ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Σχόλιο G-M-R: Ο Βασίλης Βιλιάρδος αναλύει διεξοδικά τα εγκληματικά αδιέξοδα της ευρωζωνικής και χρεοκρατικής Κατοχής.
Η συμπερασματική-καταληκτική πρόταση του Βασίλη Βιλιάρδου στο νέο του άρθρο δεν μας εκπλήσσει (το κάνει και μέσω του SKAI ). Αδύνατον να βγούμε από το ευρώ, αδύνατον να καταγγείλουμε ως επαχθές και απεχθές το χρέος.
ΟΜΩΣ:
Για τη σχετική έκθεση του ΟΗΕ (εδώ) Περί λογιστικού ελέγχου του χρέους με ταυτόχρονη λογοδοσία των υπαιτίων (όλων των υπαιτίων φυσικών προσώπων και οργανισμών εντός και εκτός Ελλάδος και την ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ διεκδίκηση αποζημιώσεων για την επί δέκα χρόνια μείωση του ΑΕΠ κατά 35 περίπου δις ανά έτος), ο σίγουρα μη ανόητος και μη αδρανών (εδώ , όσον αφορά την ανοησία και αδράνεια των Ελλήνων πολιτών) αλλά και καλός οικονομικός αναλυτής, κος Ν. Βιλιάρδος, δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα;
ΑΝΑΜΕΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ.
Του Βασ. Βιλιάρδου, 10-2-2018
«Είναι ολοφάνερο πως η ευρωπαϊκή κρίση χρέους προκλήθηκε από τη Γερμανία, με την έννοια πως ο μεγάλος ασθενής, όπως αναμφίβολα ήταν η χώρα πριν το 2005, θεραπεύθηκε πίνοντας το αίμα των εταίρων του – οι οποίοι ουσιαστικά πλήρωσαν σαν ανόητοι το υπέρογκο κόστος της ένωσης των δύο Γερμανιών.
Δεν έφτανε δηλαδή η διαγραφή του 50% των χρεών της Γερμανίας το 1953 από τους υπολοίπους παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη δύο φορές, ούτε η βοήθεια των Η.Π.Α. να επαναπατρισθούν τα κλεμμένα των ναζί, ούτε η άρνηση της να εξοφλήσει τις πολεμικές επανορθώσεις ως όφειλε μετά την ένωση της – αφού κατάφερε επί πλέον με ύπουλο τρόπο να πληρώσουν όλοι οι εταίροι της το κόστος της ένωσης της«.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (πηγή), η συνολική αξία των ελληνικών εισαγωγών το 2017 ανήλθε στο ποσόν των 50,258 δις € έναντι 44,187 δις € το 2016 – έχοντας αυξηθεί κατά 13,7%. Το ίδιο έτος η συνολική αξία των εξαγωγών ήταν 28,832 δις € έναντι 25,463 δις € το 2016, έχοντας αυξηθεί κατά 13,3% (χωρίς τα πετρελαιοειδή 7,1%). Ως εκ τούτου, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου το 2017 εκτινάχθηκε στα 21,426 δις € από 18,723 δις € το 2016, παρουσιάζοντας ποσοστιαία αύξηση ύψους 14,4% – γεγονός που σημαίνει ότι, το 2017 εισάγαμε εμπορεύματα αξίας 21,4 δις € περισσότερα από όσα εξάγαμε, ή σχεδόν 3 δις € πιο πολλά από το 2016 (οπότε η αποψίλωση του παραγωγικού μας ιστού συνεχίσθηκε).
Εκείνο που βέβαια εύλογα δεν κατανοούν όσοι δεν ασχολούνται με τα οικονομικά είναι το ότι, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο μία χώρα μετατρέπεται σταδιακά σε αποικία – οπότε ακόμη και αν η Ελλάδα δεν ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τους δανειστές της (Τρόικα), καθώς επίσης απελπιστικά χρεοκοπημένη, εκεί θα κατέληγε, αφού το έλλειμμα των 21,4 δις € υποδηλώνει αύξηση του εξωτερικού χρέους κατά το αντίστοιχο ποσόν.
Μπορεί δε τα έσοδα από τον τουρισμό (περί τα 14 δις €), καθώς επίσης από τη ναυτιλία (καθαρά 3,36 δις € το 2016 – μεγάλη μείωση τα τελευταία χρόνια λόγω των ελέγχων κεφαλαίων, όπως φαίνεται από το γράφημα, πηγή), να καλύπτουν ένα μέρος του ελλείμματος αυτού, αλλά το πρόβλημα παραμένει – ενώ θα επιδεινώνεται συνεχώς όσο δεν διενεργούνται επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης, χρεοκοπούν ή μεταναστεύουν οι επιχειρήσεις λόγω των υπερβολικών φόρων κοκ. Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, όχι μόνο δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα, αλλά θα το εντείνουν, ακόμη και αν δεν διενεργούνταν σε εξευτελιστικές τιμές – αφού οι αγοραστές είναι ξένοι, οπότε τα κέρδη θα φεύγουν στο εξωτερικό εις βάρος του ισοζυγίου της χώρας.
Εν προκειμένω είναι εξαιρετικά σημαντικό να καταλάβουν ακόμη και αυτοί που δεν έχουν καθόλου γνώση από οικονομικά και κουράζονται από τα νούμερα, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης ότι, όσο δεν διορθώνεται το συγκεκριμένο πρόβλημα, η κατάσταση της Ελλάδας θα χειροτερεύει διαρκώς – ενώ αυτό που αποφεύγεται σαν το διάβολο στις δημόσιες συζητήσεις, οι αριθμοί, είναι το σπουδαιότερο, αφού όλα τα υπόλοιπα είναι ανούσια λόγια. Εκτός αυτού πως ο τουρισμός δεν αποτελεί λύση,
α) αφενός μεν επειδή δεν είναι εύκολη η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του, λόγω του ότι οι άνθρωποι δεν αντικαθίστανται από μηχανές – οπότε μόνο η μείωση των αμοιβών βοηθάει, η οποία όμως είναι καταστροφική για την οικονομία (περιορίζεται η κατανάλωση οπότε το ΑΕΠ, μειώνονται οι αποταμιεύσεις και άρα οι επενδύσεις κοκ. – ανάλυση),
β) αφετέρου επειδή θα είναι ο πρώτος κλάδος που θα υποφέρει, όταν ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση – η οποία είναι νομοτελειακή.
Περαιτέρω, εκείνες οι χώρες που κατάλαβαν το θέμα, όπως η Μ. Βρετανία στο παρελθόν, καταπολεμώντας το με την υιοθέτηση της πολιτικής του μερκαντιλισμού, κυριολεκτικά μεγαλούργησαν – υπενθυμίζοντας εδώ τα λόγια του Sir Thomas Mun, διευθυντή τότε της εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών στο βιβλίο του «England’s Treasure by Foreign Trade» (1664), σύμφωνα με τον οποίο σε ελεύθερη μετάφραση τα εξής:
«Τα φυσιολογικά μέτρα για την αύξηση του βιοτικού μας επιπέδου και της περιουσίας μας έχουν σχέση με το εξωτερικό εμπόριο – όπου οφείλουμε να ακολουθούμε τον παρακάτω απλό κανόνα: πρέπει κάθε χρόνο να πουλάμε περισσότερα δικά μας εμπορεύματα σε άλλες χώρες, από όσα ξένα εμπορεύματα καταναλώνουμε«.
Ακριβώς αυτόν τον κανόνα ακολούθησε η Γερμανία, ιδίως μετά την υιοθέτηση του ευρώ, όπου ήταν ήδη ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης – κυρίως λόγω του τεράστιου κόστους της ένωσης της, το οποίο υπολογίζεται στα 150 δις € ετήσια για πάνω από δέκα χρόνια. Η αντίληψη και η μέθοδος αυτή είναι βέβαια ύπουλη, όταν εφαρμόζεται εις βάρος των εταίρων μίας νομισματικής ένωσης, αλλά είναι αποτελεσματική – όπως φαίνεται από την εξέταση του γερμανικού εμπορίου με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, από τα στοιχεία που διατηρεί το ΔΝΤ (πηγή).
Συνεχίζοντας, για να μπορέσει κανείς να καταλάβει τι συνέβη, οφείλει να γνωρίζει πως το διμερές εμπορικό ισοζύγιο, είναι η διαφορά μεταξύ των εξαγωγών και εισαγωγών μίας χώρας x, με μία άλλη (d για τη Γερμανία), σε μία χρονική στιγμή t – όπου για να δημιουργήσει μία κλίμακα, η οποία να εμφανίζει σταθερά μεγέθη, πρέπει να συγκρίνει το διμερές εμπορικό ισοζύγιο με τις συνολικές εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών, όπως φαίνεται από την παρακάτω εξίσωση (πηγή: P. Kaczmarczyk).
Με λόγια, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας x με τη Γερμανία d σε μία χρονική στιγμή t, είναι ίσο με τις (Εξαγωγές της χώρας x με τη Γερμανία d σε μία χρονική στιγμή t πλην τις Εισαγωγές της χώρας x με τη Γερμανία d σε μία χρονική στιγμή t), διαιρούμενες με το σύνολο των (Εξαγωγών της χώρας x με τη Γερμανία d σε μία χρονική στιγμή t συν τις Εισαγωγές της χώρας x με τη Γερμανία d σε μία χρονική στιγμή t).
Με τον τρόπο αυτό, ο οποίος είναι κουραστικός στην κατανόηση του, αλλά απαραίτητος, δημιουργείται μία κλίμακα από το -1 έως το +1. Εν προκειμένω το -1 σημαίνει πως το συνολικό εμπόριο μίας χώρας με μία άλλη αποτελείται μόνο από εισαγωγές, το +1 μόνο από εξαγωγές, ενώ το 0 σημαίνει πως το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών είναι ισοσκελισμένο.
Για παράδειγμα, υποθετικά μία χώρα Χ εξάγει στη Γερμανία εμπορεύματα και υπηρεσίες αξίας 5 δις €, ενώ η Γερμανία εξάγει σε αυτήν τη χώρα Χ εμπορεύματα και υπηρεσίες αξίας 10 δις € – οπότε το διμερές εμπόριο μεταξύ τους είναι πλεονασματικό για τη Γερμανία κατά 5 δις € και ελλειμματικό για τη χώρα Χ κατά το ίδιο ποσόν (τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου). Στην κλίμακα τώρα που αναφέραμε η εύκολα κατανοητή εξίσωση είναι η εξής:
Εάν δημιουργήσει τώρα κανείς ένα γράφημα με βάση τα παραπάνω, θα διαπιστώσει πως τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (Ιρλανδία λόγω των ξένων πολυεθνικών, Νορβηγία εξαιτίας του πετρελαίου και Ολλανδία κυρίως λόγω της φορολογικής της ιδιαιτερότητας), αυξάνονταν συνεχώς έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000 – όπου πολύ σωστά λέγεται πως η εξυγίανση του μεγάλου ασθενή της Ευρώπης, προκάλεσε μία επιδημία γρίπης σε όλα τα υπόλοιπα κράτη.
Με δεδομένο δε το ότι, σύμφωνα με μία έρευνα (The Political Economy ofEuropean Welfare Capitalism) το μεγαλύτερο μέρος (2/3) των εξαγωγών των χωρών της Ευρώπης λαμβάνουν χώρα εντός της ηπείρου, κατανοεί κανείς πόσο εκμεταλλεύθηκε η Γερμανία όλα τα ευρωπαϊκά κράτη – για να εξυγιάνει την οικονομία της, καθώς επίσης για να αυξήσει τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της.
Ως εκ τούτου, είναι ολοφάνερο πως η ευρωπαϊκή κρίση χρέους προκλήθηκε από τη Γερμανία – με την έννοια πως ο μεγάλος ασθενής θεραπεύθηκε πίνοντας το αίμα των εταίρων του, οι οποίοι ουσιαστικά πλήρωσαν σαν ανόητοι το υπέρογκο κόστος της ένωσης των δύο Γερμανιών.
Δεν έφτανε δηλαδή η διαγραφή του 50% των χρεών της Γερμανίας από τους υπολοίπους παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη δύο φορές, ούτε η βοήθεια των Η.Π.Α. να επαναπατρισθούν τα κλεμμένα των ναζί (ανάλυση), ούτε η άρνηση της να εξοφλήσει τις πολεμικές επανορθώσεις ως όφειλε μετά την ένωση της – αφού κατάφερε επί πλέον με ύπουλο τρόπο να πληρώσουν όλοι οι εταίροι της το κόστος της ένωσης της.
Περαιτέρω, τα πλεονάσματα της Γερμανίας περιορίσθηκαν μεν μετά την επιβολή της πολιτικής λιτότητας, βασικότερο στοιχείο της οποίας ήταν η ισοσκέλιση των ισοζυγίων εξωτερικών συναλλαγών των αδύναμων κρατών, αλλά η χώρα δεν σταμάτησε να εφαρμόζει την πολιτική του μερκαντιλισμού – ενώ ο βασικός λόγος που τα επέβαλε δεν ήταν άλλος από το φόβο απώλειας των συνεχώς αυξανομένων απαιτήσεων της προς τους εταίρους της, ως αποτέλεσμα των πλεονασμάτων της που πλησιάζουν τα 300 δις $.
Μπορεί δε να μειώθηκαν τα κέρδη της από τον περιορισμό των εξαγωγών της προς την Ελλάδα, για παράδειγμα, αλλά μέσω της πολιτικής λιτότητας θα εξαγοράσει ότι έχει και δεν έχει σε εξευτελιστικές τιμές – οπότε θα κερδίσει πολύ περισσότερα, έχοντας προνοήσει να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις της μέσω του PSI και των διεφθαρμένων ή/και ηλιθίων πολιτικών που το υπέγραψαν.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς πως τα διμερή πλεονάσματα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης (CEE στο γράφημα, κόκκινη καμπύλη), σημαίνουν πως η Γερμανία άλλαξε πολιτική – εάν δεν γνωρίζει πως δεν προήλθαν από την άνοδο της εσωτερικής της ζήτησης, αλλά ως αποτέλεσμα των απ’ ευθείας επενδύσεων της, μέσω των οποίων η δική της βιομηχανία παράγει φθηνότερα εμπορεύματα εκμεταλλευόμενη το χαμηλό τους εργατικό κόστος (εισάγοντας πίσω στη χώρα της ένα μεγάλο μέρος τους).
Την ίδια στιγμή, το διμερές εμπόριο της με τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης (μπλε καμπύλη στο γράφημα) παραμένει πλεονασματικό υπέρ της – αφού στη μεγαλύτερη χρονική περίοδο η κλίμακα που καταρτίσθηκε με βάση την προηγούμενη εξίσωση κυμαίνεται μεταξύ του -0,1 και -0,2 τεκμηριώνοντας πως οι εισαγωγές τους από τη Γερμανία ήταν περισσότερες από τις εξαγωγές τους, από περίπου 22% (-0,1) έως 50% (-0,2)!
Για παράδειγμα, το εμπορικό έλλειμμα της Ιταλίας με τη Γερμανία από το 1998, ένα έτος πριν την υιοθέτηση του ευρώ, έως το 2007, αυξήθηκε με έναν συντελεστή της τάξης του 38, από 585,57 εκ. $ στο τρομακτικό νούμερο των 22,63 δις $ – ενώ ακόμη και το 2009, το έλλειμμα της Ιταλίας με τη Γερμανία ξεπέρασε το συνολικό της εξωτερικό έλλειμμα! Αντίστοιχα, το διμερές έλλειμμα της Γαλλίας με τη Γερμανία αυξήθηκε περισσότερο από 30 φορές – από το 1,32 δις $ το 1998 στα 40,26 δις $ το 2008!
Η μεγαλύτερη άνοδος και στις δύο χώρες παρατηρήθηκε από το 1998 έως το 1999 – όπου το έλλειμμα της Ιταλίας με τη Γερμανία πενταπλασιάσθηκε, ενώ της Γαλλίας εξαπλασιάσθηκε. Η αιτία δεν μπορεί προφανώς να είναι η ποιότητα των γερμανικών προϊόντων ή η ανταγωνιστικότητα τους, αφού δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί μέσα σε ένα μόλις έτος – ενώ, όπως διαπιστώνεται από το γράφημα δεξιά, η εξέλιξη του διμερούς ελλείμματος της Μ. Βρετανίας με τη Γερμανία (κόκκινη καμπύλη) ήταν ακόμη χειρότερη από αυτήν της Γαλλίας (μπλε καμπύλη) και της Ιταλίας (γκρίζα καμπύλη), γεγονός που επεξηγεί καλύτερα το BREXIT.
Συνεχίζοντας, η Γερμανία θέλει να επιβάλει το μοντέλο της, το μερκαντιλισμό, σε ολόκληρη την ΕΕ και ειδικά στην Ευρωζώνη – κάτι που δεν είναι ότι καλύτερο, επειδή αφενός μεν έτσι θα εξαρτάται η Ευρώπη από τη ζήτηση του υπολοίπου πλανήτη, αφετέρου το ευρώ θα ανατιμηθεί ισχυρά, ως αποτέλεσμα των πλεονασμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Μπορεί δε η Γερμανία να είναι σε θέση να λειτουργεί είτε με ακριβό, είτε με φθηνό ευρώ, επειδή δεν είναι μόνο μία μεγάλη εξαγωγική χώρα αλλά, επίσης, εισαγωγική, ειδικά όσον αφορά την ενέργεια, οι υπόλοιπες χώρες όμως όχι – οπότε θα αυξηθούν τα προβλήματα τους.
Εκτός αυτού η Ευρώπη έχει ένα μερίδιο στις εξαγωγές ύψους 15% που είναι δύσκολο να το ξεπεράσει, ενώ ο πλανήτης δεν είναι μία μεγάλη ανοιχτή αγορά, αλλά αποτελείται από πολλές μικρές, κλειστές οικονομίες – οπότε αργά ή γρήγορα θα δημιουργούνταν εντάσεις με τις υπόλοιπες μεγάλες περιοχές, όπως οι Η.Π.Α. ή η Κίνα, οι οποίες θα κατέληγαν σε μη επιθυμητές συγκρούσεις.
Παρά το ότι λοιπόν η Γερμανία αδιαφορεί, έχοντας ενδεχομένως ξανά τις ίδιες «φιλοδοξίες» που οδήγησαν σε δύο αιματηρούς παγκοσμίους πολέμους, όλες οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης πρέπει να αντιδράσουν – χωρίς να πιστεύουν την πρωσική κυβέρνηση που μοιράζει ήδη κενές υποσχέσεις, σύμφωνα με τις οποίες θα συμφωνήσει τελικά στην τραπεζική και δημοσιονομική ένωση της ζώνης του ευρώ.
Ολοκληρώνοντας, η Ελλάδα ασφαλώς δεν είναι σε θέση να αντιδράσει μόνη της, χωρίς τη βοήθεια των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, τοποθετούμενη εναντίον της Γερμανίας – πόσο μάλλον όταν είναι εγκλωβισμένη, ερμητικά κλεισμένη στη φυλακή του γερμανικού ευρώ, από τα τρομακτικά λάθη όλων της των κυβερνήσεων.
Η έξοδος της δε από την παγίδα είναι σχεδόν ανέφικτη – ενώ η υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος, με δημόσιο χρέος σε ξένο συνάλλαγμα στο 180% του ΑΕΠ της (το ευρώ είναι ξένο νόμισμα για όλες τις χώρες αφού καμία δεν το εκδίδει) και στα χέρια ξένων, είναι ουτοπική. Υπάρχουν βέβαια ορισμένοι που πιστεύουν ότι, αρκεί η αθέτηση της πληρωμής του χρέους – αλλά η κοινή λογική μας λέει πως εάν ήταν τόσο εύκολο, θα το έκαναν όλα τα κράτη στον πλανήτη.
Λύσεις βέβαια υπάρχουν, αλλά δεν είναι καθόλου ανώδυνες (άρθρο) – αν και δεν θα έχουμε άλλη επιλογή, εάν δεν καταφέρουμε να διαγραφεί ονομαστικά το 50% του δημοσίου χρέους μας (εναλλακτικά να παγώσει άτοκο για δέκα χρόνια και μετά τα τοκοχρεολύσια να μην υπερβαίνουν το 15% των δημοσίων εσόδων), καθώς επίσης να πληρωθεί το υπόλοιπο 50% με ρήτρα εξαγωγών.
Επιμένουμε σε ρήτρα εξαγωγών και όχι ανάπτυξης, όπως αναφέρει ο Γάλλος πρόεδρος, επειδή γνωρίζουμε πως (α) αυτό προσφέρθηκε στη Γερμανία το 1953 και (β) ότι το χρέος εξυπηρετείται σωστά, μόνο εάν πουλάμε έναντι εμπορεύματα στις χώρες που μας έχουν δανείσει.Κάτι ανάλογο είχε απαιτήσει ο Keynes από τους δανειστές της Γερμανίας το 1919 χωρίς να εισακουσθεί – με αποτέλεσμα να βυθιστεί στον υπερπληθωρισμό το 1924, να ακολουθήσει η τραγωδία της Βαϊμάρη, να ανέλθει ο Χίτλερ στην εξουσία και να ξεσπάσει ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Διαφορετικά πρέπει να ακολουθήσουμε τον πολύ δύσκολο δρόμο, όπως η Μ. Βρετανία, ελπίζοντας πως θα στηριχθούμε από τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης – τα οποία αργά ή γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν το ύπουλο παιχνίδι της Γερμανίας, με στόχο την άλωση της Ευρώπης με οικονομικά όπλα αυτή τη φορά. Το ιδανικό σενάριο βέβαια θα ήταν να διαλυθεί ελεγχόμενα η Ευρωζώνη με αφετηρία τις ιταλικές εκλογές ή να αντιδράσει η Γαλλία – αν και δεν έχουμε σοβαρές ελπίδες, εκτός εάν στηρίξουν μία τέτοια εξέλιξη οι Η.Π.Α., αντιλαμβανόμενες το γερμανικό κίνδυνο.
Πηγή : analyst.gr