ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
του Δ. Καζάκη, 6-3–2018
Απόλυτα παράνομη η κράτηση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από το τουρκικό καθεστώς.
Μετά και την άρνηση αποφυλάκισης των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από το δικαστήριο της Τουρκίας, αλλά και την αναβολή της λεγόμενης δίκης τους, γίνεται πλέον φανερό ότι η όλη υπόθεση είναι καθαρά «στημένη» και από τις δυο πλευρές. Τα δυο άτυχα παιδιά έχουν σκόπιμα γίνει θύματα για να υλοποιηθούν συμφωνίες που έχουν προϋπάρξει στο παρασκήνιο ανάμεσα στην φερόμενη ως ελληνική κυβέρνηση και τον Ερντογάν με διαμεσολαβητή την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες.
Το ποιες είναι αυτές οι συμφωνίες και τι προβλέπουν συγκεκριμένα, θα το δούμε το αμέσως επόμενο διάστημα. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συμφωνίες αυτές δεν περιορίζονται, ούτε αφορούν απλά και μόνο τους 8 τούρκους στρατιωτικούς που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα. Όχι πώς δεν έχουμε ικανή την ελληνική πλευρά να βρει δικαστές που να συναινέσουν σ’ ένα τέτοιο ανοσιούργημα, δηλαδή στην «ανταλλαγή» των 8 τούρκων στρατιωτικών που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα με τους 2 Έλληνες στρατιωτικούς που συνελήφθησαν και κρατούνται φυλακισμένοι παρανόμως στην Τουρκία.
Όχι, προς Θεού! Τόσο την πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου, όσο και την στρατιωτική τις έχουμε ικανές για τα χειρότερα. Ειδικά εναντίον της Ελλάδας και του ελληνικού λαού. Τις έχουμε ικανές για την πιο ατιμωτική πράξη πού μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Και η κατάσταση είναι τέτοια στην ελληνική δικαιοσύνη, που μας κάνει βέβαιους ότι θα βρουν δικαστές και μάλιστα ανώτερους και ανώτατους για να νομιμοποιήσουν την όποια ατιμία κι αν σκαρφιστούν, αλλά ακόμη και την πιο κατάφωρη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ζωής.
Ήδη το κάνουν εναντίον των δυο παιδιών που συνελήφθησαν και κρατούνται από τους Τούρκους παράνομα. Και λέμε παράνομα γιατί από την πρώτη στιγμή της σύλληψής τους κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στην οριογραμμή Καστανιών Έβρου, τα δυο παλικάρια έχουν πέσει θύματα των σκοπιμοτήτων Ερντογάν. Με την ελληνική πλευρά, τόσο την πολιτική, όσο και την στρατιωτική ηγεσία να αποδέχεται κάτι που συνιστά κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δημοσίου δικαίου, αλλά και των συνθηκών που ισχύουν για τις σχέσεις των δυο χωρών.
Γιατί το λέμε αυτό; Διότι στην υπόθεση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών συντελείται κάτι πρωτοφανές. Έχουν παραδοθεί στην τακτική δικαιοσύνη της Τουρκίας μέλη στρατιωτικού προσωπικού γειτονικής και τύποις σύμμαχης χώρας για παραβίαση της μεθορίου εν ώρα καθήκοντος. Αυτό σίγουρα αποτελεί παγκόσμια πρώτη.
Γιατί; Διότι το στρατιωτικό προσωπικό μιας χώρας με βάση τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συμβάσεις και το διεθνές δημόσιο δίκαιο δεν μπορεί να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη μιας άλλης χώρας για οιονδήποτε λόγο. Το στρατιωτικό προσωπικό έχει καθεστώς ανάλογο με το διπλωματικό προσωπικό μιας χώρας και επομένως προστατεύεται και διαθέτει καθεστώς ετεροδικίας. Ειδικά όταν το στρατιωτικό προσωπικό βρίσκεται εν ώρα υπηρεσίας, όπως στην περίπτωση των δυο Ελλήνων.
Γιατί αυτό; Διότι το στρατιωτικό προσωπικό ακόμη κι όταν διαπράττει παραβάσεις και παρανομίες με βάση το δίκαιο μιας άλλης χώρας, δεν παύει να τελεί υπό τις διαταγές και να εκπροσωπεί άμεσα το κράτος το οποίο υπηρετεί. Επομένως σε περίπτωση παραβάσεων από μέρους του στρατιωτικού προσωπικού σε βάρος μιας άλλης χώρας, τότε την ευθύνη δεν φέρουν τα πρόσωπα που ενέχονται ευθέως στην παράβαση, αλλά το κράτος το οποίο υπηρετούν.
Για το κράτος εναντίον του οποίου έχει συμβεί η παράβαση δεν έχει καμιά σημασία αν τα συγκεκριμένα άτομα του στρατιωτικού προσωπικού που ενέχονται στο συμβάν το έκαναν εν γνώσει των ανωτέρων τους ή όχι. Είτε οι στρατιωτικοί που ενέχονται σε πράξεις εναντίον άλλου κράτους τις διέπραξαν από λάθος, ή όχι, με δική τους πρωτοβουλία ή όχι, την ευθύνη φέρει το κράτος το οποίο υπηρετούν.
Ειδικά όταν κατά την διάπραξη των αδικημάτων φέρουν εμφανώς στολή, διακριτικά του στρατεύματος που υπηρετούν και τελούν εν υπηρεσία. Από τη στιγμή που το στρατιωτικό προσωπικό φορά στολή και διακριτικά τελεί υπό τις εντολές του κράτους και της ηγεσίας την οποία υπηρετεί. Αν διαπράξει εγκλήματα κατά άλλου κράτους, τότε την ευθύνη την φέρει το κράτος που το συγκεκριμένο στρατιωτικό προσωπικό υπηρετεί. Ανεξάρτητα αν τα συγκεκριμένα εγκλήματα είναι εν γνώσει των ανωτέρων του, ή όχι.
Το καθεστώς αυτό για το στρατιωτικό προσωπικό ισχύει από την πρώτη Συνδιάσκεψη – την Συνδιάσκεψη των Βρυξελλών του 1874 – περί των κανόνων που οφείλουν να διέπουν τις σχέσεις οργανωμένων στρατών σε συνθήκες πολέμου και ειρήνης. Επομένως δεν μπορεί στρατιωτικό προσωπικό το οποίο συνελήφθη εν ώρα υπηρεσίας να παραπέμπεται στην τακτική δικαιοσύνη του κράτους που το συνέλαβε.
Ακόμη κι αν διέπραξε ανοιχτά εχθρικές ενέργειες εναντίον του κράτους, που το συνέλαβε. Ακόμη κι αν έχει διαπράξει κατασκοπία. Ακόμη κι αν τα δυο κράτη βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, ή έστω η συγκεκριμένη περιοχή όπου συνέβη το περιστατικό είναι διαφιλονικούμενη.
Για να συλλάβεις και να κρατήσεις στρατιωτικούς εν υπηρεσία άλλου κράτους θα πρέπει πρώτα να κηρύξεις πόλεμο εναντίον αυτού του κράτους. Αλλά ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση – δηλαδή στην περίπτωση εμπόλεμης κατάστασης ανάμεσα στις δυο χώρες – οι συλληφθέντες στρατιωτικοί εν ώρα άσκησης των καθηκόντων τους, αποκτούν καθεστώς αιχμαλώτων πολέμου. Κι επομένως ισχύουν γι’ αυτούς οι προβλέψεις των σχετικών Συνθηκών και Πρωτοκόλλων της Γενεύης του 1949.
Από την εποχή των Συνθηκών της Χάγης του 19ου αιώνα οι στρατιωτικοί που συλλαμβάνονται για σκόπιμες εχθρικές ενέργειες εναντίον άλλου κράτους, δεν μπορούν να παραπεμφθούν σε δίκη για τις ενέργειές τους. Ακόμη κι αν οι χώρες βρίσκονται σε συνθήκες πολέμου. Ακόμη κι αν οι πράξεις τους έχουν βλάψει κατάφωρα το κράτος εναντίον του οποίου κινήθηκαν.
Η διεθνής νομολογία και πρακτική ξεχειλίζει από παραδείγματα. Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου οι Ιάπωνες επιχείρησαν να δικάσουν στα δικά τους δικαστήρια πληρώματα των βομβαρδιστικών της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ, που κατέρριψαν κατά την διάρκεια αεροπορικών βομβαρδισμών (carpet bombing) εναντίον πόλεων και κατοικημένων περιοχών της Ιαπωνίας με χιλιάδες θύματα αμάχων. Οι δίκες αυτές ήταν κατάφωρα παράνομες ακόμη κι αν πρόκειται για εγκλήματα πολέμου. Τα πληρώματα που αιχμαλωτίστηκαν δεν φέρουν ατομική ευθύνη για τα εγκλήματα αυτά από την στιγμή που εκτελούσαν εντολές του κράτους τους.
Την ευθύνη την έχει το κράτος και η ηγεσία την οποία οι συλληφθέντες στρατιωτικοί υπηρετούν. Έτσι έκριναν τα δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου, τόσο στο Τόκιο, όσο και στη Νυρεμβέργη μετά τον πόλεμο.
Εκτός βέβαια κι αν αποδειχθεί ότι όντως οι στρατιωτικοί δεν εκτελούσαν εντολές, αλλά διέπραξαν εγκλήματα με δική τους πρωτοβουλία. Αν και για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να υπάρξει συνεργασία, ανακριτική και δικαστική συνδρομή ανάμεσα στα δυο κράτη.
Ποιο είναι το νομικό καθεστώς των στρατιωτικών εν ενεργεία που βρίσκονται εν καιρώ ειρήνης σε ξένο έδαφος; Μπορεί να είναι ανάλογο μ’ εκείνο των τουριστών, των ξένων (aliens), ή των πολιτών άλλου κράτους; Όχι βέβαια. Ούτε κατά διάνοια. Οι στρατιωτικοί αυτοί όχι μόνο αποτελούν όργανα των εθνικών ενόπλων δυνάμεων του κράτους στο οποίο ανήκουν, είναι επίσης όργανα σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο. Η ξεχωριστή λειτουργία και φύση τους αναγνωρίστηκε από την κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με τους εξής όρους:
«Ο στρατός είναι ο θεσμός που αναλαμβάνει την ευθύνη για την προστασία του κράτους και την υπεράσπιση της κοινότητας. Η διεξαγωγή πολέμου είναι το raison d’être [ο λόγος ύπαρξής του], ο ίδιος ο σκοπός της ύπαρξής του, και δεσμεύεται από τους ειδικούς περιορισμούς των κανόνων σχετικά με την ενότητα, την ιεραρχία, την πειθαρχία και την τήρηση των εντολών.»1
Επομένως οι εθνικές ένοπλες δυνάμεις αποτελούν βασικό στοιχείο του σύγχρονου κράτους, προστατεύοντάς το από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και προβάλλοντας την εξουσία του πέρα από τα σύνορά του. Εγγυώνται την ταυτότητα, την ακεραιότητα και τη συνέχεια του κράτους στο εσωτερικό και εξωτερικό της χώρας.2 Το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει ότι, σε αντίθεση με τους τουρίστες, ή οποιοδήποτε άλλο αλλοδαπό που θα βρεθεί σε ξένο έδαφος, οι ένοπλες δυνάμεις έχουν αναλάβει μοναδικές ευθύνες και γι’ αυτό και αξίζουν ιδιαίτερης νομικής μεταχείρισης.
Όταν λοιπόν βρεθεί στρατιωτικός εν ενεργεία σε ξένο έδαφος εν καιρώ ειρήνης σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένας ακόμη ξένος (alien) ή τουρίστας. Και σ’ αυτό συμβαίνει όπως και να «διαβάσει» κανείς το διεθνές δημόσιο δίκαιο, αλλά και τις διεθνείς συνθήκες – όπως και την δεδομένη πρακτική ανάμεσα σε κράτη – είναι κάτι παραπάνω από απολύτως σαφές. Μόνο για λόγους σκοπιμότητας μπορεί κάτι τέτοιο να αγνοηθεί.
Ο στρατιωτικός εν ενεργεία που θα βρεθεί σε ξένος έδαφος εν καιρώ ειρήνης λειτουργεί αποκλειστικά ως όργανο του κράτους του κι όχι ως άτομο, πρόσωπο ή πολίτης υπό οποιαδήποτε έννοια. Επομένως για να είναι νόμιμος στο ξένο έδαφος όπου ασκεί τα καθήκοντά του εν καιρώ ειρήνης, θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη διακρατική συμφωνία ανάμεσα στα δυο κράτη. Μια τέτοια συμφωνία είναι η Status of Armed Forces on Foreign Territory Agreements (SOFA), η οποία καθορίζει επακριβώς το νομικό καθεστώς, τις υποχρεώσεις και το δίκαιο που διέπει τον ένστολο άλλου κράτους που βρίσκεται εν ενεργεία σε έδαφος άλλου κράτους εν καιρώ ειρήνης.
Ο στρατιωτικός λοιπόν που βρίσκεται εν ενεργεία και εν υπηρεσία σε ξένο έδαφος, εντός επικρατείας άλλου κράτους εν καιρώ ειρήνης, δεν διώκεται, ούτε δικάζεται όπως ο απλός πολίτης, ο τουρίστας, ή ο οποιοσδήποτε άλλος. Διώκεται και δικάζεται αποκλειστικά υπό το νομικό καθεστώς που προβλέπει η συγκεκριμένη διακρατική συμφωνία τύπου SOFA, που επιτρέπει την παραμονή και την άσκηση των στρατιωτικών καθηκόντων του σε ξένο έδαφος εν καιρώ ειρήνης.
Ακόμη κι αν ο στρατιωτικός έχει διαπράξει εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου στην επικράτεια άλλου κράτους, θα πρέπει πάλι να διωχθεί και να δικαστεί με βάση τις προβλέψεις της ειδικής συμφωνίας ανάμεσα στα δυο κράτη. Τέτοια παραδείγματα στη χώρα μας έχουμε πλήθος με στρατιωτικούς ιδίως εξ ΗΠΑ που εμπλέκονται σε αδικήματα, ακόμη και κακουργήματα σε ελληνικό έδαφος, αλλά διώκονταν πάντα με βάση την επίσημη συμφωνία SOFA που είχε συναφθεί ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τις ΗΠΑ και πρόβλεπε τους όρους και τις συνθήκες υπηρεσίας τους σε ελληνικό έδαφος.
Το ίδιο συμβαίνει παντού στο κόσμο. Και στην Τουρκία.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση όπου στρατιωτικό προσωπικό εισέρχεται παράνομα σε ξένο έδαφος εν καιρό ειρήνης; Το διεθνές δίκαιο είναι απολύτως σαφές από τότε που υφίσταται. Αν φέρουν στολή και διακριτικά του στρατού που υπηρετούν, τότε η παράνομη είσοδος σε ξένη εθνική επικράτεια θεωρείται ευθεία παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους εναντίον του οποίου συνέβη.
Κι αυτό ανεξάρτητα από τις προθέσεις των στρατιωτικών που διέπραξαν την παραβίαση κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους. Από τη στιγμή που προσωπικό εν ενεργεία με πλήρη στολή, διακριτικά και στρατιωτικό φόρτο διενεργεί παραβίαση εθνικής επικράτειας άλλου κράτους, δεν έχει καμιά σημασία αν το διέπραξε επειδή «χάθηκε», ή επειδή εκτελούσε εντολές. Η παραβίαση είναι γεγονός.
Τι οφείλει να κάνει το κράτος το οποίο υπέστη την παραβίαση; Το πρώτο πράγμα που οφείλει να κάνει είναι να προασπίσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Πώς το κάνει αυτό; Με αναχαίτιση αυτών που διέπραξαν την παραβίαση. Όποιοι κι αν είναι αυτοί. Όπου κι αν την έκαναν. Στην ξηρά, τον αέρα, την θάλασσα. Από άποψης δικαίου είναι το ίδιο πράγμα. Ακριβώς το ίδιο!
Η αναχαίτιση περιλαμβάνει εντοπισμό της παραβίασης από τις ένοπλες δυνάμεις του άλλου κράτους. Εγκλωβισμό αυτών που διενεργούν την παραβίαση. Προειδοποίηση για άμεση αποχώρηση από τον εθνικό χώρο. Και σε περίπτωση επιμονής των παραβιάσεων, αλλά πολύ περισσότερο σε περίπτωση κλιμάκωσής τους – όταν πλέον έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα προειδοποίησης – τότε οι ένοπλες δυνάμεις του κράτους που έχει δεχθεί την παραβίαση του εθνικού του χώρου, έχουν κάθε δικαίωμα να εφαρμόσουν κανόνες εμπλοκής εναντίον του εισβολέα. Ακόμη και κήρυξη πολέμου.
Η σύλληψη στρατιωτικού προσωπικού που εισήλθε παράνομα σε ξένο έδαφος, χωρίς να υπάρξει διαδικασία προειδοποίησης στα πλαίσια αναχαίτισης αυτής της ενέργειας, σημαίνει ότι η Τουρκία επέλεξε καθαρά και εξαρχής την εμπλοκή. Αυτό που όφειλαν να κάνουν οι δυνάμεις της ήταν να προειδοποιήσουν πρώτα την ελληνική περίπολο και να της δώσουν αυστηρή διορία να εγκαταλείψει το τουρκικό έδαφος υπό επιτήρηση. Αν πράγματι δεχθούμε ότι το περιστατικό συνέβη σε τουρκικό έδαφος.
Τέτοιο πράγμα δεν έκανε η Τουρκία. Κι αυτό συνιστά βαρύτατη παραβίαση των διεθνών κανόνων ειρηνικής γειτονίας ανάμεσα σε δυο χώρες. Θα ήταν το ίδιο σαν να κατέρριπτε η αντιαεροπορική άμυνα της χώρας μας ένα τουρκικό αεροσκάφος χωρίς κανενός είδους εμφανή και σαφή προειδοποίηση ότι έχει εισέλθει σε ξένο εναέριο χώρο. Μια τέτοια ενέργεια υπό προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα σε βάρος της χώρας της οποίας το αεροσκάφος καταρρίφθηκε. Άσχετα με την παραβίαση που είχε διενεργηθεί.
Γιατί προβλέπονται οι προειδοποιήσεις κατά τη διάρκεια της αναχαίτισης; Για να αποκλειστεί στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού η περίπτωση του λάθους, δηλαδή της παραβίασης που συνέβη εκ λάθους εν καιρώ ειρήνης. Κι έτσι να αποφευχθεί ένα θερμό επεισόδιο, ή και πόλεμος από λάθος, ή επειδή ο καπετάνιος ενός πολεμικού, ο πιλότος ενός αεροσκάφους, ή η περίπολος σε κάποια θέση της οριογραμμής των συνόρων, προβαίνουν σε παραβίαση γιατί «χάθηκαν».
Μόνο αν επιμένει η παραβίαση μετά τις προειδοποιήσεις. Μόνο αν η περίπολος αρνηθεί να επιστρέψει πίσω στο δικό της έδαφος υπό επιτήρση. Μόνο αν αντισταθεί στην αυστηρή επιτήρηση που της επιβάλλεται για να επιστρέψει πίσω στο δικό της έδαφος. Μόνο τότε μπορούν οι ένοπλες δυνάμεις που υπερασπίζουν τον εθνικό χώρο να προβούν σε περεταίρω ενέργειες. Όπως είναι η σύλληψη των μελών της περιπόλου που όχι μόνο γιατί παραβιάζει, αλλά γιατί επιμένει να παραβιάζει παρά και ενάντια στις προειδοποιήσεις που δέχθηκε.
Η επιλογή της σύλληψης είναι καθαρά απόφαση εμπλοκής από μεριάς της Τουρκίας. Δηλαδή καθαρά πολεμική ενέργεια εκ μέρους της. Αποφάσισε να εμπλακεί ακόμη κι αν μ’ αυτό ρίσκαρε να υπάρξει θερμό γενικευμένο ή μη επεισόδιο. Μιας και στην περίπτωση αυτή, η ελληνική περίπολος όπως και η μονάδα στην οποία ανήκε είχε κάθε δικαίωμα να αντισταθεί ακόμη και ένοπλα στην επιχείρηση σύλληψης από τους Τούρκους. Δηλαδή είχε κάθε δικαίωμα να ανοίξει πυρ για να αποφύγει τη σύλληψη. Είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει, όχι μόνο για να υπερασπιστεί τη ζωή των μελών της, αλλά και γιατί το επιβάλλει η αποστολή που της έχουν αναθέσει.
Ο στρατός κάθε χώρας έχει ως raison d’etre τον πόλεμο, όπως αναφέραμε ήδη και μας λένε σαφώς οι διεθνείς συνθήκες. Έχει κάθε δικαίωμα λοιπόν στην ένοπλη αντίσταση όταν και όποτε δεχθεί άμεση απειλή. Δεν υπάρχει στρατός σ’ ολόκληρο τον κόσμο που να επιτρέπει στις δυνάμεις του να εγκαταλείψουν σημαία, σύμβολα και αποστολή υπό την άμεση απειλή της σύλληψης.
Άλλωστε χωρίς ξεκάθαρη προειδοποίηση ότι βρίσκεται σε ξένο έδαφος, δεν μπορεί να ξέρει κανείς από όσους φέρονται ότι παραβίασαν την εθνική επικράτεια, γιατί διεξάγεται επιχείρηση σύλληψης εναντίον τους.
Από την στιγμή λοιπόν που η τουρκική πλευρά επιλέγει να συλλάβει την περίπολο, χωρίς κανενός είδους προειδοποίηση, επιλέγει ανοιχτά και συνειδητά να σπρώξει την κατάσταση στα άκρα. Ακόμη και σε ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Ίσως έχοντας διαβεβαιώσεις από την ελληνική πλευρά ότι δεν θα υπάρξει αντίδραση. Είτε γιατί πόνταρε στην τέλεια ανικανότητα και αδυναμία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Όχι απλά της περιπόλου, αλλά και συνολικά των ελληνικών δυνάμεων, μιας και σε τέτοιες περιπτώσεις πολεμικής προκλητικότητας είναι απολύτως νόμιμη ακόμη και επιχείρηση διάσωσης των συλληφθέντων στρατιωτών. Βλέπετε, κανένα στρατός στην υφήλιο που σέβεται τον εαυτό του, δεν εγκαταλείπει σε ξένα χέρια στελέχη. Ιδίως μετά από μια τέτοια ευθέως προκλητική και επιθετική ενέργεια, όπως ήταν των Τούρκων.
Ακόμη κι αν είναι αλήθεια αυτό που ισχυρίζονται οι Τούρκοι ότι έκαναν, το έπραξαν εντός τουρκικού εδάφους, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Δεν αλλάζει απολύτως τίποτε.
Με την πράξη της αυτή η τουρκική πλευρά επέλεξε να διαρρήξει τις τύποις ειρηνικές σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, διότι έτσι όπως έπραξαν οι δικές της ένοπλες δυνάμεις, πράττουν μόνο υπό καθεστώς εμπόλεμης κατάστασης. Μόνο σε συνθήκες πολέμου εμπλέκεσαι χωρίς καν να προειδοποιήσεις.
Όμως, ακόμη κι έτσι. Ακόμη κι αν παραβλέψουμε την ξεκάθαρα πολεμική ενέργεια της Τουρκίας, έχει το δικαίωμα η Γείτονα να παραπέμψει στα δικαστήριά της τους συλληφθέντες στρατιωτικούς; Ούτε επί ναζιστικής Γερμανίας δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Ούτε καν για κατασκοπεία. Ακόμη κι αν οι Τούρκοι είχαν αδιάσειστα στοιχεία ότι η ελληνική περίπολος όντως είχε εισέλθει στο τούρκικο έδαφος για λόγους κατασκοπείας.
Είναι γνωστό το περιστατικό του κατασκοπευτικού αεροσκάφους U-2 όταν την 1η Μαΐου 1960, επί προεδρίας του Dwight D. Eisenhower και πρωθυπουργίας Nikita Khrushchev, κατερίφθη ενώ πετούσε στο σοβιετικό εναέριο χώρο. Το αεροσκάφος, που πετούσε ο πιλότος της CIA, Francis Gary Powers, διεξήγαγε φωτογραφική αναγνώριση όταν χτυπήθηκε από ένα βλήμα S-75 Dvina της σοβιετικής αεράμυνας και έπεσε κοντά στο Sverdlovsk. Ο πιλότος πήδηξε με αλεξίπτωτο και συνελήφθη.
Υπήρχε έστω και η παραμικρή αμφιβολία ότι το αεροσκάφος διενεργούσε κατασκοπεία; Όχι. Τι συνέβη με τον πιλότο; Δικάστηκε για κατασκοπεία από την ΕΣΣΔ. Γιατί; Διότι, αφενός την περίοδο αυτή κορυφωνόταν η αναμέτρηση ΕΣΣΔ-ΗΠΑ, αλλά κυρίως γιατί ο πιλότος και το αεροσκάφος δεν έφεραν κανενός είδους διακριτικά. Κι επομένως είχε κάθε δικαίωμα η ΕΣΣΔ επίσημα να θεωρήσει ότι δεν ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ.
Η καταδίκη του πιλότου από τα σοβιετικά δικαστήρια συγκέντρωσε πολλές διαμαρτυρίες και επικρίσεις από πολλές χώρες, αλλά και της διεθνούς νομικής κοινότητας, γιατί παρά το γεγονός ότι το αεροσκάφος κι ο πιλότος δεν έφεραν διακριτικά, οι ΗΠΑ είχαν δημοσίως αποδεχθεί ότι ενεργούσε κατόπιν δικών της εντολών. Συνεπώς δεν μπορούσε ως μέλος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του να δικαστεί για πράξεις που εκτελούσε εν ώρα καθήκοντος.
Ο Powers καταδικάστηκε για κατασκοπεία σε τρία έτη φυλάκισης συν επτά χρόνια καταναγκαστικής εργασίας. Τελικά απελευθερώθηκε δύο χρόνια αργότερα στις 10 Φεβρουαρίου 1962 κατά τη διάρκεια μιας ανταλλαγής κρατουμένων για τον σοβιετικό αξιωματικό Rudolf Abel. Μήπως αυτό επιθυμεί εξαρχής και η Τουρκία;
Στην περίπτωση της ελληνικής περιπόλου δεν συντρέχει κανένας ουσιαστικός και τυπικός λόγος για την παραπομπή της στην τουρκική δικαιοσύνη. Ακόμη κι αν ασκούσε κατασκοπεία, το έκανε εν ώρα υπηρεσίας με εμφανή διακριτικά και εκτελώντας εντολές. Επομένως, η Τουρκία όφειλε πάραυτα να διαμαρτυρηθεί στην ελληνική πλευρά δια της προβλεπόμενης διεθνώς οδού και να παραδώσει χωρίς καμιά καθυστέρηση τους Έλληνες στρατιωτικούς και τον εξοπλισμό τους πίσω στην Ελλάδα.
Αντί γι’ αυτό, τι έκανε; Κράτησε τους Έλληνες στρατιωτικούς παράνομα και παρέπεμψε στα δικά της δικαστήρια με την εξωφρενική κατηγορία περί «παράνομης εισόδου». Λες και πρόκειται για τουρίστες, ή για λαθρομετανάστες. Τα μέλη ενός στρατού δεν εισέρχονται σε ξένο έδαφος ακόμη και εν καιρώ ειρήνης παρά μόνο εκτελώντας εντολές και αποστολή. Επομένως δεν διαπράττουν «παράνομη είσοδο», αλλά παραβίαση κυριαρχίας ξένης επικράτειας, ή εισβολή και κατοχή ξένου εδάφους.
Και ποιος τους αντιμετωπίζει; Οι δικαστικές αρχές του κράτους που παραβιάστηκε η κυριαρχία του; Όχι βέβαια. Τους αντιμετωπίζει αποκλειστικά με τις κατάλληλες και προβλεπόμενες ενέργειες ο στρατός του κράτους που δέχθηκε την παραβίαση, ή την εισβολή, αλλά και οι διπλωματικές αρχές. Κανένας άλλος.
Η Τουρκία υποβίβασε τους δυο Έλληνες στρατιωτικούς σε περιφερόμενους τουρίστες και τους έστειλε να δικαστούν για «παράνομη είσοδο». Στην ουσία τους αντιμετωπίζει νομικά ως alien, δηλαδή ως άτομα χωρίς εθνική ταυτότητα. Για την Τουρκία οι δυο Έλληνες στρατιωτικοί δεν είναι καν πολίτες άλλου κράτους που η ίδια αναγνωρίζει ως τέτοιο και έχει ειρηνικές σχέσεις μαζί του.
Στην ουσία και στην πράξη, τους έχει υποβιβάσει σε καθεστώς χειρότερο του λαθρομετανάστη, διότι ακόμη κι ο λαθραίος που περνά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες τα σύνορα χωρίς τις επιβαλλόμενες νόμιμες διατυπώσεις, οι διεθνείς συμβάσεις επιτάσσουν να αντιμετωπιστεί ως θύμα. Θύμα πιθανής λαθρεμπορίας κυκλωμάτων διακίνησης προσώπων (trafficking). Κι επομένως δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τις κατασταλτικές και δικαστικές αρχές της χώρας όπου εισήλθε. Οι αρχές οφείλουν να του παράσχουν προστασία και ανθρώπινη μεταχείριση εκτός φυλακής.
Ούτε αυτό το καθεστώς δεν αναγνωρίζει η Τουρκία στους δυο Έλληνες στρατιωτικούς. Παρακρατά με έτσι γουστάρω ακόμη και τον οπλισμό που έφεραν. Η Τουρκία είναι σαφές ότι νομικά και με βάση το διεθνές δίκαιο δρα έναντι της Ελλάδας σαν να της έχει κηρύξει τον πόλεμο. Σαν να την έχει κατακτήσει και οι ένοπλες δυνάμεις να έχουν συνθηκολογήσει άνευ όρων.
Προβαίνει σε ενέργειες που δεν είναι σύννομες ακόμη κι αν όντως είχε κηρύξει επίσημα τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Να το έχουμε ξεκάθαρο. Η Τουρκία όχι μόνο διεξάγει πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, χωρίς να τον έχει επίσημα κηρύξει, με κανόνες εμπλοκής του Οθωμανικού μεσαίωνα, που τόσο πολύ θαυμάζει το καθεστώς Ερντογάν. Αντιμετωπίζει την επίσημη Ελλάδα ως κτήση της και τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ως υποτελείς του δικού της δικαίου.
Κι αυτό να το έχουμε στο μυαλό μας για ότι συμβεί από εδώ και μπρος.
Βέβαια, θα μου πείτε, τώρα θα την μάθουμε την Τουρκία; Απαιτούμε στα σοβαρά από ένα καθεστώς σαν του Ερντογάν να τηρήσει τους κανόνες δικαίου; Όχι, αλλά τα λέμε όλα αυτά για να σκορπίσουμε τα νέφη μαύρης προπαγάνδας του ψυχολογικού πολέμου που διεξάγεται εναντίον του ελληνικού λαού από τα «δικά του» ΜΜΕ, όπως και τη «δική του» κυβέρνηση, μαζί με μια άτολμη, ανίκανη και ανάξια στρατιωτική ηγεσία. Παίζοντας παιχνίδια ενδοτισμού και υποτέλειας θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο τα δυο παιδιά που η Τουρκία χρησιμοποιεί – με την απόλυτη συνεργία και της ελληνικής πλευράς – ως ομήρους, αλλά κι ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Και για να είμαστε σαφείς εν γνώσει όλων των συνεπειών του νόμου. Οι πράξεις αυτή τη στιγμή τόσο της ελληνικής κυβέρνησης, όσο και της στρατιωτικής ηγεσίας έναντι τόσο των δυο στελεχών του στρατού ξηράς που κρατούνται παράνομα στην Τουρκία, συνιστούν καθαρά πράξεις εσχατοπροδοτικές εναντίον της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μιας και εκθέτουν επίσημα πια τη χώρα σ’ έναν ακήρυχτο πόλεμο εναντίον της. Εσχατοπροδοτικές επίσης και έναντι των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, μιας και θέτουν τα στελέχη τους στην δικαιοδοσία της τουρκικής δικαιοσύνης. Και ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπιστούν από όλους μας.
Επεξηγήσεις:
1. Parliamentary Assembly of the Council of Europe, Human Rights of Members of the Armed Forces, Recommendation 1742, 11 April 2006, para. 1.
2. Krystyna Marek, Identity and Continuity of States in Public International Law (Librairie E. Droz, Geneva, 1954) at 439–440.