ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Δημ. Χαλυβόπουλος, 7 Μαΐου 2019
Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου, είναι η ανάδειξη της παραπληροφόρησης που επικρατεί σχετικά με την έννοια του πληθωρισμού (ή του αντιθέτου του αποπληθωρισμού) και τον τρόπο που ο συγκεκριμένος οικονομικός δείκτης επηρεάζει τα διάφορα εισοδηματικά κλιμάκια της κοινωνίας. Με συγκεκριμένα παραδείγματα θα αναδειχθεί ότι δείκτης του πληθωρισμού σκοπίμως χειραγωγείται, προς όφελος συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων και εις βάρος της πλειοψηφίας των πολιτών.
Θα αποδειχθεί ότι ο δείκτης του πληθωρισμού είναι ακατάλληλος τόσο ως εργαλείο προσδιορισμού της διακύμανσης της «αξίας του χρήματος», όσο και ως κριτήριο λήψης αποφάσεων σε θέματα όπως: αναπροσαρμογές σε μισθούς, συντάξεις, ασφαλιστικές εισφορές και επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας.
Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης, θα εξηγηθεί για ποιο λόγο αποτελεί μύθευμα η άποψη, με την οποία συμφωνούν οι περισσότεροι οικονομολόγοι και κυβερνώντες, ότι για να λειτουργεί εύρυθμα η οικονομία μιας χώρας, πρέπει οι τιμές του πληθωρισμού να κυμαίνονται στο 2% ετησίως και σε κάθε περίπτωση να αποφεύγεται ο αποπληθωρισμός, δηλαδή ο αρνητικός πληθωρισμός.
Ξεκινώντας με τον ορισμό του πληθωρισμού, θα περίμενε κανείς ότι ο πληθωρισμός / αποπληθωρισμός είναι ένας οικονομικός δείκτης που ισοδυναμεί με τη μέση αύξηση / μείωση της τιμής όλων των αγαθών και υπηρεσιών, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Όμως στους υπολογισμούς, δεν περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες, παρά μόνο εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στο «καλάθι της νοικοκυράς», όπως: τρόφιμα, καύσιμα, ποτά, υπηρεσίες υγείας, παιδείας, κοινωνικής ωφέλειας κ.λ.π. και για αυτό ο δείκτης που χρησιμοποιείται επισήμως ονομάζεται «Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ)». Στον υπολογισμό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) δεν περιλαμβάνονται οι μεταβολές στις τιμές των ακινήτων, των χρηματοοικονομικών προϊόντων (μετοχές, ομόλογα, ασφάλιστρα, κ.α.) και αρκετών αγαθών και υπηρεσιών πολυτελείας που καταναλώνουν τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια.
Με την επικράτηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) ως καθολικού δείκτη και την ταύτισή του με την ευρύτερη έννοια του πληθωρισμού, αποκρύπτεται το γεγονός ότι οι διακυμάνσεις των τιμών επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, ανάλογα με τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καταναλώνουν, δηλαδή ανάλογα με τα εισοδηματικά τους κριτήρια.
Ειδικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, πρώτα μειώνεται η ζήτηση σε προϊόντα και υπηρεσίες που δεν σχετίζονται με τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών («ελαστικές» δαπάνες) και πολύ αργότερα μειώνονται οι τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης που συνθέτουν το καλάθι της νοικοκυράς («ανελαστικές δαπάνες»). Όσο μεγαλύτερη είναι η μείωση της ζήτησης, δηλαδή της «ρευστότητας» σε μία οικονομία, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πτώσεις στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που ενδιαφέρουν τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια.
Για καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, θα αναλυθεί πως επηρεάστηκαν τα εισοδηματικά κλιμάκια της χώρας μας από το 2010 έως και σήμερα, μία χρονική περίοδος όπου ο μέσος ετήσιος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (Δ.Τ.Κ. [1] ) σταθεροποιήθηκε. (Mάλιστα, για πρώτη φορά μετά από το 1962 σημειώθηκαν αρνητικές τιμές, δηλαδή αποπληθωρισμός.)
Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είδαν το διαθέσιμο εισόδημά τους να μειώνεται δραματικά, εξαιτίας της μεγάλης πτώσης των μισθών, της αύξησης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Έτσι, ενώ μειώθηκε το κόστος παραγωγής και η «ρευστότητα – ζήτηση» στην οικονομία, οι τιμές τόσο στα βασικά αγαθά όσο και στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία, παιδεία), αυξήθηκαν.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν προέκυψε μέσα από τους νόμους της προσφοράς – ζήτησης αλλά μέσω τεχνητών τρόπων και κρατικών παρεμβολών. Συγκεκριμένα, τα μονοπώλια (και οι τράπεζες) κράτησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων τους (επιτόκια) για να διατηρήσουν ανέπαφη την κερδοφορία τους και το κράτος για να αποπληρώσει τους πιστωτές του επέβαλε εξοντωτικούς ειδικούς φόρους σε στοχευόμενα βασικά προϊόντα όπως: η βενζίνη (πάνω από το 65% αποτελεί ειδικό φόρο και ΦΠΑ), τα αλκοολούχα ποτά και τα είδη καπνιστού.
Για παράδειγμα, παρόλο που οι τιμές του αργού πετρελαίου, από τους μέσους όρους των 110 δολαρίων ανά βαρέλι που κυμαινόταν την περίοδο 2011 έως και 2013, έπεσαν στα 50 δολάρια ανά βαρέλι την επόμενη τριετία, οι αντίστοιχες τιμές των βασικών προϊόντων οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από τις διακυμάνσεις του «μαύρου» χρυσού, παρέμειναν σταθερές ή αυξήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις.
Έτσι, η ολοένα και δυσκολότερη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που βίωσαν και συνεχίζουν να βιώνουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, καλλιεργεί την εντύπωση ότι το χρήμα διαχρονικά χάνει την «αξία» του και έτσι ασυναίσθητα, οι πολίτες – καταναλωτές πιστεύουν ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχει ένας μόνιμος πληθωρισμός. Μάλιστα, η πλειοψηφία των καταναλωτών προτιμούν τον πληθωρισμό σε σχέση με τον αποπληθωρισμό, επειδή δεν έχουν βιώσει ποτέ συνθήκες αποπληθωρισμού και τις φοβούνται.
Στην αντίπερα όχθη, η κατάρρευση των τιμών στα αγαθά πολυτελείας και τα επενδυτικά προϊόντα (ακίνητα, μετοχές, ομόλογα) διευκόλυναν τις αγορές και τις επενδύσεις όσων διέθεταν μεγάλες τραπεζικές καταθέσεις. Πρακτικά, τα πολύ υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια βίωσαν συνθήκες μεγάλου αποπληθωρισμού επειδή είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες υψηλής αξίας, δηλαδή τα χρήματά τους απόκτησαν μεγαλύτερη «αξία».
Άρα, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) δεν δύναται να αποτυπώσει το κόστος επιβίωσης των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και δεν πρέπει να ταυτίζεται ή έστω να συνδέεται, με τη γενικότερη αύξηση ή μείωση της αξίας του χρήματος. Άλλωστε και οι επιχειρήσεις όταν εξετάζουν μελλοντικές επενδύσεις, στηρίζουν τους υπολογισμούς τους σε μελλοντικές προβλέψεις των τιμών που σχετίζονται με τα προϊόντα της επένδυσης και όχι με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΤΚ.
Δεύτερο Μέρος:
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή της παρούσας ανάλυσης, η κυρίαρχη δημοσιονομική πολιτική των περισσότερων χωρών με την υποστήριξη της πλειοψηφίας της ακαδημαϊκής κοινότητας, θεωρεί ότι για να λειτουργεί ομαλά η οικονομία, οι τιμές του πληθωρισμού, ή ορθότερα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), πρέπει να κυμαίνονται κατά μέσο όρο στο 2% ετησίως και σε κάθε περίπτωση να αποφεύγεται ο αποπληθωρισμός, δηλαδή αρνητικές τιμές του ΔΤΚ.
Όμως, για ποιο λόγο ο αποπληθωρισμός είναι μία μη επιθυμητή κατάσταση όταν σε συνθήκες αποπληθωρισμού, οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών που συνθέτουν το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) μειώνονται; Που είναι το κακό όταν αυξάνεται η αγοραστική δύναμη των χαμηλών και των μεσαίων εισοδηματικών κλιμακίων;
Στο παραπάνω ερώτημα, πολλοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι ο αποπληθωρισμός είναι αρνητικό σενάριο, διότι όταν ο καταναλωτής (ή ο επενδυτής) γνωρίζει ότι οι τιμές των προϊόντων θα πέσουν, θα αναβάλει τις αγορές του με κίνδυνο την επιβράδυνση της οικονομίας.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι λογικό, όταν αναφερόμαστε σε προϊόντα όπως: μεγάλα ακίνητα, επιχειρήσεις, χρηματοοικονομικά προϊόντα με τα οποία ασχολούνται τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια, δηλαδή επενδυτές που έχουν την υπομονή να επενδύσουν όταν κρίνουν ότι θα έχουν το μέγιστο οικονομικό όφελος.
Αντίθετα, είναι τελείως παράλογο, όταν αναφερόμαστε στα αγαθά που συνθέτουν «το καλάθι της νοικοκυράς» τα οποία καταναλώνει η πλειοψηφία των πολιτών που δεν έχουν την πολυτέλεια να αναβάλλουν τις αγορές τους. Για τους πολίτες που ανήκουν στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια, η διαχρονική μείωση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, δηλαδή ο αποπληθωρισμός, είναι ένα πολύ θετικό σενάριο!
Αν αναλυθούν περαιτέρω τα μακροχρόνια αποτελέσματα του αποπληθωρισμού σε μία οικονομία, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι ιδιωτικές τράπεζες δεν έχουν κανένα όφελος από τον αποπληθωρισμό, το αντίθετο μάλιστα. Σε συνθήκες αποπληθωρισμού, οι τιμές των προϊόντων μειώνονται και αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμούν τα μονοπώλια ακόμα κι αν μειώνεται το κόστος παραγωγής.
Επιπλέον, όταν η «αξία» του χρήματος αυξάνει, δεν δικαιολογείται η επιβολή υψηλών τόκων με αποτέλεσμα να μειώνονται τα κέρδη των τραπεζών. Επιπλέον, οι μεγαλοκαταθέτες, οι οποίοι πολλές φορές είναι και μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, δεν θα μπορούν να λαμβάνουν υψηλούς τόκους για τα εκατομμύρια των τραπεζικών τους καταθέσεων, κάτι που γίνεται σήμερα παρόλο που η «αξία» των χρημάτων τους αυξάνει λόγο της τεράστιας πτώσης στα προϊόντα που καταναλώνουν ή επενδύουν[2].
Σε μία τέτοια οικονομία, οι ιδιωτικές τράπεζες δεν θα είχαν κανένα λόγο ύπαρξης και θα μπορούσαν κάλλιστα να αντικατασταθούν από τα ΚΕΠ. Άλλωστε, η μόνη υπηρεσία προστιθέμενης αξίας που θα έπρεπε να παρέχει μία ιδιωτική τράπεζα, είναι η φύλαξη και ασφάλεια των καταθέσεων. Όμως, ακόμα και αυτό παρέχεται από εταιρίες security και ασφαλιστικές εταιρίες.
Γενικότερα, τα επακόλουθα του διαρκούς αποπληθωρισμού σε μια οικονομία θα ήταν η μείωση των κερδών των επιχειρήσεων και η σταδιακή κατάρρευση των ιδιωτικών τραπεζών και αντικατάστασή τους με δημόσιες τράπεζες όπως συνέβαινε για εκατοντάδες χρόνια πριν την εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού.
Τα παραπάνω ακούγονται ως ένα ζοφερό σενάριο, επειδή ζούμε σε μια κοινωνία όπου έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε με βάση το χρήμα και όχι με βάση τους πόρους[3]. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας τρέμουν στην ιδέα της δημόσιας τράπεζας επειδή έτσι έχουν γαλουχηθεί από τα ΜΜΕ και δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ιδιωτικές τράπεζες (με ιδιοκτήτες που κανείς δεν γνωρίζει), ελέγχουν το σύνολο του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου. Κανείς δεν αναρωτιέται πως είναι δυνατόν ο «ταμίας», χωρίς να παράγει αγαθά και χωρίς να του ανήκουν τα χρήματα που διαχειρίζεται, κατόρθωσε σε ελάχιστο χρόνο, να ελέγχει τον παγκόσμιο πλούτο.
Το ερώτημα λοιπόν σε ένα κράτος, δεν πρέπει να είναι εάν φτάνουν τα χρήματα, αλλά εάν οι ανάγκες του κράτους – κοινωνίας, μπορούν να καλυφθούν από τους υφιστάμενους πόρους, δηλαδή όλα τα φυσικά και τεχνικά προϊόντα και μέσα σε συνδυασμό με την τεχνολογία και το έργο που παράγουν οι ανθρώπινες υπηρεσίες.
Ο σκοπός της τεχνολογίας είναι να απελευθερώσει τους ανθρώπους από δύσκολες και επαναλαμβανόμενες εργασίες και να μειώσει το κόστος των προϊόντων μέσο αποδοτικότερης παραγωγής και οικονομιών κλίμακας. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το εργατικό δυναμικό που εντάσσεται στον πρωτογενή (αγροτικά προϊόντα) και δευτερογενή τομέα (μεταποίηση και βιομηχανία) δεν ξεπερνούσε το 30% του εργατικού δυναμικού, ενώ το υπόλοιπο 70% απασχολούνταν στον τριτογενή τομέα που σχετίζεται με τις πάσης φύσεως υπηρεσίες.
Εάν συνυπολογίσουμε την ανεργία και αναλογιστούμε ότι το 50% του συνολικού πληθυσμού δεν είναι εργασιακά ενεργό (παιδιά, φοιτητές, συνταξιούχοι), αντιλαμβανόμαστε ότι απασχολείται μόνο ένας στους δέκα στον πρωτογενή – δευτερογενή τομέα και παρόλα αυτά οι ανάγκες της κοινωνίας σε αγαθά και υπηρεσίες καλύπτονται πλήρως.
Υπάρχουν πάρα πολλά επαγγέλματα που ανήκουν στον τριτογενή τομέα (δηλαδή υπηρεσίες) τα οποία όχι μόνο δεν παράγουν έργο αλλά αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της οικονομίας και την πρόοδο της κοινωνίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την τεράστια γραφειοκρατία που συναντάται στους δημόσιους φορείς αλλά και στις ιδιωτικές τράπεζες.
Επίσης, η βασικότερη αιτία των περισσότερων αδικημάτων του ποινικού κώδικα και το 95% των εγκλεισμένων σε φυλακές, βρίσκεται εκεί για αιτίες που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την έλλειψη του χρήματος. Το οξύμωρο είναι ότι η παρανομία που προκαλείται από την τεχνητή έλλειψη του χρήματος, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας όπως: αστυνομικοί, νομικοί, δικαστικοί, σωφρονιστικοί υπάλληλοι κ.ο.κ. Ουσιαστικά, η οικονομία έχει δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συντηρεί το κυρίαρχο οικονομικό κατεστημένο αδιαφορώντας για την πρόοδο της κοινωνίας.
Ευθύνη για την ανεργία και την απαξίωση των ανθρώπινων πόρων, δεν φέρει η τεχνολογία αλλά το κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό σύστημα που προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει το κόστος διαβίωσης υψηλό και τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών «υποταγμένη» μέσο του χρέους και «απασχολημένη» σε εργασίες βαρετές, επαναλαμβανόμενες που δεν παρέχουν καμία προστιθέμενη αξία.
Συμπέρασμα, ο πληθωρισμός είναι ένα τεχνητό φαινόμενο που τροφοδοτείται από τις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις που επωφελούνται όταν οι τιμές των προϊόντων τους συντηρούνται σε υψηλές τιμές, κάτι που γίνεται με τεχνητούς τρόπους και όχι εξαιτίας των βασικών νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Αντίθετα, ο αποπληθωρισμός, δηλαδή η σταδιακή πτώση στις τιμές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών, είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα όσο μία κοινωνία ακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις και λειτουργούν ορθά οι βασικοί κανόνες της οικονομίας.
[1] Ελληνική Στατιστική Αρχή: https://www.statistics.gr/statistics/-/publication/DKT87/- 2011 (2,4%), 2012 (0,8%), 2013 (-1,7%), 2014 (-2,6%), 2015 (-0,2%), 2016 (0,0%), 2017 (0,7%), 2018 (0,6%)
[2] Ειδικά, αν λάβουμε υπόψη ότι η φύλαξη και η μεταφορά ενός μεγάλου ποσού σε ρευστό (χαρτονομίσματα) εμπεριέχει πολλούς κινδύνους, θα ήταν λογικότερο οι τράπεζες να αξιώνουν αμοιβή από τους μεγαλοκαταθέτες και όχι το αντίστροφο.
[3] Η παραπληροφόρηση σχετικά με την έννοια του πληθωρισμού, ξεκινάει από το μπέρδεμα που υπάρχει στις έννοιες του χρήματος και του «πόρου». Ο «πόρος», είναι μία οντότητα που δύναται να παράγει πλούτο. Άρα, πόροι είναι οι άνθρωποι μέσω της εργασίας τους, τα αγαθά του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, όλα τα μηχανολογικά – ηλεκτρονικά προϊόντα και γενικότερα η διαθέσιμη τεχνολογία. Συνεπώς, το χρήμα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μέσο πρόσβασης στους «πόρους».
Πηγή: odosdrachmis.gr