ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Του Γιώργου Τριανταφυλλόπουλου, 26 Αυγ. 2017
Σε κάθε σύστημα ένα πλήθος παραγόντων επιδρούν και το γεννούν. το διαμορφώνουν, το εξελίσσουν και το καταστρέφουν. Πολλές δυνάμεις δρούν μέσα του πολλές φορές προς αντίθετες κατευθύνσεις και σε διαπάλη μεταξύ τους. Για όσο διάστημα οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται σε «παλίντροπο αρμονίη», κατά τη ρήση του μεγάλου αινίκτη του Ηράκλειτου, το σύστημα βρίσκεται σε μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας. Μια σχετική σταθερότητα το διαπερνά και οι αντίθετες δυνάμεις βρίσκονται σε αρμονία. Η αρμονία αυτή είναι πάντα φαινομενική και ποτέ αιώνια. Αν κάποιος εξετάζει μακροσκοπικά ένα σύστημα δεν μπορεί να αντιληφτεί τη διαπάλη μεταξύ των αντιθέτων δυνάμεων και τις μεταβολές που αυτή επιφέρει στο σύστημα ως όλον. Κι έρχεται κάποια στιγμή που η ισορροπία σπάει και το η «παλίντροπος αρμονίη» καταρρέει. Και καταρρέει ακριβώς επειδή υπάρχει η διαπάλη των δυνάμεων που επί μακρόν ίσως το διατηρούσαν σε αρμονία.
Τα παραπάνω ισχύουν για κάθε σύστημα και ισχύουν επομένως και για κοινωνικοοικονομικά συστήματα. Μία από τις θεμελιώδεις συνεισφορές του καπιταλισμού στο πεδίο της οργάνωσης των κοινωνιών αλλά ταυτόχρονα και ο μοχλός τόσο για την κυριαρχία του όσο και για την επέκτασή του ήταν το έθνος- κράτος. Το κράτος αποτέλεσε τον ισχυρό βραχίονα του καπιταλισμού τόσο προς το εσωτερικό της επικράτειάς του όσο και προς το εξωτερικό. Αποτελούσε ταυτόχρονα και το πεδίο όπου η «παλίντροπος αρμονίη» από τη μια εκφραζόταν κι από την άλλη επιβαλλόταν με τρόπους ποικίλους και σαν αποτέλεσμα πάντα της διαπάλης που εδώ είχε κυρίως ταξικά χαρακτηριστικά. Το έθνος – κράτος επομένως ως δημιούργημα της επικράτησης των αστών ήταν διαρθρωμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί την κυρίαρχη τάξη. Τους αστούς και τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Ταυτόχρονα όμως, για να νομιμοποιείται, έπρεπε να εκφράζει και τα συμφέροντα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Το κράτος ήταν ο εγγυητής της μακροπρόθεσμης κυριαρχίας της ιθύνουσας τάξης ως τέτοιας. Για να το πετύχει αυτό προσπαθούσε να διατηρεί μια ισορροπία μεταξύ των διαφόρων αντικρουόμενων συμφερόντων όπως αυτά εκφράζονταν μέσα από την ταξική πάλη κι ανάλογα με την κατανομή ισχύος αυτών. Αυτό ήταν εφικτό στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου κυριαρχίας του κεφαλαίου αλλά όχι πάντα. Υπήρξαν ιστορικές στιγμές σε διάφορες χώρες, όταν η ταξική πάλη έπαιρνε οξεία μορφή, που το κράτος δεν κατόρθωσε να επιβάλει την ισορροπία των συμφερόντων και τότε χρησιμοποίησε την ωμή βία για να επιβάλει την κυριαρχία της ιθύνουσας τάξης. Στο μεγαλύτερο όμως χρονικό διάστημα της κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αυτό δεν ήταν αναγκαίο καθώς ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εξέφραζε τα συμφέροντα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Η σχέση κράτους – κυρίαρχης τάξης δεν είναι φυσικά απόλυτη. Είναι σχετική και καθορίζεται τόσο από την ιστορική διαδρομή, απόρροια κι αυτή των συσχετισμών δύναμης των αντικρουόμενων συμφερόντων, όσο κι από τη σχέση ισχύος αυτών σε κάθε ιστορική στιγμή.
Η σχετική κρατική ανεξαρτησία αυξανόταν όσο πιο πολύπλοκος και μεγαλύτερος γινόταν ο κρατικός μηχανισμός. Το κράτος αποκτώντας νομιμοποιητική ισχύ διαμορφωνόταν ως μια δύναμη κι ένας μηχανισμός μιας γραφειοκρατικής ιεραρχίας ο οποίος φρόντιζε και για τη δική του αναπαραγωγή και τα συμφέροντα που δεν είναι δεδομένο πως θα βρίσκονταν πάντα σε απόλυτη συμφωνία με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Για όσο χρονικό διάστημα η αστική τάξη έπαιζε προωθητικό ρόλο το κράτος της μπορούσε να διατηρεί τον εξισορροπητικό ρόλο του και να έχει την αντίστοιχη νομιμοποίηση. Από την αρχή πάντως μεταξύ του κεφαλαίου και του έθνους κράτους υπόβοσκε μια σημαντικότατη αντίθεση. Αυτή του περιορισμένου της κρατικής επικράτειας και της ισχυρότατης τάσης του κεφαλαίου να αναζητά κέρδος όπου γης. Η αντίθεση αυτή στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής βρισκόταν συνήθως εν υπνώσει για διάφορους λόγους. Αυτό συνέβαινε σε όλη την ανοδική φάση και τη φάση της ωριμότητας του καπιταλισμού. Μέχρι δηλαδή τη δεκαετία του 1970 κι ανάλογα με τη χώρα. Ο βασικός λόγος για τον οποίο η αντίθεση δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο ήταν πως ο καπιταλισμός κατόρθωνε να ισορροπεί μεταξύ του παγκόσμιου χαρακτήρα του από τη μια και του περιορισμένου του έθνους – κράτους. Αυτό ήταν εφικτό διότι μέχρι και τη δεκαετία του 1970 το κεφάλαιο επεκτεινόταν εντάσσοντας όλο και περισσότερες εργατικές δυνάμεις στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής εξάγοντας παλιότερους παραγωγικούς τομείς ενώ στο εσωτερικό των μητροπολιτικών χωρών νέοι παραγωγικοί κλάδοι αναπτύσσονταν. Με τη διαδικασία αυτή τρεις αναγκαίοι για την ισορροπία όροι εκπληρώνονταν ταυτόχρονα:
1. Η βασική ανάγκη του κεφαλαίου για επέκταση εκτός των κρατικών συνόρων με την ένταξη νέων εργατικών δυνάμεων στην καπιταλιστική συσσώρευση ικανοποιούταν με την εξαγωγή των παλιών κλάδων ή με την ανάληψη έργων σε άλλες χώρες και τις εξαγωγές κεφαλαίων μέσω δανεισμού
2. Στο εσωτερικό των μητροπόλεων νέοι παραγωγικοί κλάδοι αναπτύσσονταν, με μεγαλύτερη ένταση κεφαλαίου, και οι εργατικές δυνάμεις έβρισκαν εργασία με μεγαλύτερες αμοιβές σε γενικές γραμμές
3. Ο κρατικός μηχανισμός και η κρατική γραφειοκρατία ισχυροποιούνταν κυρίως μέσω των διαδικασιών στήριξης των αγορών δραστηριοποίησης του εθνικού κεφαλαίου. Στη διαδικασία αυτή συμπεριλαμβάνονται φυσικά τόσο η διπλωματία και το αποικιοκρατικό σύστημα όσο και οι πόλεμοι.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την παραπάνω διαδικασία με την ανάπτυξη αρχικά των κλάδων της υφαντουργίας, της χαλυβουργίας και των σιδηροδρόμων στα μητροπολιτικά κέντρα και την εξαγωγή αυτών καθώς και δανειστικών κεφαλαίων ενώ στο κέντρο αναπτύσσονταν οι νέοι κλάδοι του ηλεκτρισμού και των κινητήρων εσωτερικής καύσης και του αυτοκινήτου. Μετά από αυτούς το νέο κύμα αφορούσε τη χημική βιομηχανία. Σε όλο το προηγούμενο διάστημα και ιδιαίτερα κατά την χρυσή περίοδο του καπιταλισμού, 1945 -1975, τεράστια κεφάλαια έχουν συσσωρευτεί στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Τα κεφάλαια αυτά αναζητούν εναγωνίως να δικαιώσουν το όνομά τους. Να φέρουν κερδοφορία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ένταξη νέων μεγάλων εργατικών δυνάμεων στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται κυρίως στις χώρες της Ανατολής, πλην της Ιαπωνίας βεβαίως. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο στη δράση του κεφαλαίου να αρθούν.
Με μεθοδικότητα και με μοχλό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου επιβάλλεται σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η άρση κάθε περιορισμού στη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Οι περιορισμοί αυτοί επιβάλλονταν μέσω της κρατικής ισχύος βεβαίως. Το κράτος επομένως έμπαινε εμπόδιο στην δράση του κεφαλαίου που επιζητούσε κι επέβαλλε την απόλυτη κυριαρχία του ως η μόνη δύναμη. Η επιβολή αυτή είχε επίσης κι ένα ακόμη περίεργο χαρακτηριστικό. Η αποδυνάμωση του κράτους ήταν δυνατή και εφικτή μόνο μέσα από την αποδοχή και την επιβολή της μέσα από το κράτος.
Στη διαδικασία αυτή βασικό ρόλο έπαιζαν επίσης και οι ιδιωτικοποιήσεις που από τη μια αύξαναν την κερδοφορία κι από την άλλη αποδυνάμωναν το κράτος σε τομείς που δεν ήσαν αναγκαίοι στο κεφάλαιο. Τα παραπάνω είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις σε όλο το εποικοδόμημα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Από τη δεκαετία του 1970, με μια μικρή αναλαμπή τις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική κατά τη δεκαετία του 1990, η αλυσίδα που περιγράψαμε σπάει στον ουσιωδέστερο κρίκο της. Σταματά η ανάπτυξη νέων παραγωγικών κλάδων. Καθώς η εξαγωγή των παλιών συνεχίζεται το κεφάλαιο δεν μπορεί πλέον να δώσει στις εργατικές τάξεις αλλά και στα μικροαστικά στρώματα στις μητροπόλεις εργασία και αμοιβές. Οι πραγματικές αμοιβές, σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, μειώνονται συνεχώς, η ανεργία και η υποαπασχόληση αυξάνονται δραματικά και την ίδια δραματική μείωση υφίστανται και οι κοινωνικές παροχές και το κοινωνικό κράτος. Οι τρείς όροι που διατυπώσαμε πριν πως πληρούνταν με αποτέλεσμα το αστικό κοινωνικοοικονομικό οικοδόμημα να βρίσκεται σε ισορροπία δεν πληρούνται πλέον. Η αρμονία διερράγει και η ισορροπία έγινε ασταθής. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, με διαφορετικούς ρυθμούς στις διάφορες χώρες, ένα νέο πολιτικό περιβάλλον να αρχίσει να διαμορφώνεται. Οι μεταβολή αυτή των όρων διαβίωσης μεγάλων τμημάτων των κυριαρχούμενων τάξεων και στρωμάτων, και κυρίως της εργατικής τάξης, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είχε προσλαμβάνονταν με τρόπο που αντιστοιχούσε στο επίπεδο της πολιτικής ωριμότητάς τους. Δηλαδή στρεβλά.
Εκείνο το οποίο αντιλαμβάνονται είναι πως η παγκοσμιοποίηση φταίει για την ανεργία, την, την υποαπασχόληση και τη μείωση των κοινωνικών παροχών. Το νήμα που διαπερνά και διαμορφώνει αυτό το νέο πολιτικό τοπίο είναι η αντίθεση στις πολιτικές επιλογές του κεφαλαίου για αποδυνάμωση του κράτους. Η λύση την οποία προκρίνουν επομένως είναι η επιστροφή στο παρελθόν με το κράτος να ανακτά τον ρόλο τον οποίο είχε προ της δεκαετίας του 1980. Στο περιβάλλον αυτό είναι λογικό να παρατηρούνται φαινόμενα αναβίωσης του εθνικισμού με πολλές όμως διαφορές από το παρελθόν. Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Από τη Γαλλία της Λεπέν ως την επικράτηση του Τράμπ στις εκλογές των ΗΠΑ. Η διάρρηξη της ισορροπίας με την απόλυτη επικράτηση των κοσμοπολίτικων χαρακτηριστικών του κεφαλαίου και την υποχώρηση των εθνικών χαρακτηριστικών του έχει σαν αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης να στρέφονται προς τα πίσω αναζητώντας το ισχυρό κράτος. Με τα τμήματα αυτά του πληθυσμού συντάσσεται και μερίδα του κεφαλαίου, που έχει συμφέροντα εντός των εθνικών συνόρων, αλλά και μέρος της κρατικής γραφειοκρατίας που αντιδρά στην αποδυνάμωσή της.
Το κράτος και η ισχυρή γραφειοκρατική μηχανή με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής του δεν έχει ακόμη πει τον τελευταίο λόγο. Πριν όμως αποφανθούμε για το τι είναι προωθητικό για τις κοινωνίες και τον άνθρωπο και τι όχι, που δεν αποτελεί στόχο αυτού του κειμένου, ας λάβουμε σοβαρά υπόψη μας αυτό που ο Μαρξ από πολύ νωρίς έγραψε: «Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς η αστική τάξη διαμορφώνει κοσμοπολιτικά την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας» (Μαρξ Ενγκελς Κομμουνιστικό Μανιφέστο. σ. 24. Σύγχρονη Εποχή).