ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
της Εκάβης Κασάζογλου, 7-8-2018
Το τελευταίο διάστημα δημοσιεύτηκαν δύο Εκθέσεις (της ΤτΕ και του ΔΝΤ), που αναλύουν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και προτείνουν τις αναγκαίες για τη «σωτηρία της χώρας» μελλοντικές πολιτικές. Και οι δύο, ενώ περιέχουν ορισμένες αποκαλυπτικές ομολογίες, ως προς τα αποτελέσματα των ασκούμενων πολιτικών, ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από σταθερή προσήλωση στις ίδιες ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές.
Ειδικότερα στην έκθεση του ΔΝΤ1,2, ενώ από τη μία επισημαίνεται, ότι η εφαρμογή των Μνημονίων έφερε ανάκαμψη, από την άλλη εκτιμάται ότι «η κληρονομιά της κρίσης είναι βαριά», με τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την υψηλή ανεργία και τα υψηλά επίπεδα φτώχειας. Επίσης, εκφράζονται αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, χωρίς να αμφισβητείται η ουσία των μέτρων του νέου τετραετούς Μνημονίου (2019-2022). Το ΔΝΤ περιορίζεται απλά να εκφράζει τις επιφυλάξεις του για τη ρεαλιστικότητα των προβλέψεων. Από τη μια, αποσιωπά τις τεράστιες ευθύνες του, ως βασικού αρχιτέκτονα και «αναδόχου» εφαρμογής των Μνημονίων, και από τη άλλη, διαπιστώνει το τεράστιο κοινωνικό κόστος των ασκούμενων πολιτικών και, ταυτόχρονα, μιλάει προκλητικά για την αναγκαιότητα πρόσθετων μέτρων στο πεδίο κυρίως, του ασφαλιστικού συστήματος και της αποφυγής αύξησης του κατώτατου μισθού, ώστε να μην αποδυναμωθεί η προσπάθεια τάχα της «ανάπτυξης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας». Τέλος, δηλώνει, ότι παραμένει στο πρόγραμμα ως σύμβουλος «διαχείρισης έργου» (εφαρμογής του νέου Μνημονίου) και θεματοφύλακας συνέχισης εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), για τα έτη 2017-2018,3 στην οποία ο διοικητής της Τράπεζας, υποτίθεται ότι επικροτεί τα «καλώς κείμενα» και επικρίνει τα «κακώς κείμενα». Ως γνωστόν η Τ.τ.Ε., διέπεται από ένα ιδιότυπο καθεστώς. Δεν είναι κρατική, αλλά ιδιωτική ΑΕ, με την πλειοψηφία των μετοχών της να ελέγχονται κυρίως από ξένους ιδιώτες, ενώ τα κέρδη της, μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών προς το προσωπικό και τους μετόχους, περιέρχονται στο Δημόσιο. Ο Διοικητής της διορίζεται από την κυβέρνηση και όχι από το Γενικό Συμβούλιο (τον προτείνει τυπικά στην κυβέρνηση και εκείνη ουσιαστικά τον αποδέχεται). Εκ των πραγμάτων, η κριτική στα «κακώς κείμενα» έχει όρια και όπως φαίνεται, στην περίπτωση των μνημονιακών πολιτικών, τα όρια αυτά έχουν τοποθετηθεί σε πολύ ευνοϊκό σημείο για τους δημιουργούς αυτών των πολιτικών.
Η φετινή Έκθεση ξεκινά με μια εύστοχη διαπίστωση (σελ. 14), ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται στην απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060) είναι εξωπραγματικά, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά, ότι «ουδεμία χώρα στον κόσμο, με πιθανή εξαίρεση τις πετρελαιο-παραγωγικές χώρες, δεν έχει πετύχει τόσο υψηλά πλεονάσματα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα». Ταυτόχρονα, επισημαίνει, ότι η βιωσιμότητα του χρέους, πέραν των δέκα χρόνων αναβολής πληρωμής των τόκων και χρεολυσίων στα δάνεια του EFSF, είναι επισφαλής. Επίσης, η Έκθεση αναφέρεται στην απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου και την ένταξη της Ελλάδας «στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς». Η αναφορά γίνεται χωρίς σχολιασμό, καθώς η μεταμνημονιακή εποπτεία συνοδευόμενη από την υποβολή τριμήνων εκθέσεων, προφανώς, αξιολογείται ως φυσιολογικό γεγονός, όταν πρόκειται για «ανώριμους» και «ανεύθυνους» εταίρους, όπως η Ελλάδα.!
Η πιο ενδιαφέρουσα ωστόσο αναφορά, εντοπίζεται στην πρώτη σελίδα της Έκθεσης (σελίδα 13) και καταδεικνύει το «πνεύμα» με το οποίο συντάσσονται οι Εκθέσεις της ΤτΕ: «Οι αλλαγές υιοθετήθηκαν από διαδοχικές κυβερνήσεις, καλύπτουν ένα ευρύ πλειοψηφικό τόξο του πολιτικού φάσματος. Στην πράξη, έχει πλέον διαμορφωθεί μια άρρητη, αλλά ισχυρή κοινή βούληση, να παραμείνει η χώρα στον ευρωπαϊκό δρόμο, υιοθετώντας τις αναγκαίες πολιτικές». Οι αλλαγές, δεν είναι άλλες από εκείνες που επιβλήθηκαν με τα τρία μνημόνια και οι διοικήσεις της ΤτΕ υπήρξαν οι πιο φανατικοί χειροκροτητές των αποφάσεων των υπερεθνικών εντολέων.
Μια άλλη αναφορά σχετικά με το μέλλον της ευρωζώνης (σελ. 17), αφορά τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που θα ενεργεί ως δανειστής έσχατης προσφυγής για τα κράτη-μέλη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «μέχρι στιγμής, το βάρος της προσαρμογής πέφτει στα κράτη-μέλη με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και της γενικής κυβέρνησης, ενώ τα κράτη-μέλη με πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθούν να διατηρούν και να αυξάνουν τα πλεονάσματά τους». Από πολιτική άποψη, η αναφορά σε τέτοιες προτάσεις, δεν έχει καμία απολύτως αξία, αφού οι χώρες που έχουν πλεονάσματα (κυρίως Γερμανία), έχουν στην πράξη απορρίψει την ιδέα επένδυσης των πλεονασμάτων τους στις χώρες με ελλείμματα.
Μια άλλη επισήμανση της Έκθεσης (σελίδα 18), αφορά στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης μέσω της θέσπισης Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ασφάλισης Καταθέσεων και της δημοσιονομικής υποστήριξης του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης. Πρόκειται για προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM/2015/587/24.11.2015), για την ίδρυση Ταμείου που θα συμπληρώνει τα υφιστάμενα εθνικά ταμεία εγγύησης των καταθέσεων και θα χρηματοδοτείται από τις τράπεζες, καθώς την ίδρυση Ταμείου, επίσης, χρηματοδοτούμενου από τις τράπεζες, που θα μειώνει σημαντικά την πιθανότητα χρεοκοπίας των τραπεζών σε περιόδους οικονομικών κρίσεων. Είναι προφανές, ότι ο απώτερος σκοπός των προτάσεων, δεν είναι η προστασία των φορολογουμένων, αλλά η πλήρης αποδέσμευση του τραπεζικού συστήματος από το οικείο κράτος-μέλος, κατάσταση που ευνοεί τις τράπεζες των ισχυρότερων οικονομικά χωρών σε βάρος των ασθενέστερων και κυρίως απομακρύνει την πιθανότητα εθνικοποίησής τους στα πλαίσια της επαναφοράς σε εθνικό νόμισμα. Κοντά τρία χρόνια μετά, οι σχετικές προτάσεις εκκρεμούν, και έχουμε βάσιμες υποψίες, ότι η «κωλυσιεργία» οφείλεται στις αντιδράσεις των τραπεζών που θέλουν μονίμως να εισπράττουν και να μην πληρώνουν ποτέ τίποτα, ούτε όταν πρόκειται για το ίδιο το (ευρύτερο) συμφέρον τους.
Ωστόσο, το «πνεύμα» της Έκθεσης δεν διακρίνεται μόνο στην «ευρωλαγνεία» και στην προσήλωση στην «εύρυθμη λειτουργία της Νομισματικής Ένωσης» και την «ισχυρή κοινή βούληση να παραμείνει η χώρα στον ευρωπαϊκό δρόμο», αλλά διαχέεται σε όλες σχεδόν τις αναλύσεις για τα οικονομικά δεδομένα. Στη δεύτερη κιόλας σελίδα της Έκθεσης διαβάζουμε, ότι κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης (άνοδος ΑΕΠ και πρωτογενούς πλεονάσματος έναντι προηγουμένου έτους για το 2017 1,4% και 4,2%, αντίστοιχα) είναι οι εξαγωγές. Σωστά! Μόνο που οι συντάκτες «ξεχνούν» να επισημάνουν, ότι η άνοδος των εξαγωγών οφείλεται στη χαμηλή εσωτερική κατανάλωση, λόγω του χαμηλού επιπέδου των εισοδημάτων.
Επίσης, η έκθεση επισημαίνει, ότι οι καταθέσεις στις τράπεζες έχουν αυξηθεί, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χαλαρώσει κατά πολύ, ενώ η εξάρτηση από το Μηχανισμό Έκτακτης Χρηματοδότησης (ELA), έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό (90 δις τον Ιούλιο του 2015, 10,9 δις σήμερα). «Παρ’ όλα αυτά», σύμφωνα με την Έκθεση, «οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν περιοριστικές και τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων υψηλά». Πολύ σωστά.! Μόνο που κι εδώ οι συντάκτες «ξεχνούν» και πάλι να επισημάνουν, ότι το πιστωτικό σύστημα μιας χώρας δεν είναι «κράτος εν κράτει», αλλά εποπτεύεται από την κεντρική τράπεζα, η οποία οφείλει να παίρνει μέτρα για το ύψος των επιτοκίων, έτσι ώστε οι πιστώσεις να κατευθύνονται στις επιθυμητές οικονομικές δραστηριότητες. Είναι ιδιαίτερα προκλητικό να παραβλέπεται πλήρως η υποχρέωση της κεντρικής τράπεζας να εποπτεύει το πιστωτικό σύστημα και ταυτόχρονα ν’ αναφέρει, ότι «καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, των ιδιωτικοποιήσεων και η υπερβολική φορολόγηση, ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση την ανάκαμψη της οικονομίας». Προφανώς, οι συντάκτες της Έκθεσης «κωλύονται» να αναφέρουν, ότι στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να ασκούν πιστωτική πολιτική μέσω επεμβάσεων στα επιτόκια, αφού αυτά καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όσον αφορά τα «κόκκινα δάνεια» και τη βιωσιμότητα των τραπεζών, η Έκθεση σημειώνει (σελ. 21), ότι «στο μέλλον αναμένονται καλύτερες επιδόσεις, καθώς οι τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει και σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιήσει, πωλήσεις δανείων». Πόσα πουλήθηκαν, πού πουλήθηκαν, πόσο πουλήθηκαν, καμιά αναφορά. Επίσης δεν υπάρχει αναφορά, αν έγινε πρόταση στους δανειολήπτες λαϊκών νοικοκυριών ν’ αγοράσουν οι ίδιοι τα δάνειά τους. Από την άλλη τονίζεται η απόφαση του Εurogroup της 18ης Ιανουαρίου 2018, ότι «δόθηκε έμφαση στη συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών».
Η έκθεση ομολογεί επίσης (σελ. 113), «το υψηλό ποσοστό των έμμεσων φόρων στο σύνολο των επιβαλλόμενων φόρων και τις συνέπειές τους στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα», καθώς και η κυκλικότητα στην εφαρμοζόμενη φορολογική πολιτική (χαμηλοί φόροι, όταν τα εισοδήματα ανεβαίνουν, υψηλοί φόροι όταν μειώνονται), γεγονός που είχε σαν συνέπεια, όπως αναφέρεται, το 2008 οι φόροι να αντιπροσωπεύουν το 33,4% του ΑΕΠ και το 2017 το 42,1% του ΑΕΠ. Επίσης ομολογεί (σελ. 86), με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις σε ενοποιημένη βάση, ότι ο κύκλος εργασιών το 2017, 135 επιχειρήσεων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αυξήθηκε 4,2%, ενώ σε επίπεδο καθαρών κερδών η άυξηση ήταν 21,2%. (!) Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον οι συντάκτες να μας ενημέρωναν κατά πόσο αυξήθηκαν οι μισθοί των ή πόσο συνέβαλαν στη μείωση της ανεργίας οι ίδιες επιχειρήσεις το ίδιο διάστημα!
Αφήσαμε για το τέλος την αναφορά της Έκθεσης (σελ. 45), στην «Ενιαία Νομισματική Πολιτική στη Ζώνη του Ευρώ», που αφορά την ασκούμενη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά τα έτη 2017 και 20184,5,6. Όπως διαπιστώνει η έκθεση: το «επιτόκιο πάγιας διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων» (επιτόκιο που λαμβάνουν οι τράπεζες για καταθέσεις διάρκειας μιας ημέρας στην κεντρική τράπεζα της χώρας τους χωρίς ενέχυρο) μειώθηκε από 1,00 σε -0,40, το «επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης»(επιτόκιο που προσδιορίζει το κόστος δανεισμού των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα για χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας έναντι αποδεκτού ενεχύρου) μειώθηκε από 2,00 σε 0,00 και το «επιτόκιο πάγιας διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης» (επιτόκιο που προσδιορίζει το κόστος δανεισμού των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα για χρονικό διάστημα μιας ημέρας έναντι αποδεκτού ενεχύρου), μειώθηκε από 3,00 σε 0,25.
Είναι προφανές, ότι η ΕΚΤ έδοσε στο πιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης τη δυνατότητα άντλησης απεριόριστης ρευστότητας7, κατά τα χρόνια της κρίσης, για να έχουν οι τράπεζες επαρκείς εξασφαλίσεις για τη χρηματοδότησή τους από το Ευρωσύστημα8. Κατά την κοινή αντίληψη, η δυνατότητα άντλησης ρευστότητας από μια εμπορική τράπεζα, έχει ως βασικό στόχο την χορήγηση δανείων στην οικονομία. Κι όμως, ως βασικός στόχος του Ευρωσυστήματος και της Νομισματικής Πολιτικής την οποία ασκεί η ΕΚΤ, δεν καταγράφεται η παροχή πιστώσεων στην οικονομία, αλλά η σταθερότητα των τιμών9,10. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά είναι η πραγματικότητα. Η ραγδαία αποκλιμάκωση των επιτοκίων δεν προέκυψε για να χρηματοδοτηθεί η παραγωγική διαδικασία, αλλά για να σταθεροποιηθεί ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού, το «ιδανικό ύψος» του οποίου έχει τεθεί στο 2,0%.
Στη σελίδα 54 διαβάζουμε μια καταγραφή των ποσοστών συνολικής παροχής ρευστότητας από το Ευρωσύστημα (δηλαδή την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες), κατά κατηγορία πράξεων ανοικτής αγοράς. Όπως αναφέρεται στη σχετική παράγραφο, από την αρχή του 2018 και μέχρι τα μέσα Ιουνίου, το 75,0% της συνολικής παροχής ρευστότητας προς το πιστωτικό σύστημα υλοποιήθηκε μέσω του διευρυμένου προγράμματος αγοράς τίτλων, δηλαδή του περίφημο προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης», ενώ το 24% μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (με χρονική διάρκεια εξόφλησης μέχρι 4 χρόνια). Μόλις 0,1% διοχετεύτηκε μέσω πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και 0,2% μέσω πράξεων πιο μακροπρόθεσμης (τρίμηνης) αναχρηματοδότησης. Το τεράστιο ποσοστό συμμετοχής του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στη χορήγηση ρευστότητας, (τη στιγμή που τα επιτόκια των συνηθισμένων πράξεων ανοικτής αγοράς είναι από εξαιρετικά χαμηλά έως μηδενικά), μας δημιουργεί την υποψία, ότι ο στόχος του προγράμματος δεν ήταν η άντληση ρευστότητας, αλλά η επιθυμία των τραπεζών να «ξεφορτωθούν» κρατικά ομόλογα (όπως επισημαίνεται στην ίδια παράγραφο το 71,0% της αγοράς τίτλων στα πλαίσια του συγκεκριμένου προγράμματος, αφορούσε χρεόγραφα του δημοσίου τομέα, το 9% καλυμμένες ομολογίες, το 18,0% ομολογιακούς τίτλους μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και το υπόλοιπο 2,0% τιτλοποιημένες απαιτήσεις των τραπεζών).
Ταυτόχρονα, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, η μεγάλη αποδοχή κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, μείωσε το κόστος χρηματοδότησης για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, πλήν βεβαίως της Ελλάδας, που έμεινε εκτός προγράμματος, αφού οι κρατικοί της τίτλοι δεν έγιναν αποδεκτοί. Όπως πληροφορούμαστε στην επόμενη παράγραφο, το 64,0% της υπερβάλλουσας ρευστότητας διοχετεύτηκε από τις εμπορικές τράπεζες, σε καταθέσεις τρεχούμενων λογαριασμών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, ενώ το υπόλοιπο 36,0% τοποθετήθηκε στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων του Ευρωσυστήματος. Αποφεύγεται, ωστόσο, η αναφορά στους απόλυτους αριθμούς, προφανώς, γιατί δεν είναι ευχάριστη ως είδηση. Την εντοπίζουμε στην πληροφόρηση που δίνει η ίδια η ΕΚΤ.
Συνοψίζοντας: Και οι δύο Εκθέσεις περιέχουν ομολογίες, τόσο για το κοινωνικό κόστος των μνημονιακών πολιτικών, όσο και για την μη βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, παρά το τεράστιο κοινωνικό κόστος. Ωστόσο παρά τις επισημάνσεις, η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική καταγράφεται ως μονόδρομος, καθώς αυτή είναι η ιδεολογική επιλογή τόσο του ΔΝΤ, όσο και της ΤτΕ (παρά το ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εξισωθούν οι ευθύνες του μεγαθήριου που λέγεται ΔΝΤ και έχει επιβληθεί στους λαούς της γης από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και μιας κεντρικής τράπεζας που λειτουργεί ως υποκατάστημα της ΕΚΤ). Όμως, οι συστάσεις και η συνεχιζόμενη επιτροπεία, αποτελούν πρόκληση για τον ελληνικό λαό. Η ανάγκη εφαρμογής εναλλακτικής πολιτικής φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση, παραμένει πάντα το ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία.
Σημειώσεις