν την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα Άρθρα: 386 Π.Κ. (περί απάτης), 404 Π.Κ. (περί τοκογλυφίας) κλπ αφού η ίδια ως προσθέτως παρεμβαίνουσα ( Α.Π 1219/2001) δηλώνει ότι «η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζα αποτελεί μέλος της και ότι η προκειμένη υπόθεση αφορά θέματα κύρους γενικών όρων συναλλαγών που διατυπώνονται ομοιόμορφα σε όλες τις επί μέρους συμβάσεις και των λοιπών τραπεζών – μελών της» και με τους γενικούς αυτούς όρους συναλλαγών φαίνεται από τις προσκομιζόμενες 124 δικαστικές αποφάσεις ότι έχουν διαπραχτεί πλήθος παράνομων πράξεων πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που προσπόρισαν ή αποπειράθηκαν να προσπορίσουν οι ελληνικές τράπεζες μέλη της ΕΝΩΣΗΣ, με αντίστοιχη ζημία της περιούσιας των δανειοληπτών.
12.Γ.1) Φαίνεται ότι αρχηγός της ανωτέρω εγκληματικής οργάνωσης ήταν ο εκάστοτε πρόεδρος της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ και μέλη της τα πρόσωπα, τα οποία διοικούσαν τις κρατικές, ιδιωτικές και συνεταιριστικές ελληνικές τράπεζες που ήταν μέλη της ΕΝΩΣΗΣ από το 1975 που άρχισε η ισχύς του νόμο 128/1975 ή άλλως από την ημερομηνία που δεν έχει παραγραφτεί το κάθε αδίκημα, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι, τα Διοικητικά Συμβούλια και τα στελέχη των τραπεζών αυτών, που κατάρτισαν πανελλαδικής εμβέλειας σχέδιο εξαπάτησης των δανειοληπτών συγκροτώντας σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία (3) ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), με τη βοήθεια των νομίμων αντιπροσώπων τους (διευθυντών, υποδιευθυντών, προϊσταμένων χορηγήσεων, στελεχών και υπάλληλων του τμήματος χορηγήσεων κάθε τοπικού υποκαταστήματος κάθε τράπεζας) και η οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη στην ανωτέρω δομημένη οργάνωση) και οι οποίοι εργαζόταν εις τα τραπεζικά τους υποκαταστήματα κατά τον χρόνο της κατάρτισης των Δανειακών Συμβάσεων, και κατά τον χρόνο της καταχώρησης στους λογαριασμούς των οφειλετών των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων επιτοκίων που είχαν ως αποτέλεσμα την διόγκωση των λογαριασμών των οφειλετών , έχοντας έτσι διαμορφώσει, δια μέσου των υπαρχόντων καταστημάτων και υποκαταστημάτων των τραπεζών των και στελέχωσή των, την πανελλαδική – εκτεταμένη υποδομή και την οργανωμένη ετοιμότητά τους, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της απάτης των υποψηφίων Δανειοληπτών, και με σκοπό να πορίζονται παράνομα περιουσιακά οφέλη – κέρδη – εισοδήματα υπέρ της τράπεζας ως νομικού προσώπου επιδιώκοντας τη διάπραξη πολλών κακουργημάτων που προβλέπονται στα Άρθρα: 385 Π.Κ (εκβίαση) 386 Π.Κ. (περί απάτης), 404 Π.Κ. (περί τοκογλυφίας) κλπ.
12.Γ.2) Επίσης φαίνεται ότι μικρότερες τράπεζες που δεν ήταν μέλη της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι, τα Διοικητικά Συμβούλια και τα στελέχη των τραπεζών αυτών ενεργώντας μιμητικά, κατάρτισαν τοπικής εμβέλειας και σε ορισμένες περιπτώσεις πανελλαδικής εμβέλειας σχέδιο εξαπάτησης των δανειοληπτών συγκροτώντας σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία (3) ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση), με τη βοήθεια των νομίμων αντιπροσώπων τους (διευθυντών, υποδιευθυντών, προϊσταμένων χορηγήσεων, στελεχών και υπάλληλων του τμήματος χορηγήσεων κάθε τοπικού υποκαταστήματος κάθε τράπεζας) και η οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη στην ανωτέρω δομημένη οργάνωση) και οι οποίοι εργαζόταν εις τα τραπεζικά τους υποκαταστήματα κατά τον χρόνο της κατάρτισης των Δανειακών Συμβάσεων, και κατά τον χρόνο της καταχώρησης στους λογαριασμούς των οφειλετών των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων επιτοκίων που είχαν ως αποτέλεσμα την διόγκωση των λογαριασμών των οφειλετών , έχοντας έτσι διαμορφώσει, δια μέσου των υπαρχόντων καταστημάτων και υποκαταστημάτων των τραπεζών των και στελέχωσή των, την τοπική ή πανελλαδική – εκτεταμένη υποδομή και την οργανωμένη ετοιμότητά τους, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της απάτης των υποψηφίων Δανειοληπτών, και με σκοπό να πορίζονται παράνομα περιουσιακά οφέλη – κέρδη – εισοδήματα υπέρ της τράπεζας ως νομικού προσώπου επιδιώκοντας τη διάπραξη πολλών κακουργημάτων που προβλέπονται στα Άρθρα: 385 Π.Κ (εκβίαση) 386 Π.Κ. (περί απάτης), 404 Π.Κ. (περί τοκογλυφίας) κλπ.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε:
Α) Εάν οι τράπεζες που κατά καιρούς ήταν μέλη της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ δημιούργησαν άτυπο καρτέλ και εάν διέπραξαν τις παράνομες πράξεις που απαγορεύονται από το άρθρο 101 της ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.
Β) Εάν οι τράπεζες που κατά καιρούς ήταν μέλη της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ έκαναν καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που είχαν στην αγορά αφού την κάλυπταν σε ποσοστό σχεδόν 100% και εάν διέπραξαν τις παράνομες πράξεις που απαγορεύονται από το άρθρο 102 της ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.
Γ) Εάν η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ συγκρότησε εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, συγκροτημένη από όλες τις τράπεζες μέλη της με την οποία επιδίωκαν την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων ως αναφέρω ανωτέρω αναλυτικά στην παράγραφο 12.Γ.1.
Δ) Εάν οι τράπεζες που δεν ήταν μέλη της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ συγκρότησαν εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, συγκροτημένη από τους Προέδρους, Διευθύνοντες Σύμβουλους, τα Διοικητικά Συμβούλια και τα στελέχη των τραπεζών αυτών, με τη βοήθεια των νομίμων αντιπροσώπων τους (διευθυντών, υποδιευθυντών, προϊσταμένων χορηγήσεων, στελεχών και υπάλληλων του τμήματος χορηγήσεων κάθε τοπικού υποκαταστήματος κάθε τράπεζας) και οι οποίοι εντάχθηκαν ως μέλη στην ανωτέρω δομημένη οργάνωση και οι οποίοι εργαζόταν εις τα τραπεζικά τους υποκαταστήματα κατά τον χρόνο της κατάρτισης των Δανειακών Συμβάσεων, με την οποία οργάνωση επιδίωκαν την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων ως αναφέρω ανωτέρω αναλυτικά στην παράγραφο 12.Γ.2.
13
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Οι ελληνικές τράπεζες από το έτος 1980 περίπου και μετά, άρχισαν να συγκεντρώνουν στοιχεία οικονομικής συμπεριφοράς των οφειλετών των χωρίς καμία ενημέρωση και συναίνεση από αυτούς, και σε κάθε δε φάση της επιχειρηματικής δραστηριότητος του ατόμου ή του νομικού προσώπου ενημέρωναν την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών η οποία τηρούσε και επεξεργαζόταν τα προσωπικά και οικονομικά αυτά στοιχεία και τα οποία μετά την επεξεργασία τους τα διαμοίραζε κάθε μήνα σε όλα τα υποκαταστήματα των τραπεζών σε μορφή μικροφίλμ.
Από το Σεπτέμβριο του 1997 που ιδρύθηκε η εταιρία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ έως και το 2004 οι Τράπεζες συνέχισαν να συγκεντρώνουν στοιχεία οικονομικής συμπεριφοράς των οφειλετών των χωρίς καμία ενημέρωση και συναίνεση από αυτούς, και σε κάθε δε φάση της επιχειρηματικής δραστηριότητος του ατόμου ή του νομικού προσώπου ενημέρωναν την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε η οποία τηρούσε και επεξεργαζόταν τα προσωπικά και οικονομικά αυτά δεδομένα και τα οποία μετά την επεξεργασία τους τα διέθεταν on line σε κάθε υποκατάστημα τράπεζας.
Από το 2004 μέχρι και σήμερα οι τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στις προδιατυπωμένες συμβάσεις των που προορίζονται για απεριόριστο αριθμό μελλοντικών δανειοληπτών Γενικό Όρο Συναλλαγών (ΓΟΣ) (σχετικό 34) στις οποίες ενδεικτικά αναφέρουν ότι:
Κάθε δανειολήπτης και εγγυητής συναινεί ρητά στη διαβίβαση προς επεξεργασία κατά την έννοια του Ν 2472/1997, όπως ισχύει, των προσωπικών του δεδομένων, σε διατραπεζικό αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς για την προστασία της πίστης και την εξυγίανση των συναλλαγών, ως και στην διάθεση της σχετικής πληροφόρησης στο τραπεζικό σύστημα με αποδέκτες μόνο πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Κάθε ανάκληση της παρούσας συναίνεσης πρέπει να απευθύνεται έγγραφα στην υπεύθυνο της εν λόγω επεξεργασίας και διάθεσης των άνω δεδομένων «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» (οδός Αλαμάνας αριθ. 2, 151 25 Αμαρούσιον Αττικής)
Σε άλλες τράπεζες υπήρχε σημείο που ο δανειολήπτης υποτίθεται ότι θα το τσεκάριζε εάν δεν συναινούσε το οποίο όμως ήταν ήδη προτσεκαρισμένο από τις τράπεζες και ο δανειολήπτης ούτε ερωτάτο.
Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας παρίσταναν ψευδώς κατά την διαδικασία της υπογραφής της σύμβασης με το δανειολήπτη ότι τα αναγραφόμενα στην προδιατυπωμένη σύμβαση πίστωσης που είχε ετοιμάσει η Ελληνική Ένωση Τραπεζών ( βλ. ΑΠ 1219/2001) και προοριζόταν για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών δανειοληπτών που θα συμβαλλόταν με την τράπεζα ήταν αυτά που όριζε ο νόμος με αποτέλεσμα να πείθουν τον αντισυμβαλλόμενο δανειολήπτη να υπογράφει την σύμβαση και να συναινεί έτσι εξαπατηθείς την διαβίβαση προς επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων από την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.
Σε περίπτωση δε που ο δανειοδοτούμενος έφερνε αντιρρήσεις ως προς το θέμα της επεξεργασίας των προσωπικών του στοιχείων από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας τον πληροφορούσαν ότι αποδέκτες των δεδομένων των θα ήταν μόνο πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και όχι ο οποιανδήποτε τρίτος που πιθανόν να ήταν και ανταγωνιστές του ή να ήταν σε διένεξη και εάν ο δανειοδοτούμενος δεν πειθόταν του δήλωναν ότι δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην χορήγηση του δανείου του εάν δεν συναινούσε στην διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων από την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ και έτσι εκβιαζόμενος ο δανειολήπτης συναινούσε.
Απόδειξη ότι οι τράπεζες εξασφάλιζαν την συναίνεση των δανειοληπτών και των εγγυητών στην διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών των στοιχείων από την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ με αυτούς τους αθέμιτους και παράνομους τρόπους είναι όπως σίγουρα θα διαπιστωθεί από την εισαγγελική έρευνα ότι από τα 3.000.000 περίπου δάνεια που έχουν χορηγηθεί , ούτε ένα δάνειο δεν έχει χορηγηθεί χωρίς οι δανειολήπτες και οι εγγυητές να μην έχουν συναινέσει στην διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών των δεδομένων από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ με το έγγραφο της σύμβασης ή με άλλο έγγραφο τους όπως κατά την κοινή λογική θα συνέβαινε αφού ήταν αδύνατον τα πάνω από 3.000.000 άτομα που συνεβλήθηκαν με τις τράπεζες και τα δεδομένα τους βρίσκονται σήμερα στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΑΕ να είχαν την ίδια άποψη και να συναινούσαν αυτοβούλως και ούτε ένα να μην είχε αντίθετη άποψη.
Επίσης είναι αυτονόητο και αντίκειται στην κοινή λογική ότι εάν οι υπάλληλοι της τράπεζας κατά την υπογραφή της σύμβασης δεν εκβίαζαν με την απειλή της μη χορηγήσεως του δανείου τους και δεν εξαπατούσαν τους δανειολήπτες αποκρύπτοντας, δολίως της αλήθεια ότι δηλαδή τα προσωπικά και οικονομικά τους δεδομένα θα γινόταν εμπόρευμα χωρίς κόστος στην εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ και ο οποίος στην συνέχεια θα τα πουλούσε με τίμημα σε τρίτους ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΔΥΝΑΤΟ όλα τα εκατομμύρια των δανειοληπτών να συναινούσαν χωρίς εξαίρεση, εις βάρος των προσωπικών και οικονομικών συμφερόντων των στην δωρεάν διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων των από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ αφού η εταιρεία αυτή θα έβγαζε από την εμπορία των προσωπικών των δεδομένων τεράστια κέρδη, ενώ οι δανειολήπτες αφενός δεν θα λάμβαναν τίποτα και αφετέρου θα διακινδύνευαν τα προσωπικά και οικονομικά τους δεδομένα να ερχόταν στην κατοχή ανταγωνιστών των ή ακόμη και σε άτομα που τυχόν βρισκόταν σε δικαστική διένεξη
Ο δόλος δε των τραπεζών αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι στην σύμβαση ή στο ανεξάρτητο έγγραφο που ο δανειολήπτης φαινόταν να συναινεί στην συλλογή , επεξεργασία και διανομή των προσωπικών του δεδομένων και των δεδομένων της οικονομικής συμπεριφοράς του, του γνωστοποιούσαν κατά την υπογραφή της σύμβασης ( σχετικό 34) ότι «Κάθε ανάκληση της παρούσας συναίνεσης πρέπει να απευθύνεται έγγραφα στην υπεύθυνο της εν λόγω επεξεργασίας και διάθεσης των άνω δεδομένων «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» (οδός Αλαμάνας αριθ. 2, 151 25 Αμαρούσιον Αττικής). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ενώ για την ανάκληση οι τράπεζες καθόρισαν και καθοδηγούν τον δανειολήπτη να στείλει μόνος του επιστολή κατ’ ευθείαν στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ που είναι η σωστή ανεπηρέαστη και μη αμφισβητήσιμη γνησία έκφραση της βουλήσεως του, για την συναίνεση του δεν ακλουθούν την ίδια μέθοδο δηλαδή να στείλει μόνος του ΕΑΝ ΘΕΛΕΙ επιστολή στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΑΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ του κάθε δανείου και να συναινεί στην συλλογή- επεξεργασία και διανομή των προσωπικών του στοιχείων που θα αποτελούσε και την αναμφισβήτητη έκφραση της βουλήσεως του αλλά ακολουθούν άλλη μέθοδο και παίρνουν την συναίνεση του δανειολήπτη μέσα από την σύμβαση ή με άλλο έγγραφο κατά την σύναψη της σύμβασης με μοναδικό σκοπό όπως φαίνεται να έχουν την δυνατότητα να τον εξαπατήσουν ή και να τον εκβιάσουν ότι σε περίπτωση μη συναίνεσης του δεν θα προχωρήσουν στην χορήγηση του δανείου του που το είχε ανάγκη.
Τα ανωτέρω αποδεικνύονται και από την υπ’ αριθμό 147/2004 Απόφαση του Εφετείου Αθηνών ( σχετικό 61) η όποια αναφέρεται και στον τρόπο λήψεως της « συναίνεσης» των δανειοληπτών και τελικά αναγνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος ΓΟΣ είναι άκυρος και απαγορεύει στην εναγομένη να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των καταναλωτών με τη μορφή Γ.Ο.Σ. αναφέροντας σχετικά ότι :
Προς τούτο συμβάλλεται με τους τρίτους καταναλωτές και συνάπτει αντίστοιχες συμβάσεις. Στις συμβάσεις αυτές περιλαμβάνονται έντυποι όροι συναλλαγών, που έχουν προδιατυπωθεί από την εναγομένη και ισχύουν ομοιόμορφα για απροσδιόριστο αριθμό καταναλωτών. Οι καταναλωτές παραπέμπονται να ενημερωθούν στους ίδιους αυτούς όρους και είναι υποχρεωμένοι, εάν επιθυμούν τη σύναψη συμβάσεως με την εναγομένη για την παροχή πιστώσεων, να αποδεχθούν το περιεχόμενο και τους όρους της συμβάσεως, χωρίς δυνατότητα άλλης ατομικής διαπραγμάτευσης. Οι ίδιοι αυτοί όροι περιέχονται και στις έντυπες αιτήσεις που η εναγομένη χορηγεί και τις οποίες οι καταναλωτές υποβάλουν για την κατάρτιση της σύμβασης. Εντεύθεν παρέπεται ότι παραβιάζεται το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει την ατομική ελευθερία του ατόμου, όψη της οποίας είναι και η δυνατότητα καθενός να επιλέγει ελεύθερα τη διαμόρφωση του περιεχομένου και των όρων της σύμβασης, ελευθερία που αναγνωρίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ (ΑΠ 547/2001 Ελ.Δνη 43.1061, ΑΠ 105/1997 Ελ.Δνη 39.128, ΑΠ 167/1998 Ελ.Δνη 39.856). Περαιτέρω συνέπεια είναι ότι η εγκυρότητα των ως άνω όρων ελέγχονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, που αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής ασκήσεως ενός δικαιώματος ή χρήσεως ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας) σε συνδυασμό με το άρθρο 174 του ΑΚ. Η εναγομένη ειδικότερα κατά τη σύναψη συμβάσεων με το ευρύ καταναλωτικό κοινό για τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας και δανείου, καταναλωτικού ή στεγαστικού, που διέπονται αντίστοιχα από τις διατάξεις περί εντολής και δανείου, υποβάλλει σ’ αυτό τους κάτωθι όρους, που αυτή έχει εκ των προτέρων διατυπώσει, ήτοι: (…). Όπως προαναφέρθηκε οι όροι αυτοί (ρήτρες) είναι διατυπωμένοι εκ των προτέρων και ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος, πιεζόμενος από την ανάγκη λήψεως της παροχής της εναγομένης, να αποδεχθεί τους όρους αυτούς ή να μην τους αποδεχθεί, αλλά τότε δεν θα λάβει την παροχή και δεν θα ικανοποιήσει την βιοτική ανάγκη του στην οποία απέβλεπε με την σύμβαση. Έτσι επέρχεται περιορισμός του δικαιώματος της συμβατικής ελευθερίας του και κατ’ ακολουθία της συμβατικής ισορροπίας. Η φερόμενη στους ανωτέρω όρους ως παρεχόμενη “συγκατάθεση” του καταναλωτή, υποκειμένου προσωπικών δεδομένων, προς επεξεργασία δεδομένων του, αφενός μεν δεν είναι ειδική, αφού ο καταναλωτής δεν έχει προηγουμένως ενημερωθεί και αφετέρου δεν είναι ελεύθερη. Η αναφερόμενη στην αρχή της αίτησης ή της σύμβασης προσταγή “Διαβάστε προσεκτικά και υπογράψτε” δεν αρκεί γιατί δεν αναπληρώνει την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 2 περ. ια’ του νόμου 2472/1997 ενημέρωση προς συγκατάθεση. Επομένως καθένας από τους ανωτέρω όρους που περιλαμβάνει την συγκατάθεση του καταναλωτή προς επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι σύμφωνος προς τη διάταξη αυτή. Έτσι, ο Ι όρος για την έκδοση πιστωτικής κάρτας με τον οποίο παρέχεται, κατά τα ανωτέρω, η συγκατάθεση του καταναλωτή στην εναγομένη τράπεζα προς επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι παράνομος, αλλά στο μέτρο μόνο, που η επεξεργασία γίνεται προς άλλους εκτός της εκτέλεσης της σύμβασης σκοπούς. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εκτέλεση της σύμβασης επιτρέπεται, κατά το άρθρο 5 παρ. 2α του ν. 2472/1997, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, σημείο ως προς το οποίο δεν προσβάλλεται ο όρος αυτός από την ενάγουσα, η οποία, κατά τούτο, τον αποδέχεται. Περαιτέρω, εφόσον η συγκατάθεση του υποκειμένου έχει το στίγμα της παρανομίας, επειδή δεν έχει δοθεί ελεύθερα και ύστερα από την ενημέρωση του υποκειμένου, κάθε επεξεργασία εκ μέρους της τράπεζας ή τρίτου, που στηρίζεται στη συγκατάθεση αυτή, είναι παράνομη. Επίσης παράνομη, ως αντικείμενη στο άρθρο 9 παρ. 1β’ του ν. 2472/1997, είναι η διαβίβαση των δεδομένων σε τρίτους “Επιχειρήσεις που βρίσκονται σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, χωρίς την άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ενώ η ίδια διαβίβαση σε χώρες που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε γίνεται με τη συγκατάθεση του υποκειμένου είτε όχι, δεν είναι παράνομη, αποτελεί ανακοίνωση, κατά το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997, που επιβάλλει την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου. Ούτε η ενδεικτική απαρίθμηση των τρίτων τους οποίους η εναγομένη δεν γνωρίζει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως είναι παράνομη, η γνωστοποίηση των οποίων πάντως πρέπει να γίνει κατά τα αμέσως προηγηθέντα……. Αναφορικά με τον II Γ.Ο.Σ. και ειδικότερα τον όρο 13 παρατηρείται ότι με αυτόν εξουσιοδοτείται η εναγομένη να γνωστοποιεί τη διεύθυνση του καταναλωτή και τα στοιχεία του σε επιχειρήσεις που επιθυμούν να αποστείλουν διαφημιστικά φυλλάδια. Η εξουσιοδότηση, καθώς και η στον ίδιο όρο συναίνεση του για την παροχή πληροφοριών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση, προφανώς για τον προσδιορισμό της πιστοληπτικής του ικανότητας και την προστασία των συναλλαγών, δεν έχουν την έννοια της “συγκατάθεσης” του άρθρου 2 περ. 1α’ του ν. 2472/1997, αλλά της ανακοινώσεως προς τρίτους για την οποία επιβάλλεται, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, η προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου, ή, εν πάση περιπτώσει, της συναίνεσης, κατά τα άρθρα 9 παρ. 10 και 4 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Ο ίδιος, όμως, όρος, κατά το τρίτο σκέλος του, που αναφέρεται στο δικαίωμα της εναγομένης προς επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χωρίς την κατά τα άνω “συγκατάθεση”, τη γνωστοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, τη γνωστοποίηση της ταυτότητας του υπευθύνου της επεξεργασίας, του εκπροσώπου του, του αριθμού τηλεφώνου τους και την ύπαρξη δικαιώματος αντίρρησης είναι παράνομος. Ο III Γ.Ο.Σ. αναφέρεται σε αίτηση του ενδιαφερομένου καταναλωτή και την κατάρτιση συμβάσεως προς έκδοση κάρτας Euroline, η οποία αποτελεί πιστωτική κάρτα και προσωπικό καταναλωτικό δάνειο. Ο IV Γ.Ο.Σ. αναφέρεται σε συμβάσεις χορήγησης προσωπικού δανείου και κάρτας Eurobank visa και αντίστοιχου δανείου και κάρτας Eurobank Mastercard. Αμφότεροι οι όροι αυτοί περιέχουν τις προαναφερθείσες πλημμέλειες που έχουν και οι προηγούμενοι. Επομένως και οι εν λόγω όροι κατά το μέρος αυτό είναι παράνομοι. …… Τέλος, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι το ύψος του αιτουμένου ποσού της αγωγής για χρηματική ικανοποίηση άγει σε πλουτισμό της ενάγουσας και επομένως ασκείται καταχρηστικά. Το ύψος, όμως, της χρηματικής ικανοποιήσεως, η οποία, κατά τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη, έχει κυρωτικό χαρακτήρα, προσδιορίζεται από το δικαστήριο μετ’ εκτίμηση των περιστατικών που ενδεικτικά απαριθμούνται στο άρθρο 10 παρ. 9β’ του ν. 2251/1994, ώστε ο εκ μέρους της ενάγουσας προσδιορισμός της σε μεγάλο ποσό δεν μπορεί να καταστήσει το σχετικό αίτημα καταχρηστικό. Με τα δεδομένα αυτά οι ανωτέρω όροι, κατά τις γινόμενες για τον καθένα διακρίσεις απαγορεύονται, σύμφωνα με τα άρθρα 174, 281 του ΑΚ και 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 και είναι άκυροι. Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι ανωτέρω Γ.Ο.Σ., κατά την έκταση που προσδιορίστηκε ως άνω, είναι άκυροι. Επίσης πρέπει να απαγορευθεί στην εναγομένη να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των καταναλωτών, κατά την ίδια ως άνω έκταση και να απειληθεί εναντίον της εναγομένης για την περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως της αυτής χρηματική ποινή 5.000,00 ευρώ………..
Για τους λόγους αυτούς……….
Αναγνωρίζει ότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), που περιέχονται στις συμβάσεις τις οποίες η εναγομένη συνάπτει με τους καταναλωτές για τη χορήγηση πιστωτικών καρτών Eurobank visa, Eurobank Mastercard και Euroline, καθώς και δανείων, καταναλωτικών ή στεγαστικών, είναι άκυροι, κατά την αναφερόμενη στο σκεπτικό έκταση.
Απαγορεύει στην εναγομένη να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των καταναλωτών με τη μορφή Γ.Ο.Σ. κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Απειλεί εναντίον της εναγομένης χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ για την περίπτωση παραβάσεως της προηγούμενης διατάξεως.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα τριάντα χιλιάδες (30.000,00) ευρώ.
Όπως αναγραφόταν στην σύμβαση η διαβίβαση και η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των δανειοληπτών από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε γινόταν σύμφωνα με το Ν 2472/1997 .
Ο νόμος 2472/1997 αναφέρει (σχετικό 35) :
Στο άρθρο 4 παρ. 1, στοιχ.: «τα δεδομένα πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών».
Στο άρθρο 4 παρ 2 : Η τήρηση της διατάξεως της προηγούμενης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεχθεί ή υφίστανται επεξεργασία, κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η αρχή αν εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως ή μετά από σχετική καταγγελία παράβαση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλει την διακοπή της συλλογής ή της επεξεργασίας και την καταστροφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη συλλεγεί η τύχη επεξεργασίας.
Στο άρθρο 7- επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων.
Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων καθώς και την ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου ύστερα από άδεια της αρχής όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις.
Α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεση του εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στον νόμο ή τα χρηστά ήθη.
Έχοντας εξασφαλίσει όπως φαίνεται με τους ανωτέρω αθέμιτους και παράνομους τρόπους οι τράπεζες την συναίνεση των δανειοληπτών και εγγυητών δημιούργησαν ένα τεράστιο αρχείο το όποιο σύμφωνα με την ειδησεογραφία περιλαμβάνει πάνω από 3.500.000 άτομα με μηδέν κόστος. Δηλαδή ενώ η αγορά του εμπορεύματος σε κάθε εταιρεία κόστιζε πάρα πολλά χρήματα για την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ το κόστος αυτό ήταν μηδέν, αφού το εμπόρευμα της ήταν η «πληροφορία» την οποία όμως την αποκτούσε δωρεάν.
Στην πραγματικότητα ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ έλλειψη αυστηρού νομοθετικού πλαισίου που να καλύπτει τις δραστηριότητες του , αντί να πληρώσει τεράστιο ποσό χρημάτων για την δημιουργία τέτοιου αρχείου χρησιμοποίησε τα προσωπικά δεδομένα των δανειοληπτών τα οποία του διαβιβαζόταν δωρεάν ως ένα πολύ μεγάλο εργαλείο Marketing εξεύρεσης νέων φερέγγυων πελατών για τις ίδιες τις τράπεζες αφού όλες είχαν πλέον ανεξέλεγκτη πρόσβαση στο αρχείο αυτό και το χρησιμοποίησαν για εξεύρεση νέων πελατών σε κερδοφόρες δραστηριότητες των . Έτσι ήταν συνηθέστατο φαινόμενο στα χρόνια πριν το μνημόνιο, οι τράπεζες να στέλνουν πιστωτικές κάρτες στα σπίτια φερέγγυων ατόμων που δεν ήταν πελάτες των ή εκπρόσωποι των να επισκέπτονται φερέγγυες επιχειρήσεις που δεν ήταν πελάτες των και τους οποίους είχαν στοχοποιήσει από την έρευνα των προσωπικών των δεδομένων που είχε επεξεργαστεί ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ και να τους πληροφορούν ότι μπορούσαν να τις χρηματοδοτήσουν, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από αυτές τις νέες συνεργασίες.
Ενώ όπως φαίνεται οι εξαπατηθέντες ή εκβιαζόμενοι δανειολήπτες είχαν συναινέσει στην δωρεάν διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών των δεδομένων των από τον ΤΕΙΡΕΣΙΑ Α.Ε με την έγγραφη προϋπόθεση ότι αποδέκτες θα ήταν μόνο πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ άρχισε να εμπορεύεται σε τρίτους τα προσωπικά δεδομένα των πελατών των εν άγνοια και χωρίς την συναίνεση των όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμό 185/2014 Απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων προσωπικού Χαρακτήρα και η οποία του επέβαλε πρόστιμο 75.000 ευρώ για την παρανομία του αυτή. (σχετικό 36).
Εκτός της ανωτέρω εμπορίας των προσωπικών δεδομένων των δανειοληπτών κατ’ ευθείαν από το site της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, ( σχετικό 37) όπως προκύπτει από τον τύπο και αναρτήσεις στο internet υπήρχε άμεση διασύνδεση της ηγεσίας του ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΑΕ με εισπρακτικές εταιρείες (σχετικό 38- 39) ( HYPERLINK) και πλειστηριασμούς ακινήτων δανειοληπτών που είχαν εξαπατηθεί ή εκβιαστεί να συναινέσουν στην διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών των δεδομένων κατά την υπογραφή της σύμβασης δανείου.
Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το καταστατικό ίδρυσης της εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ που είναι δημοσιευμένο στο ΦΕΚ 6322/3-9-1997 (σχετικό 40) σκοπός της εταιρείας είναι : Η ανάπτυξης , λειτουργία και διαχείριση πληροφοριακών συστημάτων τα οποία αποσκοπούν αα) Στην προαγωγή και την προστασία του θεσμού της πίστης και την εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών….. . και συνεπώς με αυτόν το σκοπό δηλώθηκε σαν εταιρεία στο επιμελητήριο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ και θεώρησε τα βιβλία του για την ενάσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Ο ανωτέρω σκοπός όμως είναι τελείως διαφορετικός από την πραγματική δραστηριότητα του που ήταν η συλλογή , διαβίβαση και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και των δεδομένων της οικονομικής συμπεριφοράς για επιχειρήσεις και ιδιώτες συνεπώς γεννούνται εύλογα ερωτηματικά πως νομιμοποιείται ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ από το Σεπτέμβριο 1997 που ιδρύθηκε να κάνει νόμιμα τις πραγματικές δραστηριότητες που κάνει.
13.1.1) Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν όπως φαίνεται ο εκάστοτε πρόεδρος του Δ.Σ της εταιρείας ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ με τον διακριτικό τίτλο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, τα πρόσωπα, τα στελέχη της ανωτέρω εταιρείας και οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι, τα Διοικητικά Συμβούλια και τα στελέχη των τραπεζών που ήταν ή είναι μέτοχοι της ανωτέρω εταιρείας , ως και οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι, τα Διοικητικά Συμβούλια και τα στελέχη των τραπεζών που δεν ήταν μεν μέτοχοι στην ανωτέρω εταιρεία αλλά συμμετείχαν στην διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων των πελατών των και είχαν πρόσβαση να λαμβάνουν και να διαχειρίζονται on line τα επεξεργασμένα στοιχεία του αρχείου της εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, με τη βοήθεια και των νομίμων αντιπροσώπων τους (διευθυντών, υποδιευθυντών, προϊσταμένων χορηγήσεων, στελεχών και υπάλληλων του τμήματος χορηγήσεων κάθε τοπικού υποκαταστήματος κάθε τράπεζας) κατάρτισαν πανελλαδικής εμβέλειας σχέδιο εξαπάτησης των δανειοληπτών και εγγυητών συγκροτώντας σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από περισσότερα των 3 προσώπων (οργάνωση). Εάν συγκροτήθηκε η οργάνωση αυτή, φαίνεται ότι πραγματικός σκοπός της ήταν ότι αφού εξαπατηθούν ή εκβιαστούν οι δανειολήπτες και οι εγγυητές να συναινέσουν στην ΔΩΡΕΑΝ διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών των δεδομένων και της οικονομικής συμπεριφοράς των ιδίων και των εταιρειών των στην εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, η οποία στην συνέχεια συγκεντρώνοντας τα προσωπικά αυτά δεδομένα και τα δεδομένα της οικονομικής των συμπεριφοράς θα δημιουργήσει και θα επεξεργαστεί ένα τεράστιο αρχείο με προσωπικά δεδομένα ατόμων και επιχειρήσεων από εκατομμύρια άτομα στα οποία αρχικά θα είχαν πρόσβαση όχι μόνο η τράπεζα που συνεργαζόταν ο δανειολήπτης αλλά θα υπήρχε επίσης ανεξέλεγκτη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των τραπεζών και των υποκαταστημάτων των σε όλη την Ελλάδα οι οποίες έτσι θα είχαν στην διάθεση των ένα τεράστιο ΔΩΡΕΑΝ αρχείο (που εάν το έκαναν με άλλο τρόπο θα τους κόστιζε πολλά εκατομμύρια ευρώ) για το Marketing και την εξεύρεση υποψηφίων φερέγγυων πελατών σε κερδοφόρες για αυτές δραστηριότητες, ως επίσης να ΕΜΠΟΡΕΥΤΟΥΝ επ αμοιβή τις ΔΩΡΕΑΝ πληροφορίες που τους είχαν διαβιβαστεί σε οποιονδήποτε τρίτο (ακόμη και σε ανταγωνιστή ή σε άτομα που είχαν διένεξη) που ήθελε να πληρώσει για να λάβει γνώση των πληροφοριών του αρχείου.
Οι ανωτέρω , έχοντας έτσι διαμορφώσει, δια μέσου των υπαρχόντων καταστημάτων και υποκαταστημάτων των τραπεζών των και στελέχωσή των, την πανελλαδική – εκτεταμένη υποδομή και την οργανωμένη ετοιμότητά τους, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της απάτης και της εκβίασης των Δανειοληπτών, που διέπρατταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι των υποκαταστημάτων των ανά την επικράτεια κατά την διαδικασία υπογραφής συμβάσεων με τους δανειολήπτες και με σκοπό να πορίζονται παράνομα περιουσιακά οφέλη – κέρδη – εισοδήματα υπέρ της εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ αλλά και υπέρ της κάθε μεμονωμένης τράπεζας που έκανε χρήση του αρχείου αυτού, ως νομικού προσώπου επιδιώκοντας τη διάπραξη πολλών κακουργημάτων που προβλέπονται στα Άρθρα: 385 Π.Κ (εκβίαση) 386 Π.Κ. (περί απάτης), 404 Π.Κ. (περί τοκογλυφίας) κλπ.
ΑΠΑΤΗ ΚΑΤΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ- ΕΚΒΙΑΣΗΣ
13.1.2) Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του κάθε υποκαταστήματος τράπεζας φαίνεται ότι παρίσταναν ψευδώς κατά την διαδικασία της υπογραφής της σύμβασης με το δανειολήπτη και τους εγγυητές ότι τα αναγραφόμενα στην προδιατυπωμένη σύμβαση πίστωσης που είχε ετοιμάσει η Ελληνική Ένωση Τραπεζών ( βλ. ΑΠ 1219/2001) και προοριζόταν για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών δανειοληπτών που θα συμβαλλόταν με την τράπεζα ήταν αυτά που όριζε ο νόμος με αποτέλεσμα να πείθουν τον αντισυμβαλλόμενο δανειολήπτη να υπογράφει την σύμβαση και να συναινεί έτσι εξαπατηθείς στην διαβίβαση προς επεξεργασία των προσωπικών και οικονομικών του δεδομένων από την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι αφενός ο δανειολήπτης είχε δικαίωμα να μην δώσει την συναίνεση του αυτή και αφετέρου ότι η επιδιωκόμενη «συναίνεση» του δανειολήπτη που επιδιωκόταν με τον τρόπο αυτό ήταν παράνομη όπως αναφέρει και η υπ’ αριθμό 147/2004 Απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
13.1.3) Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του κάθε υποκαταστήματος τράπεζας φαίνεται ότι παρίσταναν ψευδώς στην περίπτωση που ο δανειοδοτούμενος έφερνε αντιρρήσεις ως προς το θέμα της επεξεργασίας των προσωπικών του στοιχείων από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, ότι αποδέκτες των δεδομένων των θα ήταν μόνο πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και όχι ο οποιανδήποτε τρίτος που πιθανόν να ήταν και ανταγωνιστές του ή να ήταν σε διένεξη ενώ γνώριζαν ότι η αλήθεια την οποία και δολίως του απέκρυψαν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώνουν, στους υποψήφιους πελάτες –δανειολήπτες, τον σύμφωνα με το δίκαιο και νόμιμο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος και με καλή πίστη στις τραπεζικές συναλλαγές ότι τα ανωτέρω ΔΩΡΕΑΝ διαβιβαζόμενα προσωπικά δεδομένα και πληροφορίες της επαγγελματικής των συμπεριφοράς ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ τα μετέτρεπε σε εμπόρευμα και τα διάθετε επ αμοιβή σε οποιανδήποτε τρίτο κατέβαλε το ζητούμενο τίμημα εν αγνοία των υποκειμένων.
13.1.4) Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του κάθε υποκαταστήματος τράπεζας φαίνεται ότι στην περίπτωση που ο δανειοδοτούμενος δεν πειθόταν να συναινέσει στην διαβίβαση των προσωπικών και οικονομικών δεδομένων τους στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΑΕ του δήλωναν ότι δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην χορήγηση του δανείου του, εάν δεν συναινούσε στην διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων από την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΑΕ και έτσι εκβιαζόμενος ο δανειολήπτης συναινούσε και για αυτό όπως αναφέρει και η υπ’ αριθμό 147/2004 Απόφαση του Εφετείου Αθηνών , πιθανολογείται δε ότι δεν υπάρχει ουδείς δανειολήπτης ή εγγυητής που τα δεδομένα του βρίσκονται στο αρχείο του ΤΕΙΡΕΣΙΑ ΑΕ να μην έχει συναινέσει στην επεξεργασία των με τον ανωτέρω τρόπο.
13.2.) Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Η εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, από το Σεπτέμβριο 1997 που ιδρύθηκε δραστηριοποιούταν με νόμιμο τρόπο στην συλλογή επεξεργασία και αναμετάδοση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και των δεδομένων της οικονομικής συμπεριφοράς για επιχειρήσεις και ιδιώτες αφού ο σκοπός ιδρύσεως του βάσει του καταστατικού ιδρύσεως του (ΦΕΚ 6322/3-9-1997) ήταν διαφορετικός και συγκεκριμένα ήταν «Η ανάπτυξης , λειτουργία και διαχείριση πληροφοριακών συστημάτων τα οποία αποσκοπούν αα) Στην προαγωγή και την προστασία του θεσμού της πίστης και την εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών….. .» και συνεπώς με αυτόν το σκοπό δηλώθηκε σαν εταιρεία στο επιμελητήριο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ και θεώρησε τα βιβλία του για την ενάσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του.
Β) Εάν πρέπει να εφαρμοστεί η απαγορευτική διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του νόμου 2472/1997 αφού από τα ανωτέρω φαίνεται ότι η συγκατάθεση του υποκειμένου έχει αποσπασθεί με τρόπο που αντίκειται στον νόμο ή τα χρηστά ήθη.
Γ) Εάν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 4 παρ 2 του νόμου 2472/1997 που αναφέρει ότι : Η τήρηση της διατάξεως της προηγούμενης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεχθεί ή υφίστανται επεξεργασία, κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η αρχή αν εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως ή μετά από σχετική καταγγελία παράβαση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλει την διακοπή της συλλογής ή της επεξεργασίας και την καταστροφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν ήδη συλλεχθεί η τύχη επεξεργασίας.
Δ) Εάν η τράπεζα Eurobank αλλά και όλες οι άλλες Τράπεζες και ο ΤΕΡΕΣΙΑΣ ΑΕ εφάρμοσαν την υπ’ αριθμό 147/2004 Απόφασης του Εφετείου Αθηνών αφού αυτή είχε εκδοθεί επί συλλογικής αγωγής και συνεπώς αποτελεί δεδικασμένο και παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων και αν δεν ήσαν διάδικοι.
13.3) Το άρθρο 5 του ν 2472/1997 – Προϋποθέσεις επεξεργασίας
αναφέρει ότι:
Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεση του.
Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς την συγκατάθεσή όταν α)…β)…γ) δ) ε) « Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό των όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς του δικαιώματος των συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών»
Η Αρχή, με τις κανονιστικές αποφάσεις 24/2004 (σχετικό 41) , 25/2004 (σχετικό 42) και 26/2004 (σχετικό 43) όρισε τις προϋποθέσεις τήρησης αρχείου από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε
Η υπ’ αριθμό 24/2004 απόφαση αναφέρει σχετικά ότι :
Ο σκοπός της επεξεργασίας είναι η ελαχιστοποίηση των κινδύνων από τη σύναψη πιστωτικών συμβάσεων με αφερέγγυους πελάτες και εν γένει από τη δημιουργία επισφαλών απαιτήσεων και τελικά η προστασία της εμπορικής πίστης και η εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών. Η επεξεργασία είναι πράγματι «απολύτως αναγκαία» για την ικανοποίηση του σκοπού αυτού, ενώ η προστασία της εμπορικής πίστης, στη σύγκριση με τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, μπορεί να θεωρηθεί ότι «υπερέχει προφανώς», υπό την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε΄. Συνεπώς, η επεξεργασία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, αφού βέβαια αυτό ενημερωθεί (άρθρα 11 παρ. 1 και 24 παρ. 3 του ν. 2472/1997).
Στην υπ’ αριθμό 26/2004 απόφαση αναφέρει σχετικά ότι :
Το νόμιμο της συλλογής των πληροφοριών από τις εταιρείες εμπορίας πληροφοριών (εφεξής εταιρείες) χωρίς συγκατάθεση του υποκειμένου
Η εξ επαγγέλματος συλλογή πληροφοριών για τα υπό 1 δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι νόμιμη με βάση την εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε του Ν.2472/97 γιατί πρώτον είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος το οποίο επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο τρίτος αποδέκτης των δεδομένων. Το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον συνίσταται στην άσκηση του δικαιώματος οικονομικής ελευθερίας με βάση πληροφορίες που εξασφαλίζουν την εμπορική πίστη, την αξιοπιστία και την ασφάλεια των συναλλαγών. Είναι εύλογο ότι χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης σε ορθές και επίκαιρες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν την πιστοληπτική ικανότητα των συναλλασσόμενων η ικανοποίηση του εν λόγω εννόμου συμφέροντος δυσχεραίνεται σημαντικά. Δεύτερον το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον υπερέχει προφανώς των συμφερόντων του υποκειμένων που δεν θίγονται ουσιωδώς και πάντως η ικανοποίησή τους δεν θίγει τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων. Για να συμβεί αυτό η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να πραγματοποιείται υπό τους ακόλουθους τουλάχιστον περιορισμούς:
Από τα ανωτέρω υπονοείται ( αφού δεν αναφέρεται ρητά και συγκεκριμένα στις ανωτέρω αποφάσεις ότι η Αρχή χορηγεί την άδεια στην συγκεκριμένη ιδιωτική εταιρεία ούτε και αναφέρεται με ποιες προϋποθέσεις χορηγείται η αδεία αυτή) ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσωπικού Χαρακτήρα χορήγησε άδεια στην ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ να λειτουργήσει ως ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οικονομικής συμπεριφοράς των υποκειμένων δηλαδή να συγκεντρώνει , να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και οικονομικής συμπεριφοράς και να δίνει πρόσβαση σε αυτά στους αποδέκτες που θα είναι μόνο οι τράπεζες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρείες διαχείρισης πιστωτικών καρτών, καθώς και φορείς του δημόσιου τομέα, όχι τρίτοι μετέχοντες στις οικονομικές συναλλαγές και ακόμη λιγότερο μη μετέχοντες και στους οποίους με την υπ’ αριθμό 25/2004 απόφαση προστέθηκαν Οι εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (του Ν.1905/90 – Ν. 2076/92, αρ. 24, παρ.1, εδ.β). και οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (του Ν.1665/86 όπως ισχύει – Ν.2076/92, αρ. 24, παρ.1, εδ. γ).
Επίσης σύμφωνα με τις ανωτέρω αποφάσεις της Αρχής η χορήγηση της άδειας στην ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ χορηγήθηκε διότι η Αρχή δέχτηκε ότι η εταιρεία αυτή δραστηριοποιούμενη στην κατ΄ επάγγελμα συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οικονομικής συμπεριφοράς των υποκειμένων, πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου για να ενταχθεί στην εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε του Ν.2472/97 αναφέροντας σχετικά ότι « Η εξ επαγγέλματος συλλογή πληροφοριών για τα υπό 1 δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι νόμιμη με βάση την εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε του Ν.2472/97 γιατί πρώτον είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος το οποίο επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο τρίτος αποδέκτης των δεδομένων. Το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον συνίσταται στην άσκηση του δικαιώματος οικονομικής ελευθερίας με βάση πληροφορίες που εξασφαλίζουν την εμπορική πίστη, την αξιοπιστία και την ασφάλεια των συναλλαγών …. Δεύτερον το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον υπερέχει προφανώς των συμφερόντων του υποκειμένων που δεν θίγονται ουσιωδώς και πάντως η ικανοποίησή τους δεν θίγει τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Αρχή δέχεται ότι η δραστηριότητα της ιδιωτικής εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου 2472/97 και χορηγεί την αιτούμενη άδεια αλλά ΔΕΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΕΙ ούτε κατά ελάχιστον :
Α) Ποίο είναι το έννομο συμφέρον των άλλων τραπεζών ( έκτος της τράπεζας που χρηματοδοτεί το υποκείμενο) και των εταιριών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης καιγιατί το έννομο αυτό συμφέρον υπερέχει προφανώς των συμφερόντων των υποκειμένων και είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του η δημιουργία και επεξεργασία του αρχείου αυτού από την ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ και πως εξασφαλίζεται η εμπορική πίστης όταν οι άλλες τράπεζες και οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και χρηματοδοτικής μίσθωσης «μπαίνουν» στο αρχείο αυτό on line όποτε θέλουν και μελετούν τα προσωπικά δεδομένα και την οικονομική συμπεριφορά του δανειολήπτη – υποκειμένου με τις όποιο ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ.
Και ο ποιο αδαής καταλαμβάνει ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι προσχηματικό το έννομο συμφέρον που προτάσσει η ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ το οποίο μάλιστα παρουσιάζει ως απολύτως αναγκαίο για να της χορηγηθεί η άδεια και το όποιο δέχτηκε η Αρχή και χορήγησε την άδεια αυτή και ότι υπάρχει μόνο το οικονομικό ενδιαφέρον των αποδεκτών που αποκτούσαν πρόσβαση σε ένα τεράστιο πελατολόγιο πάνω από 3.500.000 προσώπων και εταιρειών που δημιούργησε η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ χωρίς κόστος και το οποίο γινόταν έτσι ένα πολύτιμο εργαλείο Marketing εξεύρεσης νέων φερέγγυων πελατών για τις ίδιες τις τράπεζες αφού όλες είχαν πλέον ανεξέλεγκτη πρόσβαση στο αρχείο αυτό και το χρησιμοποίησαν για εξεύρεση νέων πελατών σε κερδοφόρες δραστηριότητες των . Έτσι ήταν συνηθέστατο φαινόμενο στα χρόνια πριν το μνημόνιο οι τράπεζες να στέλνουν πιστωτικές κάρτες στα σπίτια φερέγγυων ατόμων που δεν ήταν πελάτες των ή εκπρόσωποι των να επισκέπτονται φερέγγυες επιχειρήσεις που δεν ήταν πελάτες των και τους οποίους είχαν στοχοποιήσει από την έρευνα των προσωπικών και οικονομικών δεδομένων που είχε επεξεργαστεί ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε και να τους δελεάζουν με τις προτάσεις των για συνεργασία.
Εάν πράγματι ενδιέφεραν οι πληροφορίες που εξασφαλίζουν την εμπορική πίστη, την αξιοπιστία και την ασφάλεια των συναλλαγών θα μπορούσε να σχεδιαστεί με άλλες διαδικασίες το δικαίωμα πρόσβασης των αποδεκτών, όταν αυτό θα απαιτείτο από μελλοντική συνεργασία με το υποκείμενο, που τότε θα υπήρχε και το έννομο συμφέρον, που οι διαδικασίες αυτές όμως δεν καλύπτονται όμως από το νόμο Ν.2472/97 .
Β) Η υπ αριθμό 26/2004 απόφαση της Αρχής αναφέρει ότι : Η εξ επαγγέλματος συλλογή πληροφοριών για τα υπό 1 δεδομένα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι νόμιμη με βάση την εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε του Ν.2472/97 …… Η Αρχή ΔΕΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΕΙ ΠΩΣ ΔΕΧΕΤΑΙ ότι το συγκεκριμένο άρθρο που επικαλείται και στο οποίο βασίστηκε για να χορηγήσει την άδεια στην εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ που κατά επάγγελμα δραστηριοποιείται στην συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφού το άρθρο που επικαλείται δεν αναφέρει πουθενά για την «εξ επαγγέλματος συλλογή πληροφοριών» , αλλά αντιθέτως το πνεύμα όλου του άρθρου 5 είναι για πληροφορίες που συλλέγονται «εξαιτίας επαγγέλματος».
Σημειώνεται επίσης ότι μόνο κατά όνομα η εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ είναι μη κερδοσκοπική εταιρεία αφού οι τράπεζες που ήταν μέτοχοι του κέρδιζαν τεράστια ποσά από την αξιοποίηση του πελατολογίου των 3.500.000 ατόμων που είχαν κάνει με τις ΔΩΡΕΑΝ πληροφορίες των προσωπικών και οικονομικών δεδομένων των υποκειμένων.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Ορθώς χορηγήθηκε άδεια στην ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ εξ επαγγέλματος να συλλέγει, επεξεργάζεται και να χορηγεί πρόσβαση στο επεξεργασμένο αρχείο όλων των δανειοληπτών και εγγυητών σε άλλες τράπεζες οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνεργασία με το υποκείμενο – δανειολήπτη με το αιτιολογικό ότι είναι απολύτως αναγκαίο για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που υπερέχει προφανώς των συμφερόντων του υποκειμένων και που υπηρετεί η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ αφού στην πραγματικότητα το αρχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως πελατολόγιο 3.500.000 ατόμων και επιχειρήσεων στο marketing των τραπεζών για εξεύρεση και στοχοποίηση φερέγγυων πελατών.
13.4) Όπως αναφέρει η Αρχή στην υπ’ αριθμό 185/2004 απόφασή της (σχετικό 36) με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΓΝ/ΕΙΣ/1136/10-06-2014 έγγραφό της, η εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. γνωστοποιεί στην Αρχή τη λειτουργία του συστήματος με την ονομασία «Τειρεσίας Σύστημα Ελέγχου Κινδύνων» (ΤΣΕΚ). Σκοπός του συστήματος αυτού είναι η παροχή πληροφοριών οικονομικής συμπεριφοράς για την διαπίστωση της πιστοληπτικής ικανότητας πάσης φύσεως επιχειρήσεων…………… Συγκεκριμένα, κατά την αιτούσα, τα δεδομένα στα οποία παρέχεται πρόσβαση είναι εκείνα που προβλέπονται στην Απόφαση 26/2004 της Αρχής πλέον αυτών που αφορούν στο ν. HYPERLINK “http://www.taxheaven.gr/laws/law/index/law/233” \t “_blank”3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», υποκείμενα δε αυτών των δεδομένων είναι μόνο τα επί πιστώσει συναλλασσόμενα με τους ανωτέρω αποδέκτες νομικά και φυσικά πρόσωπα. Πρόσβαση στα ως άνω δεδομένα μπορούν πλέον να έχουν, κατά δήλωση της αιτούσας, εκτός των νομικών προσώπων, και φυσικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων του Αστικού Κώδικα που ασκούν εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική, γεωργική ή άλλη επιχείρηση στην Ελληνική Επικράτεια ή σε άλλη χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και την Ελβετία, προκειμένου να αντλούν δεδομένα για τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία συναλλάσσονται με πίστωση και, συνεπώς, αναλαμβάνουν σχετικό πιστωτικό κίνδυνο, ώστε αφενός καθίσταται απαραίτητος ο έλεγχος της φερεγγυότητας των αντισυμβαλλομένων τους και αφετέρου είναι προφανές το έννομο συμφέρον πρόσβασης στην συγκεκριμένη υπηρεσία. Σημειωτέον ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες αντλούνται από το αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, το οποίο λειτουργεί νομίμως σύμφωνα με την Απόφαση 24/2004 της Αρχής για την προστασία των τραπεζών και των θυγατρικών τους εταιρειών από αφερέγγυους πελάτες.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσωπικού Χαρακτήρα επέβαλε πρόστιμο 75.000 ευρώ στη ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ με την υπ’ αριθμό 185/2004 Απόφαση της (σχετικό 36) διότι έκρινε ότι ο σκοπός για τον οποίο η Αρχή είχε χορηγήσει άδεια στην ιδιωτική εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ με την υπ’ αριθμό 24/2004 απόφαση ήταν διαφορετικός από τον σκοπό της υπηρεσίας ΤΣΕΚ.
Επίσης η υπ’ αριθμό 186/2004 απόφαση της Αρχής (σχετικό 44) αναφέρει σχετικά για την υπηρεσία ΤΣΕΚ ότι: « Συνεπώς ο σκοπός αυτός διαφέρει του αναφερόμενου στην απόφαση 24/2004 της Αρχής και προσομοιάζει απολύτως αν δεν ταυτίζεται προς τον σκοπό των εταιρειών διαπίστωσης πιστοληπτικής ικανότητας της απόφασης 26/2004 της Αρχής. Υπό την έννοια αυτή η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ επιτρέπεται να τηρεί και να επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα για τον νέο σκοπό υπό τους αυτούς όρους όπως και οι άλλες εταιρείες διαπίστωσης πιστοληπτικής ικανότητας.
Η απόφαση 26/2004 ενώ αναφέρεται στο κεφάλαιο Β παρ.1 για το νόμιμο της συλλογής των πληροφοριών από τις εταιρείες εμπορίας πληροφοριών (εφεξής εταιρείες) χωρίς συγκατάθεση του υποκειμένου, δεν αναφέρει και δεν συγκεκριμενοποιεί ποιοι είναι οι αποδέκτες που νομιμοποιούνται να κάνουν χρήση του αρχείου. Επίσης η υπ΄ αριθμό 186/2014 απόφαση της Αρχής (σχετικό 44) όχι μόνο δεν αναφέρει και δεν συγκεκριμενοποιεί ποιοι είναι οι αποδέκτες που νομιμοποιούνται να κάνουν χρήση του αρχείου αλλά δεν διευκρινίζει και ποια σημεία της αίτησης της αιτούσας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ έκανε αποδεκτά. Συνεπώς δεν είναι γνωστό εάν αποδέχτηκε το ζητούμενο με την αίτηση ότι υποκείμενα των δεδομένων είναι μόνο τα επί πιστώσει συναλλασσόμενα με τους ανωτέρω αποδέκτες νομικά και φυσικά πρόσωπα και στην περίπτωση αυτή δεν διευκρίνισε με ποια διαδικασία μπορεί να διαπιστωθεί αναμφισβήτητα εάν ο αποδέκτης παρέχει πίστωση στο υποκείμενο ή απλώς το επικαλείται με αποτέλεσμα τελικά τα δεδομένα να διανέμονται στον οποιονδήποτε μπορεί να καταβάλει το ζητούμενο τίμημα που κάλλιστα μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ακόμη και ο ανταγωνιστής ή και διάδικος με το υποκείμενο.
Σημειώνεται ότι μετά την έκδοση της υπ αριθμό 186/2014 απόφασης της Αρχής, η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ διαθέτει επί αμοιβή τα δεδομένα των δανειοληπτών – υποκειμένων μέσω της υπηρεσίας της ΤΣΕΚ όπως προκύπτει από το επίσημο site της (σχετικό 37).
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Η εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ νομιμοποιείται να παρέχει πληροφορίες με αμοιβή μέσω του συστήματος ΤΣΕΚ που έχει δημιουργήσει και εάν η απάντηση είναι καταφατική, σε ποιους αποδέκτες και πως αποδεικνύεται ότι πρόκειται για συνεργασίες επί πιστώσει μεταξύ των υποκειμένων και των αποδεκτών και με ποια διαδικασία.
13.5) Κατόπιν των ανωτέρω δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά κατά πόσο ο νόμος 2472/1997 είναι το σωστό νομικό πλαίσιο για να ορίσει τις προϋποθέσεις με τις οποίες να δραστηριοποιούνται ιδιωτικές εταιρείες του μεγέθους της εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ που έχουν αντικείμενο την κατ’ επάγγελμα συλλογή προσωπικών δεδομένων και οικονομικής συμπεριφοράς σχεδόν όλων των ενεργών ελλήνων με αποδέκτες σχεδόν τον οποιονδήποτε τρίτον αφού ενδεικτικά:
Α) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει τι προϋποθέσεις πρέπει να έχει κάποιος και με ποιόν τρόπο και κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να ιδρύσει κάποιος τέτοιου είδους εταιρεία που να μπορεί κατ’ επάγγελμα να κάνει συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων όπως κάνει ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε
Β) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει επ’ ακριβώς ποιες ιδιότητες πρέπει να έχει τρίτος για να γίνετε αποδέκτης των πληροφοριών του αρχείου
Γ) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει πως θα γίνονται τυχόν «αγοροπωλησίες» πληροφοριών αφού είναι φυσιολογικό όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας συλλέγει και επεξεργάζεται κατ’ επάγγελμα πληροφορίες να έχει κόστος όταν τις συλλέγει και έσοδα όταν τις πουλά και εάν το υποκείμενο πρέπει να λαμβάνει αμοιβή για τα προσωπικά του δεδομένα που διαβιβάζονται και επεξεργάζονται αφού αυτά πλέον είναι «εμπόρευμα προς πώληση» στα χέρια του υπεύθυνου επεξεργασίας και ο οποίος κερδίζει σημαντικότατα ποσά από την πώληση αυτών.
Δ) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει για τα ασυμβίβαστα που πρέπει να υπάρχουν.
Ε) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει πως θα προστατεύεται το υποκείμενο προκειμένου να μην περιέλθουν σε γνώση ανταγωνιστή του τα προσωπικά και οικονομικά του δεδομένα αφού δεν προβλέπει την συναίνεση του υποκειμένου πριν οι αποδέκτες λάβουν γνώση των προσωπικών των δεδομένων.
Ε) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει τις αποζημιώσεις που δικαιούνται τα θύματα των οποίων τα ευαίσθητα προσωπικά τους στοιχεία έγιναν εν αγνοία τους εμπόρευμα προς πώληση.
ΣΤ) Ο νόμος 2472/1997 δεν προβλέπει και δεν υιοθετεί την βασικότερη αρχή που πρέπει να διέπει την δραστηριότητα της συλλογής , επεξεργασίας και διανομής των προσωπικών δεδομένων ήτοι ότι ένας πολίτης ή μια εταιρεία (υποκείμενο) δίνει την άδεια σε μια Αρχή ή σε ιδιωτικές εταιρείες που κατά επάγγελμα συλλέγουν και επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα και δεδομένα επαγγελματικής συμπεριφοράς σύμφωνα με συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, να δημιουργήσει φάκελο με πληροφορίες που τον αφορούν και στην συνέχεια ο ίδιος (υποκείμενο) μέσω της Αρχής ή των ιδιωτικών εταιρειών δίνει την άδεια σε όποιον ενδιαφερόμενο θέλει να δει αυτές τις πληροφορίες. Εάν δεν δώσει την άδεια ο τρίτος που ζήτησε να δει τα δεδομένα του αξιολογεί όπως νομίζει την άρνηση αυτή. Όλες οι χώρες που έχουν προηγηθεί από την Ελλάδα στην δημιουργία τέτοιων αρχείων που με αυτές τις προϋποθέσεις είναι πράγματι απαραίτητο για την εμπορική πίστη έχουν θεσπίσει νόμους με το ανωτέρω σκεπτικό όπως οι ΗΠΑ με τον νόμο « THE FAIR CREDIT REPOTING ACT (FCRA), 15 U.S.C./1681 et seq.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Ο νόμος 2472/1997 είναι το σωστό νομικό πλαίσιο για να ορίσει τις προϋποθέσεις και να παρακολουθήσει την νόμιμη λειτουργία της εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ που έχει αντικείμενο την κατ’ επάγγελμα συλλογή προσωπικών δεδομένων και οικονομικής συμπεριφοράς σχεδόν όλων των ενεργών ελλήνων με αποδέκτες σχεδόν τον οποιονδήποτε τρίτον ή όχι
Β) Εάν καταλήξετε σε αρνητική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα να διερευνήσετε εάν η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ήταν η αρμοδία υπηρεσία για να παραλάβει τις γνωστοποιήσεις τις ιδιωτικής εταιρείας ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ και στην συνέχεια να αξιολογήσει αυτές.
Γ) Εάν καταλήξετε σε αρνητική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα να διερευνήσετε εάν η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα πρέπει να αναθεωρήσει την απόφαση της και να ανακαλέσει την αδεία που είχε χορηγήσει στην ιδιωτική εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.
14
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΑΛΑΝ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΟΙ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΙ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΩΝ ΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΘΕΜΙΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΛΟΝ ΑΠΟ ΤΟ 2002 ΕΩΣ 2015.
Παραθέτω τον κατωτέρω πίνακα:
14.1) Εις τον ανωτέρω πίνακα δια τον υπολογισμό του ποσού που κατέβαλαν αχρεωστήτως οι δανειοδοτούμενοι στις τράπεζες χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν, ακολουθήθηκε η εξής μέθοδος:
Η μελέτη βασίζεται στα επιχειρηματικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου διότι δίνουν ένα ικανοποιητικό μέσο όρο αφού εφ΄ ενός είναι η μεγαλύτερη κατηγορία δανείων και τα επιτόκια τους είναι χαμηλότερα από τα επιτόκια των δανείων καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες) και υψηλότερα από τα στεγαστικά δάνεια.
Η μελέτη περιορίζεται από το 2002 που δημιουργήθηκε η ευρωζώνη στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα έως και το 2015.
Για όλα τα χρόνια ελήφθη ως συνολικός δανεισμός το ποσό των 230 δις όπως αναφέρεται επανειλημμένως στην ειδησεογραφία.
Ο διαχωρισμός του ποσού του συνολικού δανεισμού των 230 δις ευρώ σε ενήμερα δάνεια και σε δάνεια σε καθυστέρηση έγινε για τα έτη 2007 έως και 2015 σύμφωνα με τα ποσοστά που είχε δώσει σε δημοσιότητα η Τράπεζας της Ελλάδος και τα οποία είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα κέρδος On line της 17-1-2016 (σχετικό 45)HYPERLINK. Για τα έτη από 2002 έως 2007 υπολογίστηκαν στο ποσό των 4,5% που ήταν το ποσό που είχε δημοσιεύσει η τράπεζα της Ελλάδος για το τελευταίο έτος (2007).
Το ποσοστό των παράνομων χρεώσεων που αναφέρεται στον ανωτέρω πίνακα πρόεκυψε από ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ που προκύπτει από τα επιτόκια που συνήθως χρέωναν οι ελληνικές τράπεζες στο κάθε έτος της μελέτης με το θεμιτό επιτόκιο που είναι ο μέσος ετήσιος όρος των επιτοκίων που χρησιμοποιούσαν οι τράπεζες της ευρωζώνης (σχετικό 13). Τα επιτόκια που συνήθως χρέωναν οι Ελληνικές Τράπεζες προσαυξήθηκαν με 0,60% της εισφοράς του Ν.128/75 με το όποιο παράνομα επιβάρυναν οι τράπεζες τα δάνεια και προσαυξήθηκαν επιπλέον με 1,40% που περίπου επίσης επιβάρυναν παράνομα οι τράπεζες εκτοκίζοντας τα δάνεια με το έτος των 360 ημερών, την διαφορά του τρίμηνου ανατοκισμού που έκαναν πάλι παράνομα οι τράπεζες αντί του νόμιμου εξάμηνου ανατοκισμού. Η προσαύξηση αυτή των 4 περιπτώσεων είναι ελάχιστη μπροστά στις πάνω από 50 προσαυξήσεις που έκαναν οι τράπεζες σύμφωνα με τις 124 επισυναπτόμενες δικαστικές αποφάσεις.
Με την ανωτέρω μέθοδο υπολογίζονται μόνο τμήμα από τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα αθέμιτα κατά το υπερβάλλον των θεμιτών επιτοκίων του μέσου όρου των επιτοκίων της ευρωζώνης αφού υπολογίζεται ΜΟΝΟ Η ΔΙΑΦΟΡΑ που προκύπτει μεταξύ του επιτοκίου των ελληνικών τραπεζών και των επιτοκίων της ευρωζώνης και δεν υπολογίζονται οι επανειλημμένοι ανατοκισμοί που διογκώνουν την οφειλή.
Ο πολλαπλασιασμός της εκάστοτε αξίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων με το ποσοστό των παράνομων χρεώσεων δίνει κατά έτος την αξία των παράνομων χρεώσεων τα με τις όποιες οι τράπεζες επιβάρυναν τα καθυστερημένα να αυτά δάνεια ( κόκκινα δάνεια ) και τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 41.320.535.000 ευρώ (41δις τριακόσια είκοσι εκατομμύρια πεντακόσιες τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ) . Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι τα κόκκινα δάνεια που σήμερα κατά την ειδησεογραφία είναι 115 δις στην πραγματικότητα μόνο εκ των ανωτέρω λόγων φαίνεται ότι αυτά είναι 74 δις ( 115-41=74) αλλά στην πραγματικότητα πρέπει να είναι κατά πολύ λιγότερα διότι αφενός η μελέτη περιορίζεται μόνο από το 2002 μέχρι το 2015 ενώ όπως φαίνεται οι παράνομες χρεώσεις γινόταν από τις τράπεζες από το 1975 που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 128/1975 και αφ΄ εταίρου και διότι δεν υπολογίστηκαν οι επανειλημμένοι ανατοκισμοί που έγιναν ενδιάμεσα και οι οποίοι πολλαπλασιαστικά διογκώνουν την οφειλή. Για τον λόγο αυτό στην μελέτη του κεφαλαίου 15 το κόκκινα δάνεια ευρέθησαν ότι είναι 43.450.000.000 ( σαράντα τρία δισεκατομμύρια, τετρακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ .
Διευκρινίζεται για άλλη μια φορά ότι όλα τα ανωτέρω ποσά που αναφέρω είναι κατά προσέγγιση τα ακριβή δε ποσά θα προκύψουν από τον έλεγχο που θα κάνετε κατά την διαδικασία της προκαταρτικής εξέτασης.
Ο πολλαπλασιασμός της εκάστοτε αξίας των ενήμερων δανείων με το ποσοστό των παράνομων χρεώσεων δίνει κατά έτος την αξία των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων κατά το υπερβάλλον του θεμιτού επιτοκίου τα οποία κατέβαλαν οι δανειολήπτες αχρεωστήτως χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα όφειλαν και έχουν δικαίωμα να αξιώσουν την επιστροφή των και τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 233.939.615.000 ευρώ ( 233 δις εννιακόσιες τριάντα εννέα χιλιάδες εξακόσια δέκα πέντε ευρώ). Στην πραγματικότητα το ποσό αυτό πρέπει να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο διότι αφενός η μελέτη περιορίζεται μόνο από το 2002 ( που δημιουργήθηκε η ενιαία τραπεζική αγορά της ευρωζώνης) μέχρι το 2015 ενώ όπως φαίνεται οι παράνομες χρεώσεις γινόταν από τις τράπεζες από το 1975 που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 128/1975 όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πολλές από τις 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις αναφέρονται σε συμβάσεις και παράνομες χρεώσεις που έλαβαν χώρα πολύ πριν την 1-2-2002 ( 1219/2001 ΑΠ, 1208/1998 Πολ.Πρωτ.Αθην, 521/1993 Μον.Πρωτ.Ηλείας, 1116/1996 Α.Π κλπ) που και αφ΄ εταίρου διότι δεν υπολογίστηκαν οι επανειλημμένοι ανατοκισμοί που έγιναν ενδιάμεσα και οι οποίοι πολλαπλασιαστικά διογκώνουν την οφειλή.
Για να βρεθεί το πραγματικό ύψος οφειλής των οφειλετών που τα δάνεια των εξυπηρετούνται κανονικά ( ενήμερα δάνεια) και συνεπώς κατέβαλαν αχρεωστήτως χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν τα ποσά των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων ως και τα ποσά που προέκυπταν από αθέμιτα κατά το υπερβάλλον των νομίμων επιτοκίων με τα οποία είχε διογκωθεί το χρέος των σύμφωνα με τις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις, πρέπει να ζητηθεί από τις τράπεζες:
14.2.1) Από κάθε τράπεζα (κρατική, ιδιωτική, συνεταιριστική) να προσκομίσουν την ανάλυση του λογαριασμού του κάθε οφειλέτη που το δάνειο του εξυπηρετείται κανονικά και είναι ενήμερο όπως αυτό προκύπτει από τα βιβλία τους σήμερα. Το σύνολο των καταλοίπων των λογαριασμών αυτών πρέπει να ισούται με το ποσό των 115 δις που ισχυρίζονται ότι είναι το ποσό των εξυπηρετούμενων δανείων
14.2.2) Από τις Τράπεζες να κάνουν αναμόρφωση των ανωτέρω λογαριασμών των δανείων που εξυπηρετούνται κανονικά ( ενήμερα δάνεια) από τότε που ξεκίνησε ο κάθε λογαριασμός εκτοκίζοντας τους λογαριασμούς με ημερολογιακό έτος 365 ημερών , και ανατοκισμό κάθε εξάμηνο, χωρίς να συνυπολογίσουν κανένα απολύτως άλλο έξοδο και να χρησιμοποιήσουν μόνο θεμιτά επιτόκια ήτοι Α) για όσο χρονικό διάστημα πριν το 2002 είχαν χρησιμοποιήσει επιτόκια χαμηλότερα των εξωτραπεζικών να τον εκτοκίσουν πάλι με τα ίδια μικρότερα επιτόκια, Β) για όσο χρονικό διάστημα πριν το 2002 είχαν εκτοκίσει τον λογαριασμό με μεγαλύτερα επιτόκια των εξωτραπεζικών, στην αναμόρφωση να χρησιμοποιήσουν τα εξωτραπεζικά επιτόκια (σχετικά 9 ) και Γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 ( που δημιουργήθηκε η ευρωζώνη) μέχρι και σήμερα να χρησιμοποιήσουν το μέσο όρο των επιτοκίων που χρησιμοποιούσαν οι τράπεζες της ευρωζώνης όπως εμφανίζεται στο σχετικό site της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σχετικό 9), εκτοκίζοντας επίσης το δάνειο με επιτόκιο υπερημερίας μόνο για όσο τυχόν χρονικό διάστημα ο δανειολήπτης ήταν κάποια στιγμή υπερήμερος με την αναμόρφωση. Η διαφορά που θα προκύψει σε κάθε οφειλέτη μεταξύ του κατάλοιπου που παρουσιάζει σήμερα η τράπεζα στα βιβλία της και του νέου καταλοίπου που θα προκύψει από την αναμόρφωση του λογαριασμού του είναι το ποσό που ο οφειλέτης έχει καταβάλει αχρεωστήτως στην τράπεζα χωρίς στην πραγματικότητα να τα οφείλει όπως αναφέρουν οι 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις ( σχετικό 1)
Για να βρεθεί το πραγματικό ύψος οφειλής των οφειλετών που έχουν εξοφλήσει το δάνειο των σύμφωνα με όσα η τράπεζα παρουσίαζε στα βιβλία της και συνεπώς κατέβαλαν αχρεωστήτως χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν το ποσό των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων ως και τα ποσά που προέκυπταν από αθέμιτα κατά το υπερβάλλον των νομίμων επιτοκίων με τα οποία είχε διογκωθεί το χρέος των , σύμφωνα με τις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις πρέπει να ζητηθεί από τις τράπεζες:
14.3.1) Από κάθε τράπεζα (κρατική, ιδιωτική, συνεταιριστική) να προσκομίσουν την ανάλυση του λογαριασμού του κάθε δανειολήπτη που το δάνειο του έχει εξοφληθεί από το 1975 και μετά, που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 128/1975 για την εισφορά την οποία όπως φαίνεται από τις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις οι τράπεζες μετακύλυαν και ανατόκιζαν παράνομα στους δανειολήπτες.
14.3.2) Από τις Τράπεζες να κάνουν αναμόρφωση των ανωτέρω λογαριασμών των δανείων που έχουν εξοφληθεί από τότε που ξεκίνησε ο κάθε λογαριασμός μέχρι και την ημερομηνία εξοφλήσεως των, εκτοκίζοντας τους λογαριασμούς με ημερολογιακό έτος 365 ημερών , και ανατοκισμό κάθε εξάμηνο, χωρίς να συνυπολογίσουν κανένα απολύτως άλλο έξοδο και να χρησιμοποιήσουν μόνο θεμιτά επιτόκια ήτοι Α) για όσο χρονικό διάστημα πριν το 2002 είχαν χρησιμοποιήσει επιτόκια χαμηλότερα των εξωτραπεζικών να τον εκτοκίσουν πάλι με τα ίδια μικρότερα επιτόκια, Β) για όσο χρονικό διάστημα πριν το 2002 είχαν εκτοκίσει τον λογαριασμό με μεγαλύτερα επιτόκια των εξωτραπεζικών, στην αναμόρφωση να χρησιμοποιήσουν τα εξωτραπεζικά επιτόκια (σχετικά 9 ) και Γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 ( που δημιουργήθηκε η ευρωζώνη) μέχρι κα σήμερα να χρησιμοποιήσουν το μέσο όρο των επιτοκίων που χρησιμοποιούσαν οι τράπεζες της ευρωζώνης όπως εμφανίζεται στο σχετικό site της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σχετικό 9), εκτοκίζοντας επίσης το δάνειο με επιτόκιο υπερημερίας μόνο για όσο τυχόν χρονικό διάστημα ο δανειολήπτης ήταν κάποια στιγμή υπερήμερος με την αναμόρφωση. Η διαφορά που θα προκύψει σε κάθε δανειολήπτη μεταξύ του κατάλοιπου που παρουσιάζει σήμερα η τράπεζα στα βιβλία της και του νέου καταλοίπου που θα προκύψει από την αναμόρφωση του λογαριασμού του είναι το ποσό που ο οφειλέτης έχει καταβάλει αχρεωστήτως στην τράπεζα χωρίς στην πραγματικότητα να τα οφείλει όπως αναφέρουν οι 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις ( σχετικό 1).
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Οι εκπρόσωποι των τραπεζών διέπραξαν τα αδικήματα της απάτης, υπεξαίρεσης, σύστασης εγκληματικής οργάνωσης σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στο κεφάλαιο 8 της παρούσης ως και τυχόν άλλες αξιόποινες πράξεις αφού όπως φαίνεται τόσο οι δανειολήπτες που έχουν ενεργά εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και οι δανειολήπτες που έχουν εξοφλήσει τα δάνεια των κατέβαλαν αχρεωστήτως το ποσό των 233.939.615.000 ευρώ ή όποιο άλλο ποσό προκύψει από την έρευνα της υπόθεσης στο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης το οποίο και τους παρέστησαν ψευδώς οι τράπεζες ότι όφειλαν να το πληρώσουν αποκρύπτοντας δολίως ότι ο λογαριασμός των είχε διογκωθεί κατά το ανωτέρω ποσό γιατί είχαν συμπεριλάβει στον λογαριασμό τους ποσά από παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα επιτόκια κατά υπερβάλλον των θεμιτών επιτοκίων όπως αναφέρουν οι 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις ( σχετικό 1)
15
ΕΥΡΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΟΦΕΙΛΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΜΕΝΑ ΔΑΝΕΙΑ (ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ)
15.1) Δια τον υπολογισμό κατά προσέγγιση του πραγματικού ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων (κόκκινων δανείων) τα οποία η ειδησεογραφία τα προσδιορίζει σήμερα στο ποσό των 110 Δίς ευρώ, ακολουθήθηκε η κάτωθι μέθοδος:
A) Έγινε σύγκριση της καρτέλας δύο νέων ισόποσων επιχειρηματικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ποσού 100.000 από 1-1-2002 έως 31-12-2015 (δηλαδή από τότε που δημιουργήθηκε η ευρωζώνη στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα) που το ένα το έχει χορηγήσει Ελληνική Τράπεζα σε έλληνα επιχειρηματία και το άλλο το έχει χορηγήσει τράπεζα της ευρωζώνης σε επιχειρηματία της χώρας του και από την σύγκριση αυτή προκύπτουν τα κάτωθι:
15.1.1) Το δάνειο της Ελληνικής Τράπεζας υπολογίστηκε με τα επιτόκια που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνικές Τράπεζες για νέα επιχειρηματικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, με περίοδο εκτοκισμού 360 ήμερες στο οποίο έχει προστεθεί και η εισφορά του Ν.128/1975 σε ποσοστό 0,60% δηλαδή υπολογίσθηκε ότι έχει επιβαρυνθεί μόνο με 3 από τις 50 και πλέον παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που επιβάρυναν οι τράπεζες τους λογαριασμούς των δανείων των δανειοληπτών προκύπτει ότι το δάνειο αυτό την 31-12-2015 θα έχει κατάλοιπο 443.259,37 ευρώ, (σχετικό 31)
15.1.2) Το δάνειο από την τράπεζα της ευρωζώνης υπολογίστηκε με επιτόκιο τον μέσο όρο των επιτοκίων της ευρωζώνης για νέα επιχειρηματικά δανεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και με περίοδος εκτοκισμού 365 ήμερες προκύπτει ότι αυτό το δάνειο αυτό την 31-12-2015 έχει κατάλοιπο 174.324,16 ευρώ, (σχετικό 32)
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το κατάλοιπο του δανείου που είχε χορηγήσει η Ελληνική Τράπεζα στον έλληνα επιχειρηματία είναι διογκωμένο κατά 60,5%,έναντι του καταλοίπου του δανείου που είχε χορηγήσει η Τράπεζα της ευρωζώνης στον επιχειρηματία της χώρας ευρωζώνης. (443.259,37 – 174.324,16 = διαφορά 268.935,21) και 443.259,37 Χ 60,5 % = 268,171,91. Συνεπώς σύμφωνα με την ανωτέρω μαθηματική σκέψη το ύψος των παρουσιαζόμενων δανείων σε καθυστέρηση ( κόκκινα δάνεια) δεν είναι 110 Δις αλλά είναι κατά 60,5% λιγότερα και συνεπώς είναι 43.450.000.000 ευρώ περίπου ( σαράντα τρία δισεκατομμύρια, τετρακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ ( 110 δις Χ 60,5% =66.550.000.000) και 110 Δις – 66.550.000.000= 43.450.000.000 ευρώ. .
Συνεπώς πάρα πολλά από τα παρουσιαζόμενα σήμερα ως κόκκινα δάνεια είναι ήδη εξοφλημένα ( ανύπαρκτη οφειλή) ενώ για τα υπόλοιπα κόκκινα δάνεια το πραγματικό ποσό οφειλής των οφειλετών, δεν είναι το εμφανιζόμενο ποσό, αλλά είναι πάρα πολύ μικρότερο.
Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι το πραγματικό ποσό των δανείων σε καθυστέρηση ( κόκκινα δάνεια) είναι κατά πολύ μικρότερο ακόμη από το ποσό των 43.450.000.000 ευρώ που προέκυψε από την ανωτέρω μελέτη, αφού αφενός οι τράπεζες δεν χρέωναν τους λογαριασμούς των δανειοληπτών μόνο με τις 3 περιπτώσεις παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων που υπολογίστηκαν στην ανωτέρω μελέτη αλλά με πάνω από 50 περιπτώσεις παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και αφ΄ εταίρου διότι η ανωτέρω μελέτη περιορίστηκε χρονικά μόνο από το 2002 έως σήμερα, ενώ οι τράπεζες χρέωναν του δανειολήπτες με αθέμιτα κατά το υπερβάλλον του θεμιτού επιτόκια και με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις επί σειρά δεκαετιών πριν το 2002 όπως αναμφισβήτητα αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις που πολλές από αυτές αναφέρονται σε συμβάσεις και κινήσεις λογαριασμών δανείων πριν από το 2002. Ενδεικτικά ίδετε. ΑΠ 1219/2001 (σχετικά 5), 4443/2004 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (σχετικό 4, 1030/2001 ΑΠ, 6291/2000 Εφετ. Αθηνών, 1401/1999 ΑΠ) .
15.2) Για να βρεθεί το πραγματικό ύψος οφειλής των οφειλετών που τα δάνεια των εμφανίζονται ως μη εξυπηρετούμενα ( κόκκινα δάνεια) και συνεπώς στο κατάλοιπο που εμφανίζουν οι τράπεζες στα βιβλία των συμπεριλαμβάνονται τα ποσά των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων ως και τα ποσά που προέκυπταν από αθέμιτα κατά το υπερβάλλον των νομίμων επιτοκίων με τα οποία είχε διογκωθεί το χρέος των σύμφωνα με τις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις, πρέπει να ζητηθεί από τις τράπεζες:
15.2.1) Από κάθε τράπεζα (κρατική, ιδιωτική, συνεταιριστική) να προσκομίσουν την ανάλυση του λογαριασμού του κάθε οφειλέτη που είναι σε καθυστέρηση και χαρακτηρίζουν το δάνειο του ως κόκκινο δάνειο όπως αυτή προκύπτει από τα βιβλία τους σήμερα. Το σύνολο των καταλοίπων των λογαριασμών αυτών πρέπει να ισούται με το ποσό των 110 δις που ισχυρίζονται ότι είναι το ποσό των κόκκινων δανείων.
15.2.2) Από τις Τράπεζες να κάνουν αναμόρφωση των ανωτέρω λογαριασμών των ιδίων πελατών που παρουσιάζουν ως κόκκινα δάνεια, από τότε που ξεκίνησε ο κάθε λογαριασμός εκτοκίζοντας τους λογαριασμούς με ημερολογιακό έτος 365 ημερών , και ανατοκισμό κάθε εξάμηνο, χωρίς να συνυπολογίσουν κανένα απολύτως άλλο έξοδο και να χρησιμοποιήσουν μόνο θεμιτά επιτόκια ήτοι Α) για όσο χρονικό διάστημα πριν το 2002 είχαν χρησιμοποιήσει επιτόκια χαμηλότερα των εξωτραπεζικών να τον εκτοκίσουν πάλι με τα ίδια μικρότερα επιτόκια, Β) για όσο χρονικό διάστημα πριν το 2002 είχαν εκτοκίσει τον λογαριασμό με μεγαλύτερα επιτόκια των εξωτραπεζικών, στην αναμόρφωση να χρησιμοποιήσουν τα εξωτραπεζικά επιτόκια (σχετικά 9 ) και Γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι κα σήμερα να χρησιμοποιήσουν το μέσο όρο των επιτοκίων που χρησιμοποιούσαν οι τράπεζες της ευρωζώνης όπως εμφανίζεται στο σχετικό site της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σχετικό 13), εκτοκίζοντας επίσης το δάνειο με επιτόκιο υπερημερίας μόνο για όσο χρονικό διάστημα ο δανειολήπτης ήταν υπερήμερος μετά την αναμόρφωση. Το σύνολο των νέων καταλοίπων που θα προκύψουν από την ανωτέρω αναμόρφωση των λογαριασμών θα είναι το πραγματικό ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (κόκκινων δανείων).
Πλέον των ανωτέρω φαίνεται ότι τα κόκκινα δάνεια που υπήρχαν μέχρι το 2012 είναι πλήρως εξοφλημένα από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών του 2012 που εδόθη αποκλειστικά για την αποκατάσταση των ζημιών των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών που υπέστησαν και από τα μη–εξυπηρετούμενα ληξιπρόθεσμα δάνεια(καταγγελθέντα και μη και παντός είδους, ήτοι πιστωτικών καρτών, καταναλωτικών, επιχειρηματικών, στεγαστικών, ανοιχτών κλπ),. Συνεπώς, οι «4 συστημένες τράπεζες», δεν έχουν νόμιμο δικαίωμα να απαιτούν για δεύτερη φορά τα ληξιπρόθεσμα αυτά δάνεια από τους δανειολήπτες ούτε βέβαια και να τα παρουσιάζουν ακόμη στις καταστάσεις των κόκκινων δανείων των.
Στο διαδίκτυο είναι αναρτημένη η μήνυση του Δημ. Αντωνίου HYPERLINK κατά των τεσσάρων συστολικών τραπεζών κ.α για απάτη, εκβίαση, απειλή, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε βαθμό κακουργήματος και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης ως και κατά της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος για το αδίκημα της Απιστίας περί την Υπηρεσία, που έχουν σχέση με τα «κόκκινα δάνεια» που προσπαθούν δικαστικά να εισπράξουν οι τράπεζες και με τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών– ( σχετικό 46) και η όποια στην αρχή της αναφέρει ότι:
«ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΧΑΛΚΙΔΟΣ
ΜΗΝΥΣΗ
Του Δημητρίου ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ιατρού, κατ. Χαλκίδος, οδός Δημ.Βώκου 6, τηλ.22210-62743
ΚΑΤΑ
Των Τραπεζών: 1) «ΕΘΝΙΚΗΣ», Αιόλου 86, Αθήνα, 2) Alpha Bank, 3) Εurobank, Λεωφ. Αμαλίας 20, Αθήνα και 4) Τράπεζα Πειραιώς, Αμερικής 4, Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένων
Για Απάτη (ΠΚ 386), Εκβίαση (ΠΚ 385), Απειλή (ΠΚ 333), Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σε βαθμό ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ (ν. 3932/2011 και ν.3691/2008) και Σύσταση Εγκληματικής Οργάνωσης (ΠΚ 187).
ΚΑΙ ΚΑΤΑ
α) Γεωργίου Προβόπουλου, Δ/τη Κεντρικής Τράπεζας για συνέργεια στα παραπάνω κακουργήματα των τραπεζών, δια της πλημμελούς άσκησης των εποπτικών του καθηκόντων (παράβαση των άρ. 2δ, 55Α του Καταστατικού της ΤτΕ) και δεν επέβαλλε υπέρ του Δημοσίου τις κατά των τραπεζών προβλεπόμενες ποινές (αρ. 55 του καταστατικού της ΤτΕ) (Απιστία περί την Υπηρεσία, ΠΚ 256).
β) Της Δ/ντριας Β. Ζάκκα και Υπ/ντριας Κυριακής Φλεσιοπούλου της
Δ/νση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος για συνέργεια στα κακουργήματα των τραπεζών δια της πλημμελούς εποπτείας των τραπεζών.
γ) Και κατά παντός υπευθύνου για τα παραπάνω εγκλήματα ως φυσικών και ηθικών αυτουργών.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Η ανακεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών ελληνικών τραπεζών (Εθνικής, Πειραιώς, Alpha και Eurobank), ολοκληρώθηκε με την ψήφιση του 3ου Μνημονίου (ν. 4093/2012, Υποπαράγραφος Δ.1 άρ.1α και 2α, ΦΕΚ Α` 222/12-11-2012) και την έκδοση της από 12-11-2012 σχετικής με αρ. 38 απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α` 223/12-11-2012) και των αρ. 27α και 28 του ν. 3601/2007/ΦΕΚ Α` 178/01-8.2007, «περί κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών». Η Εθνική Τράπεζα έλαβε συνολικά το ποσόν των 6+9.756 = 15.756 δις. ευρώ.
Τα κεφάλαια της ανακεφαλαιοποίησης (από τον κρατικό προϋπολογισμό) διατίθενται, σύμφωνα με τα αρ.27α και 28 του ν.3601/2007 αποκλειστικά για την αποκατάσταση των ζημιών των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών που υπέστησαν και από τα μη –εξυπηρετούμενα ληξιπρόθεσμα δάνεια(καταγγελθέντα και μη και παντός είδους, ήτοι πιστωτικών καρτών, καταναλωτικών, επιχειρηματικών, στεγαστικών, ανοιχτών κλπ), των φυσικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του δικού μου προς την ….Τράπεζα, η οποία έλαβε συνολικά …ευρώ. Συνεπώς, οι παραπάνω τράπεζες «4 συστημικές τράπεζες» και συγκεκριμένα και η αντίδικός μου ….τράπεζα, δεν έχουν νόμιμο δικαίωμα να απαιτούν για δεύτερη φορά τα ληξιπρόθεσμα αυτά δάνεια από τους δανειολήπτες. Η, παρόλα αυτά, απαίτηση των δανείων αυτών, με τις παραπάνω συνθήκες, συνιστά την διάπραξη των αξιόποινων πράξεων από της τράπεζες της Απάτης, Εκβιασμού, Απειλής και Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Πράξεις, εναντίον των οφειλετών κι εμού εν προκειμένω, τοσούτων μάλλον που εγώ έχω ειδοποιήσει την ….Τράπεζα για το θέμα αυτό…..»
Επί της μηνύσεως αυτής έχει ασκηθεί ποινική δίωξη όπως προκύπτει από την σχετική ανάρτηση με τίτλο «ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ : Ποινική δίωξη για εκβίαση και ξέπλυμα μαύρου χρήματος κατά ALPHA BANK, ETE, EUROBANK, και ΠΕΙΡΙΩΣ» ( σχετικό 47) HYPERLINK
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Οι εκπρόσωποι των τραπεζών ή και τρίτοι διέπραξαν τα αδικήματα της απάτης, υπεξαίρεσης, σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στο κεφάλαιο 8 της παρούσης ως και τυχόν άλλες αξιόποινες πράξεις αφού όπως φαίνεται οι τράπεζες είχαν χρεώσει στους λογαριασμούς των παρά πάνω το ποσό 66.550.000.000) από το έτος 2002 εως 2015 ή όποιο άλλο ποσό προκύψει από την έρευνα της υπόθεσης στο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης το οποίο και τους παρέστησαν ψευδώς ότι όφειλαν να το πληρώσουν αποκρύπτοντας δολίως ότι ο λογαριασμός των είχε διογκωθεί κατά το ανωτέρω ποσό γιατί είχαν συμπεριλάβει στον λογαριασμό τους ποσά από παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και αθέμιτα επιτόκια κατά υπερβάλλον των θεμιτών επιτοκίων.
Β) Εάν οι τράπεζες παρουσιάζουν ακόμη ως κόκκινα δάνεια επαυξάνοντας πλασματικά το ύψος των στα 115 δις τις περιπτώσεις εκείνες που αποπειράθηκαν να εκδώσουν διαταγή πληρωμής αλλά επειδή τα δικαστήρια ακύρωσαν την διαταγή πληρωμής κρίνοντας ότι η απαίτηση της τράπεζας δεν ήταν βεβαία και εκκαθαρισμένη διότι συμπεριλαμβάνει παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και αθέμιτα επιτόκια κατά το υπερβάλλον των νομίμων.
Ζητώ επίσης να διερευνήσετε εάν:
Οι τράπεζες και η ένωση ελληνικών τραπεζών η οποία όπως ομολόγησε γνώριζε για τις συμβάσεις με τους άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) ( ίδετε απόφαση 1219/2001ΑΠ) βάσει των οποίων οι τράπεζες χρέωναν τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις διογκώνοντας τους λογαριασμούς των οφειλετών, ή και τρίτοι , διέπραξαν το αδίκημα της απόκρυψης στοιχείων και εξαπάτησης του κράτους ή όποιο άλλο αδίκημα προκύψει από την έρευνα της υπόθεσης στο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, αφού με τις ανωτέρω ενέργειες των και τις δόλιες αποκρύψεις των διόγκωσαν την αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων ( κόκκινα δάνεια) κατά το ποσό των 66.550.000.000 ευρώ, παριστάνοντας έτσι ψευδώς ότι τα κόκκινα δάνεια των οφειλετών ανερχόταν σήμερα στο ποσό των 110 Δις ευρώ και συνεπώς δεν είχαν την απαιτουμένη επάρκεια κεφαλαίων, αναγκάζοντας με τον τρόπο αυτό το Ελληνικό Δημόσιο στο μνημόνιο που υπέγραφε με τους θεσμούς να αυξήσει κατά 50 δις ευρώ στα δάνεια που συνομολογούσε τα οποία και έδωσε στις τράπεζες για να προβούν οι τράπεζες με αυτό το ποσό των 50 δις στην υποτιθέμενη όπως φαίνεται αναγκαία ανακεφαλαίωση των. Οι τράπεζες εάν είχαν παρουσιάσει το πραγματικό ποσό οφειλής του κάθε οφειλέτη τα κόκκινα δάνεια δεν θα ανερχόταν στο ποσό των 110 δις που τα εμφάνιζαν αλλά πολύ λιγότερο οπότε είτε δεν θα χρειαζόταν καθόλου ανακεφαλαίωση είτε θα χρειαζόταν σε πολύ μικρότερα ποσά.
Εάν οι τράπεζες διέπραξαν αξιόποινες πράξεις που συμπεριλαμβάνουν σήμερα στις καταστάσεις των κόκκινων δανείων που τα παρουσιάζουν να έχουν ύψος 115 δις ακόμη τα κόκκινα δάνεια για τα οποία είχαν λάβει την ανακεφαλοποίηση του 2012.
16
ΤΡΟΪΚΑ-ΜΝΗΜΟΝΙΑ
Είναι γνωστό ότι όταν τέθηκε θέμα δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδος το 2010, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τότε μέχρι σήμερα, διαπραγματευόταν με την Τρόικα τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Κατά την άποψη μου τότε έγινε ένα μεγάλο λάθος διότι δεν ερεύνησαν επαρκώς τόσο η Τρόικα όσο και οι Ελληνικές Κυβερνήσεις για να βρουν το πραγματικό «ΑΙΤΙΟ» που οδήγησε την χώρα σε αυτήν την δυσμενή θέση. Και οι δύο πλευρές αρκέστηκαν σε μία επιφανειακή έρευνα και υιοθέτησαν ότι αιτία του προβλήματος ήταν διάφορες αιτίες χρηματισμού κάποιων ατόμων , τις γνωστές «μίζες» σε προμήθειες του κράτους κλπ. Βέβαια υπήρχαν τα φαινόμενα αυτά, αλλά τα χρήματα που έχασε ο Ελληνικός λαός από τις ανωτέρω αιτίες ήταν απειροελάχιστα μπροστά στα πλέον των 233 Δις που είχαν αφαιρέσει από αυτόν οι τράπεζες με την διόγκωση των λογαριασμών των εκατομμυρίων οφειλετών (δηλαδή το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού λαού)με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και με χρεώσεις αθέμιτων κατά το υπερβάλλον των νόμιμων επιτοκίων, όπως φαίνεται και από τις 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις τα οποία οι οφειλέτες που ήταν ενήμεροι κατέβαλαν αχρεωστήτως στις τράπεζες χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν. ( ίδετε κεφ.14) Δηλαδή τόσο η Τρόικα όσο και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις , είδαν το δένδρο αλλά δεν είδαν το δάσος. Έκτοτε η Τρόικα επέβαλε μέτρα περικοπών δαπανών ή και φορολογικά μέτρα τα οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματευόταν απλώς να βρουν κάποια ισοδύναμα, δηλαδή στην ουσία διαπραγματευόταν πως θα ελαφρυνθεί μια κοινωνική ομάδα για να επιβαρυνθεί μία άλλη.
Αξιολογώντας σήμερα ορισμένα από τα βασικά μέτρα που επέβαλε η Τρόικα για να λύση τα διάφορα προβλήματα είναι εμφανές ότι επέβαλε τα μέτρα αυτά ΜΗ ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη συνέβαινε με το Ελληνικό Τραπεζικό σύστημα και τα ποσά που είχε αφαιρέσει από τον Ελληνικό λαό με τις παράνομες και καταχρηστικές χρώσεις και τα αθέμιτα επιτόκια κατά το υπερβάλλον των νομίμων με τα οποία διόγκωσε τα δάνεια και ως εκ τούτου οι οφειλέτες που είχαν ταμειακή ευχέρεια κατέβαλαν αχρεωστήτως στις τράπεζες πλέον των 233 δις τους λογαριασμούς των οφειλετών ( ίδετε κεφ.14) , και ΜΗ ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η αξία των κόκκινων δανείων δεν ήταν 110-115 δις που παρουσιάζουν σήμερα οι τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ελληνική Ένωση Τραπεζών αλλά είναι λιγότερα από 43 δις.
Ενδεικτικά:
16.1) Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της χώρας η τρόικα επέβαλε μείωση των μισθών κατά 30% περίπου. Δεν στέκει στην κοινή λογικήότι η χώρα θα αποκτούσε την ανταγωνιστικότητας με μείωση της μισθοδοτικής δαπάνης των επιχειρήσεων κατά 30% την ίδια στιγμή που ΔΕΝ ΜΕΙΩΘΗΚΑΝ κατ’ ελάχιστον τα χρηματοδοτικά έξοδα των επιχειρήσεων τα οποία στην χρονική διάρκεια της εξυπηρέτησης των δανείων των ήταν 469% παραπάνω από ότι ήταν τα αντίστοιχα έξοδα των άλλων ομοειδών ανταγωνιστικών επιχειρήσεων της ευρωζώνης. ( ίδετε κεφ.11) . Δεν στέκει επίσης στην κοινή λογική ότι η τρόικα εις γνώση της άφησε ένα μόνο κράτος της ευρωπαϊκής ένωσης να μη ισχύουν οι κανόνες ανταγωνισμού που η ίδια είχε θεσπίσει με το άρθρο 101 και 102 της ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Της ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ίδετε κεφάλαιο 12) ως και ,στο καταστατικό τουΕυρωπαϊκού Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, (ΕΣΚΤ) που αναφερόμενο στην , Νομισματική πολιτική στο Άρθρο 105 αναφέρει ότι Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.
Η τρόικα χορήγησε χαμηλότοκο δάνειο στο Ελληνικό Δημόσιο περίπου 50 Δις με σκοπό την ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών, οι όποιες κρίθηκαν ότι δεν είχαν επάρκεια κεφαλαίων για να αντιμετωπίσουν τα καθυστερημένα δάνεια των οφειλετών των ( κόκκινα δάνεια) τα οποία ανερχόταν σήμερα στο ποσό των 115 Δις.Δεν στέκει στην κοινή λογική τα κοινοβούλια των χωρών της ευρωζώνης να δανείζουν χαμηλότοκα το Ελληνικό Δημόσιο για την ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών εάν γνώριζαν ότι τα καθυστερημένα δάνεια των οφειλετών δεν ήταν στην πραγματικότητα 115 δις όπως τα εμφάνιζαν οι τράπεζες αλλά ήταν 43 Δις 450 εκατομμύρια περίπου , δηλαδή κατά πολύ λιγότερα ( ίδετε κεφάλαιο 15) που συνεπάγεται ότι οι τράπεζες δεν είχαν ανάγκη κεφαλαιοποίησης ή είχαν ανάγκες πολύ μικρότερου ποσού από τα 50 Δις που τους είχαν χορηγήσει για τον σκοπό αυτό.
Η Τρόικα πιέζει για περικοπές στο ασφαλιστικό κόστους 1,8 δις κάθε έτος και αύξηση φορολογίας 2 δις περίπου κάθε χρόνο κλπ. Δεν στέκει στην κοινή λογική να θέλει να επιβάλει η τρόικα αυτά τα μέτρα εάν γνώριζε ότι οι τράπεζες είχαν αφαιρέσει παράνομα από τον ελληνικό λαό τα προηγούμενα χρόνια αλλά και κατά την διάρκεια των μνημονίων το ποσό των 233.939.615.000 ευρώ ( ίδετε κεφάλαιο 14)δηλαδή πολλαπλάσια από τις ανάγκες των μνημονίων. Το λογικό είναι ότι εάν το γνώριζαν δεν θα επέβαλαν μνημόνια με περικοπές δαπανών και υπέρογκες φορολογίες και να χορηγούν δάνεια στο ελληνικό δημόσιο για να ανταπεξέλθει που δεν τα χρειαζόταν, αλλά θα ελάμβαναν μέτρα ούτος ώστε τα ποσά αυτά με τα οποία όπως φαίνεται οι τράπεζες είχαν παράνομα διογκώσει τα δάνεια εκατομμυρίων δανειοληπτών σύμφωνα με τις επικαλούμενες 124 δικαστικές αποφάσεις και τα οποία με αυτό τον παράνομο τρόπο τα αφαίρεσαν από τον ελληνικό λαό αφού οι δανειολήπτες τους τα κατέβαλαν χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν να επιστραφούν στον ελληνικό λαό. Είναι φανερό ότι εάν το ποσό των 233.939.615.000 ευρώ που είχαν αφαιρέσει οι τράπεζες επέστρεφε στην ελληνική αγορά, η Ελλάδα δεν θα χρειαζόταν καθόλου μνημόνια γιατί το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν θα ήταν πολύ υψηλό, οι οικονομία θα ήταν σε ανάπτυξη οπότε δεν θα υπήρχαν 300.000 λουκέτα σε επιχειρήσεις και 1.500.000 περίπου άνεργοι, και συνεπώς οι εισπραττόμενες ασφαλιστικές εισφορές θα ήταν αρκετές για να καλύψουν τα χρήματα που σήμερα λείπουν από το ασφαλιστικό, δεν θα χρειαζόταν η επιβολή νέων εξαντλητικών φόρων αφού τα έσοδα από την οικονομία που θα ήταν σε ανάπτυξη θα ήταν υπέρ αρκετά για να καλύψουν τα έξοδα του κράτους και συνεπώς δεν θα χρειαζόταν η λήψης πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής , εκτός ίσως από κάποιες μεταρρυθμίσεις.
Η τρόικα επέβαλε σειρά μέτρων προκειμένου στην Ελλάδα, να γίνουν νέες επενδύσεις και η χώρα να οδηγηθεί στην ανάπτυξη οπότε θα είναι βιώσιμες και όλες οι άλλες μεταρρύθμισες που επέβαλαν π.χ Ασφαλιστικό. Δεν στέκει στην κοινή λογική η επιβολή αυτών των μέτρων εάν γνώριζε η τρόικα ότι σήμερα ο μέσος όρος των νέων επιχειρηματικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο στις χώρες της ευρωζώνης είναι 2,65% και στην Ελλάδα μετά την καταχώρηση από τις τράπεζες στους λογαριασμούς των δανειοληπτών των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων στις οποίες αναφέρονται οι 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις τααντίστοιχα επιτόκια είναι περίπου 12%, δηλαδή είναι αυξημένα κατά 450% ( ίδετε κεφάλαιο 2.8) και συνεπώς είναι αυτονόητο ότι ουδέποτε θα έλθουν οι αναμενόμενες επενδύσεις και ουδέποτε πρόκειται να έλθει ποτέ στην Ελλάδα η ανάπτυξη χάριν τις όποιας επιβλήθηκαν όλα αυτά τα μέτρα. Επίσης από τα ανωτέρω προκύπτει ότι θα αποτύχουν και όλα τα μέτρα που σχεδιάστηκαν από την Τρόικα αφού όλα στηρίζονται στην μελλοντική ανάπτυξη που όμως δεν θα έλθει και θα είναι απαραίτητη η λήψη κατά τακτά χρονικά διαστήματα και άλλων μέτρων και μνημονίων για να καλύπτεται το κενό.
Η Τρόικα πιέζει για πώληση των κόκκινων δανείων σε distress found ( κερδοσκοπικά κεφάλαια) τα οποία θα αγοράσουν τα κόκκινα δάνεια από της τράπεζες σε κάποια χαμηλή τιμή, ( συζητείται στα ΜΜΕ για αγορά από 3-20% του κατάλοιπου) για να κινήσουν στην συνέχεια τις διαδικασίες είσπραξης κατ’ ευθείαν από τους οφειλέτες.Δεν στέκει στην κοινή λογική να θέλει να επιβάλει η τρόικα την πώληση των δανείων αυτών, εάν γνώριζε ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτά είναι ανύπαρκτα χρέη ή χρέη που το πραγματικό οφειλόμενο ποσό είναι κατά πολύ μικρότερο από ότι τους εμφάνιζε η τράπεζα όταν τους τα πουλούσε, αφού είναι απολύτως σίγουρο ότι όταν τα distressed found ( κερδοσκοπικά κεφάλαια) επιχειρήσουν την δικαστική είσπραξη των δανείων ζητώντας την έκδοση διαταγής πληρωμής, οι οφειλέτες θα καταθέσουν αίτηση αναστολής και ανακοπή, διότι η απαίτηση δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη, επειδή στο προσκομιζόμενο κατάλοιπο συμπεριλαμβάνονται παράνομα και καταχρηστικά έξοδα ως και αθέμιτοι τόκοι κατά το υπερβάλλον των θεμιτών τόκων, με αποτέλεσμα το κατάλοιπο να μην είναι η πραγματική οφειλή του οφειλέτη και έτσι η διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί όπως ακριβώς έγινε και με τις διαταγές πληρωμής στις επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις. Αποτέλεσμα βέβαια της πώλησης των κόκκινων αυτών δανείων με τα ανύπαρκτα χρέη ή με χρέη κατά πολύ μικρότερων ποσών από ότι αγοράστηκαν θα είναι αφενός να συκοφαντηθεί η Ελλάδα διεθνώς, οι Ελληνικές Τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ελληνική Κυβέρνηση που ενώ γνώριζαν το θέμα επέτρεψαν την ανωτέρω άπατη και να ακολουθήσει σειρά αστικών δικών δια καταβολή αποζημιώσεων στα distress found ως και σειρά ποινικών δικών για την άπατη που έγινε εις βάρος των.
Η Τρόικα επέβαλε τον νέο Κώδικα Πολίτικης Δικονομίας ο οποίος έχει ταχύτατες διαδικασίες είσπραξης των τραπεζικών απαιτήσεων και μάλιστα κατά προτεραιότητα από της απαιτήσεις του Δημοσίου και πιέζει επίσης για πλειστηριασμούς ακινήτων προκειμένου οι τράπεζες να εισπράξουν άμεσα τις απαιτήσεις των. Δεν στέκει στην κοινή λογική να επιβάλει η τρόικα με αυτόν τρόπο την είσπραξη απαιτήσεων από τις τράπεζες για ανύπαρκτα χρέη ή για χρέη κατά πολύ λιγότερα από ότι εμφανίζουν στα βιβλία τους οι τράπεζες, που δεν συνάδει σε ένα κράτος δικαίου και έτσι να παραβιάσει η ίδια η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ένα από τους βασικούς πυλώνες της ίδρυσης της όπως και αναφέρεται στο άρθρο 120Υ, παράγ. 2 της ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ όπου αναφέρεται ότι « Η κοινοτική πολιτική στον τομέα αυτόν συμβάλει στο γενικό στόχο της ανάπτυξης και της εδραίωσης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου καθώς και στο στόχο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών (HYPERLINK )
Όπως είναι φυσικό τα δάνεια των 50 δις ευρώ που χορήγησε η τρόικα στο ελληνικό δημόσιο για την ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών θα εξοφληθούν κατά την λήξη των από το Ελληνικό Δημόσιο δηλαδή από τους έλληνες φορολογουμένους.Δεν στέκει στην κοινή λογική και είναι πέρα από κάθε λογική κράτους δικαίου που εγκαθιδρύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η τρόικα χορήγησε τα δάνεια αυτά ενώ γνώριζε ότι οι τράπεζες δεν χρειαζόταν ανακεφαλαίωση διότι τα κόκκινα δάνεια δεν ήταν 115 δις όπως τα παρουσίαζαν οι τράπεζες και στην συνέχεια για εξόφληση των κόκκινων δανείων που σε πολύ μεγάλο βαθμό ήταν ανύπαρκτα χρέη ή χρέη σε πολύ μικρότερα όμως ποσά από ότι τα εμφάνιζαν οι τράπεζες , να εκπλειστηριάζουν τα ακίνητα των φερόμενων οφειλετών και τελικά τα ίδια άτομα που τους διόγκωσαν τις οφειλές με παράνομους τρόπους, που τους εκπλειστηρίασαν τα ακίνητα των , να εξοφλούσαν το δάνειο που το ελληνικό δημόσιο είχε λάβει για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, μέσω της φορολογίας που θα πλήρωνε, αφού ο φερόμενος εν καθυστερήσει οφειλέτης είναι ταυτόχρονα και φορολογούμενος
Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι η χώρα μπήκε στην περιπέτεια των Μνημονίων επειδή αφενός οι τράπεζες κατά τα προηγούμενα έτη είχαν αφαιρέσει από τον ελληνικό λαό πάνω από των 233 Δις ευρώ έχοντας διογκώσει με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και με χρεώσεις αθέμιτων κατά το υπερβάλλον των νόμιμων επιτοκίων τα δάνεια των οφειλετών, όπως φαίνεται και από τις επικαλούμενες 124 δικαστικές αποφάσεις, τα οποία οι οφειλέτες που ήταν ενήμεροι τους τα κατέβαλαν αχρεωστήτως χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν. ( ίδετε κεφάλαιο.14) και παράλληλα με την ανωτέρω μέθοδο των παράνομων χρεώσεων είχαν διογκώσει επίσης τα κόκκινα δάνεια τα οποία δεν ήταν στην πραγματικότητα 115 δις όπως τα εμφάνιζαν αλλά ήταν 43 Δις 450 εκατομμύρια ( ίδετε κεφάλαιο 15) και αφετέρου διότι οι ίδιες οι Ελληνικές Τράπεζες, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών , η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία σημειωτέον έχοντας εποπτικό ρόλο επί του συνόλου του Ελληνικού Τραπεζικού συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 55Α του καταστατικού της γνώριζε τα ανωτέρω, ΔΕΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΑΝ ως όφειλαν τις Ελληνικές Κυβερνήσεις, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να ληφθούν τα σωστά και αναγκαία μέτρα επιστροφής των χρημάτων στους δικαιούχους και μείωσης των κόκκινων δανείων και αποφυγής των μνημονίων αλλά τους οδήγησαν σε λάθος μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης της φορολογίας με τις γνωστές δραματικές επιπτώσεις στον Ελληνικό λαό.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Οι Ελληνικές Τράπεζες, η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και οποιοσδήποτε άλλος τρίτος διέπραξαν αξιόποινες πράξεις αφού όπως φαίνεται δεν ενημέρωσαν τις Ελληνικές Κυβερνήσεις ως και την Τρόικα ότι όπως φαίνεται αφενός οι τράπεζες κατά τα προηγούμενα έτη είχαν αφαιρέσει από τον Ελληνικό Λαό πάνω από των 233 Δις ευρώ έχοντας διογκώσει με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ως και με χρεώσεις αθέμιτων κατά το υπερβάλλον των νόμιμων επιτοκίων τα δάνεια των οφειλετών, όπως αναφέρουν οι 124 επικαλούμενες δικαστικές αποφάσεις, τα οποία οι οφειλέτες που ήταν ενήμεροι τους τα κατέβαλαν αχρεωστήτως χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν τα οφείλουν. ( ίδετε κεφάλαιο 14) και παράλληλα με την ανωτέρω μέθοδο των παράνομων χρεώσεων είχαν διογκώσει επίσης τα κόκκινα δάνεια τα οποία δεν ήταν στην πραγματικότητα 115 δις όπως τα εμφάνιζαν αλλά ήταν 43 Δις 450 εκατομμύρια ( ίδετε κεφάλαιο 15) για να ληφθούν τα σωστά και αναγκαία μέτρα επιστροφής των χρημάτων στους δικαιούχους και μείωσης των κόκκινων δανείων και αποφυγής των μνημονίων αλλά τους οδήγησαν σε λάθος μέτρα περικοπής δαπανών και αύξησης της φορολογίας με τις γνωστές δραματικές επιπτώσεις στον Ελληνικό λαό προκειμένου να μείνει κρυφό τα ποσά που οι τράπεζες είχαν αφαιρέσει από τον ελληνικό λαό και έτσι αυτές να τα παρακρατήσουν.
Για ποιο λόγο δεν προτάθηκε πρώτα στους ίδιους τους οφειλέτες να αγοράσουν οι ίδιοι τα κόκκινα δάνεια των στην ίδια τιμή που θα τα αγοράσουν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια distress found και εάν με αυτή την επιλεγείσα μέθοδο διεπράχθη ποινικό αδίκημα και ποιο αφού έτσι γίνεται αφελληνισμός της ελληνικής περιουσίας,
17
ΝΕΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ
Παραθέτω το κάτωθι γράφημα:
Για την κατασκευή του ανωτέρω γραφήματος ελήφθησαν υπ’ όψιν τα εξής:
Για όλα τα χρόνια ελήφθη ως συνολικός δανεισμός το ποσό των 230 δις όπως αναφέρεται επανειλημμένως στην ειδησεογραφία.
Ο διαχωρισμός του ποσού του συνολικού δανεισμού των 230 δις ευρώ σε ενήμερα δάνεια και σε δάνεια σε καθυστέρηση έγινε για τα έτη 2007 έως και 2015 σύμφωνα με τα ποσοστά που είχε δώσει σε δημοσιότητα η Τράπεζας της Ελλάδος και τα οποία είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα κέρδος On line της 17-1-2016 ( σχετικό 45)
Από το ανωτέρω γράφημα προκύπτει ότι τα ενήμερα δάνεια, τα κόκκινα δάνεια, η επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών και οι ανάγκες κεφαλαιοποιήσεις των μέσω δανεισμού από νέα μνημόνια, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Όσο μειώνονται τα εξυπηρετούμενα δάνεια τόσο αυξάνονται τα κόκκινα δάνεια. Αυτό βέβαια είναι λογικό επακόλουθο αφού με την διόγκωση των ενήμερων δανείων με τις παράνομες χρεώσεις των τραπεζών βοηθούντος και της κρίσης, πολλοί πλέον οφειλέτες αδυνατούν να τα εξυπηρετήσουν οπότε αυτά αυτομάτως γίνονται κόκκινα δάνεια.
Ως συγκοινωνούντα δοχεία επίσης λειτουργούν τα κόκκινα δάνεια και οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Όσο αυξάνονται τα κόκκινα δάνεια και για τα οποία οι τράπεζες εγγράφουν προβλέψεις στα βιβλία τους ή και ζημίες τόσο μειώνεται η κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Επίσης ως συγκοινωνούντα δοχεία λειτουργεί και η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών με τις ανάγκες ανακεφαλαίωσης των. Όσο ποίο πολύ έχει μειωθεί η επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών τόσο αντίστοιχη είναι και η ανάγκες των να ανακεφαλαιοποιηθούν.
Τέλος ως συγκοινωνούντα δοχεία λειτουργεί η ανακεφαλαίωση των τραπεζών με τον δανεισμό μέσω των μνημονίων για να καλυφθεί. Όσο ποιο μεγάλο ποσό απαιτείται για να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες τόσο ποιο μεγάλο ποσό είναι το δάνειο που πρέπει να λάβει το Ελληνικό Δημόσιο για το σκοπό αυτό μέσω μνημονίων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Α) Εάν δεν υπήρχαν διογκωμένα τα κόκκινα δάνεια δεν θα υπήρχε ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και συνεπώς δεν θα υπήρχαν δάνεια του ελληνικού δημοσίου μέσω των μνημονίων για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών.
Β) Κάθε χρόνο ένα 15% των ενήμερων γίνεται κόκκινα ( ήτοι 115 δις Χ 15% =17.250 δις). Δεδομένου ότι τα ήδη κόκκινα δάνεια τοκίζονται από τις τράπεζες με ένα μέσο επιτόκιο περίπου 14,5% διότι στο σύνολο τους εκτός των παράνομων χρεώσεων και των επιτοκίων επιβαρύνονται και με το επιτόκιο υπερημερίας +2,50% ( ήτοι 115 δις Χ 14,5% = 16.675 δις) σημαίνει ότι κάθε χρόνο τα κόκκινα δάνεια θα αυξάνονται 33.925 δις ευρώ ( 17.250+16.675 = 33.925 ) που σημαίνει ότι κάθε 2 χρόνια θα υπάρχει έλλειμμα επάρκειας κεφαλαίων των τραπεζών 67.850 δις ( 33.925 Χ 2= 67.850 δις) που θα πρέπει να καλυφθεί από ισόποσο νέο δάνειο πουκάθε 2 χρόνια θα συνάπτει το Ελληνικό Δημόσιο για να ανακεφαλαιωθούν οι τράπεζες δηλαδή νέα μνημόνια.
18
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ( ΠΡΙΝ ΑΠΟ 2012)
Παραθέτω αυτούσιο το τμήμα του δημοσιεύματος που αφορά τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και που είναι αναρτημένο στο Internet με τίτλο« Κόκκινα Δάνεια, Κίτρινα Δάνεια, Πράσινα Δάνεια και το κακό συναπάντημα τοκογλύφων τραπεζιτών» (σχετικό 16) και το οποίο αναφέρει ότι:
«3. Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
Με τον νόμο Ν 3723 9/12/2008 ( άρθρα 2, 3, 4, 5 ) επί Κ. Καραμανλή δόθηκαν εγγυήσεις κατ αρχήν στις τράπεζες 23 δις αποκλειστικά για χορήγηση στεγαστικών δανείων , κεφάλαια κινήσεως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις ζωτικής σημασίας . Κατόπιν επί Γ. Παπανδρέου δόθηκαν ακόμη 140 δις για τον ίδιο λόγο όπως φαίνεται κατωτέρω : N. 3845 6- 5- 2010 ( άρθρα 4 παράγραφος 8 ) 15 δισεκατομμύρια Ν. 3864 21- 7- 2010 ( άρθρα 3 παράγραφος 1 ) 10 δισεκατομμύρια Ν. 3872 3- 9- 2010 ( άρθρο 7 ) 25 δισεκατομμύρια Ν. 3965 18- 5- 2011 ( άρθρο 19 παράγραφος 1 ) 30 δισεκατομμύρια Ν. 4031 9-12-2011 ( άρθρα 1 , 2 ) 60 δισεκατομμύρια
Και ….. επί κυβερνήσεων συνεργασίας ακόμα 70 δις ευρώ Ν. 4056 12- 3-2012 ( άρθρο 21 ) 30 δισεκατομμύρια Ν. 4079 19- 9-2012 ( άρθρο 1 παράγραφος 1 ) 40 δισεκατομμύρια
ΣΥΝΟΛΙΚΑ 233 Δις = 23 + 140 + 70 . μέχρι τώρα !!!
α) Το κράτος δεν έβαλε απλά την υπογραφή του σαν εγγυητής, αλλά έδωσε ομόλογα για τα ανωτέρω ποσά στις τράπεζες και αυτές τα έδωσαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και πήραν δάνειο σε μετρητά . Αντί όμως να δώσουν ως όφειλαν τα λεφτά στον κόσμο, ( όπως ο νόμος όριζε), για στεγαστικά δάνεια και κεφάλαια κινήσεως σε μικρομεσαίες και σε ζωτικής σημασίας επιχειρήσεις, που θα εκτίνασσαν την οικονομία και την ανάπτυξη , οι τράπεζες δεν τα έδωσαν και με μέρος αυτών αγόρασαν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου με επιτόκιο 4,8% , βάζοντας στην τσέπη την διαφορά επιτοκίου.
Μήπως έκαναν απλά ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ;
β) Τα ομόλογα αυτά είχαν διάρκεια έως τρία χρόνια . γ) Στην λήξη των ομολόγων οι τράπεζες όφειλαν να εξοφλήσουν τα δικά τους δάνεια προς την ΕΚΤ, να πάρουν πίσω τα ομόλογα και να τα επιστρέψουν στο Ελληνικό Δημόσιο για να ακυρωθούν. δ) Για αυτά τα ομόλογα που πήρε η κάθε τράπεζα έπρεπε να είχε δώσει αντίστοιχες εξασφαλίσεις προς το Ελληνικό Δημόσιο ( κινητά – ακίνητα ) η και να καταβάλει προμήθεια στο Ελληνικό Δημόσιο επειδή αυτό ήταν εγγυητής. Υπεύθυνος για την παραλαβή των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες όπως ο νόμος 3723/08 ορίζει, ήταν ο διοικητής της Τράπεζας Της Ελλάδος . Τις έχει πάρει ; Επέκτειναν την ισχύ των νόμων για την ενίσχυση των πιστωτικών ιδρυμάτων μέχρι της 31/12/2012 για να χορηγήσουν και άλλα δις στις τράπεζες Η αξία των τραπεζών είναι σήμερα υποπολλαπλάσια των εγγυήσεων (περίπου 6δις) τα κρατικά ομόλογα που πήραν οι τράπεζες ήταν 233 δις και δεν υπήρχαν εξασφαλίσεις στην λήξη τους, και αυτά τα ομόλογα πληρώθηκαν από το κράτος , δηλαδή εμάς τους φορολογούμενους
Γιατί οι τράπεζες δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν κατασχέσεις! (της Ευαγγελίας Αμπάζη – δικηγόρος Αθηνών)
Oι τέσσερις συστημικές τράπεζες έλαβαν συνολικά για την ανακεφαλαιοποίησή τους περίπου 233 δις ευρώ. Ο σκοπός της χρηματοδότησης τους ή, άλλως, της ανακεφαλαιοποίησής τους, σύμφωνα με τα άρθρα 27α και 28 του Ν. 3601/2007, ήταν η αποκατάσταση των ζημιών των ιδίων κεφαλαίων τους, τις οποίες υπέστησαν και από τα μη εξυπηρετούμενα ληξιπρόθεσμα δάνεια των φυσικών προσώπων. Με την προβλεπόμενη από το νόμο 4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222/12-11-2012 – 3ο Μνημόνιο) και την από 13/11/2012 σχετική (με αρ. 38) απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α’ 223/12-11-2012) διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής των τραπεζών από το Ελληνικό Δημόσιο, οι τράπεζες έχουν καλύψει πλήρως τις ζημίες και το κενό των «ιδίων κεφαλαίων» τους έως και την 31/12/2012. Αυτές οι ζημίες προήλθαν και από τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά δάνεια των οφειλετών τους. Συνεπώς οι τράπεζες δεν έχουν έννομο συμφέρον να απαιτούν τα ληξιπρόθεσμα δάνεια διότι -όπως προανέφερα- για όλο το απαιτητό κεφάλαιο και τους τόκους έχουν εξοφληθεί πλήρως από το Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο, κατά τους υφιστάμενους ακόμα κανόνες Δικαίου, περιήλθε η πλήρης κυριότητα των τραπεζών. Για να αντικρουστεί το εν λόγω επιχείρημα από τις τράπεζες, αυτές οφείλουν να επιδείξουν στους Έλληνες δανειολήπτες ότι τα συγκεκριμένα ΔΙΚΑ τους δάνεια δεν καλύφθηκαν πλήρως από τις δόσεις αυτές, παραμένουν δηλαδή ανεξόφλητα. Τούτο μπορούν και οφείλουν να πράττουν κάθε φορά που απαιτούν από τους Έλληνες δανειολήπτες να αποπληρώσουν την ανεξόφλητη οφειλή τους, επιδεικνύοντας τους στοιχεία της ύπαρξης της οφειλής τους από τα «Βιβλία των λογαριασμών των επισφαλών απαιτήσεων» (ζημίες), την Τράπεζα της Ελλάδος, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το Ελεγκτικό Συνέδριο και το υπουργείο Οικονομικών. Θα πρέπει να αποδείξουν δηλαδή ότι η συγκεκριμένη οφειλή δεν έχει καλυφθεί από τις δόσεις της ανακεφαλαιοποίησής. Περαιτέρω, ενώ οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν, κάλυψαν τις ζημίες τους και αποκατέστησαν τα ίδια κεφάλαια των Cor Tier I με τα 45 δις ευρώ της ανακεφαλαιοποίησής, διατήρησαν ταυτόχρονα και τις μετοχές τους αλλά και τη διοίκηση τους. Συγχρόνως όμως -και παράνομα- απαιτείται η αναγκαστική είσπραξη των ποσών της ανακεφαλαιοποίησής από τους Έλληνες πολίτες (και δανειολήπτες των τραπεζών), οι οποίοι έχουν ήδη εγγυηθεί τα ποσά της ανακεφαλαιοποίησής με την εγγύηση που χορήγησε το Ελληνικό Δημόσιο στα ομόλογα CosCos (που έδωσαν οι τράπεζες στο ΤΧΣ και υπέρ του ΕSΜ). Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες πολίτες (και δανειολήπτες των τραπεζών) καθιστάμεθα οι τωρινοί εγγυητές και, δυνητικά, οι τελικοί δανειστές των τραπεζών, σε περίπτωση που τα CosCos δεν επαναγοραστούν από τις τράπεζες σε τρία (συν δύο) χρόνια και οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου εκπέσουν υπέρ του ΕSΜ, με αποτέλεσμα οι εγγυήσεις (στα CosCos) να γίνουν πλέον ελληνικό δημόσιο χρέος υπέρ του ΕSΜ. Συνεπώς, οι τράπεζες, ενώ ουδεμία ζημία έχουν υποστεί από τα «ληξιπρόθεσμα» δάνεια (οι ζημίες τους αποκαταστάθηκαν με την ανακεφαλαιοποίησή τους), απαιτούν την αναγκαστική είσπραξη των δανείων αυτών από τους εγγυητές και, δυνητικά, τελικούς δανειστές των τραπεζών, ήτοι τους Έλληνες πολίτες! Τέλος, από τη συμφωνία ανακεφαλαιοποίησής των τραπεζών, όπως αυτή τελικά κατακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 38/9-11-2012 πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α’, 223/12-11-2012), προκύπτει ότι όλες οι συστημικές τράπεζες περιέρχονται από το Νοέμβριο του 2012 στην πλήρη κυριότητα (ιδιοκτησία) του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕFSP, παρά το γεγονός ότι διατήρησαν τη διαχείριση τους, η οποία ασκείται από τα παλαιά (υφιστάμενα) μέλη των Δ.Σ., διότι μπόρεσαν (με εξαίρεση τη Εurobank) και κάλυψαν από τα ιδιωτικά τους κεφάλαια το 10% της ανακεφαλαιοποίησής τους. Οι τράπεζες αυτές θα περιέλθουν και πάλι στην κυριότητα των νυν ιδιωτών ιδιοκτητών της μόνον εάν εντός πενταετίας οι τελευταίοι επαναγοράσουν από το Ελληνικό Δημόσιο, και κατ’ επέκταση από τον ΕFSF, τα μετατρέψιμα ομόλογα CosCos, τα οποία κατέχει ο ΕFSF με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, καμία τράπεζα δεν έχει έννομο συμφέρον να απαιτεί την εξόφληση των ήδη εξοφλημένων από την ανακεφαλαιοποίηση δανείων.»
Δια το ίδιο θέμα της ανακαιφαλοποίησης των τραπεζών πριν από το 2012 υπάρχουν πλήθος αναρτήσεων στο internet.
Ενδεικτικά:
Πώς οι τράπεζες πήραν 238 Δις από τα μνημόνια ( HYPERLINK “http://taxalia.blogspot.gr/2012/12/238.html”http://taxalia.blogspot.gr/2012/12/238.html) (σχετικό 48)
Αποκαλύπτουμε την Τραπεζική Απάτη (σχετικό 49) ( HYPERLINK “http://den.com.gr/giorgos-sarris-bank-fraud/” http://den.com.gr/giorgos-sarris-bank-fraud/
Η “ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών” ως η υπέρτατη απάτη (σχετικό 50) ( HYPERLINK “https://sites.google.com/site/evdaemonia/broad-money-stock”https://sites.google.com/site/evdaemonia/broad-money-stock
Η μαφία των τραπεζών. Ο πύργος με τα τραπουλόχαρτα των τοκογλύφων ( σχετικό 51) ( HYPERLINK “http://original-fippak.blogspot.gr/2013/03/blog-post_2806.html” http://original-fippak.blogspot.gr/2013/03/blog-post_2806.html
5) Λογιστικός έλεγχος στην τραπεζική μαφία !!! 400 δις κόστισε μέχρι σήμερα !!! (σχετικό 52) (http://kinima-ypervasi.blogspot.gr/2015/09/400.html)
Τα εγκλήματα της μαφίας που ξεπουλάνε την χώρα και το τραπεζικό σύστημα αυτής έχει ονοματεπώνυμο και λέγεται Αλέξης Τσίπρας Πρωθυπουργός της Ελλάδος(σχετικό 53) ( HYPERLINK “http://anemosanatropis.blogspot.gr/2016/01/blog-post_37.html” http://anemosanatropis.blogspot.gr/2016/01/blog-post_37.html)
Η άπατη με τις τράπεζες και τη νέα ανακεφαλοποίηση (σχετικό 54) ( HYPERLINK“http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2015/12/blog-post_38.htm”http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2015/12/blog-post_38.htm)
Αφιέρωμα για τα 238 δις ευρώ που δόθηκαν τις Τράπεζες (σχετικό 55) HYPERLINK
Για πόσο θα πληρώνουμε τους τραπεζίτες Σάλλα, Κωστόπουλο, Λάτση ( σχετικό 56) ( HYPERLINK “http://www.ramnousia.com/2014/04/gia-poso-tha-plironoume-tous-trapezites.html” http://www.ramnousia.com/2014/04/gia-poso-tha-plironoume-tous-trapezites.html
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Διαπράχτηκαν αξιόποινες πράξεις και από ποιους κατά τις ανακεφαλαιώσεις των τραπεζών του 2012 και πριν.
Β) Με ποιες εγγυήσεις δόθηκαν στις τράπεζες τα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των,
Γ) Εάν υπήρξαν έλεγχοι και από ποιον για να διαπιστωθεί κατά πόσον τα χρήματα που εδόθησαν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό που χορηγήθηκαν όπως γίνεται σε κάθε επιχείρηση που λαμβάνει ακόμη και σε πολύ μικρότερα ποσά από το ΕΣΠΑ ή από επιχορηγήσεις και ποιο ήταν το αποτέλεσμα των έλεγχων αυτών ;
Δ) Εάν η διόγκωση των κόκκινων δανείων στα 110 δις έπαιξε ρόλο στην τυχόν εξαΰλωση των χρημάτων των ανακεφαλαιοποιήσεων
Δ) Εάν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες στην διαχείριση των χρημάτων των κεφαλαιοποιήσεων δεδομένου ότι δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα πως είναι δυνατόν οι τράπεζες να έλαβαν 233 δις ευρώ για ανακεφαλαιοποιηση και να εισέπραξαν από τους οφειλέτες επιπλέον άλλα 233.939.615.000 ευρώ οι οποίοι τα κατέβαλαν αχρεωστήτως ( ίδετε κεφάλαιο 14) δηλαδή εισήρθαν στο ταμείο τους πάνω από 466 δις ευρώ και πάλι να μην έχουν επάρκεια κεφαλαίων και χρειάστηκε και η τρίτη ανακεφαλιοποιηση του Δεκεμβρίου 2015 ποσού περίπου 10 δις και σύμφωνα με την ειδησεογραφία οι μετοχές των να μην αξίζουν ούτε 500 εκατομμύρια ευρώ.
19
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ 2015
Δια το θέμα της ανακαιφαλοποίησης των τραπεζών το 2015 υπάρχουν επίσης πλήθος αναρτήσεων στο internet.
Τα εγκλήματα της μαφίας που ξεπουλάνε την χώρα και το τραπεζικό σύστημα αυτής έχει ονοματεπώνυμο και λέγεται Αλέξης Τσίπρας Πρωθυπουργός της Ελλάδος(σχετικό 53) ( HYPERLINK “http://anemosanatropis.blogspot.gr/2016/01/blog-post_37.html” http://anemosanatropis.blogspot.gr/2016/01/blog-post_37.html)
Η αλήθεια για την ανακεφαλοποίηση των τραπεζών με αριθμούς ( σχετικό 57) (HYPERLINK “http://www.ert.gr/i-alithia-gia-tin-anakefaleopiisi-ton-trapezon-me-arithmous/” http://www.ert.gr/i-alithia-gia-tin-anakefaleopiisi-ton-trapezon-me-arithmous/)
Οικονομικό έγκλημα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ( σχετικό 59) HYPERLINK
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Διαπράχτηκαν αξιόποινες πράξεις και από ποιους κατά τις ανακεφαλαιώσεις των τραπεζών του 2015.
Β) Με ποιες εγγυήσεις δόθηκαν στις τράπεζες τα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των,
Γ) Εάν υπήρξαν έλεγχοι και από ποιον για να διαπιστωθεί κατά πόσον τα χρήματα που εδόθησαν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό που χορηγήθηκαν όπως γίνεται σε κάθε επιχείρηση που λαμβάνει ακόμη και σε πολύ μικρότερα ποσά από το ΕΣΠΑ ή από επιχορηγήσεις και ποιο ήταν το αποτέλεσμα των έλεγχων αυτών ;
Δ) Εάν η διόγκωση των κόκκινων δανείων στα 110 δις έπαιξε ρόλο στην τυχόν εξαΰλωση των χρημάτων των ανακεφαλαιοποιήσεων
Δ) Εάν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες στην διαχείριση των χρημάτων των κεφαλαιοποιήσεων δεδομένου ότι δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα πως είναι δυνατόν οι τράπεζες να έλαβαν 233 δις ευρώ για ανακεφαλαιοποιηση και να εισέπραξαν από τους οφειλέτες επιπλέον άλλα 233.939.615.000 ευρώ οι οποίοι τα κατέβαλαν αχρεωστήτως ( ίδετε κεφάλαιο 14) δηλαδή εισήρθαν στο ταμείο τους πάνω από 466 δις ευρώ και πάλι να μην έχουν επάρκεια κεφαλαίων και χρειάστηκε και η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση του Δεκεμβρίου 2015 ποσού περίπου 10 δις και σύμφωνα με την ειδησεογραφία οι μετοχές των να μην αξίζουν ούτε 500 εκατομμύρια ευρώ.
20
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Σύμφωνα με την δημοσίευση της εφημερίδος κέρδος on line (σχετικό 45) με τον τίτλο « Στρατηγικοί κακοπληρωτές το 20% των κόκκινων δανείων» στην οποία αναφέρει ότι «Ποσό 20 δισ. ευρώ, σε σύνολο «κόκκινων» δανείων ύψους 100 δισ. ευρώ που βαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, αφορά «στρατηγικούς κακοπληρωτές», σύμφωνα με εκτίμηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννη Στουρνάρα»
Δεδομένου ότι οι φράσεις «κακοπληρωτές» οφειλέτες , «υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά» που ακούγονται κατά κόρον στις ημέρες μας είχαν ξανακουστεί πριν από χρόνια, νομίζω ότι πρέπει να γίνει μια σύντομη ιστορική ανάδρομη σχετικά με τον ρόλο των τραπεζών στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας προκειμένου εάν είναι δυνατόν να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος.
1975) Ετέθη σε ισχύ ο νόμος 128/1975 που όριζε ότι οι τράπεζες θα έπρεπε να κατάθεταν ένα ποσοστό 1% επί του εκάστοτε καταλοίπου των δανείων των σε ειδικό λογαριασμό στην τράπεζα της Ελλάδος. Ενώ το ποσό αυτό βάρυνε τις τράπεζες αυτές το μετακυλύουν ακόμη και σήμερα παράνομα στους δανειολήπτες και μάλιστα προβαίνουν και σε παράνομο ανατοκισμό αυτού. Όπως αναφέρει η υπ΄ αριθμό 257 /2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω ( σχετικό 7) το ποσό αυτό ανέρχεται στο ποσό των 600 εκατομμυρίων ευρώ το έτος ( στην πραγματικότητα όπως αναφέρω στο κεφάλαιο 9 το ποσό αυτό είναι περίπου 1.043.769.863,01 ευρώ το χρόνο) και έτσι οι τράπεζες έχουν εισπράξει παράνομα μέχρι σήμερα το ποσό των 24 δίς ( 600 εκατ Χ 40 ετη = 24 δις ) ή κατά τον υπολογισμό του κεφαλ. 9 το ποσό των 41 δις 750 εκατομμυρίων 795 χιλιάδων ,720 ευρώ ( 1.043.769.863.01 Χ 40 έτη = 41.750.795.720.)
1980) 30 Οκτωβρίου 1980. Ψηφίζεται στων Βουλή ο Νόμος 1083/1980, “Περί Συναλλάγματος Και Ξένων Τραπεζικών Γραμματίων”. Εις το άρθρο 8, παράγραφος 6, ο νόμος αυτός έδινε το δικαίωμα στις Τράπεζες να κεφαλαιοποιούν τούς τόκους και να ανατοκίζουν τα υπερήμερα δάνεια, ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ χρονικό ή άλλο(!!!), κατά παγκόσμιο πρωτοτυπία, με απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, την περιβόητη. ΝΕ 289/3/30.10.80. ( ΠΑΝΩΤΟΚΙΑ) Έκτοτε οι Τράπεζες απεφάσισαν να κεφαλαιοποιούν και να ανατοκίζουν ανά τρίμηνο, αντί εξαμήνου πού συνήθως ίσχυε. Με αυτήν όμως την συχνότητα ανατοκισμού το χρέος αυξάνει κατά γεωμετρική πρόοδο και διπλασιάζεται ανά δύο έτη.
1996) Με την πράξη 2393/15-7-1996 του ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (σχετικό 28) τροποποιήθηκε μερικώς ως προς το επιτόκιο υπερημερίας ο νόμος 1083/1980 και όρισε επιτόκιο υπερημερίας αντί του 4% το 2,5% που ισχύει από 1-8-1996 μέχρι και σήμερα.
1983) Ψηφίστηκε και τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 1386/1983 με τον οποίον ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε) με σκοπό « την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που ανέκυψαν από τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Κύρια επιδίωξη του θεσμικού μηχανισμού που καθιερώνει ο νόμος είναι η εξυγίανση των επιχειρήσεων εκείνων που κρίνονται βιώσιμες και έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική οικονομία της χώρας και γενικά του κοινωνικού συνόλου. Για το σκοπό αυτό ο νόμος θεσπίζει μία δέσμη μέτρων που δεν γνώριζε προηγουμένως η ελληνική έννομη τάξη. Τα σημαντικότερα μέτρα αποτελούν ασφαλώς η ανάληψη της διοίκησης της επιχείρησης από πρόσωπα που διορίζει ο Ο.Α.Ε και η αναζήτηση έπειτα ενός συμβατικού διακανονισμού των υποχρεώσεών της με στόχο την εξασφάλιση της λειτουργίας της»
Με τη θέσπισή του 1386/1983, τέθηκαν υπό τη διαχείρισή του 43 επιχειρήσεις με σύνολο υποχρεώσεων προς τις τράπεζες 171,5 δισ. δρχ.
Από τη διαχείριση του Οργανισμού πέρασαν κατά καιρούς ορισμένα από τα πιο ηχηρά ονόματα της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας, όπως η ΑΓΕΤ Ηρακλής, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία, η Πειραική Πατραϊκή, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ελευσίνας, Νεωρίου Σύρου, η ΦΙΞ, η Τρία Εψιλον, η Κεραφίνα, η ΜΕΛ, η ΠΥΡΚΑΛ, η εταιρεία Μακεδονικοί Λευκόλιθοι και μια σειρά από άλλες υπερχρεωμένες στις τράπεζεςεπιχειρήσεις προς εξυγίανση.
Το 2002 έγινε το οριστικό κλείσιμο του Ο.Α.Ε. H πλειοψηφία των εταιρειών που είχαν τεθεί σε διαχείριση από τον ΟΑΕ έκλεισαν και ο μηχανολογικός εξοπλισμός των πουλήθηκε για παλιοσίδερα. Χαρακτηριστικά από τις 14 κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις που τέθηκαν υπό την διαχείριση του ΟΑΕ. δεν διασώθηκε ούτε μια. Οι τράπεζες βέβαια εισέπραξαν τα δάνεια των αφού πάντα λαμβάνουν και προσωπικές εμπράγματες εγγυήσεις από τους δανειολήπτες. Κρίνοντας σήμερα εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι για την υπερχρέωση των επιχειρήσεων στις τράπεζες δεν έφταιγε ο κακός επιχειρηματίας στον οποίον είχαν πέσει τότε όλες οι ευθύνες, αφού οι επιχειρήσεις δεν διασώθηκαν ούτε με την νέα διοίκηση τους που είχε διορίσει ο ΟΑΕ άλλα από τα υπέρογκα χρεολύσια των τραπεζών τα όποια είχαν διογκωθεί πολλαπλασιαστικά με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις ( εισφορά ν 128/1975) και τα όποια ουδείς έλεγξε. Συνέβη δηλαδή τότε ότι ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Μιλούν για υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά στις τράπεζες άλλα την αιτία της υπερχρεώσεις των την τοποθετούν στο ότι οι οφειλέτες είναι κακοπληρωτές ή το επιρρίπτουν γενικόλογα στην κρίση για να αποκρύψουν την πραγματική αιτία την όποια και γνωρίζουν που είναι για να κρατήσουν όπως φαίνεται οι τράπεζες τα υπερκέρδη τους και ότι τα 115 δις κόκκινα δάνεια δεν είναι το πραγματικό οφειλόμενο ποσό των οφειλετών αλλά αυτό διαμορφώθηκε στο ποσό αυτό από την διόγκωση των δανείων των οφειλετών με παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και με χρεώσεις αθέμιτων κατά το υπερβάλλον των νομίμων επιτοκίων που με τους επανειλημμένους ανατοκισμούς διόγκωσαν τις οφειλές των δανείων. Το 1983 με τον Ο.Α.Ε έκλεισαν οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες και αποβιομηχανοποιήθηκε η χώρα, σήμερα πωλείτε όλη η Ελλάδα σε κερδοσκοπικά κεφάλαια ( distressed founds).
2000) Ψηφίστηκε ο Νόμος 2789/2000 με το άρθρο 30 παρ.1 του οποίου ρυθμιζόταν η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα.
2001) Εκδόθηκε ο Ν.2912/2001 (ΦΕΚ 94 Α) με το άρθρο 42 παρ. 1, του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 άρθρο 30 του Ν.2789/00 και ρυθμίζεται η συνολική οφειλή από τις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων.
2010) Ψηφίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος 3869/2010 ( Νόμος ΚΑΤΣΕΛΗ), με τον οποίο καλούσαν τους υπερχρεωμένους οφειλέτες να προβούν σε «ρύθμιση»των δανείων των. Οι τράπεζες με τον τρόπο αυτό της «ρύθμισης» φαίνεται ότι εξαπάτησαν όλους τους οφειλέτες που ρύθμισαν τα χρέη τους αφού δολίως τους παρασιώπησαν ότι το κατάλοιπο που τους παρουσίαζαν να ρυθμίσουν δεν ήταν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό της οφειλής των αλλά ήταν διογκωμένο και μάλιστα πολλαπλασιαστικά λόγω των ανατοκισμών που είχαν μεσολαβήσει και έτσι η μείωση οφειλής (κούρεμα) που προσέφεραν στους οφειλέτες προκειμένου να τους δελεάσουν για να προβούν στην ρύθμιση αφορούσε προφανώς ένα μόνο τμήμα των παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων και των αθέμιτων και παράνομων τόκων με τα οποία είχαν διογκώσει προηγουμένως το δάνειο και έτσι οι τράπεζες με την «ρύθμιση» αυτή κατάφεραν να νομιμοποιήσουν όλες τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις που τα είχαν επιβαρύνει σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες 124 δικαστικές αποφάσεις. Έτσι σύμφωνα με την ειδησεογραφία ρύθμισαν πάνω από 100.000 δάνεια σύμφωνα με το κατάλοιπο που είχαν παρουσιάσει και στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις των και σήμερα εισπράττουν χρήματα από την εξυπηρέτηση των ρυθμίσεων αυτών ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται αφενός ότι σε ένα μεγάλο μέρος των δανείων ρύθμισαν ανύπαρκτο χρέος αφού εάν αφαιρούταν από τα δάνεια αυτά οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και τα αθέμιτα επιτόκια με το όποιο τα είχαν εκτοπίσει θα ήταν ήδη εξοφλημένα και αφετέρου στα υπόλοιπα δάνεια απλώς μείωσαν ένα τμήμα του «καπέλου» όπως λέει και ο λαός που είχαν βάλει στο δάνειο και νομιμοποίησαν όλες τις υπόλοιπες παράνομες χρεώσεις των. Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι ο νόμος Κατσέλη δεν έγινε για ωφέλεια των δανειοληπτών όπως παρουσιάστηκε αλλά για εξυπηρέτηση των Τραπεζών οι οποίοι θυσιάζοντας ένα μικρό ποσοστό από τις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις και από τα έσοδα από τα αθέμιτα επιτόκια εξασφάλισαν την νομιμοποίηση όλων παρανόμων αυτών χρεώσεων, εξυγίαναν τους ισολογισμούς των, και παράλληλα εισπράττουν ποσά από την εξυπηρέτηση των δάνειων της ρύθμισης σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από ανύπαρκτα χρέη.
2014) Εκδόθηκε ο νόμος 4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) –( Κώδικας δεοντολογίας) που σκοπό όπως φαίνεται έχει να εκβιάσει τους 1.000.000 οφειλέτες που παρουσιάζουν οι τράπεζες ότι έχουν δάνεια σε καθυστέρηση (κόκκινα δάνεια) για να ρυθμίσουν το κατάλοιπο που παρουσιάζουν οι τράπεζες με την απειλή ότι θα χαρακτηριστούν ως ΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΜΟΙ και έτσι θα χάσουν και την πρώτη κατοικία τους και να αναγνωρίσουν έτσι την διογκωμένη οφειλή των και οι τράπεζες με αυτό τον τρόπο να νομιμοποιήσουν τις παράνομες χρεώσεις των που έχουν καταχωρήσει στους λογαριασμούς των. (ίδετε κεφάλαιο 4)
2016) Σύμφωνα με την ειδησεογραφία η Κυβέρνηση για την πάταξη της φοροδιαφυγής θα αναγνωρίζονται πλέον ως δαπάνες μόνο όσες συναλλαγές γίνονται με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες (σχετικό 58) HYPERLINK
Ενώ το μέτρο αυτό διαφημίζετε και επιβάλετε για την πάταξη της φοροδιαφυγής η οποία είναι αμφίβολο εάν θα επιτευχτεί με αυτό για πολλούς λόγους, όπως ενδεικτικά ότι αυξάνει σημαντικότατα τα έξοδα των επιχειρήσεων εφόσον θα πληρώνουν προμήθεια στις τράπεζες στο τελικό ποσό πώλησης που συμπεριλαμβάνει το ΦΠΑ, το κόστος κτήσεως , τα γενικά τους έξοδα ως επίσης ότι το σύνολο των εισπράξεων θα πηγαίνουν στο τραπεζικό λογαριασμό που μπορεί όμως να υπάρχει ήδη δέσμευση για χρέη προς το Δημόσιο, ΙΚΑ κλπ ή ανά πάσα στιγμή να υπάρξει τέτοια δέσμευση φαίνεται ότι είναι μια κρυπτόμενη από την κυβέρνηση τεράστια εξυπηρέτηση των τραπεζών αφού :
A) Οι τράπεζες χρεώνουν προμήθεια από 1,5% έως 4,5% ανάλογα με την κάρτα ( American express) ήτοι κατά ένα εύλογο μέσο όρο και μετά από πιέσεις της κυβέρνησης σύμφωνα με την ειδησεογραφία θα παρακρατούν προμήθεια περίπου 2%. Δεδομένου όμως ότι με το ανωτέρω σύστημα που θεσπίζει η Κυβέρνηση τελικά θα περάσει μέσω των καρτών σχεδόν όλο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) που είναι περίπου 180 δις, σημαίνει ότι οι τράπεζες θα έχουν πρόσθετα έσοδα από το μέτρο αυτό της κυβέρνησης 3,6 δις. (180 δις Χ 2% = 3,6 δις).
Β) Δηλαδή ενώ οι τράπεζες θα κερδίσουν χωρίς έξοδα (αφού η εργασία αυτή θα γίνεται αυτοματοποιημένα στο ήδη υπάρχον σε αυτές μηχανογραφικό σύστημα ) το ποσό των 3,6 δις ευρώ περίπου , οι επιχειρηματίες που θα εξαναγκαστούν με την απειλή προστίμου μέχρι 1.000.000 ευρώ ( σχετικό 58) να πουλάνε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών θα επιβαρυνθούν επί πλέον με το ποσό αυτό των 3.6 δις ευρώ πλέον του κόστους του μηχανήματος που θα πρέπει να αγοράσουν.
Γ) Είναι γνωστό ότι οι επιχειρήσεις με βιβλία Γ’ κατηγορίας αποδίδουν τον ΦΠΑ του μηνός που έκαναν τις πωλήσεις σε δυο δόσεις τον επόμενο και τον μεθεπόμενο μήνα και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις αποδίδουν κάθε τρίμηνο πάλι σε 2 δόσεις τον επόμενο και μεθεπόμενο μήνα του τρίμηνου. Συνεπώς οι τράπεζες θα έχουν στα ταμεία τους και θα εκμεταλλεύονται τα χρήματα που έχουν εισπράξει μέσω των πιστωτικών και χρεωστικών καρτών κατά μέσο όρο περίπου τέσσερις μήνες ήτοι θα έχουν μια συνεχή πρόσθετη δωρεάν ρευστότητα χρήματος 60 δις περίπου ( ΑΕΠ 180 Δις : 3 = 60 δις). Και ο ποιό αδαής περί τα οικονομικά καταλαβαίνει ότι δεν είναι φυσιολογικό να προσφέρει η κυβέρνηση στις τράπεζες αυτήν την τεράστια ρευστότητα χωρίς να έχει εξασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα προσφέρουν αυτήν την υπηρεσία προς τις επιχειρήσεις και τα ανάλογα μηχανήματα POS τουλάχιστον δωρεάν.
Σημειώνεται ότι εάν υλοποιηθεί τελικά η διαδικασία αυτή η συντριπτική πλειοψηφία των κινήσεων θα γίνεται με χρεωστικές κάρτες που τις εκδίδουν οι ίδιες οι τράπεζες χωρίς να πληρώνουν προμήθειες σε τρίτη εταιρεία αλλά ακόμη και εάν οι τράπεζες έχουν κάποια μικροέξοδα στις κάρτες που ανήκουν σε ξένες εταιρείες για την έκδοση των πιστωτικών καρτών το όφελος από την τεραστία ρευστότητα που θα αποκτήσουν οι τράπεζες υπέρ αποσβαίνει το έξοδο αυτό. Λογικό και δίκαιο είναι αν παρόλα αυτά η Κυβέρνηση θέλει να αφήσει τις τράπεζες να έχουν αυτά τα πρόσθετα έσοδα, και δεδομένου ότι ο ήδη επιβαρυμένος υπόχρεος με έξη χρόνια ύφεσης δεν φταίει σε τίποτα να επιβαρυνθεί κα με τα έξοδα είσπραξης του ΦΠΑ που είναι υποχρέωση του κράτους , να θεωρηθεί ότι κάθε ποσό που κρατά η τράπεζα ως προμήθεια ως και το κόστος αγοράς του POS να θεωρείται ως καταβολή έναντι του ΦΠΑ του υπόχρεου, και η τράπεζα να αποδίδει στο υπουργείο οικονομικών την διαφορά από τα χρήματα που έχουν εισρεύσει στον λογαριασμό του υπόχρεου από την χρήση των καρτών.
Κα Εισαγγελεύ, μετά τα ανωτέρω ζητώ να διερευνήσετε εάν:
Α) Η πράξη 2393/15-7-1996 του ΔΙΟΙΚΗΤΗ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ για το ορισμό του τόκου υπερημερίας σε 2,5% πάνω από το συμβατικό επιτόκιο (ίδετε κεφάλαιο 10- σχετικό 28) και η συνέχιση της ισχύς της μέχρι και σήμεραπαρόλο που η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μέλος της ενιαίας τραπεζικής αγοράς της ευρωζώνης, ο νόμος 3869/2010 ( Νόμος ΚΑΤΣΕΛΗ), ο νόμος 4224/2013 ( ΦΕΚ 2289/27-8-2014) –( Κώδικας δεοντολογίας) που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, ως και η επιβολή του μέσου είσπραξης ΦΠΑ μέσω των χρεωστικών και πλαστικών καρτών που είναι υπέρ των συμφερόντων των τραπεζών αφού έγινε με κόστος που μετακυλύετε στις επιχειρήσεις ( αγορά μηχανημάτων POS και πληρωμή προμήθειας στις τράπεζες) ενώ οι τράπεζες απέκτησαν δωρεά με τεραστία ρευστότητα που δικαιολογούσε να γίνει η ανωτέρω είσπραξης του φόρουτουλάχιστον δωρεάν από αυτές, έγιναν με υπόδειξη ή κατ’ εντολή των τραπεζών.
Είναι προφανές ότι τα εκατομμύρια των ελλήνων δανειοληπτών, τα ενδιαφέρει άμεσα έκτος της ποινικής διερεύνησης για τις πράξεις των τραπεζών και το πολιτικό και οικονομικό σκέλος της υπόθεσης αυτής, , προκειμένου αφενός να σταματήσουν άμεσα οι παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις των τραπεζών, αλλά και αφετέρου να βρεθεί το πραγματικό οφειλόμενο ποσό του κάθε δανειολήπτη που θα έχει σαν αποτέλεσμα την επιστροφή των χρημάτων που αχρεωστήτως έχουν καταβάλει οι οφειλέτες όπως επίσης και όσοι εμφανίζονται να έχουν κόκκινα δάνεια τους ενδιαφέρει άμεσα και η αναμόρφωση του λογαριασμού των, προκειμένου να αποδειχτεί εάν οφείλουν και σε περίπτωση που οφείλουν ποιο είναι το πραγματικό ποσό της οφειλής των, απευθύνω στον πρωθυπουργό της Χώρας κον Αλέξη Τσίπρα την από 21-3-2016 ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ για τα ανωτέρω θέματα την οποία και θα κοινοποιήσω επίσης στους αρμόδιους οικονομικούς υπουργούς, στα πολιτικά κόμματα, στην τρόικα , στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στον τύπο, στις επαγγελματικές οργανώσεις και συλλόγους κλπ . (σχετικό 63)
21
Κυρία Εισαγγελεύ,
Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι δημιουργούνται σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεσθεί αξιόποινες πράξεις οι όποιες παραβιάζουν ευθέως τους νόμους του κράτους , αφορούν σχεδόν όλο τον ελληνικό λαό και συνεπώς πρέπει να αναζητηθεί το ταχύτερο δυνατό η ποινική διαλεύκανσης της υπόθεσης.
Σημειώνεται επίσης ότι με τον λαό της πατρίδας μας να δοκιμάζεται σκληρά τα τελευταία 6 χρόνια και μάλιστα όπως φαίνεται από τα ανωτέρω κυρίως εξ’ αίτιας της συμπεριφοράς των τραπεζών, οι παράνομες πράξεις που φαίνεται ότι διαπράχτηκαν αποτελούν ένα ακόμη δείγμα της βάναυσης εκβίασης και προσβολής της αξιοπρέπειας και της περιουσίας εκατομμυρίων ελλήνων ενώ θα πρέπει και αυτό συνιστά υποχρέωση όλων μας , να ανευρίσκονται και να αναδεικνύονται οι υπαίτιοι αυτών και τελικά να τιμωρούνται.
Επειδή ύστατο καταφύγιο τούτη την έσχατη ώρα επιβίωσης της Ελλάδας και των Ελλήνων αποτελεί ο θεσμός της Δικαιοσύνης.
Επειδή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 παρ.2 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Α « Η Εισαγγελία δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και την διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.
Ως κατέχουσα την ανώτερη θέση της εισαγγελικής ιεραρχίας της χώρας μας, είσθε πολλαπλώς ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΗ να διασφαλίσετε την τήρηση της νομιμότητας , την προστασία του πολίτη, και την διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος « Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»
Επειδή η δικαιοσύνη αποτελεί σ΄ αυτούς του δύσκολους πραγματικά καιρούς την υπέρτατη προσδοκία του πολίτη για να προστατευθεί.
Επειδή ο Ελληνικός λαός προσβλέπει σ’ Εσάς ως μοναδική του ελπίδα για την τήρηση και αποκατάσταση της νομιμότητας δια τις παράνομες πράξεις που διαπραχτήκαν εις βάρος του.
Επειδή οι νόμοι του κράτους μας υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όχι για να παραμένουν ανενεργοί.
Επειδή οι υπαίτιοι των εγκληματικών πράξεων πρέπει να ανευρίσκονται και να τιμωρούνται αναλόγως.
Επειδή προσάγω τα κάτωθι σχετικά έγγραφα:
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παρακαλώ για τις δικές Σας ενέργειες, προκειμένου να διερευνήσετε αν συντρέχει περίπτωσης τέλεσης ποινικών αδικημάτων, καθώς επίσης και την ανεύρεση των προσώπων τα οποία τα ετέλεσαν, αποκαθιστώντας έτσι την νομιμότητα.
Αθήνα 21-3-2016
Ο αναφέρων