ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.

ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.

Η επικινδυνότητα των ισχυρών και η ισχύς των επικινδύνων: παραλλαγές μιας μη συμβατικής πραγματικότητας
Friday
29/03/2024
20:12 GMT+2
Κείμενα Γνώμης Βίκυ Βασιλαντωνοπούλου ΔΙΑΠΛΟΚΗ
0

Σχόλιο GMR: Για τις ανάγκες αρχείου της ιστοσελίδας αλλά και ενημέρωση κάθε αναγνώστη μεταφέρουμε μέρος του κειμένου από τον πιο κάτω σύνδεσμο Εξουσίες, επιστημονική ουδετερότητα και εγκληματολογικός λόγος Εξουσίες, επιστημονική ουδετερότητα και εγκληματολογικός λόγος (eemeke.org)

από το 1ο Συνέδριο της ΕΕΜΕΚΕ, Αθήνα 24-27 Μαίου 2016

και από την σελίδα 180 και έπειτα κείμενο της κ. Βίκης Βασιλαντωνοπούλου με τίτλο “Η επικινδυνότητα των ισχυρών και η ισχύς των επικινδύνων: παραλλαγές μιας μη συμβατικής πραγματικότητας

_.

 

 

 

Βίκυ Βασιλαντωνοπούλου, 24-27 Μαίου 2016

 

 

 

 

… Όταν ο κίνδυνος της οικονομικής κατάρρευσης είναι πλέον προ των πυλών, επιστρατεύεται η τόσο κατά τα άλλα δαιμονοποιημένη έννοια της κρατικής παρέμβασης. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο, που θέλει μπροστά στο ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας κεφαλαιακής ανεπάρκειας και οικονομικής ύφεσης να βάζουν πλάτη οι εθνικές οικονομίες, ως σταθερές πηγές κεφαλαιακής ρευστότητας, υπακούει στη λογική που διατρέχει τη χρηματοπιστωτική τάξη πραγμάτων.

Σύμφωνα με τους εξισωτικούς υπολογισμούς που ακολουθούν, η συγκέντρωση του κέρδους είναι αντιστρόφως ανάλογη με τον καταμερισμό του κινδύνου, καθώς και των επιβλαβών συνεπειών των σχετικών ριψοκίνδυνων πρακτικών, ο οποίος οφείλει να επιμερίζεται σε όσο το δυνατόν περισσότερα υποκείμενα (Wac-quant L., 2001).

Η ανάποδη ανάγνωση μιας τέτοιας λογικής αποκαλύπτει, ότι στόχος των χρηματοπιστωτικών πρακτικών καταλήγει να γίνεται βεβιασμένα ο καθένας μας, όχι μόνο στη συλλογική του διάσταση, αλλά και ατομικά. Το ίδιο αποκαλυπτική είναι και η επανάληψη με την οποία περιστρέφεται αυτός ο φαύλος κύκλος της τιτλοποίησης του κινδύνου και κατόπιν της κρατικής χρηματοδότησης και αποσόβησης
του, που περαιτέρω μεταφράζεται σε περικοπές των δημοσίων δαπανών, σε περιστολές των δημοσίων αγαθών και δικαιωμάτων, σε υποβιβασμό του δημοσίου βίου, αλλά ταυτοχρόνως και σε πολλαπλασιασμό των ιδιωτικών κερδών, σε όλο και μεγαλύτερη σώρευση κεφαλαίου και τελικά στη παγίωση μιας νέας ολιγαρχίας.

Στις Η.Π.Α. μια τέτοια θεμελιακή μεταβολή μεταφράζεται με το μόλις 1% του πληθυσμού, να λυμαίνεται το 1/3 του συνολικού εθνικού πλούτου και το 40% του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (Ferguson C., 2012), ενώ στη χώρα μας, όπως χαρακτηριστικά κατατέθηκε από το βήμα της Βουλής, από τον Εισαγγελέα και πρώην υπουργό κατά της διαφθοράς Π. Νικολούδη, αντιστοιχεί με «μια δράκα ανθρώπων, μια δράκα οικογενειών…που έχουν την αντίληψη ότι το κράτος είναι φτιαγμένο μονάχα για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους» (Αυτοδιοίκηση, 10.2.2015). Η χρηματοπιστωτική στόχευση στην επικινδυνότητα μοιάζει, επομένως, να αποφέρει στους σύγχρονους εκφραστές των λευκών κολάρων, όχι μόνο τεράστια οικονομικά κέρδη, αλλά και εκτεταμένη πολιτική εξουσία: δυο μεγέθη που τοποθετημένα στην ευρύτερη, παγκοσμιοποιημένη κλίμακα μεταφράζονται με όρους ανακατανομής πλούτου και γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Μια γρήγορη ματιά στον μηχανισμό που επέβαλε την κρίση χρέους στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας, πιστοποιεί ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Το νέο πολιτειακό μοντέλο της κρίσης και ο πυλώνας της επικινδυνότητας


Ως χρονική αφετηρία τοποθετείται η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, που ξέσπασε στις Η.Π.Α., ισοδύναμη κατά ομολογία πολλών εγκληματολόγων και οικονομολόγων με μια ιστορικών διαστάσεων απάτη (Barak G., 2012, Rosoff S., Pontell H., Tillman R., 2014· Young
J., 2014· Galbraith J., 2008, Fox J., 2009, Krugman P., 2009), η οποία συνδέεται εν πολλοίς με την παραπλανητική τακτική παροχής στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης από τις αμερικανικές
τράπεζες, την ψευδή, ως προς τη φερεγγυότητα, αποτίμηση τους από τους οίκους αξιολόγησης, την τοκογλυφική συναλλαγή των συνδεδεμένων με τις πιθανότητες δανειακής αποπληρωμής επενδυτικών προϊόντων από τους θεσμικούς επενδυτές, (π.χ. Η Lehman Brothers και η Goldman Sachs) και την ακόρεση διόγκωση της οικονομίας της φούσκας σε βάρος της πραγματικής. Ωστόσο
και σε αντίθεση με ότι έχει επικρατήσει να λέγεται, η έκρηξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας δεν είχε ως τελικό αποτέλεσμα την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών και τραπεζών, ούτε
την επιβολή κυρώσεων, πόσο μάλλον τον ποινικό κολασμό τους, για τις παράνομες μεθόδους που υιοθέτησαν, αλλά τη μετατροπή των ιδιωτικών τους χρεών σε δημόσιο (Pontell H., Black W., Geis G., 2013). Κομβικό σημείο σε έναν τέτοιο δομικής σημασίας μετασχηματισμό είχαν οι πολιτικές παρεμβάσεις, που δρομολογήθηκαν από το κεντρικό κράτος, το οποίο, ανταποκρινόμενο στο ρόλο που του επέβαλαν οι ίδιες υπό κρίση αγορές, μετέφερε κατά κυριολεξία τα σπασμένα των τραπεζών στο δημόσιο χρέος και κατ’ επέκταση στους ώμους των φορολογούμενων πολιτών (Fumagalli A., Lucarelli S., 2015).

Η μετακίνηση της κρίσης έναν χρόνο αργότερα στη γηραιά ήπειρο δεν έφτασε μόνο με τη δυναμική του παλιρροιακού κύματος αλλά και με την παράλληλη, σύμφωνα με την οικονομική ορολογία, στροφή των θεσμικών επενδυτών προς την ποιότητα (“fl ight to quality”). Τη γενικευμένη, δηλαδή, τάση να αναδιπλώσουν τον επενδυτικό επεκτετατισμό τους, πωλώντας πρωταρχικά τα αξιολογούμενα ως παρακινδυνευμένα επενδυτικά προϊόντα, αποθησαυρίζοντας καθαρά κεφάλαια ως κέρδη και καιροφυλακτώντας ως προς τις επόμενες επενδυτικές τους κινήσεις. Τα τεράστια οικονομικά κεφάλαια που αντλήθηκαν με τη μορφή τόκων και προμηθειών μέσω της ανταλλαγής των ασφαλιστηρίων κινδύνου αθέτησης (των γνωστών CDS) επί κρατικών ομολόγων και άλλων επενδυτικών παραγώγων, τα οποία συνδέονταν με τον κίνδυνο χρεοκοπίας ορισμένων κρατών, κυρίως του ευρωπαϊκού νότου, υπακούν ακριβώς σε μια τέτοια ποιοτική στροφή, μέσω του ακόλουθου σχήματος: ένας μικρός αριθμός ισχυρών θεσμικών επενδυτών το 2009 ξεκινά να πουλάει ομόλογα κρατών, των οποίων τη δανειοδότηση εικάζει ως δυσχερή. Η αρχική εικασία παίρνει τις διαστάσεις αυτοεκπληρούμενης προφητείας μέσω της αυθαίρετης και άλλο τόσο χειραγωγούμενης παρέμβασης των οίκων αξιολόγησης (Σκανδάμης Μ., 2016), που με τη σειρά τους, έρχονται, να επιβεβαιώσουν την πιστοληπτική αδυναμία κατά κύριο λόγο των ευρωπαϊκών εκείνων χωρών με αυξημένο δημόσιο χρέος. Ακολουθεί πτώση της τιμής των συγκεκριμένων κρατικών ομολόγων και αύξηση των επιτοκίων τους, γεγονός που διευρύνει τα λεγόμενα “spreads”, δηλαδή την απόσταση που χωρίζει τα επιτόκια δανεισμού ανάμεσα στα κράτη με τα υποτιμημένα ομόλογα και σε εκείνα που τα ομόλογα τους αξιολογούνται ως ισχυρά και ασφαλή.

Η απόσταση αυτή είναι δηλωτική όχι μόνο της κατεύθυνσης που ακολουθεί η ανακατανομή του πλούτου εντός της Ε.Ε., αναβιώνοντας την πρωτογενή διαίρεση μεταξύ του πλούσιου βορρά και του φτωχού νότου, αλλά και της έντασης με την οποία αυτή πραγματοποιείται είτε αυτοτελώς, μέσω του επενδυτικού ρεύματος που ακολουθεί προς τις ισχυρές χώρες είτε μέσω αλλεπάλληλων, τοκογλυφικών δανειοδοτήσεων από μέρους τους προς τις χώρες του νότου με το προκάλυμμα του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης. Η κατάσταση οξύνεται ακόμη περισσότερο για τους οικονομικά πιο ευάλωτους κρίκους της ευρωπαϊκής αλυσίδας από την ταυτόχρονη εκτόξευση που σημειώνουν οι τιμές των ασφαλίστρων (CDS) που συνοδεύουν τα υποτιμημένα ομόλογα, τα οποία πολλαπλασιάζουν κατακόρυφα τα κέρδη των κατόχων τους, όσο πληθαίνουν οι πιθανότητες της κρατικής χρεοκοπίας (Fumagalli A., Lucarelli S., 2015).

Η άκρατη κερδοσκοπία από τη μια μεριά και η οικονομική ασφυξία από την άλλη δεν αποκαλύπτουν μονάχα τη βαθιά συμπληρωματικότητα των συστατικών στοιχείων της σύγχρονης οικονομικής κρίσης, αλλά προπαντός τη θεσμική ελευθεριότητα με την οποία είναι δομικά προικισμένοι οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί για τη διαχείριση της. Μια τέτοια δομή προκαταβάλει διπλά τόσο ως προς την ελλιπή δημοκρατική τους λογοδοσία όσο και ως προς την ίδια τη φύση της παρέμβασης τους, η οποία είναι προγραμματισμένη να υποδύεται δεύτερους ρόλους. Επιστρέφοντας στο πρακτικό πεδίο, αυτό σημαίνει την ουσιαστική απουσία ενός αμιγώς προστατευτικού τείχους για τις χώρες που θίγονται περισσότερο από την οικονομική κρίση ή αντίστροφα, την οριακή έκθεση τους στις κερδοσκοπικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς. Η παρέμβαση δε που προορίζεται επί οριακών καταστάσεων, όπως συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), προσομοιάζει πολύ με το περιεχόμενο του πειθαναγκασμού. Η ρευστότητα εξασφαλίζεται, καθώς η ΕΚΤ εξαγοράζει τελικά τα ευτελούς πλέον αξίας ομόλογα, αποσοβώντας προσωρινά τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, αλλά με το βαρύ αντίτιμο της επιβολής μέτρων ακραίας λιτότητας (Fumagalli A., Lucarelli S., 2015).

Μια λειτουργιστική προσέγγιση της λιτότητας μοιάζει να αναλογεί και με το ερμηνευτικό κλειδί της σύγχρονης κρίσης. Παρά το γεγονός, ότι οι έκδηλες ή φαινόμενες λειτουργίες της λιτότητας, όπως συνοψίζονται στη συρρίκνωση συνολικά του κράτους πρόνοιας, σχετίζονται με τα πολιτικά σχέδια μείωσης του δημόσιου χρέους, οι λανθάνουσες λειτουργίες της παρέχουν εξηγήσεις όχι μόνο ως προς τις ανείπωτες σκοπιμότητες που κρύβει η πολιτική της λιτότητας, αλλά και για τις γεωγραφικές προτιμήσεις των αγορών και των εκπροσώπων της. Σύμφωνα με τον συλλογισμό που αναπτύσσεται από μια ομάδα προοδευτικών Ιταλών οικονομολόγων (Fumagalli A., Lucarelli S., 2007· Fumagalli A., Mezzadra S. 2010· Marazzi C., 2010· Vercellone C., 2008), η επιδημική σχεδόν και ανυποχώρητη στοχοποίηση των ευρωπαϊκών χωρών του νότου, συνδέεται με το γεγονός ότι οι εν λόγω χώρες διέθεταν μεν υψηλό δημόσιο χρέος αλλά, οι εθνικές οικονομίες τους αντανακλούσαν επίσης υψηλούς ρυθμούς αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση, υψηλά ποσοστά πραγματικών καταθέσεων, σε αντιδιαστολή με χώρες του βορρά, όπως για παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία και η Δανία, όπου το ιδιωτικό χρέος υπερβαίνει το δημόσιο, ενώ κάθε προσπάθεια αθροιστικής διευθέτησης και συνολικής ρύθμισης των χρεών θα προκαλούσε ευρωπαϊκές ανατροπές, αναδιανέμοντας την πρωτιά στις χώρες αυτές (Lucarelli et al., 2013).

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η πολιτική επιλογή της λιτότητας ως οιονεί λύση στο δημόσιο χρέος εξυπηρετεί πρωτίστως την υφαρπαγή των εν λόγω αποταμιεύσεων και το στοίβασμα τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω πολιτικών εξαντλητικής φορολόγησης, άκρατης ιδιωτικοποίησης και συνεχών αποκρατικοποιήσεων, προορισμένων να εξυπηρετήσουν τα τοκοχρεωλύσια που επιβάλλουν οι αλλεπάλληλες δανειοδοτήσεις. Ο χρηματικός ανεφοδιασμός των χρηματοπιστωτικών αγορών πυροδοτεί με τη σειρά του νέο γύρο κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων, ακυρώνοντας οποιαδήποτε πρωτοβουλία επέκτασης της πραγματικής οικονομίας ή εναλλακτικής κοινωνικής πολιτικής, προς όφελος μιας ολοκληρωτικής διαδικασίας συγκέντρωσης κεφαλαίου (Vercellone C., 2010). Η χρηματοπιστωτική αυτή λογική των περιστρεφόμενων θυρών εκτός από την εντατικοποίηση της λιτότητας καταλήγει σε μια «ανακαινισμένη», άνευ βαρών ιδιωτικοποίηση του χρέους, όπου οι θεσμικοί επενδυτές δεν πολλαπλασιάζουν απλά τα πραγματικά κέρδη τους αλλά μετατρέπονται σε πιστωτές-ιδιοκτήτες των ίδιων των κρατών. Κανένα επιχείρημα δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τη διαδικασία λιτότητας, από τα λόγια πρώην υπουργού της χώρας μας, προερχόμενου από το σοσιαλιστικό κόμμα, ο οποίος το 2011 δικαιολογώντας την επιβολή αντιλαϊκών μέτρων και το φαινόμενο υπερχρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών δήλωνε: «ουσιαστικά αποφασίστηκε η αποσοβιετικοποίηση του κράτους και η δημιουργία ενός νέου ισχυρού οικονομικού προτύπου, με χαρακτηριστικά την εξωστρέφεια, τον δυναμισμό και την καινοτομία» (Χρυσοχοϊδης Μ., 2011).

Ακολουθώντας την ίδια κόκκινη κλωστή, η πολιτική της λιτότητας αποτελεί ουσιαστικά το άλλο μισό του μηχανισμού χρηματιστοποίησης, καθώς τελικά συμβάλλει στην αποστράγγιση των αποταμιεύσεων, στη φτωχοποίηση των πολιτών, στην προοδευτική αύξηση του δημόσιου χρέους και στην ανακύκλωση της κρίσης ως τρόπου διακυβέρνησης. Όμως, όπως εύστοχα σημειώνεται «δεν βρισκόμαστε μπροστά στον θρίαμβο του παραλογισμού» (Fumaggalli A., Lucarelli S., 2015, 56 ). Αντίθετα, η μονιμοποίηση της κρίσης αφενός υπακούει στις βουλημικές αντιδράσεις της αγοράς για όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου, ενώ την ίδια στιγμή εξυπηρετεί τον σφετερισμό της εξουσίας, αξιοποιώντας τις πολλαπλές κατασκευές περί επικινδυνότητας. Με άλλα λόγια, η επικινδυνότητα αναδεικνύεται στο πιο πολύτιμο εργαλείο του νέου αυτού πολιτειακού μοντέλου της κρίσης ως άλλη πηγή κέρδους και τρόπου πειθάρχησης, εξυπηρετώντας μάλιστα τις παγκοσμιοποιήμενες διαστάσεις. Η προσάρτηση του περιεχομένου της στη διπλή έννοια της ενοχής που εμπεριέχεται στην οικονομία του χρέους (Lazzarato M., 2014) γεννά, κατ’ αναλογία με τα στερεότυπα των επικίνδυνων εγκληματιών και των επικίνδυνων τάξεων, τους επικίνδυνους λαούς. Η ταυτότητα των τελευταίων, ακολουθώντας το θεωρητικό σχήμα του U. Beck, τοποθετείται ανισομερώς στην «επονομαζόμενη περιφέρεια, όπου ο παγκόσμιος κίνδυνος [με τη μορφή της οικονομικής κρίσης] δεν εμφανίζεται ως ενδογενής διαδικασία, που μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω αυτόνομων εθνικών συστημάτων λήψης απόφασης, αλλά μάλλον ως εξωγενής διαδικασία που προωθείται μέσω αποφάσεων που λαμβάνονται σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα σε αυτές που αναγνωρίζουμε ως κέντρο» (BeckU., 2002, 42).

Οι σχέσεις εξάρτησης που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα, δεν δηλώνουν μόνο το καθεστώς ομηρίας που επιβάλλεται στους συγκεκριμένους λαούς αλλά αντιστρόφως και την αυθαιρεσία του εξουσιαστικού σχήματος στο οποίο υπάγονται, μεταβάλλοντας καθοριστικά τους όρους του οικονομικού παιχνιδιού και παρέχοντας έτσι στους αγοραίους θήτες την ευκαιρία να εδραιωθούν ως θεσμικοί κατήγοροι. Κατ’ επέκταση, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός αντί να διεισδύει δυνάμει κοινωνικών δομών και κοινοβουλευτικών θεσμών, επιβάλλεται μέσα από μια αναγεννημένη θεοκρατική αντίληψη, η οποία τείνει να εγκαταλείπει τον αόρατο μύθο της αγοράς, χάριν της νέας της αφήγησης, εκείνης του σωτήρα-τιμωρού. Στην αναγεννημένη αυτή ελέω θεού αγορά η επικινδυνότητα του λευκού κολάρου παίρνει διαστάσεις λευκού πραξικοπήματος και κατά συνέπεια, αντί για την κατάρρευση της οικονομίας μεθοδεύεται η κατάρρευση της δημοκρατίας.

 

 

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

Upload File

You can include images or files in your comment by selecting them below. Once you select a file, it will be uploaded and a link to it added to your comment. You can upload as many images or files as you like and they will all be added to your comment.