ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Σχόλιο G-M-R: Πώς ξέφυγε αυτό το άρθρο από τη λογοκρισία της Ισκρα!
Πολύ σωστός, αλλά και ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ο επίλογος του άρθρου. Σήμερα ο εξαιρετικά ευάριθμος δωσιλογισμός βρίσκει θαλπωρή στις πλουσιοπάροχες αγκάλες (*) του “τι κι αν είναι Κατοχικός” Αντι-προσωπευτικού Κοινοβουλευτισμού (ούτως η άλλως εγγενώς Αντι-δημοκρατικού μαζί με τον Ευρω-τοιούτον).
(*) πλουσιοπάροχες και για τους δωσίλογους και για τους πολιτευόμενους εν καιρώ Κατοχής κληρονόμους-μόνιμους επικαρπωτές ψήφων της άλλης, πάλαι ποτέ αντιστασιακής, πλευράς.
Δημ. Κουσούρης, 14 Οκτ. 2018
Ο Δημήτρης Κουσουρής, επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και συγγραφέας του βιβλίου «Δίκες των δωσιλόγων 1944 – 1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη» μιλάει στη Μαρία Ρηγούτσου για την αντιμετώπιση που είχαν μετά την Κατοχή όσοι συνεργάστηκαν με τους Ναζί.
Η λέξη δωσίλογος διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες, οι οποίες χρησιμοποιούν τον όρο “συνεργάτης”. Στα ελληνικά ο όρος προϋπήρχε και σημαίνει αυτόν που οφείλει να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Και υπήρξαν χιλιάδες Έλληνες που συνεργάστηκαν με τις ιταλικές και τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής την περίοδο του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι μορφές συνεργασίας, σύμφωνα με τον ιστορικό, διακρίνονταν σε πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό επίπεδο και ο δωσιλογισμός ήταν «πρακτικά κάθε μορφή συνδιαλλαγής κατά την οποία οι εμπλεκόμενοι αποκόμιζαν όφελος οι ίδιοι με τον α ή β τρόπο και ζημίωναν την Ελλάδα ή τον εθνικό αγώνα με βάση τους τότε νόμους».
Για τον Δημήτρη Κουσουρή το φαινόμενο του δωσιλογισμού «ήταν μεν μειοψηφικό, είχε ωστόσο μαζικά χαρακτηριστικά…Οι μηχανισμοί του παλαιού καθεστώτος, του προκατοχικού κράτους συγκροτήθηκαν ούτως ώστε να αποφύγουν την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας κοινωνικής επανάστασης και την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, όταν θα έφευγαν οι δυνάμεις κατοχής».
Οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα ξεκίνησαν αμέσως μετά την Απελευθέρωση και διεξάγονταν «από τις κρατικές αρχές απονομής της δικαιοσύνης, με ένα είδος ειδικής νομοθεσίας που περιγράφει το έγκλημα και τιμωρεί τις πράξεις που έχουν τελεστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής». Οι νόμοι αυτοί θεσπίστηκαν αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ενώ ειδικά σχετικά διατάγματα είχαν προβλεφθεί και εκδοθεί είτε από την εξόριστη κυβέρνηση του Καϊρου είτε από την «κυβέρνηση του Βουνού».
Το λαϊκό αίτημα για κάθαρση και απονομή δικαιοσύνης ήταν έντονο εξαιτίας του μεγέθους των απάνθρωπων εγκλημάτων που είχαν τελεστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. «Οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα όπως και στις υπόλοιπες χώρες ήρθαν να διασφαλίσουν ότι το μονοπώλιο της νόμιμης βίας θα επανέλθει στα χέρια του κράτους και δεν θα αποτελέσει όπλο των αντάρτικων ομάδων που θα επεδίωκαν την τιμωρία όσων είχαν συνεργαστεί στη διάρκεια της Κατοχής. Αυτό που ο Ντε Γκωλ ονόμασε για τη Γαλλία ΄αυτοσχεδιασμοί εξουσίας για τις δυνάμεις της Αντίστασης΄ για τις πρώτες δίκες που έγιναν για κάποιους από τους πιο διαβόητους συνεργάτες των Ναζί».
Οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες. Για παράδειγμα στην Αθήνα από τις 15.000 μηνύσεις και καταγγελίες 2.200 φθάνουν στο ακροατήριο. Γενικότερα πάντως, όπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Κουσουρής, μόνο ένα μικρό ποσοστό υποθέσεων εκδικάστηκε. Το 85% αρχειοθετήθηκε. Ο λόγος, σύμφωνα με τον ιστορικό, είναι ότι «πολλοί δωσίλογοι προσέφεραν κατόπιν τις υπηρεσίες τους στο νέο καθεστώς που στήθηκε υπό την αιγίδα των συμμάχων για την καταπολέμηση του Κομμουνισμού. Επίσης διέθεταν σοβαρή οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό. Και έτσι σε ένα μεγάλο βαθμό κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας».
Στις υποθέσεις που έφτασαν στο ακροατήριο μόνο το 45% των κατηγορουμένων καταδικάστηκε. Συνολικά εκτελέστηκαν 25 δωσίλογοι στην Ελλάδα. «Την ίδια πενταετία, από το 1944 έως το 1949 εκτελούνται από τα έκτακτα στρατοδικεία 3.500 κομμουνιστές ή συμπαθούντες τον Κομμουνισμό». Γενικότερα πάντως στην Ελλάδα καταδικάστηκαν «οι οικονομικά ασθενέστεροι δωσίλογοι, τα μικρά ψάρια».
Όσον αφορά τους απόγονους των δωσιλόγων και το κατά πόσο ήταν ομαλή η ένταξή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του Εμφυλίου, ο Δημήτρης Κουσουρής απαντά:
«Ο δωσιλογισμός στην ελληνική κοινωνία αποτέλεσε όπως και αλλού ένα ταμπού αλλά πολύ ισχυρότερο. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, οι δωσίλογοι μέσω του Εμφυλίου Πολέμου όχι μόνο επανεντάχθηκαν αρκετά γρήγορα στην κοινωνία και σε επίσημες θέσεις αλλά κάποιοι από αυτούς έγιναν σε λιγότερο από 15 χρόνια μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. Τα παιδιά τους, όπως για παράδειγμα ο γιος του Ιωάννη Ράλλη, Πρωθυπουργός της τρίτης κυβέρνησης της Κατοχής, Γεώργιος Ράλλης έκανε καριέρα στη δεξιά παράταξη και έγινε Πρωθυπουργός την δεκαετία του 1980. Θέλω να πω, ότι δεν είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες στην επανένταξή τους…με έναν τρόπο αποτέλεσαν έναν πυρήνα ενός πολιτικού προσωπικού αλλά και μιας οικονομικής και πνευματικής ελίτ, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους το μεταπολεμικό κράτος. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να πει κανείς ότι είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες».
Τέλος, ο Δημήτρης Κουσουρής αμφισβητεί μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, ότι δηλαδή «οι δωσίλογοι ήταν λίγοι και ασήμαντοι ενώ η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν αντιστασιακοί ή τέλος πάντων διαπνεόμενοι από αντιφασιστικές πεποιθήσεις. Στην Ελλάδα αυτή η αντίληψη επί της ουσίας αποκρύπτει ότι ένα κομμάτι της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ενίοτε δε με πολιτική και ιδεολογική ταύτιση. Όχι πάντα αλλά συχνά. Ήταν ένα αφήγημα, το οποίο για διαφορετικούς λόγους, βόλεψε τα δυο στρατόπεδα του Εμφυλίου Πολέμου. Τους νικητές και τους ηττημένους. Τους νικητές διότι απέκρυπτε τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε με το παρελθόν της Κατοχής και του δωσιλογισμού. Τους δε ηττημένους ακριβώς επειδή είχαν εξαιρεθεί από το πολιτικό σύστημα μετά τον Πόλεμο και ακριβώς επειδή χρησιμοποίησαν τις δάφνες του πατριωτισμού, της συμμετοχής τους και της πρωτοκαθεδρίας τους στο κίνημα της Αντίστασης, ένα τέτοιο αφήγημα τους επέτρεπε να διεκδικούν την εκπροσώπηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα υποτιμούσαν το άλλο στρατόπεδο των λίγων, ασήμαντων προδοτών του Έθνους».
Πηγή: iskra.gr