ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
_.
Κώσ. Βενιζέλος, 01 Οκτ. 2021
Σημαντικό δίτομο έργο του Νέαρχου Νεάρχου για την ιστορία της Κύπρου μέσα από τη δραματική πορεία του Μακάριου
Εξήντα ένα χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. Το κράτος, που δημιουργήθηκε με δοτή κολοβωμένη ανεξαρτησία βίωσε θυελλώδεις εξελίξεις, δύσκολα πέτρινα χρόνια. Υπονομεύθηκε πριν καν να συσταθεί και πέρασε μέσα από συγκρούσεις, έντονες αντιπαραθέσεις. Είχε εξαρχής απέναντι του την Τουρκία, που ήθελε την κατάργησή της.
Οι Βρετανοί μπορεί να έχουν φύγει, αλλά έμειναν. Όχι μόνο με τη στρατιωτική παρουσία, τις βάσεις. Έκτισαν την μεταποικιακή περίοδο επιρροής και ελέγχου. Και η Ελλάδα; Ήθελε να «ξεφορτωθεί» το Κυπριακό; Το «ξεφορτώθηκε» με τις Συμφωνίες;
Ο απολογισμός μακρύς καθώς οι περιπέτειες αυτού του κράτους ήταν μεγάλες. Δοκιμάσθηκε πολλές φορές με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, στις 15 Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή, πέντε ημέρες αργότερα. Ένα δίδυμο έγκλημα κατά της Κύπρου και του λαού της.
Αναφορές για τα όσα διαδραματίσθηκαν την περίοδο πριν αμέσως μετά τις Συμφωνίες περιγράφονται στο δίτομο βιβλίο του Νέαρχου Νεάρχου «Μακάριος- Δραματική πορεία»( Εκδόσεις Ιερά Μητρόπολις Πάφου, 2021).
Πρόκειται για ένα μνημειώδες έργο, με μια ενδελεχή ιστορική διαδρομή, μέσα από την πορεία του Μακάριου. Με πλούσιες πηγές και βιβλιογραφία και έγγραφα που τεκμηριώνουν τις αναφορές που περιλαμβάνονται στο δίτομο. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο, εφόδιο για ένα μελετητή αλλά και για όσους προσφεύγουν για μια ολοκληρωμένη ενημέρωση για την ιστορία του τόπου. Ο πρώτος τόμος καλύπτει από το 1950 μέχρι και την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β ενώ ο δεύτερος με ενδελεχείς αναφορές και στοιχεία για το πραξικόπημα και την εισβολή φθάνει μέχρι και το θάνατο του Μακάριου με μια χρονική επέκταση, παρένθεση, στο σχέδιο Ανάν.
Η ανεξαρτησία δεν ήταν ο αρχικός στόχος του κυπριακού ελληνισμού. Οι αγώνες του λαού στόχευαν στην αυτοδιάθεση Ένωση. Σε μια περίοδο, κατά την οποία οι αγώνες για αυτοδιάθεση ήταν ένα παγκόσμιο κίνημα, οι Κύπριοι δεν μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν αυτό το ρεύμα. Έμελλε, όμως, αυτός ο αγώνας να μην ευοδωθεί.
Ο Νέαρχος Νεάρχου υποστηρίζει στο δίτομο έργο του πως «μετά από τη μεταμόρφωση του Κυπριακού προβλήματος από το 1955, από Αγγλο – Ελληνική διαφορά σε Ελλαδοτουρκικό πρόβλημα, κι αυτή ακόμα η λύση της «δεσμευμένης ανεξαρτησίας» θεωρήθηκε μόνο ως ανακοπή πορείας προς το χειρότερο. Γιατί οι Άγγλοι, ωμά και κυνικά, μιλούσαν για διπλή αυτοδιάθεση και διχοτόμηση. Σ’ όλα τα σχέδια λύσης, που κατά καιρούς πρότειναν, φρόντιζαν πάντα να εμποδίσουν την πλειοψηφία να ασκήσει τα δικαιώματά της, τόσο στον Κοινοβουλευτικό όσο και στον διοικητικό τομέα.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Ελλάδα, πλήρως εξαρτημένη, οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά, από τους Άγγλους και Αμερικανούς δεν είχε πολλά περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής. Προσπαθούσε να την εντάσσει μέσα στα πλαίσια των συμμαχιών της και να επιδιώκει το καλύτερο». Ήδη, από το 1956 οι Καραμανλής – Αβέρωφ άρχισαν να ερωτοτροπούν με διχοτομικές λύσεις, υποστηρίζει ο συγγραφέας.
Με βάση τα όσα αναφέρονται στο κεφάλαιο για τις Συμφωνίες, η τακτική αυτή έβλαψε ανεπανόρθωτα το Κυπριακό. Σημειώνει συναφώς ο συγγραφέας:
Η τελική φάση αυτού του συμβιβασμού διαδραματίστηκε κατ’ αρχή στη Ζυρίχη, από τις 5 μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1959, σε κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας κ. κ. Αβέρωφ και Ζορλού. Στις 11 Φεβρουαρίου υπογράφτηκε η τελική συμφωνία από τους Πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας κ. κ. Καραμανλή και Μεντερές.
Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν μόνο στο τελικό στάδιο της Συμφωνίας στο Λάνκαστερ Χάουζ, όχι για να διαπραγματευθούν, αλλά για να προσυπογράψουν και να επικυρώσουν τις συμφωνίες. Ο Άγγλος Πρωθυπουργός κ. Μακμίλλαν συγκάλεσε Διάσκεψη στο Λονδίνο, από τις 17 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου 1959, με τη συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του κ. Κιουτσούκ, ως εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων, με στόχο την προσυπογραφή των συμφωνιών της Ζυρίχης στο σύνολό τους, χωρίς κανένα δικαίωμα επαναδιαπραγμάτευσης οποιουδήποτε όρου των συμφωνιών.
Πώς αντιδρούσε η ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου; Ο Νέαρχος Νεάρχου αναφέρει τα εξής:
Τι προέβλεπαν οι Συμφωνίες
Στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου περιλαμβάνονταν το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο γενικό του πλαίσιο, και οι Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας. Η έκταση και το καθεστώς των Βρετανικών βάσεων θα συζητούνταν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την υπογραφή των Συμφωνιών μέχρι την επίσημη ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Έτσι, η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν πλέον γεγονός.
Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας τερματίστηκε με προκήρυξη – διαταγή του Γρίβα, στις 9 Μαρτίου 1959. Στις 13 Δεκεμβρίου 1959 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκλέχθηκε από τους Ελληνοκυπρίους ως πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο Δρ Κιουτσούκ ως πρώτος Αντιπρόεδρος από τους Τουρκοκυπρίους.
Ο Νέαρχος Νεάρχου αναφέρει για τα πρώτα βήματα του νεοσύστατου κράτους: «Παρά τα σοβαρά μειονεκτήματα του νεοσύστατου κράτους ο Μακάριος προχώρησε με γοργό ρυθμό στην οργάνωσή του εσωτερικά και στην ενδυνάμωση και κατοχύρωσή του με την ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς. Γι’ αυτό, στις 21 Σεπτεμβρίου 1960, η Κύπρος αναγνωρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και έγινε δεκτό στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.
Τον Φεβρουάριο του 1961 εντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως ισότιμο μέλος. Τον ίδιο χρόνο ο Πρόεδρος Μακάριος παρευρέθηκε στην επίσημη Διάσκεψη των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι και έδωσε έτσι το στίγμα του προσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου. Το 1961 η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στη Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Το κράτος άρχισε σιγά – σιγά να οργανώνεται μέσα σ’ ένα κυκεώνα από δυσκολίες, ιδιαίτερα σ’ ό, τι αφορούσε την εγκατάσταση του διοικητικού μηχανισμού. Από τις πρώτες, όμως, ενέργειες αποδείχτηκε στην πράξη, ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν σαθρό στη βάση του.
Η όλη φιλοσοφία του στηριζόταν στη φροντίδα να παρεμποδιστεί η πλειοψηφία να ασκήσει τα δικαιώματά της, τόσο στον Κοινοβουλευτικό όσο και στον διοικητικό τομέα. Η Δημοκρατία της Κύπρου ήταν στην ουσία ένα δικέφαλο πολιτικό τέρας με δύο κέντρα εξουσίας, που είχαν τα ίδια δικαιώματα, και μια Τουρκοκυπριακή μειονότητα, που αποτελούσε κράτος εν κράτει. Αν κάποιος ήθελε να δημιουργήσει ένα παράλυτο κράτος, δεν θα ενεργούσε διαφορετικά.
Έτσι, το Βέτο του Αντιπροέδρου πάνω σε όλα τα ουσιώδη θέματα, οι ξεχωριστές πλειοψηφίες στη Βουλή των Αντιπροσώπων για κάθε νομοσχέδιο, η ύπαρξη δύο ξεχωριστών Βουλών για θέματα παιδείας, θρησκείας και πολιτιστικής πολιτικής, ο χωρισμός της δικαιοσύνης με βάση φυλετικά κριτήρια, η κατανομή των δημοσίων θέσεων στη βάση της αναλογίας 70:30, η διχοτόμηση της Αστυνομίας και η επάνδρωση, όπως και του στρατού, στην αναλογία 60:40, η πρόβλεψη για εδαφικό διαχωρισμό των Δήμων σε όλες τις πόλεις, ήταν μερικά από τα ανυπέρβλητα προβλήματα, που αντιμετώπισε η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πρώτα της βήματα.
Επιπρόσθετα, η Συνθήκη Εγγύησης και η διατήρηση του Συντάγματος ενσωματώθηκαν ως βασικά άρθρα στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ευθύνη της διατήρησής του αναλήφθηκε, χωρίς τη θέληση του Κυπριακού λαού, από την Ελλάδα, την Τουρκία και την Αγγλία.
Η Ελλάδα, επίσης, και η Τουρκία αυτοανακηρύχθηκαν σύμμαχοι της Κύπρου και έφεραν εκστρατευτικά σώματα στην Κύπρο, για να «επιτηρούν» τη συνέπεια της συμμάχου τους. Με όλα αυτά τα αρνητικά δεδομένα η Δημοκρατία της Κύπρου δεν μπορούσε να προχωρήσει».
Για να καταστεί η Δημοκρατία λειτουργική, ο Πρόεδρος Μακάριος υπέβαλε, στις 30 Νοεμβρίου 1963, προτάσεις από 13 σημεία προς τους Τουρκοκυπρίους προς συζήτηση. Αυτό, ότι δηλαδή ήταν προτάσεις προς συζήτηση ήταν προφανές. Όπως σημειώνει ο κ. Νεάρχου, «πρόθεση του Μακαρίου δεν ήταν να προβεί σε μονόπλευρες ενέργειες, αλλά να συνεννοηθεί ειλικρινά με τους εκπροσώπους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ο τρόπος που οι Τούρκοι αντέδρασαν και τα επεισόδια του Δεκεμβρίου 1963 δείχνουν, ότι οι προτάσεις Μακαρίου ήταν η αφορμή για την εφαρμογή ενός καλομελετημένου σχεδίου από πλευράς Άγγλων και Τούρκων.
Οι Τούρκοι το εκμεταλλεύτηκαν για ν’ ανοίξουν τον δρόμο της στρατιωτικής επέμβασης, με το πρόσχημα της δήθεν «γενοκτονίας» των Τουρκοκυπρίων, οι δε Άγγλοι για να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία και να προωθήσουν και τον εδαφικό διαμελισμό. Τις επιδιώξεις αυτές τις εντοπίζουμε στα διάφορα σχέδια λύσης που προτάθηκαν από το 1964 ως το 1974, όπως: Το Σχέδιο Σάντυς – Μπωλ, το 1964, το Σχέδιο Άτσεσον το 1964, οι συνομιλίες Κωστόπουλου – Ισίκ, το Μάη του 1975, Τούμπα – Τσιακλαγιαγκίλ, το Δεκέμβρη του 1966, το Σχέδιο Σάυρους Βανς, το 1967, η συνάντηση του Έβρου, το 1967, το Σχέδιο Ολτσάυ – Παλαμά, στη Λισσαβώνα, το 1971».
Μετά τις αποσχιστικές κινήσεις της τουρκικής πλευράς, την αποχώρηση από το κράτος, που στόχευε στην υπονόμευση και στη διάλυση του, το Κυπριακό μπήκε σε μια άλλη βάση. Η Κυπριακή Δημοκρατία διεθνοποίησε το ζήτημα. Κατάφερε δε μέσα από το ψήφισμα 186 του 1964, να διασφαλίσει τη συνέχεια του κράτους. Ήταν μια σημαντική εξέλιξη, νίκη του μικρού αυτού κράτους, που παρά τις επιθέσεις, διασφάλισε την επιβίωσή του. Ήταν μια εξέλιξη, που μέχρι σήμερα αποτελεί εργαλείο για τη χώρα και το λαό.
Τι αναφέρει σχετικά ο συγγραφέας: «Η διεθνοποίηση του Κυπριακού, με τη μορφή αποστολής δυνάμεων του ΟΗΕ στο νησί, το 1964, ματαίωσαν προσωρινά τα σχέδια των Αγγλο – Τούρκων. Ο διορισμός επίσης από τα Ηνωμένα Έθνη Μεσολαβητή για αναζήτηση ειρηνικής λύσης αφαιρούσε κάθε πρόσχημα από την Τουρκία για επέμβαση. Η αμυντική επίσης θωράκιση της Κύπρου, το καλοκαίρι του 1964, κατέστησε αδύνατη κάθε στρατιωτική επιχείρηση των Τούρκων.
Ωστόσο, η επανεμφάνιση του στόχου της ένωσης, υπό τη μορφή της πραξικοπηματικής ένωσης, επέφερε ρήγματα στο εσωτερικό μέτωπο, με επιπτώσεις καθοριστικές για τη μελλοντική ακεραιότητα της Κύπρου. Η μετατόπιση της Κυπριακής κρίσης στους κόλπους της Ελληνικής κοινότητας και η μετατροπή της σε εμφύλια διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων ήταν ό,τι επιδίωκαν οι Άγγλο – Αμερικάνοι και οι Τούρκοι.
Ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας από την Τουρκία και οι συχνές απειλές για απόβαση στην Κύπρο ήταν προμελετημένες ενέργειες, που αποσκοπούσαν στον εκβιασμό λύσης επιθυμητής. Τα γεγονότα της Κοφίνου και η απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από τη Χούντα, στα τέλη του 1967, έθαψαν οριστικά τον στόχο της Ένωσης. Η πολιτική του «εφικτού», που ακολουθήθηκε, από τον Γενάρη του 1968, πρόβλεπε συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους για την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Η πολιτική, όμως, αυτή δεν εξυπηρετούσε τα ευρύτερα σχέδια των Τούρκων και των Αγγλο-Αμερικανών».
Η συνέχεια σε σχέση με τις εσωτερικές εξελίξεις, που δεν ήταν άσχετες με τα σχέδια των ξένων, έκαναν την εμφάνισή τους το Εθνικό Μέτωπο και μετέπειτα η ΕΟΚΑ Β., παράνομες οργανώσεις, που άνοιξαν τον δρόμο για την καταστροφή της Κύπρου.
Πηγή: hellasjournal.com