ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Σχόλιο GMR : Αγαπητέ Ρούντι Ρινάλντι, εδώ και εδώ, βρίσκονται τα τι και διότι, τα δήθεν, τα δεν θέλω, τα πρέπει, τα θέλω και πρέπει.
Αν βρίσκεις κάτι το ενδιαφέρον, αν έχεις κριτική, ή πρόταση, τα δημοσιεύουμε και τα συζητάμε για να βγει (απελευθερωτική) άκρη.
Ρούντι Ρινάλντι (*), 24 Ιουλίου 2019
Θα πρότεινα να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τι έχει συμβεί στη χώρα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Γιατί το πιο βασικό είναι να βγουν συμπεράσματα απ’ αυτά που έχουν συμβεί, κι όχι απλά να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα, που τα ξέρουμε όλοι, και να σχολιάσουμε τις επιδόσεις κάθε κόμματος. Χρειάζεται να θέσουμε ένα πιο γενικό πλαίσιο.
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα για τη χώρα μας έφερε την Ελλάδα στην αγκαλιά της παγκοσμιοποίησης, του υπερδανεισμού και της τεράστιας επέκτασης του εσωτερικού δανεισμού. Είχαμε τη φαντασμαγορία της Ολυμπιάδας και ό,τι σήμαινε αυτή, τη βαλκανική επέκταση ομίλων και τραπεζών, αλλά από την άλλη είχαμε και την απαρχή μιας κινητικότητας στους χώρους της Αριστεράς με βάση το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μιας διεργασίας που αφορούσε ένα γενικό σύνθημα: την ενότητα της Αριστεράς. Έγιναν προσπάθειες γι’ αυτά και σε όλον τον κόσμο, αλλά και μ’ έναν τρόπο προχωρούσε μία αίσθηση μιας αντίθεσης προς τον νεοφιλελευθερισμό. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια δεκαετία όπου κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό ο θεριεμένος δικομματισμός και η συνολική επιρροή της Αριστεράς ή κάποιων ριζοσπαστικών δυνάμεων ήταν σχετικά περιορισμένη.
Στις τελευταίες εκλογές έγινε ένα μεγάλο «μάντρωμα» τεράστιων μαζών μέσα στα πλαίσια του διπολισμού, σημειώθηκε μια συνολική ήττα της Αριστεράς σε συνθήκες αποαριστεροποίησης, και μία αλλαγή του ιδεολογικού φόντου και της πολιτικής σκηνής
Από το 2009 έως το 2019, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως πειραματόζωο, γίνεται ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό πείραμα στην Ελλάδα. Έρχονται οι θεραπείες-σοκ με τη μορφή των μνημονίων. Υπάρχει μια τρομερή κρίση και ρευστότητα, αναπτύσσεται ένα αντιμνημονιακό κίνημα, μέτωπο, μπλοκ δυνάμεων, μια γενικευμένη διάθεση ενάντια σε όλη αυτήν την προσπάθεια τιθάσευσης, έρχεται η ιδέα μιας σύγκρουσης με την ευρωκρατία, με ό,τι σήμαινε αυτό. Οι άνθρωποι που ποθούσαν τη σύγκρουση είχαν αυταπάτες γι’ αυτό ή νόμιζαν ότι θα ήταν μια εύκολη υπόθεση η έκβαση αυτής της σύγκρουσης.
Είχαμε όμως την πτώση του δικομματισμού σαν καθεστώτος που είχε λειτουργήσει στην προηγούμενη δεκαετία, και μία γενικευμένη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Το 2012 αλλάζει ριζικά το πολιτικό τοπίο, μέσα από τα μεγαλειώδη κινήματα και μέσα από εκλογικές διαδικασίες, γιατί και τότε είχαμε δύο εκλογικές διαδικασίες μέσα σε έναν μήνα. Το 2015 γίνεται μία μεγάλη πολιτική αλλαγή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και το 2018-2019 έχουμε μία αντιστροφή. Η αλλαγή που είχε γίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει στο τέλος της.
Έτσι, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, άνοιξε ο δρόμος για την επάνοδο της Ν.Δ. με ποσοστά σαν της εποχής του κλασικού δικομματισμού, έγινε ένα μεγάλο «μάντρωμα» τεράστιων μαζών μέσα στα πλαίσια του διπολισμού, σημειώθηκε μια συνολική ήττα της Αριστεράς σε συνθήκες αποαριστεροποίησης, και μία αλλαγή του ιδεολογικού φόντου και της πολιτικής σκηνής. Πλέον δεν θα έχει καθόλου τα χαρακτηριστικά έστω αυτής της κοινωνικής ευαισθησίας και των δικαιωμάτων που υπήρχε μια προηγούμενη περίοδο. Και επομένως αυτά πρέπει να τα ερμηνεύσουμε. Επειδή βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, εξάμηνο το εξάμηνο, απ’ τη μία εποχή στην άλλη, καμιά φορά ξεχνάμε είτε τους μεγάλους πολιτικούς όγκους είτε τις μεγάλες αλλαγές, είτε τα μεγέθη μέσα στα οποία συντελούνται όλες αυτές οι αλλαγές, και γενικά τον συσχετισμό δύναμης.
Όταν έλεγα ότι έχουμε συνολική ήττα της Αριστεράς, να θυμίσω ότι το 2007 τα αριστερά κόμματα συγκέντρωναν 1.068.000 ψήφους, το 2012 μάζευαν 2.138.000 ψήφους, και τώρα μαζεύουν 352.000 ψήφους. Αν προσθέσουμε το ΜΕΡΑ25 και την Πλεύση Ελευθερίας φτάνουν τις 550.000. Οι αριθμοί δείχνουν μια σημαντικότατη συρρίκνωση.
Μας ενδιαφέρει όμως περισσότερο το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό σκηνικό. Ας επιμείνω στις δύο δεκαετίες, σε ορισμένες διαφορές μεταξύ τους, για να καταλάβουμε ορισμένα μεγέθη και να συλλάβουμε ορισμένες καταστάσεις που συνέβησαν στη δεύτερη δεκαετία και ήταν πάρα πολύ σημαντικά. Το 2000, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, ο δικομματισμός, έχει περίπου 6 εκατ. ψήφους, το 86% του εκλογικού σώματος, και αυτός ο αριθμός έχει σημασία: όλοι οι ψηφοφόροι του 2019 είναι 5.790.000, δηλαδή πολύ πιο λίγοι από ό,τι μάζευαν τα δύο κόμματα τότε. Αλλά και η συμμετοχή εκείνα τα χρόνια ήταν περίπου στα 7 εκατ. ψηφοφόρους (είχε φτάσει τα 7,5 εκατ. το 2004), ενώ σήμερα οι ψηφοφόροι είναι περίπου 5,8 εκατ. Η αποχή τώρα είναι γύρω στο 42%, ενώ τότε ήταν γύρω στο 23-25%. Μέχρι το 2009 πάνω-κάτω οι ψηφοφόροι είναι στα 7 εκατ., και ο δικομματισμός παίρνει 86%, 85%, 79%, 77% το 2009: είναι εκεί η τάξη μεγέθους του δικομματισμού. Το 2009 που έχουμε τον Γιώργο Παπανδρέου, ο δικομματισμός συγκέντρωνει περίπου 5,3 εκατ. ψήφους, ποσοστό 77% (βέβαια υπάρχει και το ΛΑΟΣ που παίρνει ένα 5,6%), και η αποχή είναι 29%.
Όταν γινόμαστε πειραματόζωο, δηλαδή στη δεύτερη δεκαετία, στις πρώτες εκλογές που γίνονται, ψηφίζουν γύρω στα 6,5 εκατ. άνθρωποι και ο τότε δικομματισμός, δηλαδή Ν.Δ./ΠΑΣΟΚ, μαζεύουν μόλις 2 εκατ. ψήφους, δηλαδή 32%. Η αποχή πάει στο 35% και παρουσιάζεται μια μεγάλη γκάμα άλλων κομμάτων και επιλογών: για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάσσεται στο 1 εκατομμύριο (16%), από 300.000 (4,6%) που είχε το 2009, οι ΑΝΕΛ, που είναι αντιμνημονιακό κόμμα, παίρνουν 640.000 (10%), η ΧΑ, που κι αυτή καταγράφεται σαν αντιμνημονιακό κόμμα, 440.000 (7%), το ΚΚΕ 536.000 (8,5%). Ας το συγκρίνουμε με τη σημερινή κατάσταση που έχει βρεθεί το ΚΚΕ με τις μισές σχεδόν ψήφους: 299.000. Τέλος υπάρχει και η ΔΗΜΑΡ σαν κατάσταση που δεν μπορούμε να τη χρεώσουμε σε κάποιον άλλον χώρο, είχε προέλθει από τον ΣΥΝ που είχε διασπαστεί, παίρνοντας 386.000 (6%).
Οι αριθμοί δείχνουν ότι το τράνταγμα που υπάρχει είναι τεράστιο, όσον αφορά τον δικομματισμό. Δηλαδή από τα περίπου 6,3 εκατ. που έπαιρνε η Ν.Δ./ΠΑΣΟΚ και 85%, πέφτουν μαζί στα 2 εκατ. και 32%. Δημιουργείται μια αναταραχή, μια μη-κανονικότητα του πολιτικού συστήματος, η οποία επανέρχεται τελικά μόλις το 2019 σε μια κατάσταση λίγο διαφορετική. Ξαναστήνεται ένας δικομματισμός κι ένας διπολισμός όχι πλέον με Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, αλλά με Ν.Δ. πρώτο κόμμα και δεύτερο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει αλλάξει φύση και φυσιογνωμία.
Από την αναταραχή που υπήρχε, από την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος, περνάμε τώρα σε μια σημαντική υποχώρηση και έχουμε μια κατάσταση επανεγκλωβισμού σε ένα δικομματικό, διπολικό σχήμα
Το 2015, τον Σεπτέμβρη, γίνονται πάλι πρόωρες εκλογές, τις οποίες προκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ αφού έχει ψηφίσει το 3ο μνημόνιο. Σε αυτές τις εκλογές καταγράφεται η πιο μεγάλη αποχή που έχουμε γνωρίσει στη χώρα (43,4%) και ταυτόχρονα κατορθώνει ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρηθεί και να είναι ο άλλος πυλώνας ενός διπολισμού που αρχίζει να στήνεται. Είναι η εποχή του 3ου μνημονίου που δημιουργεί όλη αυτήν τη μετάλλαξη και την αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν άλλαξε μέσα σε μία μέρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012, απ’ τη στιγμή που βάζει πλώρη για αξιωματική αντιπολίτευση, αρχίζει να υπαγάγει όλο αυτό το μεγάλο ρεύμα που υπήρχε στην ελληνική κοινωνία προς τον κοινοβουλευτισμό, κάνει τις συμφωνίες που κάνει με τα διάφορα ταξίδια στο εξωτερικό, σε Αμερική και Γερμανία, προσπαθεί να τα στρέψει όλα προς τον κυβερνητισμό και να κερδίσει εκλογικά.
Μπαίνουν οι βάσεις μιας αλλαγής, η οποία όμως αλλαγή θα είχε μέσα και το σπέρμα μιας κάποιας σύγκρουσης με την ευρωκρατία. Μαζί με πάρα πολλές αυταπάτες γι’ αυτήν τη σύγκρουση με την ευρωκρατία. Αυτή η σύγκρουση γίνεται ή δεν γίνεται ή τελειώνει τον Φλεβάρη του 2015, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Μετά ακολουθούν οι διαδικασίες της ήττας και της ταπείνωσης ενός ολόκληρου λαού, μιας ολόκληρης χώρας, μέσα στο καλοκαίρι του 2015. Τον Σεπτέμβρη 2015 γίνονται οι εκλογές νομιμοποίησης αυτής της υπαγωγής που έχει συμβεί. Από κει και πέρα μπαίνουν οι βάσεις για να δημιουργηθεί ο σημερινός διπολισμός.
Αυτό που πρόσφερε ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα απλόχερα, και ήταν αυτό που του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει δομικό κομμάτι του συστήματος, ήταν ακριβώς η κοινωνική ειρήνη που πρόσφερε. Δηλαδή στην 4ετία που κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ έχουμε μια κατακόρυφη κάμψη του λαϊκού κινήματος, έχουμε όρους χειραγώγησης αλλά και διάλυσης του λαϊκού κινήματος, έχουμε μία υποστροφή του ριζοσπαστισμού, που εμφανίζεται μόνο ένα σκίρτημα με τα εθνικά ζητήματα και το μακεδονικό – το οποίο αντιμετωπίζεται πάρα πολύ επιθετικά απ’ όλες τις δυνάμεις, πρώτα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και απ’ όλη την Αριστερά, και χτυπιέται σαν εθνικιστικό, σαν ακροδεξιό, κι έτσι ανοίγει ο δρόμος αυτό το σκίρτημα να προσεγγίζεται περισσότερο από τις δεξιές πολιτικές και τα δεξιά κόμματα.
Και ακολουθεί η πορεία μετά το Μάτι. Μετά την αλαζονεία που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό «βγάζει μάτι» πολύ πιο μεγάλο, μετά το μακεδονικό, μετά τη φθορά που υπάρχει έτσι κι αλλιώς σ’ ένα κόμμα που κυβερνάει, έρχεται η σφαλιάρα των ευρωεκλογών – ούτε καν το περίμεναν ότι θα ήταν τόση, και μετά πάμε στις πρόωρες εκλογές του Ιούλη.
Έχουμε μια επάνοδο της δεξιάς, αλλά στην ουσία το πιο βασικό πράγμα είναι ότι οι αριθμοί που μαζεύουν τα δύο κόμματα του συστήματος, άμα βάλουμε τη Ν.Δ. μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι γύρω στα 4 εκατομμύρια. Αν μετρήσουμε και τις 450.000 του ΠΑΣΟΚ έχουμε ένα 71%+8%, περίπου 80%, που είναι καταθλιπτικό σε σύγκριση με το ρευστό πράγμα που είχε δημιουργηθεί σ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία. Δηλαδή, από την αναταραχή που υπήρχε, από την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος, από τη δημιουργία και άλλων πολιτικών σχηματισμών, περνάμε σε μια σημαντική υποχώρηση και έχουμε μια κατάσταση επανεγκλωβισμού σε ένα δικομματικό, διπολικό σχήμα.
Αυτός ο επανεγκλωβισμός είναι ισχυρότατος, γίνεται μια συμπύκνωση κεντρικών αξόνων: όποιος είναι δεξιός είναι πλέον Ν.Δ., όποιος είναι κεντρώος ή κεντροαριστερός είναι ΣΥΡΙΖΑ ή ίσως ΚΙΝΑΛ, όποιος είναι αριστερός είναι περίπου ΚΚΕ, και δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο. Πάνω-κάτω τείνει να μορφοποιηθεί μια τέτοια γεωγραφία ξανά, ενώ όλα αυτά τα πράγματα είχανε κάπως ανατιναχθεί το προηγούμενο διάστημα. Από αυτήν την άποψη δεν είναι έκπληξη η στροφή προς τον Μητσοτάκη: έρχεται σαν απότοκο όλων αυτών των διεργασιών και όλης της υποχώρησης που είχε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός και το λαϊκό κίνημα το προηγούμενο διάστημα.
Πρέπει να δώσουμε σημασία στην τάση της αποχής, που μονιμοποιείται, και φαίνεται ότι αυτό που ονομάζαμε «Κανένας» μέσα σε όλη αυτήν τη διαδικασία είναι ένας κόσμος που δεν πηγαίνει πλέον να ψηφίσει. Είχε πάρει μέρος σε κάποιες κινητοποιήσεις και στον αναβρασμό της προηγούμενης δεκαετίας, είναι τελείως απογοητευμένος από την πολιτική, μπορεί να είναι και κόσμος που είναι αδιάφορος για το τι γίνεται, δεν πιστεύει σε κανέναν.
Αλλά ακόμα, πέρα από αυτόν που παίρνει αυτή τη μορφή και πάει προς την αποχή, υπάρχει άλλο ένα κομμάτι: ένας ψηφοφόρος ο οποίος δεν είναι τόσο περιχαρακωμένος μέσα στο στρατόπεδο το οποίο ψήφισε. Είναι πιο πολύ περιπλανώμενος ψηφοφόρος, είναι ψηφοφόρος που δεν του έχουν πάρει την ψυχή, δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα, δεν έχει εμπιστοσύνη ότι αυτά που του λένε θα γίνουν, θέλει να τελειώνει κάθε φορά με την προηγούμενη κυβέρνηση.
Αν παλιά, την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, έδινε ο κόσμος συνήθως δύο ευκαιρίες στα κόμματα, που πάντα κάνανε πρόωρες εκλογές και μετά είχαν δύο τετραετίες, που δεν ήταν ποτέ ακριβώς τετραετίες, τώρα, μέσα στη δεύτερη δεκαετία, ο κόσμος δίνει μόνο μία ευκαιρία και τέλος. Τώρα, αν θα δημιουργηθεί ένας δικομματισμός πάλι ανάμεσα στις δύο δυνάμεις που θα λειτουργεί ώστε ο ένας να καρπώνεται τη φθορά του άλλου και να πάμε σ’ ένα σύστημα στρατοπέδευσης του κόσμου, αυτό πρέπει να το δούμε. Δεν έχει ακόμα διαφανεί.
Είμαστε σε μία ιδρυτική εποχή: ό,τι ξέραμε και ό,τι εφόδια είχαμε, πρέπει να τα ξαναδούμε. Πρέπει να στηριχτούμε λιγότερο σε ό,τι ξέραμε και περισσότερο σε πράγματα που πρέπει να ανακαλύψουμε για την επόμενη εποχή
Yπήρξε μια κεντρική αδυναμία του «Κανένα» ή και του λαϊκού ριζοσπαστισμού που εμφανίστηκε σ’ αυτή τη δεκαετία: αδυναμία να μορφοποιηθεί, να πολιτικοποιηθεί. Κρατάει εσκεμμένα αποστάσεις από την πολιτική, όπως αυτή προωθείται. Αυτός ο «Κανένας» θέλει μόνο ακηδεμόνευτα πράγματα, δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τα κόμματα, κι από την άλλη πλευρά είναι τελείως ρευστός και δεν έχει το βάθος και την πολιτικοποίηση που θα χρειαζόταν για να εκφραστεί με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.
Όλες οι προτάσεις που έγιναν μέσα στη δεκαετία για κινήματα, για μέτωπα, για συστρατεύσεις που θα εξέφραζαν δήθεν ένα ρεύμα, υπαρκτό στην κοινωνία, δεν είχαν καμία πειστικότητα και απέτυχαν. Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις εμφανίστηκαν να έχουν μεγάλη ανεπάρκεια όσον αφορά το πολιτικό επίπεδο, να μπορέσουν να δημιουργήσουν κάτι ή να συνδυάσουν τα κοινωνικά, οικονομικά ζητήματα με τα εθνικά και τα γεωπολιτικά που υπήρξαν και έπαιξαν ρόλο και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο. Υπήρξε επίσης μια πολύ μεγάλη, τρομερή αδυναμία ανάδειξης μιας εναλλακτικής πρότασης διεξόδου. Υπήρχαν αποσπασματικά ζητήματα τα οποία προβάλλονταν με έμφαση κάθε φορά σαν να ήταν η λύση του προβλήματος, και έλειπε μια πιο συνολική πρόταση για να μπορέσουν να γίνουν μερικά πράγματα πιο ουσιαστικά.
Αφού έκλεισε ένας ταραχώδης κύκλος, χάθηκαν οι ευκαιρίες που υπήρχαν, υπήρξε αδυναμία να δημιουργηθεί κάτι διαφορετικό (παρόλο που απλόχερα η κατάσταση έδινε υλικό για να μπορέσουν να γίνουν άλλου είδους εγχειρήματα, όσο κι αν υπήρξε η ανάθεση και η ενσωμάτωση πολύ κόσμου σε όλα αυτά που πρόσφερε ο κυβερνητισμός και οι «χαρές της ζωής»…), πρέπει να αναρωτηθούμε τι γίνεται από δω και μπρος.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ορισμένα που ακούγονταν πριν το βράδυ των εκλογών, ότι «στις 7 ψηφίζουμε και στις 8 θα είμαστε τους δρόμους» είναι αστεία πράγματα τα οποία έλεγαν αριστερές δυνάμεις που δεν είχαν και δεν έχουν καθόλου επίγνωση του τι ακριβώς συμβαίνει, ποια είναι τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα. Είμαστε σε μία ιδρυτική και μεταβατική εποχή. Ιδρυτική συνολικά, δηλαδή ό,τι ξέραμε και ό,τι εφόδια είχαμε από άλλες εποχές και από άλλα πράγματα, πρέπει να τα ξαναδούμε. Χρειάζεται, λέει ο Έντγκαρ Μορέν, «μια μεταρρύθμιση του τρόπου σκέψης μας». Είναι βαθύτατο αυτό, είναι δύσκολο να γίνει, δεν είναι εύκολο – αλλά είναι αναγκαίο. Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο δεν θα μπορέσει να γίνει κανένα βήμα. Χρειάζονται άλλες οπτικές και μια βαθιά επαναθεμελίωση, υπό την οπτική μιας διεξόδου της χώρας σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, γεωπολιτικής αναταραχής, τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, νέου ανθρωπότυπου που πρέπει να επιβληθεί. Πρέπει να στηριχτούμε λιγότερο σε ό,τι ξέραμε και περισσότερο σε πράγματα που πρέπει να ανακαλύψουμε για την επόμενη εποχή.
Αυτά ακούγονται γενικόλογα, αλλά μιλάμε για μια ιδρυτική εποχή, όπου θα γεννηθούνε νέα πράγματα και διαφορετικές μορφές. Αυτό το φέρνει η ζωή η ίδια, δεν είναι κάτι που το ανακαλύπτουμε εμείς. Π.χ. τα «Κίτρινα Γιλέκα» στη Γαλλία δίνουν ένα μήνυμα που είναι πιο πέρα απ’ αυτά που λένε τα κόμματα. Και στη χώρα μας χρειάζεται ένας τολμηρός, ανοικτός διάλογος, μαζικός, που να αφορά το πρόβλημα της διεξόδου της χώρας από την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί. Από αυτή τη φοβερή τανάλια ανάμεσα σε ευρωκρατία από τη μια, και την τούρκικη απειλή που όλο και μεγαλώνει από την άλλη, και επίσης απέναντι σ’ ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ξαναθεμελιώνεται.
Επομένως, ανοίγει ένας νέος κύκλος, και για εμάς, που όμως έχει θεμελιώδεις προϋποθέσεις για να μπορέσει κανείς να κάνει κάτι διαφορετικό. Πρέπει να ανοίξει ένας διάλογος για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις πλέον. Δεν μπορεί να ξεκινάμε γενικά από το «όλοι είμαστε μια οικογένεια», «χρειάζεται η ενότητα όλων» κ.λπ. Χρειάζονται προϋποθέσεις πολύ πιο συγκεκριμένες. Μπαίνει ένα ερώτημα: Μάθαμε τίποτα από τον δεκαετή κύκλο που κλείνει; Βγήκαν συμπεράσματα; Κατανοούμε τις προϋποθέσεις μιας εναλλακτικής πρότασης; Κατανοούμε τον ρόλο της πολιτικής;
Η πολιτική δεν είναι απλά πώς την αντιλαμβάνονται οι μικροομάδες. Για παράδειγμα, ανάμεσα στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012, υπήρξε μια πολύ μεγάλη αλλαγή όπου η Ν.Δ., ενώ είχε πάρει ελάχιστες ψήφους, πολύ μικρό ποσοστό τον Μάιο, κατορθώνει με τον Σαμαρά μέσα σ’ έναν μήνα να ανεβάσει εκπληκτικά το ποσοστό και τον αριθμό των ψηφοφόρων της. Αυτό το έκανε με πολιτικές κινήσεις, δεν το έκανε γιατί υπήρχε μέσα στην κοινωνία ένας συσχετισμός, ήταν πολύ ρευστό το πράγμα. Κατόρθωσε πάνω στο θέμα ότι «δεν πρέπει να φύγουμε από το ευρώ και την Ευρώπη» να περιμαζέψει ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε, να το συνενώσει, και να εκτιναχθεί και να βγει πρώτο κόμμα με 28% στις εκλογές εκείνες, του Ιουνίου 2012.
Το ίδιο έκανε ο Τσίπρας ανάμεσα στις ευρωεκλογές και τις εθνικές του Ιουλίου 2019: κατόρθωσε να έχει τη μεγαλύτερη αύξηση, κατόρθωσε και το ποσοστό να το ανεβάσει, πήρε 31,5%, και το πέτυχε θέτοντας πολιτικά ζητήματα: «Έρχεται η Δεξιά, θα κάνει απολύσεις, θέλετε να πάμε πίσω ή θέλετε να πάμε μπροστά;». Και πάνω σ’ αυτό δημιούργησε μια συσπείρωση και κατόρθωσε να διασώσει τον ίδιο τον εαυτό του, το κόμμα του, και να εμπεδώσει ακόμα περισσότερο ότι είναι ένας βασικός παίκτης ενός διπολισμού που θα συνεχίσει το επόμενο διάστημα. Δεν ήταν λυμένο αυτό έναν μήνα πριν!
Πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι πολλά πράγματα που «παίζουν» στην πολιτική. Δεν ισχύει η αντίληψη ότι οι συσχετισμοί που είναι παγιωμένοι και δεν γίνεται τίποτα, δεν αλλάζει τίποτα σ’ αυτές τις καταστάσεις. Επιπλέον, είναι κρίσιμο ζήτημα για οποιονδήποτε προσανατολισμό η κατανόηση όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της γεωπολιτικής, όπως και της ευρωπαϊκής διάστασης της χώρας. Πάνω στο θέμα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας παίζονται μεγάλα παιχνίδια, η αστική πολιτική ποντάρει σ’ αυτό, και πάνω σ’ αυτό το θέμα έχει κερδίσει σε διάφορες κρίσιμες στιγμές το λαϊκό κίνημα. Οπότε το λαϊκό κίνημα πρέπει να αναρωτηθεί τι γνώση είχε και τι γνώμη είχε πάνω στο θέμα της ευρωπαϊκής διάστασης, ή ακόμα και των γεωπολιτικών ζητημάτων.
Μελαγχολικά αλλά και ενδιαφέροντα όλα αυτά τα πράγματα για όσους τολμήσουν. Πολλοί βγάζουν το συμπέρασμα ότι ήταν μια «χαμένη δεκαετία». Μέσα όμως σ’ αυτή τη δεκαετία αντάμωσαν άνθρωποι, ήρθαν στην επιφάνεια βαθιά «θέλω» του λαού, είδαμε διαστάσεις που δεν είχαμε αντικρύσει προηγούμενα, και μέσα στην πολιτική ζωή του τόπου και μέσα απ’ την κρατική πολιτική, μέσα απ’ όλες τις καταστάσεις. Έχουμε μια πείρα πολύτιμη, και ατομική και συλλογική, εάν βέβαια την επεξεργαστούμε. Επομένως, ας τελειώσω με ένα μελαγχολικό στίχο του Σεφέρη: «Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά», αλλά αναζητώντας κάτι διαφορετικό και καινούριο που πρέπει να ανακαλύψουμε.
* Ομιλία στην εκδήλωση του Δρόμου στην Αθήνα που έγινε τη Δευτέρα 15 Ιουλίου στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Πηγή: edromos.gr