ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Π. Μηλιαράκη, 21 Φεβρουαρίου 2021
Λόγω των πρόσφατων εξελίξεων στο «Κυπριακό» (υπάρχει έντονη κινητικότητα για την Πενταμερή της Νέας Υόρκης) χρήσιμα και κρίσιμα είναι να τα παρακάτω:
Πριν αναφερθούμε επιγραμματικώς στον αντιαποικιακό αγώνα, πρέπει να εστιάσουμε εκεί που η πρόσφατη ιστορία «σταθμεύει». Αφορά στην περίοδο 1963 – 1964, που συναρτάται με την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία.
Η κυβερνητική αυτή μεταβολή συνέπεσε με την «όξυνση» του «Κυπριακού». Η «όξυνση» αυτή προβλημάτισε ιδιαιτέρως τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, σε τέτοιο σημείο ώστε να προσιδιάζει ο όρος «κρίση». Και τούτο διότι ο Γεώργιος Παπανδρέου και κυρίως ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιτάχθηκαν στα κελεύσματα της αμερικανικής ηγεσίας ως προς το «Κυπριακό».
Περαιτέρω, η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου ως του νέου ηγέτη του χώρου, και ειδικότερα της «Κεντροαριστεράς» δημιούργησε «αντιθέσεις» στο χώρο της Ένωσης Κέντρου, πράγμα που ενόχλησε πρωτίστως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη οπότε με τη συμβολή και του «Παλατιού» η χώρα οδηγήθηκε στην «εκτροπή του Ιουλίου 1965».
Την «εκτροπή» αυτή διαδέχθηκε η επιβολή της δικτατορίας από τη Χούντα των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Η ιστορική αυτή εξέλιξη συναρτάται ευθέως με το «Κυπριακό». Εκ προοιμίου πάντως θα πρέπει να επισημειωθεί (γιατί θα γίνει αναφορά και παρακάτω) ότι η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου είχε οχυρώσει την Κύπρο με δυνάμεις Μεραρχίας, που καθιστούσαν αδιανόητη την οποιαδήποτε σκέψη των Τούρκων αξιωματούχων, και «όποιων τους παρακινούσαν», για επέμβαση στο νησί.
Η μακρόχρονη ιστορία της Κύπρου ασφαλώς δεν μπορεί να καταγραφεί στο παρόν περίγραμμα. Στο πλαίσιο όμως του παρόντος περιγράμματος υπ’ όψιν τα εξής:
Ο ένοπλος αντιαποικιακός αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής από τους Ελληνοκύπριους υπό την ηγεσία της οργάνωσης ΕΟΚΑ, με εντεταλμένο αρχηγό τον Κύπριο απόστρατο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα ή «Διγενή», στόχο είχε την ενσωμάτωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το σύνθημα ήταν: «Ένωσις».
Οι Τουρκοκύπριοι, με παρότρυνση της «βρετανικής πολιτικής» και πρωτεργάτη τον τότε Πρωθυπουργό Άντονι Ήντεν (Anthony Eden), αντιτάχθηκαν στη διαδικασία αυτή. Και αυτό παρά το ότι, η ιστορία δεν μπορεί να επιστρέψει στο Συνέδριο του Βερολίνου, ούτε και στη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1878) που αποτέλεσαν την προϋπόθεση ώστε το 1914 η Κύπρος να ανακηρυχθεί «προτεκτοράτο της Αγγλίας».
Χρήσιμο είναι να μη μας διαφεύγει ότι το Λονδίνο ήταν και είναι «σύμμαχος της Άγκυρας». Υπ’ όψιν, επίσης, ότι η «βρετανική πολιτική» ήταν αρωγός της Τουρκίας στη βάση της «προστασίας της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας», με αποτέλεσμα άνευ ιστορικού και νομικού δικαιώματος η Τουρκία να αποτελέσει «μέρος» της διαδικασίας.
Περαιτέρω υπ’ όψιν ότι η «βρετανική πολιτική» αποσκοπούσε στη χωριστή «αυτοδιάθεση» Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το διαρκές «δόγμα» του «διαίρει και βασίλευε» («divide and conquer») για μια ακόμη φορά εφαρμοζόταν στην πράξη.
Τούτων δοθέντων, η «διένεξη του Κυπριακού» σοβαρό ιστορικό σταθμό έχει στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας, καθώς και της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής πλευράς. Με την εξέλιξη αυτή τερματίστηκε μεν η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος, ωστόσο, θεσμοθετήθηκαν και παθογένειες.
Στις συμφωνίες αυτές, που δεν συμμετείχαν Κύπριοι πολιτικοί, ιδρύθηκε Προεδρευόμενη Δημοκρατία με Έλληνα Πρόεδρο και Τούρκο Αντιπρόεδρο. Η «λύση» αυτή ήταν μία κυρίαρχη αντίφαση, καθόσον ο Τούρκος Αντιπρόεδρος διέθετε veto σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως η άμυνα και η εξωτερική πολιτική. Παραλλήλως ιδρύονταν και άλλες παθογένειες και «δομικά σφάλματα».
Υπ’ όψιν ότι μέσω της «Συνθήκης Εγγυήσεως», η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία αναγνωρίζονταν ως «Εγγυήτριες Δυνάμεις» της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε περίπτωση δε παραβίασης της Συνθήκης οι τρεις «Εγγυήτριες Δυνάμεις» θα έπρεπε να συμπράξουν για την αποκατάσταση του status quo, και σε περίπτωση που η σύμπραξη (θα) ήταν αδύνατη, τότε οι «Εγγυήτριες Δυνάμεις» μπορούσαν να δράσουν (και) μονομερώς!..
Κάτω απ’ «αυτές τις συνθήκες» ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύναγμα σε «Δεκατρία Σημεία». Η πρωτοβουλία αυτή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ασφαλώς περιόριζε τα προνόμια που απολάμβανε η Τουρκοκυπριακή πλευρά. Εν τούτοις στην Τουρκοκυπριακή πλευρά εξασφαλίζονταν «δικαιώματα μειονότητας».
Ενώ όμως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποσκοπούσε στη συνταγματική αναθεώρηση των πραγμάτων, ταυτοχρόνως σε εξέλιξη ήταν «αγγλοαμερικανικό σχέδιο» για την «Νατοποίηση» της Κύπρου. Αυτό ασφαλώς προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς τόσο πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου όσο και της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Το Κρεμλίνο μάλιστα προειδοποίησε ότι: «δεν θα έμενε αδιάφορο εάν επιχειρηθεί οποιαδήποτε επέμβαση στην Κύπρο». Ωστόσο το Κρεμλίνο το 1974 αποδείχθηκε αναξιόπιστο.
Ασφαλώς, επειδή η μάθηση είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα της εμπειρίας, είναι αποδεδειγμένο ότι το 1974 η Σοβιετική Ένωση δεν αντέδρασε στην παράνομη πολεμική επιχείρηση της Τουρκίας κατά της Κύπρου, και στον ακρωτηριασμό της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας!..
Δεν αρκεί δηλαδή, να ασκούμε κριτική για την «αγγλοαμερικανική» ή «αυτοτελώς αμερικανική πολιτική». Πρέπει ταυτοχρόνως να επισημαίνουμε και τη «στάση» της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Αποδείχθηκε δε ότι ο αρχιτέκτονας της επέμβασης στην Κύπρο, ο Χένρυ Κίσινγκερ (Henry Kissinger), ήταν ισχυρότερος της τότε ΕΣΣΔ.
Ας επανέλθουμε όμως στην εκτροπή του πολιτεύματος και την επιβολή δικτατορίας στην Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1967 στη Γέφυρα των Κήπων, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, πραγματοποιήθηκε η λεγόμενη…«συνάντηση κορυφής» των Πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας.
Κατ’ ουσίαν, όμως, «επόπτης» της όλης διαδικασίας ήταν ο τύποις Υπουργός Προεδρίας αλλά αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η συμφωνία για «επίλυση του Κυπριακού» ερήμην του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, που ήδη είχε προγραφεί από τη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Η ταχύτητα των διαδικασιών (Απρίλιος 1967- πραξικόπημα των Συνταγματαρχών έως Σεπτέμβριος 1967- συνάντηση για επίλυση του «Κυπριακού»), αποδεικνύει ότι η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια και σχέση με το «Κυπριακό».
Η απόσυρση δε από τη «Χούντα του Παπαδόπουλου», των σημαντικών στρατιωτικών δυνάμεων που η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου είχε εγκαταστήσει στην Κύπρο, αποτέλεσε την πρώτη προδοσία της Κύπρου, καθόσον αποδυναμωνόταν αισθητά η άμυνα της νήσου και διευκολυνόταν «πολεμική επιχείρηση» της Τουρκίας στην Κερύνεια.
Η ολοκλήρωση δε της προδοσίας, έλαβε χώρα στις 15 Ιουλίου 1974 με το στρατιωτικό πραξικόπημα που οργάνωσε ο «αντιπραξικοπηματίας» των πραξικοπηματιών Δημήτριος Ιωαννίδης. Συνεπώς, δεν αρκούσε μόνο η αμυντική αποδυνάμωση της Κύπρου. Προστέθηκε και το πραξικόπημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης της Λευκωσίας, πράγμα που εγκαθιστούσε χάος στην Κύπρο. Έτσι, η Τουρκία «εκμεταλλεύτηκε»:
α) το δικαίωμά της να επέμβει μονομερώς και
β) την έλλειψη στρατιωτικών δυνάμεων της Κύπρου, οπότε οι τουρκικές δυνάμεις» δεν έκαναν «απόβαση», αλλά κατ’ ουσίαν «αποβίβαση»!..
Παρεμπιπτόντως, να μη μας διαφεύγει ότι και στον παρόντα χρόνο τα «παλικάρια της Τουρκίας», επιδιώκουν την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου…
Ασφαλώς από το 1974 μέχρι και τις ημέρες μας, λαμβάνουν χώρα διαδικασίες για την επίλυση του «Κυπριακού» υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, χωρίς να μένουν αμέτοχες «δυνάμεις» που τις «ενδιαφέρει» το «Κυπριακό».
Ωστόσο, οι όποιες διαδικασίες από τις οποίες θα προέκυπτε λύση επί του «Κυπριακού», παρεμποδίζονταν κάθε φορά με ευθύνη της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει την παγιοποίηση της κατάστασης με τελικό σκοπό τη διχοτόμηση!
Πάντως, εξαίρεση από την παρεμπόδιση εξεύρεσης λύσης από πλευράς Τουρκίας, ήταν το αποκρουστικό «σχέδιο Ανάν», το οποίο αποδεχόταν ανεπιφυλάκτως η Τουρκία. Για να ορθοδομούμε δε το λόγο της αλήθειας, στο σχέδιο αυτό αντιτάχθηκαν τόσο ο Κώστας Καραμανλής όσο και ο Τάσσος Παπαδόπουλος!
Ειδικότερα ο Κύπριος Πρόεδρος στο ιστορικό διάγγελμά του διατύπωσε την καθαρά πατριωτική θέση: «παρέλαβα κράτος και δεν θα παραδώσω κοινότητα»!
Η δημιουργία του «νέου τείχους» της ντροπής, που διαχωρίζει τα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφορά όνειδος και προσβολή για το σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό, και αποδεικνύει την παρακμιακή κατάσταση που χαρακτηρίζει πρωτίστως την «ελίτ των Βρυξελλών», αλλά και τους εταίρους μας στο ΝΑΤΟ.
Το «τείχος του Βερολίνου» έπεσε. Το «τείχος της Λευκωσίας», όμως, παραμένει και διαχωρίζει παρανόμως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι πια κατάκτηση της κοινής πείρας ότι η «πάγια πολιτική» της τουρκικής διπλωματίας και στρατηγικής, οφείλεται στην ανοχή των λεγόμενων φίλων, εταίρων και συμμάχων. Έτσι, η Τουρκία αποθρασύνεται.
Συνεπώς, στην ελληνική και κυπριακή πολιτική ηγεσία εναπόκειται η σθεναρή διαπραγμάτευση στη βάση «νέου δόγματος».
Με βάση τα προαναφερόμενα και τις εμπειρίες της «Πενταμερούς» της 7ης Ιουλίου 2017 στο Κραν Μοντανά, επιβάλλεται η διαμόρφωση του «νέου δόγματος» για το «Κυπριακό», ως εξής:
α) Το «Κυπριακό» αφορά ζήτημα παράνομης εισβολής και κατοχής της Τουρκίας σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέλος της Ευρωζώνης και
β) Είναι ασυμβίβαστη η ύπαρξη «Εγγυητριών Δυνάμεων» σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν προκειμένω της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(*) Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).
Πηγή: hellasjournal.com