ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Σχόλιο GMR: Το άρθρο του κ. Λαοκράτη Βάσση τελειώνει με ένα ξεκάθαρο επίλογο. Για τον οποίο επίλογο προτείνουμε συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο όπως το εδώ ολοκληρωμένο σχόλιο-πρόταση προς “Στάθη”, αλλά και το εδώ επικουρικό σχόλιο σε δημοσίευμα για την κα Λαγκάρντ.
Ο δεύτερος επίλογος (παλαιότερου άρθρου) του κ. Λαοκράτη Βάσση που δεν επιδέχεται ούτε παρερμηνεία ούτε αδράνεια είναι εδώ. (Ο Ρήγας Βελεστινλής του Λουκά Αξελού )
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΑ ΔΥΟ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ Λ. ΒΑΣΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΛΟΓΟΥΣ, η G-M-R, συν-ερμηνεύει, συν-προτείνει, συν-καταγγέλλει, συν-επιτίθεται, με ΠΛΗΡΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ απαιτούμενης ΣΥΝΕΡΓΕΙΑΣ. Εδώ (Κωνσταντοπούλου: Ο Γαβράς είχε…) η τελευταία και κρίσιμη πρόταση/αντιστασιακό-απελευθερωτικό-αναγεννητικό επιχειρησιακό σχέδιο (ως σχόλιο) μας και εδώ (Λαγκάρντ) επικουρικά μια από τις πολλές “ενοχλήσεις” μας προς φίλους και αντιπάλους.
Αναμένουμε συνέργειες (διαθέτουμε ΑΠΟΛΥΤΩΣ ανιδιοτελώς, σημαντικό, συνεργειακά αξιοποιήσιμο “οπλοστάσιο” προτάσεων-δράσεων-τεκμηριώσεων ημών και συν-αγωνιστών) δεδομένου πως μόνο από slpress και “δρόμος της αριστεράς“, τουλάχιστον είκοσι επώνυμοι συμφωνούν με Λαοκράτη Βάσση-Ρούντι Ρινάλντι. Αυτό που μένει είναι, να προχωρήσουν ΣΥΝΕΡΓΕΙΕΣ. Αυτό που μένει και άμεσα χρειάζεται είναι σύμπτυξη δύναμης Αντίστασης-Απελευθέρωσης-Αναγέννησης.
Λαοκράτης Βάσσης, 23 Νοεμβρίου 2019
α. Μετά και τη «διαχειριστική εναλλαγή» στη διακυβέρνηση της χώρας, Κυριάκος Μητσοτάκης αντί Αλέξη Τσίπρα στο πρωθυπουργικό τιμόνι, μόνο πια…εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν πως όλο και περισσότερο παγιώνεται και «νομιμοποιείται», σαν να πρόκειται για κανονικότητα, το νεο-αποικιακό καθεστώς της μετανεωτερικής «διαχειριστικής υποτέλειας» στον Τόπο μας.
Όπως αυτό προέκυψε απ’ την «απάντηση», με τα τρία «Μνημόνια», του «πολιτικού συστήματός» μας στο ανελαστικό δίλημμα της Χρεοκοπίας (2010): «εθνική ανεξαρτησία ή διαχειριστική υποτέλεια». Κι όπως διεκπεραιώνεται, η λειτουργία του, με συγκαλυπτική νομιμοφάνεια και με…άμιλλα στρατηγικής νομιμοφροσύνης, απ’ τον εν εξελίξει «διαχειριστικό νεο-διπολισμό» (ΝΔ – ΣΥ.ΡΙΖ.Α.). Προφανώς διαμεσολαβητικό μεταξύ της επικυρίαρχης ευρωδυτικής υπερεξουσίας του τοκογλυφικού κεφαλαίου και της επικυριαρχούμενης χώρας μας.
β. Που σημαίνει πως, μετά την «αναδιπλωτική προσαρμογή» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, επισφραγισμένη με το τρίτο «Μνημόνιο» και τη διαχειριστική του ευπείθεια, που επέφερε, όπως δείχνει και η συντελεσθείσα εναλλαγή, μια συνολικότερη «αναδίπλωση» της πολιτικής και της εθνικής μας ζωής (καθώς εξέλιπε, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, και η όποια σοβαρή πρόταση εναλλακτικής προοπτικής!), τα καταφέραμε να ξαναέχουμε, μια ανάσα μάλιστα απ’ τη διακοσιοστή επέτειο της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας (2021), πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας (ως χώρα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας απ’ τη Χρεοκοπία μας και εντεύθεν). Όπως, συνακόλουθα, έχουμε και πρόβλημα χάραξης εθνικής στρατηγικής, που θα αποσκοπεί στο να βγάλουμε τη θηλειά τής «ευρω/δυτικής επικυριαρχίας» απ’ τον λαιμό μας και να ανακτήσουμε τη χαμένη εθνική μας αξιοπρέπεια. Που, με δεδομένη την οραματική «άπνοια» (σαν να έχει λιγοστέψει το λάδι στο καντήλι της ιστορίας μας!), πρέπει να έχει χαρακτήρα εθνικής επανεκκίνησης, με όρους αναγεννητικής αναθεμελίωσης και ανόρθωσης του Τόπου μας. Γιατί δεν μπορούμε να ξαναβρούμε αλλιώς τον αυτεξούσιο εθνικό μας βηματισμό προς το μέλλον.
γ. Η κατεπειγόντως, όμως, ζητούμενη ανεξαρτησιακή στρατηγική της μεγάλης εθνικής μας επανεκκίνησης προϋποθέτει, μεταξύ πολλών άλλων, και με αυτονοήτως αναγκαία την ιστορική αυτογνωσία και την ιστορική αυτεπίγνωσή μας: αφενός, βαθιά συνείδηση της οριακότητας τούτων των καιρών για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, όπως την ορίζουν οι πνιγηρές συνέπειες της Παρακμής και της Χρεοκοπίας μας, αφετέρου ανειρήνευτη ρήξη με τον καλλιεργούμενο «νεο-ραγιαδισμό» τής «διαχειριστικής υποτέλειας», που είναι και ο εκ των ων ουκ άνευ όρος της εθνο/χειραφετικής «επανεκκίνησής» μας.
Η Παρακμή: Παρ’ ότι είναι το πρόβλημα των προβλημάτων μας, η «πολύφερνη» ηγεσία μας, πολιτική και πνευματική, το προσπερνά περίπου σαν να μην υπάρχει, πλην δευτερευόντων «ψελλισμάτων» αλλά και…ιδεολογηματικών επικαλύψεών του. Προσπερνά, δηλαδή, το ότι πλήττονται ταυτόχρονα και η βιολογική «ρίζα» μας, με τη δημογραφική μας κατάρρευση, και η πολιτιστική «ρίζα» μας, με την προϊούσα πολιτιστική μας κρίση, που αγγίζει τον εσώτερο πυρήνα του πολιτιστικού μας «κυττάρου». Με αποτέλεσμα, ενώ πλήττεται η ίδια η υπαρξιακή βάση του Ελληνισμού απ’ τον παρακμιακό μας κατήφορο, δημογραφικό και πολιτιστικό, ημείς…άδομεν. Για να μη μιλήσουμε και για ενοχοποίηση, απ’ τους κατ’ επάγγελμα αντι-εθνικιστές της απο-εθνοποιητικής «ατοπίας», με πονηρή μάλιστα αντι-εθνο/φυλετική ρητορεία, όχι μόνο της εθνικής αγωνίας αλλά και των «εννοιών» που την εκφράζουν, όπως οι εδώ προαναφερόμενες (με αυτονόητη τη μεταφορική χρήση και τον ιστορικο/κοινωνικό τους προσδιορισμό): βιολογική «ρίζα» – πολιτιστική «ρίζα» – πολιτιστικό «κύτταρο». Που είναι ενταγμένες σε μια δημοκρατική πολιτιστική φιλοσοφία, απολύτως διεμβολιστική του παγιδευτικού δίπολου της φαιάς «εθνοφυλετικής τοξικότητας», απ’ τη μια μεριά, και της νεο-ταξικής «απο-εθνοποιητικής ατοπίας», απ’ την άλλη μεριά.
Η Χρεοκοπία: Είναι το άλλο μεγάλο μας πρόβλημα, καθόλου άσχετο απ’ την πολιτιστική διάσταση της Παρακμής. Που η συγκαλυπτική «ανάγνωση» του χαρακτήρα της διευκολύνει τις βολικές «παραναγνώσεις» τόσο της αιτιότητάς της όσο και των συνεπειών της, με τις κατά περίπτωση «απενοχοποιήσεις» τής αιτιώδους σχέσης της και με τη Μεταπολίτευση και με την ως τώρα «άγονη διαχείρισή» της. Καθώς, αλλιώς φωτίζεται η Μεταπολίτευση, αν η Χρεοκοπία «αναγιγνώσκεται» ως οικονομικό επεισόδιο, έστω και μείζον, και αλλιώς, πολύ πέραν τούτου, ως βαθύ ρήγμα στην ιστορική κανονικότητα της πορείας μας προς το μέλλον, που πραγματικά και είναι. Όπως, επίσης, άλλη είναι η «ανάγνωση» του μετά τη Χρεοκοπία εθνικού τοπίου υπό το συγκαλυπτικό πρίσμα του «επεισοδίου» και άλλη υπό το αποκαλυπτικό πρίσμα του «ρήγματος». Εξαιτίας του οποίου έχουμε μεταπέσει σε καθεστώς «περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας» (εντός μάλιστα Ευρωζώνης!). Γιατί, υπό το πρίσμα του «επεισοδίου», «ενοποιείται»…απενοχοποιητικά ο χρόνος: Μεταπολίτευσης – Χρεοκοπίας – Διαχειριστικής υποτέλειας. Όπως «ενοποιούνται» και οι μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις εξουσίας, με την προσθήκη της Συριζικής Αριστεράς, στη στρατηγική κατεύθυνση της Επικυριαρχίας. Ενώ, υπό το πρίσμα του «ρήγματος» και της βαθιάς τομής στον πολιτικό και τον ιστορικό χρόνο του Τόπου μας, ούτε η Μεταπολίτευση…εξαγνίζεται ούτε η «διαχειριστική υποτέλειά» μας…εξωραΐζεται. Όση παραπλανητική (πολιτικο/ιδεολογική) «χρυσόσκονη» κι αν ξοδευτεί για την επικάλυψη της πραγματικότητας και της αμείλικτης αλήθειας πως: η Μεταπολίτευση, χωρίς μεροληπτικές «αγιοποιήσεις», έφερε τη Χρεοκοπία κι η Χρεοκοπία έφερε, με τις μακροχρόνιες «ρήτρες των Μνημονίων», τη νεο-αποικιακή επικυριαρχία. Κι υπ’ αυτό, πάντοτε, το πρίσμα είναι, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον μελαγχολικό το πολιτικό παρεμπόριο με «μεταχειρισμένα ιμάτια» και «ληγμένα προϊόντα» της καθ’ όλα ένοχης για τη Χρεοκοπία μας Μεταπολίτευσης, αντί της ανελέητης ρήξης με τις νοσηρότητές της. Που, μάλιστα, εμφανίζουν και μια φοβερή μεταλλακτική ανθεκτικότητα στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική μας ζωή (όπως και τα παντός καιρού…μεταγραφόμενα «στελέχη» της!). Με την ανελέητη, όμως, «ρήξη» να προϋποθέτει, αυτονοήτως, στρατηγική «εθνικής ανεξαρτησίας» και όχι «διαχειριστικής υποτέλειας».
Ο νεο-ραγιαδισμός: Είναι, ως αυτο/ευνουχιστική ιδεολογία της επικυριαρχούμενης χώρας μας, το τρίτο μεγάλο μας πρόβλημα μετά την Παρακμή και τη Χρεοκοπία. Που γίνεται πολύ επικίνδυνη, καθώς μεταλλάσσεται, φιλόδοξα σε νέο αφήγημα του Τόπου μας, τάχατες στον αντίποδα των στερεοτυπικών ακροτήτων αλλά και των «φαιών νεοπλασιών», όπως η «Χρυσή Αυγή», της πάλαι ποτέ «εθνικής ιδεολογίας» μας. Πάντοτε προβληματικής αλλά και βάναυσα ευτελισμένης κατά τη χουντική περίοδο (1967 – 74). Μια «μετάλλαξη» ultra εκσυγχρονιστική, προοδευτικοφανής και ενίοτε αριστεροφανής, με περισσεύουσα ευρωπάθεια και νεωτερικολαγνεία, αλλά και με συμφυρόμενο τον «νεοταξικό κοσμοπολιτισμό», απ’ τα δεξιά, και τον «μεταφυσικό διεθνισμό», απ’ τα αριστερά. Οπότε και με δραστικά παραπειστική και παραπλανητική αληθοφάνεια, που μεγιστοποιείται απ’ την προνομιακή πρόσβαση στον δημόσιο χώρο του «ρεύματος» της διανόησής μας, που διακινεί μεταπρατικά την ευρω/προσαρτηματική πραμάτεια του. Καθώς δεν είναι καθόλου τυχαίο, που απ’ αυτό το «ρεύμα» εκπορεύεται, με σταυροφορικό μάλιστα πάθος, ό,τι το απο-εθνοποιητικό και αποδομητικό της εθνο/ταυτοτικής, ιστορικής και πολιτιστικής υπόστασης της Ελλάδας και του Ελληνισμού διαμέσου των αιώνων και των χιλιετιών. Με πρωτίστως βαλλόμενη τόσο την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους όσο και την αξιακή διαχρονία της πολιτιστικής ιθαγένειάς μας (ιδιοπροσωπία και ιδιαιτερότητα), που τόσο και τα δύο αυτά, στη σωστή πάντοτε προσέγγισή τους, ενοχλούν τον εθνομηδενιστικό αποδομητισμό. Μια σωστή προσέγγιση, που, απογυμνώνοντας τον αποδομητικό λόγο απ’ τα προσχήματά του, διακρίνει, για παράδειγμα, ξεκάθαρα: την ιστορική συνέχειά μας, σε όλη τη συνθετότητά της, απ’ την απλοϊκή και αφελή «γραμμική» και «μεταφυσική» της εκδοχή, την φιλοπατρία και τον πατριωτισμό από όλες τις εθνικιστικές και εθνο/φυλετικές τους παραμορφώσεις, την ιστορικο/κοινωνική αξιακή βάση και τον εξελικτικό χαρακτήρα της πολιτιστικής ιθαγένειας και της ελληνικότητας απ’ τον εθνο/φυλετικό (ρατσιστικό) και μεταφυσικό τους προσδιορισμό (με απόλυτη την αντιδιαστολή πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και πολιτιστικής καθαρότητας!), την ευρωπαϊκότητα, που είναι σύμφυτη και όχι υπό πρόσκτηση ιδιότητά μας, απ’ την προσαρτηματική ευρωπάθεια (να γίνουμε…ευρωπαίοι!) και τον συνακόλουθό της «νεο-ραγιαδισμό». Που είναι η μετά τη Χρεοκοπία ιδεολογική εργαλειοποίηση της συνολικότερης εθνο/αποδομητικής λογικής. Με τη σωστή προσέγγιση, εννοείται, να αναδεικνύει σε κρίσιμη διάσταση της ζητούμενης εθνικής μας στρατηγικής τη διεμβόλιση του παγιδευτικού δίπολου, που έχει απ’ τη μια τον «νοσηρό ελληνοκεντρισμό», όπου, μαζί με τις γραφικές ελληνολατρικές απογειώσεις, συνωθούνται και οι φαιο/τοξικές ακρότητες, κι απ’ την άλλη τον εξίσου «νοσηρό αντι-ελληνοκεντρισμό», όπου πρωταγωνιστεί ο νεοταξικής κοπής (κλίμα Σόρος!) εθνο/αποδομητισμός.
δ. Τούτων δοθέντων και με το πολιτικό σύστημα εξουσίας…ηττημένο, με ένα μάλιστα αξιοθρήνητο μέρος του να μην έχει καν συνείδηση ήττας, αλλά και με το εθνο/αποδομητικό ρεύμα του μετανεωτερικού «νεο-ραγιαδισμού» να διαπερνά οριζοντίως και να συνέχει με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας όλο το πολιτικό μας φάσμα, με τη μια του άκρη στη Δεξιά και την άλλη στην Αριστερά (όπου και το…γειτνιαστικό με τον αντι-εξουσιαστικό εθνο/μηδενισμό «στρατηγείο» του!), το μέγα πρόβλημα χάραξης εθνικής στρατηγικής, με οραματικό μάλιστα χαρακτήρα, όπως έχω ήδη σημειώσει, εθνο/αναγεννητικής επανεκκίνησης, είναι πρωτίστως πολιτιστικό πρόβλημα. Καθώς η λύση του περνάει μέσα απ’ το μεγάλο ξύπνημα της συλλογικής μας συνείδησης απ’ τον νεο-ραγιαδιστικό λήθαργο της «διαχειριστικής υποτέλειας» με την επανανάγνωση της πολιτιστικής «αλφαβήτας» και της αξιακής παρακαταθήκης του Ελληνισμού. Έτσι που να ανα-δυναμωθεί, με όλα τα αντιστασιακά του «αντισώματα», όπως τον θέλει η ιστορία μας και η αγωνιστική παράδοση του λαού μας, ο ζυμωμένος με τον εσώτατο πυρήνα του ταυτοτικού πολιτιστικού μας κυττάρου και αξεπέραστος στις ιεραρχήσεις μας ανεξαρτησιακός καημός. Με τα αξιακά αρχέτυπα αυτού του «κυττάρου», στον αντίποδα του…αυτο-λατρευτικού «απομονωτισμού», να είναι παντελώς ασύμβατα: με τον εθνικισμό/σοβινισμό, με τον νεοφασισμό/νεοναζισμό και με όλες τις εκδοχές του ρατσισμού. Καθώς είναι απολύτως συνυφασμένα: πρωτίστως με την πίστη στον άνθρωπο (ως αυταξία!), αλλά και με τους ανοιχτούς ορίζοντες του ελληνικού πνεύματος, τη φωτεινότητα, «πάναγνη καθαρότητα» κατά Πικιώνη, την ορθολογικότητα, πολύ πέραν της νεωτερικής εργαλειακής εκδοχής του «ορθού λόγου», τη δημοκρατικότητα, ως συναίρεση της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αξιοκρατίας, την αντιστασιακότητα, όπως αναγιγνώσκεται απ’ τον Νίκο Σβορώνο, την προσωποκεντρική φιλοσοφία ζωής της συναλληλίας (ελληνική) αντί της ατομοκεντρικής του κυνικού ανταγωνισμού (δυτική). Απολύτως, τελικά, συνυφασμένα με όλο τον αξιακό πλούτο του Ελληνισμού, απ’ τον Όμηρο, την κλασική αρχαιότητα, την Ελληνιστική περίοδο, το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία, ως το παραδοσιακό πολιτιστικό μας πρότυπο, όπου είναι αναχωνεμένο το αξιακό διατακτικό αυτού του πλούτου, ορίζοντας και αναδεικνύοντας την πολιτιστική ιδιαιτερότητα και παρουσία μας στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Που, καθώς παραπαίει, τόσο πολύ έχει ανάγκη τις συντεταγμένες πορείας αυτού του «διατακτικού», για να μη πέσει στα…βράχια (όπως, ας πούμε, τις ευαγγελιζόμενές του και κατεπειγόντως ζητούμενες σήμερα ισορροπίες: ατόμου – κοινωνίας, ατόμου – φύσης και πολιτισμού – φύσης!). Οπότε, επανερχόμενος στην υπαρξιακή ταυτοτική «συνύφανση» του ανεξαρτησιακού καημού και της αρχετυπικής αξιακής βάσης του Ελληνισμού, μοναδικά εκφρασμένης στο «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη» και στο δοξαστικό « χαίρε ω χαίρε» του εθνικού μας ύμνου, φτάνω και στη μεγάλη αλήθεια πως: μόνο με τις αξιακές της ίνες ο «εθνικός αργαλειός» θα μπορέσει να δημιουργήσει τον μίτο που θα μας βγάλει απ’ το λαβύρινθο της Χρεοκοπίας και της Επικυριαρχίας. Κι αυτό, μέσα από έναν εθνεγερτικό πολιτιστικό συναγερμό, που, αποκαθιστώντας την κλονισμένη, απ’ την προϊούσα απο-εθνοποίηση και τον νεο-ραγιαδισμό ,κατάφαση στα βαθύτερα σημαινόμενα του συλλογικού πολιτιστικού μας υποσυνείδητου, θα ξαναβάλει μπροστά την «ανεξαρτησιακή φτερωτή» της ιστορίας μας.
ε. Για τη σωστή, όμως «ανάγνωση» του πολιτιστικού μας προβλήματος, που μόνο εύκολη δεν είναι, ιδίως αν σκεφτόμαστε πως η βαθύτερη ρίζα του για τον Νεότερο Ελληνισμό βρίσκεται στον οξύτατο αντιθετικό επαμφοτερισμό ανάμεσα σε «Ανατολή» και «Δύση» (που, υπό τις μεταμορφώσεις του, εξακολουθεί να μας…ταλανίζει!), μπορούμε να έχουμε αλάθητο οδηγό, μαζί με το αναχωνεμένο στη ζώσα παράδοσή μας αξιακό διατακτικό τής μεγάλης ακολουθίας των αιώνων και των χιλιετιών του ελληνικού πολιτισμού, τους πνευματικούς νομοθέτες της Νεοελληνικής ταυτοτικής μας υπόστασης: απ’ τον Ρήγα, τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, με ενδιάμεσους τον Μακρυγιάννη, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη. Έναν «οδηγό» που δεν θελήσαμε να έχουμε στην αρχή και κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Οπότε και μετεωριστήκαμε αμήχανα ανάμεσα: στις άτολμες απόπειρες «διορθώσεων», υπό την ανατέλλουσα (ως, οιονεί, νέα εθνική ιδέα!) «ευρωπαϊκή προοπτική», της έτσι κι αλλιώς ελλειμματικής «εθνικής ιδεολογίας» μας και στον προοδευτικοφανή «εθνο/αποδομητισμό». Βυθιζόμενοι όλο και περισσότερο στη δίνη της πολιτιστικής κρίσης, όπου και οι βαθύτερες ρίζες της Χρεοκοπίας μας.
Με τη μεταπολιτευτική Δεξιά, δέσμια του «πολιτικού συντηρητισμού» της και των «συνδρόμων ενοχής» της, να μη μπορεί να ανοίξει τον πολιτιστικό της ορίζοντα και να ορίσει συντεταγμένες πολιτιστικής στρατηγικής, που να αντιστοιχούν στο πνεύμα της φωτισμένης αστικής διανόησης (επιπέδου, πολύ ενδεικτικά, ενός Σεφέρη, ενός Ελύτη ή ενός Θεοτοκά!!).
Με τη μεταπολιτευτική Αριστερά, απ’ την απέναντι πλευρά, καθηλωμένη στην ιστορικότητα της κρίσης της και παγιδευμένη στη μεταφυσική τής «μυθολογίας» της, να μη μπορεί να «πιάσει», επικαιροποιώντας τη βαθύτερη ουσία του, το νήμα του «εαμικού πατριωτισμού» (όπως προκύπτει απ’ τη συναίρεση της πολιτιστικής ιθαγένειας, της δημοκρατίας, του ουμανισμού και του διεθνισμού!). Οπότε και να μη μπορεί να υφάνει με τις «ίνες» του ένα ανανεωμένο όραμα για τον Ελληνισμό στις νέες ευρωπαϊκές (Ευρωπαϊκή Ένωση) και παγκόσμιες (Νέα τάξη) συνθήκες, πρωταγωνιστώντας με όρους εθνικής πρωτοπορίας και βάζοντας φρένο, ή τουλάχιστον προσπαθώντας, στον παρακμιακό μας κατήφορο. Με τη θεωρούμενη, μάλιστα, σύγχρονη εκδοχή της, που «στέγασε» και ανύψωσε σε ιδεολογική της αιχμή «ρεύματα» όπως, επί παραδείγματι, ο ιστορικός αναθεωρητισμός, ο πολύ μοδάτος «δικαιωματισμός» ή ο εθνο/αποδομητισμός, περίπου να ταυτίζεται μ’ αυτά τα «ρεύματα» και τον «νεοταξικό» αποεθνοποιητικό…αντιεθνικισμό τους, προφανώς πολύ πέραν του αξιακού κώδικα της εαμογενούς πατριωτικής Αριστεράς.
Με το μεταπολιτευτικό Πα.Σο.Κ, επίσης, να μη θεμελιώνει, όχι τυχαία, την εξόχως ελκυστική στο ξεκίνημά του πατριωτική ρητορεία με τη χάραξη μακρόπνοης πολιτιστικής στρατηγικής. Που, με τις αξιακές της «ρήτρες» και χωρίς λαϊκίστικα … υποκατάστατα, δεν θα άφηνε περιθώρια για τα ακραίου κυνισμού, παρ’ ότι υψηλής τακτικής, πολιτικά παίγνια με την «Αλλαγή» και την «Εναλλαγή». Καθώς, θα μπορούσε να μπει φρένο: αφενός στην «προσχώρηση» του Ανδρέα Παπανδρέου στο αρχιτεκτονημένο απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα εξουσίας, απ’ όπου και η μεταπολιτευτική «δικομματική συγκυριαρχία» Ν.Δ. και Πα.Σο.Κ, αφετέρου και κατά μείζονα λόγο, στον εκπεσμό τής πασοκικής διαχείρισης της εξουσίας σε άγρια διαχειριστική της νομή. Που, με τη γενικευμένη παγίωσή της, υπήρξε ένα απ’ τα βασικότερα, αν όχι και το βασικότερο πολιτικό (αλλά και βαθιά πολιτιστικό!) αίτιο της Χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης.
στ. Κι ό,τι δεν έκανε το ένοχο για τη Χρεοκοπία μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα της «συνυπατίας» ΝΔ και Πα.Σο.Κ, υπό πολύ προνομιακές συνθήκες (ειρήνη, δημοκρατία, ευρωπαϊκά «πακέτα»), να θεμελιώσει δηλαδή μακρόπνοη πολιτιστική στρατηγική και να στηρίξει πάνω της την ανεξαρτησιακή εθνική μας αξιοπρέπεια, προφανώς και δεν μπορούσε να το κάνει μετά τη Χρεοκοπία, ηττημένο και παραδομένο (πρώτο και δεύτερο «Μνημόνιο») στην ευρω/δυτική επικυριαρχία. Ούτε κι όπως αναδιατάχτηκε μετά το ’15, με τη συνένοχη προσθήκη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α (τρίτο «Μνημόνιο»), ή, πολύ περισσότερο τώρα, με τις τελευταίες δηλαδή εκλογές και τη «διαχειριστική εναλλαγή». Οπότε κι έχουμε:
Κι όπου όλοι τους, πλην ΚΚΕ, είναι «συντονισμένοι» στην ιδεολογική «συχνότητα» των Επικυρίαρχων, άλλοι δοξαστικά και άλλοι με αμήχανη … αιδημοσύνη. Δίνοντας, με επικοινωνιακούς όρους, την πολιτική μάχη των «αποχρώσεων» και της ανάδειξης δευτερευουσών διαφορών τους σε μείζονες ή και σε «στρατηγικές» (χωρίς, ενίοτε, να λείπουν και ανώδυνες αντισυστημικές κορόνες). Με κύρια, όμως, ανταγωνιστική έγνοια των πρωταγωνιστικών κομμάτων, ΝΔ και ΣΥ.ΡΙΖ.Α, τη «διαχειριστική αποτελεσματικότητα», όπως είναι δεσμευτικά συνομολογημένη (ρήτρες των τριών «Μνημονίων»).
Με την «Μητσοτακική Ν.Δ.», σε αυθεντικά νεοφιλελεύθερη τροχιά και απολύτως ταυτισμένη με τις πιο ακραίες ιδεολογικές εκδοχές της Επικυριαρχίας (όπως η σκληρή «παρέα» του Βαυαρού Βέμπερ), να μην έχει ούτε και ψήγματα «ανεξαρτησιακού καημού» (κατά πως δείχνει κι η ανάθεση στη Γιάννα Αγγελοπούλου του εορτασμού της διακοσιοστής επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας), ή στρατηγικού προβληματισμού για την αντιμετώπιση της Παρακμής και της Χρεοκοπίας, που απειλούν την πορεία του Τόπου μας προς το μέλλον. Αλλά και να μετεξελίσσεται, έχοντας να «αλέσει» και να «χωνέψει» τα δύσκολα Καραμανλικά (και Σαμαρικά) «αντι-σώματα», σε ένα μεταμοντέρνο είδος τεχνοκρατικοφανούς «μετα-Δεξιάς» (ως το ομόλογο πάντοτε κόμμα της «διαχειριστικής υποτέλειας»!).
Με τη Συριζική Αριστερά, μετά την ήττα της στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, να «μετεωρίζεται» (επικοινωνιακά περισσότερο), με το βαρύ φορτίο της «αναδίπλωσης» του ’15 και τα μνημονιακά «πεπραγμένα» στους ώμους της, ανάμεσα στις ασύμβατες «γραμμές» της «εναλλακτικότητας» και της «εναλλαγής», επικαλυπτόμενες απ’ το ψευδο/δίλημμα της «διεύρυνσης ή όχι». Μη «μπορώντας» να ανατροφοδοτήσει, με πειστικό οραματικό ρεαλισμό, το αρχικό «υποσχετικό πρόσωπό» της. Αντιθέτως, αφημένη στα ιδεολογικά «ρεύματα», πάντοτε… περιθωριακά στην κοινωνία, της δυσανεξίας, τουλάχιστον, προς ό,τι το «εθνικό» και «ελληνικό», μοιάζει να «σπρώχνεται» σε μια κατεύθυνση … διαχειριστικής «μετα-Αριστεράς», κατά τα «εύπεπτα» μετα-νεωτερικά πρότυπα της προοδευτικοφανούς ιδεολογικής «αχρωμίας», με ολίγον απ’ όλα! Κι αυτά , σίγουρα, σε αναντιστοιχία με το «εαμογενές υποσυνείδητο» της μεγάλης πλειοψηφίας του αριστερού κόσμου της.
… Εντέλει, το «πολιτικό σύστημα εξουσίας», η κορυφή δηλαδή της «διευθύνουσας πολιτικής λειτουργίας» της κοινωνίας μας και του Τόπου μας, είναι «αλωμένο» και «εκχωρημένο» στη μετα-νεωτερική ευρωδυτική υπερεξουσία του τοκογλυφικού κεφαλαίου, με ευθέως συνεπαγόμενο και προδιαγραφόμενο το νεο-αποικιακό εθνικό μας μέλλον. Οπότε, «διαβάζοντας» σωστά, όπως είναι, προπαντός χωρίς να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στην Παρακμή, τη Χρεοκοπία, και την Επικυριαρχία, την πολύ δύσκολη «πραγματικότητά» μας, με τις αδιέξοδες «αναδιπλώσεις» της πολιτικής και της εθνικής μας ζωής, αλλά και με βαθιά επίγνωση της κρίσιμης οριακότητας τούτης της περιόδου για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, όπως μάλιστα επιβαρύνεται απ’ το πολύ ομιχλώδες διεθνές και γειτονικό μας «περιβάλλον» (κρίση Ευρώπης, κρίση Παγκοσμιοποίησης, «τρέλες» Ερντογάν, γεωπολιτικοί «αναδασμοί» στην ευρύτερη περιοχή μας…), πρέπει, όπως λέει κι ο ποιητής: «να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε», με απόλυτη συνείδηση πως το μέγα δίλημμά μας: «Ανεξαρτησία ή Υποτέλεια» δεν αφήνει κανένα περιθώριο… επαμφοτερισμού ή ενδιάμεσης «διαφυγής» μας!_
Πηγή: presspublica.gr