ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας υβριδικός πολιτικός οργανισμός. Πρόκειται για ένα μείγμα μεταξύ διεθνούς οργανισμού και ομόσπονδου κράτους, καθότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος βαθμός κυριαρχίας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, αλλά συνεχής μεταφορά κυριαρχίας από τις εθνικές κυβερνήσεις προς τα όργανα της EE. Έπειτα, πρόκειται για συμμαχία και μηχανισμό «ολοκλήρωσης» αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, αλλά το ίδιο το πολιτικό σύστημα της EE δεν τηρεί τις αρχές της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Οι πολυεθνικές κρατούν τη νομοθετική πένα της EE
Δεν υπάρχει στην EE ένα κοινοβουλευτικό σώμα που να εκλέγεται με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα και που να είναι αυτό κατεξοχήν αρμόδιο για το νομοθετικό έργο. Σε πολλές αστικές δημοκρατίες υπάρχουν δύο νομοθετικά σώματα; αλλά-πάντα το ένα τουλάχιστον εκλέγεται ‘εξ’ ολοκλήρου με γενικό δικαίωμα ψήφου και διαθέτει και την κύρια νομοθετική εξουσία. Δεν ισχύει έτσι σε επίπεδο EE, μια βασική προϋπόθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που συνίσταται στη δυνατότητα του «κυρίαρχου λαού» να εκλέγει το σώμα που έχει τη νομοθετική εξουσία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) έχει το μονοπώλιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας στο πολιτικό σύστημα της EE. Είναι τό μόνο όργανο που μπορεί να προτείνει σχέδια ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών. Οι προτάσεις της μπορούν να τροποποιηθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από το Συμβούλιο που αποτελείται από τις 27 εθνικές κυβερνήσεις. Πρέπει ωστόσο τα δύο όργανα να συμφωνήσουν μεταξύ τους στο ποιες τροπολογίες θα κάνουν. Το καθένα τους μπορεί επίσης να απορρίψει ολοκληρωτικά την πρόταση της Επιτροπής αλλά αυτό είναι κάτι που συμβαίνει λιγότερο από μια φορά το χρόνο, τη στιγμή που εγκρίνονται γύρω στις εκατό νομοθετικές πρωτοβουλίες ετησίως.
Το καλοκαίρι, σας είχαμε ενημερώσει για το άνοιγμα της έρευνας της Ευρωπαίας Συνηγόρου του Πολίτη πάνω στη συμμετοχή του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην «Ομάδα των 30», ένα λόμπι που αποτελείται από εκπροσώπους κεντρικών αλλά και ιδιωτικών τραπεζών, όπως JP Morgan, η UBS και η πρώην εργοδότρια του Ντράγκι (όπως και νυν του Μπαρόζο) Goldman Sachs.
Toν Νοέμβρη η ΕΚΤ είχε απαντήσει στις ερωτήσεις της «ευρωπαίας διαμεσολαβήτριας» Emily O’Reilly, με τη γνωστή αλαζονεία που τη χαρακτηρίζει. Στην ερώτηση, ποιος επιλέγει τα μέλη της «Ομάδας των 30», απάντησε απλά «το ΔΣ της», του οποίου όμως το μοναδικό γνωστό μέλος είναι ο πρόεδρος της τράπεζας JP Morgan, ενώ για τη δημοσίευση των πρακτικών των συναντήσεων παρέπεμψε τη Συνήγορο του Πολίτη O’Reilly στην ίδια την «Ομάδα των 30».
Χθες, η O’Reilly έδωσε δίκιο στo «Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών» (CEO) που είχε ζητήσει την εν λόγω έρευνα και αποφάνθηκε ότι η συμμετοχή του Ντράγκι παραβιάζει τους υπάρχοντες κανόνες της ΕΚΤ και ως εκ τούτου πρέπει να παραιτηθεί και να μείνει εκτός της Ομάδας για όσο διαρκεί η θητεία του. Είπε επίσης ότι συμμετοχή του υποσκάπτει αναίτια τη δημόσια εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
Η Ομάδα των 30 προωθεί ανοιχτά το είδος των ρυθμίσεων που υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών εταιρειών και μιλά σχεδόν πάντα δια στόματος των ιδιωτικών τραπεζιτών που την αποτελούν. Tα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερα στελέχη της ΕΚΤ συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας της Ομάδας των 30 και μιλούν στα συνέδρια της.
του Γιώρ. Βασσάλου, 2–11-2017
98% των 517 εξωτερικών συμβούλων της ΕΚΤ είναι λομπίστες του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα
Τρεις τρέιντερς που είναι υπόδικοι για ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά σκάνδαλα της πρόσφατης ιστορίας – την παραποίηση του δείκτη Euribor που καθορίζει τα διατραπεζικά επιτόκια – ήταν μέλη της συμβουλευτικής ομάδας στην οποία η ΕΚΤ είχε αναθέσει τη διερεύνηση του σκανδάλου! Δύο δούλευαν για την Barclays κι ένας για τη Deutsche Bank. Καμία έκπληξη λοιπόν που 9 (!) χρόνια μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου στον Τύπο, η ΕΚΤ μόλις τώρα άρχισε να σκέφτεται μήπως τυχόν δεν είναι καλή ιδέα να υπολογίζουν οι ίδιοι οι ιδιωτικοί τραπεζίτες το δείκτη αυτό και ίσως να μπορούσε να το κάνει η ίδια.
Η υπόθεση Euribor δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Η ανεξάρτητη (από κοινοβούλια και κυβερνήσεις) ΕΚΤ περνά σημαντικό μέρος του χρόνου της – όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο – διαβουλευόμενη με τους εκπροσώπους των τραπεζών και των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών κολοσσών για το πώς θα φέρει σε πέρας την εντολή της. Ποια ακριβώς είναι η εντολή της όμως;
Του Γιώργου Βασσάλου, Ιούλιος 2015
Η καταδίκη της «Ευρώπης του κεφαλαίου» είναι ένα κλασικό σύνθημα της μαρξιστικής κυρίως Αριστεράς απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης, είτε υποστηρίζει την έξοδο, είτε τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Πρόκειται όμως απλά για ένα σύνθημα; Αν όχι, μήπως ο έλεγχος των μεγάλων εταιρειών στο πολιτικό οικοδόμημα της ΕΕ εκφράζεται αποκλειστικά μέσω της κυριαρχίας των αστικών πολιτικών κομμάτων εντός της;
Στην «ευρωπαϊκή γειτονιά » των Βρυξελλών εδρεύουν 20.000-30.000 επαγγελματίες της εκπροσώπησης συμφερόντων (λομπίστες). Κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους από τη στιγμή που η καταγραφή τους δεν είναι υποχρεωτική. Σίγουρα όμως ο αριθμός τους είναι εντυπωσιακός, αν σκεφτεί κανείς ότι επιδιώκουν να «επηρεάζουν» περίπου 50.000 γραφειοκράτες των θεσμών της ΕΕ.
Τη γραφειοκρατία της ΕΕ απαρτίζουν περίπου 13.000 υπάλληλοι της Κομισιόν με στελεχιακό ρόλο και 18.000 με υποστηρικτικό, 751 ευρωβουλευτές με τους τριπλάσιους βοηθούς τους και τη γραμματεία του Ευρωκοινοβουλίου (περίπου 5.000), τους χιλιάδες υπαλλήλους του Συμβουλίου και τους εκπροσώπους των εθνικών υπουργείων σε αυτό και το προσωπικό διαφόρων δευτερευόντων οργανισμών της ΕΕ. Η αριθμητική αναλογία των εργαζομένων στα λόμπι με τους ευρωβουλευτές και τα στελέχη της ΕΕ που έχουν ρόλο στις αποφάσεις πρέπει να πλησιάζει το ένας προς έναν, πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι και στα λόμπι υπάρχει βοηθητικό προσωπικό του οποίου η δουλειά δεν είναι άμεσα η εκπροσώπηση συμφερόντων.
Του Γιώργου Βασσάλου, 28-4-2014
Η Τραπεζική Ένωση της ΕΕ: παραδίδοντας την πολιτική κυριαρχία στους τραπεζίτες, κεντρικούς κι ιδιωτικούς.
Με το σχέδιο για την Τραπεζική Ένωση, η ΕΕ θέλει να μας πείσει ότι βάζει τέρμα στη διάσωση των τραπεζών από τους φορολογούμενους –ως επί το πλείστον δηλαδή τους εργαζόμενους- κι ότι υποχρεώνει τους μετόχους τους να πληρώσουν τα σπασμένα.
Η πραγματικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη: η νέα νομοθεσία θα προωθήσει την απορρόφηση πολλών τραπεζών από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, κάνοντας τις ακόμα πιο μεγάλες, ενώ θα παραμένουν υπό τον έλεγχο των ιδιωτών μετόχων τους. Ταυτόχρονα, θα τις θωρακίσει από το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας και θα κάνει ακόμα πιο εύκολη τη χρήση δημοσίου χρήματος για τη διάσωσή τους, με λιγότερο κοινοβουλευτικό έλεγχο και διαφάνεια. Η συμβολή των ιδιοκτητών τους στη διάσωση θα είναι ελάχιστη, μπροστά στο βάρος που θα επωμιστούν οι απλοί φορολογούμενοι.
Από τον Οκτώβρη του 2008 ως τον Οκτώβρη του 2011, η Κομισιόν ενέκρινε 4,5 τρισεκατομμύρια ευρώ κρατικής βοήθειας προς τις τράπεζες σε δάνεια και εγγυήσεις ή αλλιώς το 37% του ετήσιου ΑΕΠ όλης της ΕΕ (σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η Κομισιόν πρέπει να εγκρίνει κάθε κρατική ενίσχυση προς επιχειρήσεις).[1] Από αυτά, τουλάχιστον 1,7 τρισ. έχουν ήδη εκταμιευτεί υπέρ των τραπεζών. Από το 2009, έγινε ξεκάθαρο ότι το οικονομικό μοντέλο της ΕΕ είχε βασιστεί τόσο πολύ στην επέκταση του τραπεζικού δανεισμού που κάθε χώρα ξεχωριστά δεν μπορούσε να σώσει τις ιδιωτικές τράπεζές της. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε, παραβιάζοντας το καταστατικό της, να παρέχει ευρεία στήριξη στις τράπεζες, τόσο απευθείας όσο και μέσω των κρατών. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο κράτος με άμεση πρόσβαση σε φορολογικά έσοδα, ώστε να εγγυάται τις ενέργειες της ΕΚΤ, ήταν το στοιχείο που προσέδωσε στην κρίση στην Ευρώπη το στοιχείο της θεσμικής αστάθειας και ασάφειας που την έκανε τόσο εκρηκτική. H Γερμανία και η Γαλλία δεν ήθελαν να εγγυηθούν για τα χρέη των άλλων κρατών και τραπεζών, αφού στην ΕΕ, παρότι έχουν μπει αυστηρά όρια στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών με ποινές από την Κομισιόν, δεν υπάρχει –προς το παρόν– κάποιο όργανο που να ασκεί ενιαία δημοσιονομική πολιτική σε όλη την έκτασή της. [2] Αυτή την αντίφαση επιχειρεί να λύσει το εγχείρημα της Τραπεζικής Ένωσης σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις της Οικονομικής Διακυβέρνησης που έχουν ήδη ξεκινήσει.
Η κατεύθυνση είναι η καταστροφή κάθε στοιχείου δημοκρατικής – λαϊκής κυριαρχίας και η ενίσχυση της δύναμης των τραπεζών.