ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Θεόδ. Μαριόλης * , 2 Μαρ. 2019
Μέσα στην Κατοχή, η κατάσταση στην περιοχή της Φλώρινας-Καστοριάς γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη και κρίσιμη. Όπως επισημαίνει ο Θανάσης Ζιώγας (Σπύρος), στέλεχος του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, στο αποκαλυπτικό βιβλίο του: «Η Εθνική Αντίσταση στη Φλώρινα-Καστοριά 1941-1944» (Εκδόσεις Εντός, Αθήνα, 2016), οι κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους (όπως αργότερα και η «Αγγλική Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή») επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την ανομοιογενή σύνθεση του εκεί πληθυσμού (Έλληνες, Σλαβόφωνοι, Βλάχοι, Εβραίοι, Αρβανίτες). Τελικός στόχος είναι, εκείνη την περίοδο, ο διαμελισμός και προσάρτηση της Δυτικής Μακεδονίας στη φασιστική Βουλγαρία (δορυφόρος της Γερμανίας) ή και στη φασιστική Αλβανία (δορυφόρος της Ιταλίας).
Το Φεβρουάριο του 1943, σε σύσκεψη των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων στο Δισπηλιό Καστοριάς, με επικεφαλής τους Περικλή (Γραμματέας της ΠΕ του ΚΚΕ Καστοριάς), Λευτέρη (κομμουνιστής Γραμματέας της ΠΕ του ΕΑΜ Καστοριάς), και Γέρο (παλαίμαχος κομμουνιστής από το Νέο Καύκασο), αποφασίζεται η έναρξη του ένοπλου αγώνα. Στις 3 Μαρτίου, οι ανταρτο-ομάδες της Καστοριάς απελευθερώνουν το Νεστόριο. Ο Λευτέρης υψώνει τη γαλανόλευκη σημαία στον κοντό της σημαίας της Κοινότητας, ψάλλεται ο Εθνικός Ύμνος, και κηρύσσεται η επανάσταση. Η κατάσταση αρχίζει να αντιστρέφεται. Στις 8 Ιουλίου 1943, κυκλοφορεί στην Αθήνα η απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ, η οποία καλεί τον ελληνικό λαό να ενωθεί «σ’ ένα πανεθνικό, παλλαϊκό μέτωπο για τη σωτηρία της Μακεδονίας, για το ξεσκλάβωμα της χώρας, για μία Ελλάδα ελεύθερη, ακέραια, ανεξάρτητη και λαοκρατούμενη.»
Την ίδια περίοδο, ο Νίκος Εγγονόπουλος συνθέτει το ποίημά του: «Μπολιβάρ. Ένα ελληνικό ποίημα». Οι ιστορικο-νοηματικοί άξονες είναι: Σιμόν Μπολιβάρ, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Νοτιοαμερικανικές Εθνικοαπελευθερωτικές Επαναστάσεις, Ελληνική Επανάσταση του 1821, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, ή με μία λέξη: «Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». Ο Εγγονόπουλος γράφει:
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.[…]
Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Την ίδια στιγμή, πάλι στην Αθήνα: Στους τοίχους της Φοιτητικής Λέσχης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, οι σπουδαστές έχουν απλώσει στατιστικούς πίνακες και διαγράμματα, όπου καταγράφονται οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της πατρίδας μας, και διερευνώνται οι οικονομικοτεχνικές δυνατότητες για μία «άλλη Ελλάδα». Εκείνη που θα γεννηθεί με την Απελευθέρωση και θα χτιστεί με τη σχεδιοποιημένη εργασία του Λαού της.
Αρχές Οκτωβρίου του 1945, 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Μιλάει ο Νίκος Ζαχαριάδης: «Ο Πολιτικός Συνασπισμός των Κομμάτων του ΕΑΜ έχει καταρτίσει, ύστερα από συζήτηση και επεξεργασία, το πρόγραμμά του. Το πρόγραμμα αυτό αγκαλιάζει, στις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του, όλο το πρόβλημα του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού της χώρας μας. Μα δεν σταματά αυτού. Καθορίζει και ορισμένα μέτρα που προκαθορίζουν κιόλας τον παραπέρα δρόμο, την παραπέρα πορεία, την ανέλιξη της Λαϊκής Δημοκρατίας στη σοσιαλιστική. Τα μέτρα αυτά είναι: η εθνικοποίηση της πίστης, των μεγάλων μεταφορών, των βασικών βιομηχανιών, που έχουν πρωταρχική εθνική σημασία. Και τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται στις τωρινές τις άμεσες ανάγκες της εθνικής μας οικονομίας, αποβλέπουν στο να δημιουργήσουν το στέρεο και ακλόνητο βάθρο της εθνικής μας δύναμης και ανεξαρτησίας. […] Και οικονομική ανεξαρτησία θα πει βαρειά βιομηχανία. Δηλαδή μεταλλουργία, χημική βιομηχανία, μηχανουργία. […] Το ξένο κεφάλαιο δεν έχει κανένα συμφέρο να φκιάσουμε στην Ελλάδα βαρειά βιομηχανία, δηλ. να εξασφαλίσουμε την οικονομική και κατά προέκταση και την πολιτική ανεξαρτησία της χώρας. Μας θέλει οικονομικά καθυστερημένους, γιατί έτσι όχι μόνο μας έχει στη διάθεσή του σαν αγορά για τα βιομηχανικά του προϊόντα, όχι μόνο μας παίρνει τζάμπα τις πρώτες ύλες και μας τις ξαναστέλνει πίσω πανάκριβα σαν έτοιμα είτε σα μισοέτοιμα είδη. Μα γιατί, όταν είμαστε οικονομικά καθυστερημένοι, μας κρατά ευκολότερα και πολιτικά στη διάθεσή του σαν όργανό του. Το ξένο κεφάλαιο στο έργο του βρίσκει τους πιο πιστούς βοηθούς και βασικούς υποστηριχτές στην ντόπια χρηματιστική ολιγαρχία, που εξαρτιέται από το ξένο κεφάλαιο και συνεργάζεται μαζί του, και στα πολιτικά της κόμματα, που εκφράζουν και πραγματοποιούν την πολιτική εξάρτηση και υποταγή της χώρας στο κεφάλαιο αυτό. […] Η Ελλάδα μπορεί να στηριχτεί πάνω στις δικές της δυνάμεις και να μεγαλουργήσει αποχτώντας μια πραγματικά ανεξάρτητη οικονομική βάση. Μια πρωταρχική προϋπόθεση είναι η απαλλαγή μας από την οικονομική εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, έτσι όπως την καθορίζει το πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του ΕΑΜ.».
Δύο χρόνια μετά, η απόδειξη δίνεται στο έργο του Δημήτρη Μπάτση: «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα».
Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλά. Ωστόσο, από μία, ορισμένη άποψη, τίποτε δεν μεσολάβησε. Ήδη το 1881, ο Karl Marx, σε μία απάντησή του σε Ολλανδούς Σοσιαλιστές, τόνιζε: «Καμία εξίσωση δεν μπορεί λυθεί, εκτός εάν τα στοιχεία της λύσης της ενέχονται στους όρους της. […] Η δογματική και κατ’ ανάγκην φανταστική αναμονή του προγράμματος δράσης μίας μελλοντικής επανάστασης απλώς μας εκτρέπει από εκείνον τον αγώνα, ο οποίος πρέπει να γίνει σήμερα. […] Τα συνέδρια των εργαζομένων ενός έθνους, ιδίως τα σοσιαλιστικά, τα οποία δεν συνδέονται με τις άμεσες δεδομένες συνθήκες σε αυτό το έθνος, δεν είναι απλώς άχρηστα αλλά επιβλαβή. Πάντα θα ξεθωριάζουν σε αμέτρητες, μπαγιάτικες κοινοτοπίες».
Ό,τι πράγματι μεσολάβησε αποτυπώνεται ως εξής: Οι αλλοπρόσαλλες συλλήψεις μίας οιονεί-ομάδας οιονεί-τροτσκιστών της Κατοχής (εκείνης του Ά. Στίνα) αφενός επικράτησαν και σε ανοίκειους, ως προς αυτές, χώρους, κόμματα και οργανώσεις (γιατί και πώς;), και αφετέρου συν-ολοκληρώθηκαν με εκείνες τις συλλήψεις, οι οποίες πάντοτε παλινδρομούσαν ανάμεσα στη «Θεωρία της Ψωροκώσταινας» και στην «Ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας». Έτσι, διαμορφώθηκε το θέαμα μίας ψευδο-αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο φαινομενικά ασυμβίβαστους πόλους.
Ώστε, «Ούτε ευρώ, ούτε δραχμή. Επανάσταση σοσιαλιστική» ή, έστω, «Επίτευξη μίας διαφορετικής συμφωνίας με την Ευρωζώνη προς όφελος των λαϊκών τάξεων»; Πολύ ωραία. Αφού, όμως, τόσο τα περί «σοσιαλιστικής επανάστασης» όσο και τα περί «διαφορετικής συμφωνίας με την Ευρωζώνη» αποδείχθηκαν διαρκείς κενολογίες, γιατί ήταν, εξαρχής, ανυπόστατα, τι απέμεινε; Και ευρώ, με κλειστά καλοριφέρ, και βαθιά υποτίμηση μισθών και περιουσιών, και υπερ-δεκαετής οικονομική, κοινωνική και πολιτειακή αποσάθρωση, σε ζημία – και – των «λαϊκών τάξεων». Εν τέλει, τι άλλο; Προφανώς, και «Πρέσπες».
* Θεόδωρος Μαριόλης
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο, και Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτσης
Πηγή: iskra.gr