ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Ανδρεάδης Γιάγκος , 21 Ιουλίου 2015
Ο καθηγητής και σκηνοθέτης Γιάγκος Ανδρεάδης, μιλά για την παράσταση O Δον Κιχώτης των φαναριών
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη
Είναι δυνατό ο Τσε να ταυτιζόταν με τον Δον Κιχώτη; Η παράσταση του Γιάγκου Ανδρεάδη O Δον Κιχώτης των φαναριών: Μεταμορφώσεις του περιπλανώμενου από τον Θερβάντες στον Γκεβάρα, που πραγματοποιείται από το Κέντρο Κλασικού Δράματος από χτες μέχρι την Κυριακή στον Κινηματοθέατρο Τριανόν, μπορεί να μην απαντάει ακριβώς στο ερώτημα, ωστόσο είναι η αιτία εξαιτίας της οποίας μας αποκαλύπτεται η αδυναμία του Τσε για το αριστούργημα του Θερβάντες. Ο Δον Κιχώτης ήταν ένα από τα βιβλία που κουβαλούσε στο σακίδιό του και ένας σταθερό σημείο αναφοράς του.
Η αποκάλυψη αυτή είναι εξάλλου και η «μαγιά» της πραγματικά πρωτότυπης παράστασης που συνδυάζει εκτός από το κείμενο του Δον Κιχώτη, τα Ημερολόγια του Τσε, βιογραφίες του, βίντεο, το ισπανικό φλαμένκο και, τέλος, το Θεάτρο Σκιών δραματοποιώντας, όπως τονίζει ο εμπνευστής-σκηνοθέτης της και διευθύνων του Μεταπτυχειακού Προγράμματος Πολιτιστικής Διαχείρισης και του Κέντρου Κλασικού Δράματος και Θεάματος του Παντείου «από διαφορετικούς αλλά συγκλίνοντες δρόμους τα μεγάλα θέματα της περιπλάνησης, της Ουτοπίας και της εξέγερσης».
«Ανάμεσα στα τόσα εκατομμύρια των θαυμαστών του Δον Κιχώτη, της συγκλονιστικής δημιουργίας του Θερβάντες, συγκαταλέγεται και ο μεγαλύτερος επαναστάτης του 20ού αιώνα. Ο Τσε Γκεβάρα», προσθέτει ο καθηγητής και σκηνοθέτης. «Ο Τσε είχε πάντα ένα αντίτυπο του έργου στο πολεμικό σακίδιό του και ταυτιζόταν με τον “Ιππότη της ελεεινής μορφής” στα προσωπικά και τα πολιτικά κείμενά του».
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο Τσε είχε στο σακίδιό του το αριστούργημα του Θερβάντες; Σε τι ταυτιζόταν με τον κεντρικό ήρωα και πώς τον επηρέασε;
Στη βιογραφία του Τσε από τον Τάιμπο αναφέρεται η μαρτυρία του δεκαεξάχρονου(!) διοικητή των ανταρτών, Μιγκέλ Ασεβέντο, για τα ιπποτικά μυθιστορήματα στο σακίδιο του Τσε. Ο Γκεβάρα ήξερε ότι ο ήρωας του Θερβάντες ισορροπεί στην πραγματικότητα ανάμεσα στην φαντασία και τον πιο ακραιφνή ρεαλισμό. Το καταγράφει σε οικογενειακές επιστολές και πολιτικά κείμενα που ενσωματώσαμε στην παράσταση. Ο Τσε που αναλαμβάνει να μεταφέρει τη φλόγα της εξέγερσης στις άλλες χώρες και ξεκινά από την Αφρική, όπου οι λαοί ξεσηκώνονται ενάντια σε στυγνές αποικιοκρατίες αιώνων στέλνει το εξής γράμμα στους γονείς του: «Αγαπημένοι μου γέροι! Για άλλη μια φορά νιώθω κάτω από τα πόδια μου τα πλευρά του Ροθινάντε: ξαναπαίρνω το δρόμο με την ασπίδα στο χέρι»! Έχει ενδιαφέρον και η μαρτυρία του συνταγματάρχη και γραμματέα του επαναστατικού δικαστηρίου της Κούβας, Κάρλος Ραφαέλ Ροντρίγκες, που υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Τσε στη Σιέρρα Μαέστρα και τον κατηγορούσε ως ένα ερασιτέχνη στην Ιατρική, την οικονομία και τελικά στην επανάσταση. Είναι, μάλιστα, εκείνος που πρότεινε στον Φιντέλ τη σύσταση ενός δικαστηρίου που θα τον δίκαζε μετά την επιστροφή του από το Αλγέρι με την κατηγορία του τυχοδιωκτισμού . Ο Ροντρίγκες γράφει: «Εγώ είμαι επίσης αυτός που έλαβα το γράμμα του Τσε που το 1997 -τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του- δημοσίευσε το αριστερίστικο περιοδικό Huventud Rebelde: «Κάρλος: Καβάλα ξανά στον Ροθινάντε σε χαιρετώ. Άλλοι ήλιοι θα φωτίσουν ξανά τις θεωρίες μου και θα είναι χρήσιμες. Όμως, έχω την εντύπωση πως θα νιώσεις ότι κάτι λείπει όταν δεν θα έχεις κάποιον να διαπληκτίζεσαι. Αποχαιρετώ σε όπως πάντα. Έχω δίκιο. Μπορεί να κερδηθεί ένας τέτοιος πόλεμος (και θα τον κερδίσουμε). Σε φιλώ Τσε».
Πώς συνδέονται στην παράσταση ο μέγας επαναστάτης με τον αρχετυπικό θερβαντικό ιππότη; Πού στοχεύει, τελικά, η δουλειά σας;
Ακολουθήσαμε τα ιστορικά στοιχεία με την πεποίθηση ότι το πιο φανταστικό στοιχείο στον κόσμο είναι η «πραγματική πραγματικότητα», που είναι το αντίθετο από τα κλισέ που μας πλασάρουν ως πραγματικότητα. Στόχος δεν είναι ένα ακόμη κλισέ για τον Τσε, σαν την εικόνα του που αναπαράγουν τα γνωστά μπλουζάκια, αλλά η μύηση, δική μας και του κοινού, σε μια διπλή ιστορία περιπέτειας, ανιδιοτέλειας και αντίστασης.
Επειδή ζούμε δραματικές ώρες στη χώρα, αναρωτιέμαι αν θέλατε να συνομιλεί η παράσταση με την ελληνική συγκυρία;
Στο τέλος της παράστασης ο Δον Κιχώτης και ο Γκεβάρα πεθαίνουν. Αλλά τα όνειρά τους δεν πεθαίνουν μαζί τους. Ένας άλλος συγκλονιστικός ήρωας, ο δήθεν χαζούλης Σάντσο Πάντσα, δηλαδή ο μέγας λαός, μας λέει ότι οι σημερινοί νικημένοι μπορεί να είναι αύριο νικητές. Αλλά η παράσταση συνομιλεί και με μια άλλη συγκυρία. Διαφωνεί εμπράκτως με μια διαδεδομένη και προβεβλημένη θεατρική υποκουλτούρα όπου κυριαρχούν το δήθεν, το τάχα μου και η ανέξοδη κούφια πρόκληση. Η υποκουλτούρα αυτή είναι μέρος της δεινής κρίσης μας. Το λέμε ρητά από την αρχή της παράστασης επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Θερβάντες που το προφήτεψε πριν από 400 χρόνια. Του Θερβάντες που μαζί με τον Αισχύλο και τον Σαίξπηρ μας διδάσκουν ότι κάθε άξια τέχνη είναι και βαθιά πολιτική.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ένας νέος μύθος, υπέγραψε ένα νέο σκληρό μνημόνιο. Το «όχι» του δημοψηφίσματος διολίσθησε στο «ναι». Γιατί; Θα έπρεπε, θεωρείτε, να είχε προτιμήσει τη ρήξη και τo Grexit; Τι έφταιξε και φτάσαμε στο σημερινό αδιέξοδο; Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πού έσφαλλε;
Ανήκω στο 62% του «όχι» που ρισκάρισε πιστεύοντας στην αντίσταση απέναντι στην εισβολή και την κατοχή. Φοβούμαι ότι αυτοί που έπρεπε να το διαχειριστούν αυτό το «όχι” δεν πίστευαν στην αντίσταση αυτή. Όσον αφορά τις εξόδους, για κάθε έξοδο, αρχίζοντας από αυτήν του Μεσολογγίου, χρειάζεται καρδιά αλλά και μυαλό, φαντασία και ρεαλισμό και ακόμα πραγματική και όχι ρητορική προετοιμασία τόσο των αναγκαίων διεθνών και εσωτερικών συμμαχιών, όσο και του λαού.
Πώς βρίσκετε τη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στη χώρα μας, στα τελευταία Εurogroup; Προκλητική, σαδιστική;
Όπως και ο Ντε Γκολ πρέπει κι εμείς να διακηρύσσουμε ότι η Ευρώπη εκτείνεται «από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια». Κάτι πολύ ευρύτερο και καλύτερο από την παρέα του Βερολίνου και των Βρυξελλών που απεχθάνεται τη Δημοκρατία και ομνύει στη συντριβή μας.
Ειδικά με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό, αναρωτιέται κανείς σοβαρότερα από ποτέ εάν και κατά πόσο τo θέατρο έχει κάποια ισχύ; Η τέχνη τι καλείται να κάνει, τι καλείται να δώσει σε καιρούς δύσκολους κι αντιφατικούς;
Το θέατρο από τον Αισχύλο μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Μάρλοου και τον Μπρεχτ αξίζει διότι τόλμησε να υπάρξει -με τρομερό πάντοτε κόστος- σε έναν ταραγμένο κόσμο. Το θέατρο, απένταρο, βασανισμένο, παρεξηγημένο και η τέχνη γενικότερα, θα αντέξουν, αν σκεφτούμε ότι άντεξαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στη Μακρόνησο.
Πηγή: edromos.gr