ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Alfred Müller, 29 Μαίου 2021
Θέσεις για τον αμεσοδημοκρατικό δρόμο προς την κομμουνιστική κοινωνία
Αν και για ορισμένες θέσεις του παρόντος κειμένου έχουμε ενστάσεις, εντούτοις το δημοσιεύουμε διότι θεωρούμε ότι αξίζει να διαβαστεί. Ουσιαστικά, εντάσσεται σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ και μερικά χρόνια από μαρξιστές επιστήμονες στη Γερμανία και αφορά κυρίως σε δυο θέματα: α) Στο ζήτημα της συμβουλιακής δημοκρατίας ως μορφή εργατικής εξουσίας και β) στο ρόλο που μπορεί να παίξει η ψηφιακή τεχνολογία σε συνθήκες σοσιαλισμού. Στο κείμενο που ακολουθεί ο συγγραφέας δίνει έμφαση ιδιαίτερα στο δεύτερο ζήτημα (Παν. Γαβανάς).
του Alfred Müller
Όταν ένα σύστημα, όπως ο καπιταλισμός, μέσω της περιβαλλοντικής καταστροφής, της άγριας εκμετάλλευσης των φυσικών πρώτων υλών, της συσσώρευσης απορριμμάτων και της οξίνισης των θαλασσών, της απαξίωσης των εδαφών, των ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή, των πανδημιών, των περιοδικών οικονομικών κρίσεων, της μαζικής ανεργίας, της επιδεινούμενης ανισότητας, της δραματικά αυξανόμενης φτώχειας, του ρατσισμού, της ασιτίας, των πολέμων και των αναξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης καταστρέφει τις ανθρώπινες βάσεις ύπαρξης, τότε είναι καιρός να οικοδομήσουμε ένα νέο, καλύτερο σύστημα. Με ποιο τρόπο πρέπει να γίνει αυτό; Στο σημερινό κίνημα της αριστεράς, όπως και στους δυο τελευταίους αιώνες, υπάρχουν δυο προσεγγίσεις για τον μετασχηματισμό: Η μία είναι η ενσωμάτωση στο σύστημα, η άλλη η υπέρβαση του συστήματος.
Στους περισσότερους αριστερούς, και ειδικά στο κόμμα Die Linke (Η Αριστερά), επικρατούν οι ρεφορμιστικές λύσεις προβλημάτων ενσωμάτωσης στο σύστημα. Επιδιώκουν μια δίκαιη και βιώσιμη κοινωνία μέσα στον καπιταλισμό. Η κοινωνική και οικολογική αλλαγή πορείας για αυτούς πρέπει να λάβει χώρα μέσω της αγοράς και του κράτους. Πεποίθησή τους είναι ότι η αγορά είναι αναντικατάστατη ως όργανο ελέγχου, και από τη σκοπιά τους το καπιταλιστικό κράτος που είναι προσανατολισμένο στο κοινό καλό, έχει ως καθήκον να εξαλείψει τις ελλείψεις της αγοράς, να αποτρέψει τις απειλές και με τη βοήθεια της κοινωνίας των ιδιωτών να εφαρμόσει τις επιθυμητές βελτιώσεις. Ως πρόσθετα δημοκρατικά στοιχεία πρέπει -κατά την άποψή τους- να επεκταθεί η συναπόφαση και να συμπεριληφθεί η κοινωνία των ιδιωτών. Η πολιτική πάλη πρέπει -για αυτούς- να διεξαχθεί πρωτίστως ενάντια στους νεοναζί και στη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή του καπιταλισμού. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να επιτευχθούν με τον κοινοβουλευτικό δρόμο[1]. Ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» για αυτούς τους αριστερούς εξακολουθεί μεν να αποτελεί προγραμματικό στόχο, στην πράξη όμως δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο. Τη βάση για αυτό αποτελεί η κατευθυντήρια γραμμή του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν ότι ο καπιταλισμός είναι «εύκαμπτος, ικανός να μεταβάλλεται και να αναπτύσσεται». Γι’ αυτό «δεν [χρειάζεται] να ανατιναχθεί, (αλλά) απλά να αναπτυχθεί περαιτέρω»[2].
Από την άλλη μεριά είναι οι μαρξιστές, οι οποίοι μέσα στην αριστερά αποτελούν μειοψηφία. Κατά την εκτίμησή τους οι τεράστιες απειλές στην καπιταλιστική οικονομία δεν μπορούν να εξαλειφθούν επειδή τα κύρια προβλήματα προκαλούνται ακριβώς από τον καπιταλισμό. Δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί στην πλειοψηφική αριστερά, ο άνθρωπος ή μια ομάδα ανθρώπων που στοχευμένα προκαλούν τα τεράστια προβλήματα, [αλλά] είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που με τη λογική του της διανομής, του ανταγωνισμού, του κέρδους και της ανάπτυξης προκαλεί τις ποικίλες ελεεινές καταστάσεις και οδηγεί την ανθρωπότητα στην άβυσσο. Ασφαλώς, και μέσα σ’ αυτό το σύστημα υπάρχουν προοδευτικές τάσεις, όπως η αύξηση του μέσου όρου της διάρκειας ζωής. Ωστόσο, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία εμφανίζεται, οι δυνάμεις καταστροφής είναι ενυπάρχουσες του συστήματος. Μόνο με την οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας, αυτή είναι η αντίληψη των μαρξιστών, μπορούν να εξαλειφθούν οι σημερινές απειλές. Γιατί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να τιθασευτεί λόγω της ενδογενούς δυναμικής του. Δεν ωφελούν επίσης ετικέτες α λα «σοσιαλισμός της αγοράς», δεν ωφελούν οι κενές υποσχέσεις και, τελικά, ούτε οι κρατικές ρυθμίσεις [που είναι] καταδικασμένες σε αναποτελεσματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η πίστη στην παντοδυναμία του κράτους μέσα στον καπιταλισμό είναι εσφαλμένη επειδή το κράτος ελέγχεται από το κεφάλαιο και διασφαλίζει πρωτίστως τις κυρίαρχες δομές του. Πώς πρέπει όμως να λάβει χώρα η οικοδόμηση μιας αλληλέγγυας κομμουνιστικής κοινωνίας;
Ο εσφαλμένος δρόμος του κοινοβουλευτισμού
Μόνο όταν απελευθερωθούμε από την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, από την οικονομική κυριαρχία της μειοψηφίας, από τον μηχανισμό της αγοράς και από το σύστημα των κερδών, θα είμαστε σε θέση να λύσουμε τα σημερινά προβλήματα προσανατολισμένοι στις ανάγκες και αλληλέγγυα. Οι επαναστατικές αλλαγές καθίστανται δυνατές από τις υλικές συνθήκες, όπως για παράδειγμα οι τεχνολογικές εξελίξεις και τα συμπτώματα που απαριθμήθηκαν στην αρχή, τα οποία δημιουργούν μεγάλη δυσαρέσκεια στους μισθωτούς, ταυτόχρονα, όμως, δείχνουν το δρόμο προς το μέλλον και παρακινούν τους μισθωτούς να παλέψουν για μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Εδώ, μια επιτυχημένη πολιτική υπέρβασης του καπιταλισμού απαιτεί τουλάχιστον δυο πράγματα[3]: Πρώτο, την αμεσοδημοκρατική ριζική αλλαγή των καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας συμπεριλαμβανομένου της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και, δεύτερο, την ανάπτυξη ενός δημοκρατικού συνολικού οικονομικού σχεδιασμού. Και τα δυο μαζί τα χαρακτηρίζω ως τον αμεσοδημοκρατικό δρόμο προς την κομμουνιστική κοινωνία.
Είναι το σφάλμα της προσαρμοσμένης αριστεράς ότι αξιωματικά επιμένει στην κυριαρχία της μειοψηφίας των κεφαλαιοκρατών και στον κοινοβουλευτισμό, στη μορφή κυριαρχίας του κεφαλαίου, και με τη βοήθειά τους θέλει να επιτύχει τους στόχους της. Οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς την πολιτική αυτή την χαρακτήρισαν ως αστικό σοσιαλισμό. Η αποτυχία της βρίσκεται στο ότι θέλουν να εξαλείψουν τα κακά του καπιταλισμού με ένα είδος τσαπατσούλικης δουλειάς, ταυτόχρονα, όμως, μέσω της στρατηγικής τους της απλής τιθάσευσης, να σταθεροποιήσουν τις αιτίες του και, έτσι, να αφήνουν συνεχώς εκ νέου τα κακά να ξεδιπλώνονται.
Σύμφωνα και με την Ρόζα Λούξεμπουργκ, η κοινοβουλευτική πάλη δεν οδηγεί στην αλλαγή συστήματος. Το κέντρο βάρους της σοσιαλιστικής πάλης δεν πρέπει να μετατοπιστεί στο κοινοβούλιο, ουσιαστικοί είναι οι εξωκοινοβουλευτικοί δημοκρατικοί αγώνες των μισθωτών. Οι κοινοβουλευτικές δραστηριότητες για την αριστερά είναι -κατά την Λούξεμπουργκ- σημαντικές για τη διαφώτιση και για μικρές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο οι αλλαγές που υπερβαίνουν το σύστημα δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου. Συνολικά, ο δρόμος αυτός οδηγεί στην προσαρμογή, αποτρέπει τις μάζες από τον αγώνα και τις ωθεί στην αποθάρρυνση και στην εξαχρείωση. Η σκέψη ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να εισαχθεί μέσω αποφάσεων της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, σύμφωνα με την Λούξεμπουργκ, αποτελεί «μια γελοία κοινοβουλευτική αυταπάτη». «Σήμερα», γράφει, «πρέπει να επικεντρωθούμε στο σύστημα των εργοστασιακών συμβουλίων». «Πρέπει […] να θέσουμε το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας ως ερώτημα: Τι κάνει, τι πρέπει να κάνει κάθε συμβούλιο εργατών και στρατιωτών σε όλη τη Γερμανία; Εκεί βρίσκεται η εξουσία, πρέπει να υπονομεύουμε το αστικό κράτος από τα κάτω, με το να μη χωρίζουμε πλέον τη δημόσια εξουσία, τη νομοθετική εξουσία και τη διοίκηση, αλλά να τις ενώνουμε, δίνοντάς τες στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών.»[4]
Όποιος γαντζώνεται από την κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να προωθήσει την απελευθέρωση των μισθωτών από τη σκλαβιά τους και την έκθεσή τους σε κινδύνους. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν και είναι φαινομενική δημοκρατία, ένα δημοκρατικό προσωπείο, μια δημοκρατία των ελίτ, με τη βοήθεια της οποίας το κεφάλαιο μπορεί να επιβάλλει τα συμφέροντά του σε βάρος του μεγάλου πληθυσμού.
Ο άλλος δρόμος
Μια δημοκρατία με την έννοια των μισθωτών και, επομένως, με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας απαιτεί την εφαρμογή μιας άμεσης δημοκρατίας, της συμβουλιακής δημοκρατίας, και με αυτή, την κυριαρχία του ευρύτερου πληθυσμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Δημοκρατία είναι η κυριαρχία του λαού, μέσω του λαού και για το λαό. Μόνο μέσω του δημοκρατικά οργανωμένου προλεταριακού αγώνα μπορεί να γίνει υπέρβαση της κυριαρχίας της μειοψηφίας και να επιβληθεί η κυριαρχία της πλειοψηφίας.
Ο άμεσος εκδημοκρατισμός πρέπει να περιλάβει όλους τους τομείς της κοινωνίας, από το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι τα εργοστάσια, τους δήμους και τις κοινότητες. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο ενός κοινωνικά περιεκτικού εκδημοκρατισμού θα απελευθερωθούν οι μισθωτοί από την εκμετάλλευση και την καταπίεσή τους, θα πραγματοποιήσουν την ατομική και συλλογική τους αυτοδιάθεση και, έτσι, θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα υφιστάμενα προβλήματα. Οι γνώσεις και οι ικανότητες που είναι απαραίτητες για αυτό θα αποκτηθούν στην πάλη εξουσίας μέσα στον καπιταλισμό, μέσω του οποίου οι μισθωτοί θα ξεπερνούν ταυτόχρονα την πίστη τους στην εξουσία και την παλιά τους συνήθη σκέψη.
Για την αριστερά προκύπτει από δω ότι η πάλη για αυτοκαθορισμό και συναπόφαση πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής της. Το αίτημα για συναπόφαση προκύπτει από την επιθυμία για συνεργασία μεταξύ κοινωνικών εταίρων εργασίας και κεφαλαίου και διατηρεί πέρα για πέρα το σύστημα. Ο δρόμος του αυτοκαθορισμού των εργατριών και των εργατών απαιτεί την ανάληψη της εξουσίας στα εργοστάσια από τους εργαζόμενους και, έτσι, την εργατική αυτοδιαχείριση. Αυτή περιλαμβάνει ταυτόχρονα την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τις κοινωνικές διεπιχειρησιακές μορφές συντονισμού. Ως εκ τούτου, η κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων είναι πάντα μια πάλη για την κατάργηση των ιεραρχιών μέσα στις επιχειρήσεις και για την ανάπτυξη της συμβουλιακής-δημοκρατικής συνολικής οικονομίας[5].
Ο συντονισμός της οικονομίας
Όποιος, όπως οι κομουνιστές, θέλει να καταργήσει τον μηχανισμό της αγοράς μαζί με την χρηματική του οικονομία λόγω των επιβλαβών συνεπειών του, δεν μπορεί να παρακάμψει την σχεδιομετρική οικονομία. Εδώ δεν πρόκειται για την οικονομία κεντρικού σχεδιασμού η οποία έχει λοιδορηθεί πολύ, αλλά για ένα προτσές συντονισμού των οικονομικών σχέσεων που έχει αποφασιστεί δημοκρατικά από τη βάση.
Σε μια αμεσοδημοκρατική κοινωνία ο σχεδιασμός δεν γίνεται από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά από τα κάτω προς τα πάνω. Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα τι και πόσο θα παράγεται και θα καταναλώνεται. Οι επιθυμίες και οι ιδέες του ευρέως πληθυσμού ρέουν στο σχεδιασμό, συνενώνονται, διαμορφώνονται με συνοχή, αποτελεσματικά, και προσαρμόζονται στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Το προοπτικό σχέδιο / πλάνο αποφασίζεται με δημοψήφισμα και εφαρμόζεται σε δεσμευτικά ετήσια πλάνα. Στην πορεία της εφαρμογής τα πλάνα μπορούν να αλλάζουν ανά πάσα στιγμή με τη βοήθεια περιστρεφόμενων διαδικασιών (rotierende Verfahren) και, έτσι, προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Η υπεροχή της απόδοσης του δημοκρατικού οικονομικού σχεδίου θεμελιώνεται με το ότι μπορεί να γίνει βέλτιστη χρήση της προοδευτικής ψηφιοποίησης. Η ψηφιοποίηση διαπερνά σήμερα όλους τους τομείς της ζωής και της οικονομίας και αλλάζει πάρα πολύ την κοινωνία. Οι απαιτήσεις τού όλο και περισσότερο δικτυωμένου και ψηφιοποιημένου κόσμου μας δεν σταματούν επίσης μπροστά στον οικονομικό σχεδιασμό. Μέσω των αυξανόμενων δυνατοτήτων απόδοσης για λήψη, υπολογισμό και αποθήκευση αυξάνει η υπεροχή του σχεδιασμού σε σχέση με τον μηχανισμό της αγοράς, ο οποίος είναι πάντα κρισιακός, αδιαφανής, δρα με αποκλεισμό και άδικα.
Ένα σημείο κριτικής προς την σχεδιομετρική οικονομία είναι ότι αυτή οδηγεί στην οικονομία με ελλείψεις επειδή υπάρχει έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων. Αυτή η κατηγορία για έλλειψη πληροφοριών μπορεί να ίσχυε για δεκαετίες πριν, όμως δεν ισχύει πλέον στην εποχή των «Big Data». Στην πάροδο της μελλοντικής τεχνολογικής ανάπτυξης, είναι ακριβώς η ψηφιακή σχεδιομετρική οικονομία αυτή που παρέχει αξιόπιστα δεδομένα, ενώ στην οικονομία της αγοράς, λόγω των ιδιωτικών δομών ιδιοκτησίας και ανταγωνισμού, το ένα χέρι δεν ξέρει τι κάνει το άλλο. Οι οικονομολόγοι της αγοράς μπορούν απλά να ονειρεύονται για τέτοιες δικτυώσεις και όγκους δεδομένων, για το πως μελλοντικά θα είναι δυνατές/ά στην σχεδιομετρική οικονομία. Ακόμη κι αν ο όγκος δεδομένων απειλεί να ξεπεράσει τα όρια, αυτό δεν είναι εμπόδιο για τον μακροσυντονισμό. Το αντίθετο, η ψηφιοποίηση με τη βοήθεια των κατάλληλων συστημάτων αναζήτησης και επιλογής καθιστά δυνατή τη μείωση του όγκου δεδομένων και τη διαμόρφωση που συμφωνεί με το στόχο. Οι παράγοντες της αγοράς, αντιθέτως, ενεργούν κάτω από το πέπλο της άγνοιας και σύμφωνα με την αρχή της κερδοσκοπίας και του προσωπικού συμφέροντος. Η αγορά επιβάλλει στους ανθρώπους τη δομή της και τους εξαναγκασμούς πραγμάτων. Όποιος δεν μπορεί να συμβαδίσει απομακρύνεται.
Μια περαιτέρω κριτική σχετίζεται με την πολυπλοκότητα της οικονομίας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, λόγω του τεράστιου αριθμού αγαθών, ένας μακροοικονομικός σχεδιασμός δεν είναι σε θέση να έχει μια γενική εικόνα για όλα τα αγαθά και τις οικονομικές σχέσεις, να τα αξιολογήσει και να τα ρυθμίσει. Όπως συνέβαινε στο παρελθόν στη ΕΣΣΔ και στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, πρέπει να εργάζεται κανείς με πολύ συγκεντρωτικά μεγέθη, κάτι που θα οδηγήσει σε μια ανεπαρκή απεικόνιση της πραγματικότητας και, συνεπώς, σε μη ολοκληρωμένα πλάνα. Όσο διάστημα απουσιάζει ο μηχανισμός σχηματισμού των τιμών της αγοράς, η προσφορά και η ζήτηση των προϊόντων δεν μπορούν να υπολογιστούν. Είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί μια ορθολογική κατανομή πόρων και προϊόντων[6]. Παραπέρα, η έλλειψη ανταγωνισμού και τα περίπλοκα προτσές συντονισμού θα φρενάρουν τις καινοτομίες και, συνεπώς, θα μειώσουν την ευημερία. Μόνο τα προτσές της αγοράς -σύμφωνα πάντα με αυτή την αντίληψη-, είναι σε θέση να διαμορφώσουν αποτελεσματικά τις αναπτυγμένες εθνικές οικονομίες. Όπου απουσιάζει η αγορά, το αποτέλεσμα είναι ο εξαναγκασμός, η εσφαλμένη κατανομή και η απώλεια της ευημερίας.
Ενάντια στις δυσαρμονίες των πλάνων, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ικανότητα απόδοσης των μελλοντικών υπολογιστών θα είναι, ασφαλώς, σε θέση να απεικονίζει τις ιδιαίτερα περίπλοκες καταστάσεις και εξελίξεις. Η τεχνική πρόοδος προχωρά μέσα στην ψηφιοποίηση με μεγάλα βήματα και αποτελεί κεντρικό συστατικό στοιχείο της δυνατότητας προώθησης του μακροσχεδιασμού. Η τεχνολογία των υπολογιστών στα μέσα του 20ού αιώνα δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή του 21ου αιώνα. Όποιος αμφιβάλει για την επιτευξιμότητα του μακροσχεδιασμού, θα πρέπει να συμπεριλάβει την τεχνολογική ανάπτυξη και να μην επεκτείνει αυτόματα το παρελθόν της μικρής ικανότητας απόδοσης των υπολογιστών στο μέλλον.
Στις πολυεγκωμιαζόμενες θέσεις περί αποδοτικότητας της αγοράς και την ιδιαίτερα επαινετική απόδοση περί καινοτομιών του ανταγωνισμού στην αγορά πολλά πράγματα είναι εσφαλμένα. Αυτή βασίζεται στις νεοκλασικά ιδεαλιστικές προϋποθέσεις της αγοράς, που όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν[7]. Το υποτιθέμενα υπαρκτό «αόρατο χέρι της αγοράς» που ρυθμίζει την προσφορά και τη ζήτηση και οδηγεί στο κοινό καλό, είναι ένα παραμύθι της κυρίαρχης οικονομίας προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από τις δυσλειτουργίες της αγοράς. Οι αγοραίες τιμές μπορούν να αντικατασταθούν από τις τιμές μεταβίβασης και τα ισοζύγια ποσότητας, και η συμφωνία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης λαμβάνει χώρα καλύτερα μέσω ενός στενού δικτύου αισθητήρων, υπολογιστικού νέφους, ισχυρών υπολογιστών και τεχνητής νοημοσύνης. Όταν στο σούπερ μάρκετ το τυρί τελειώνει, τότε στην εποχή της ψηφιοποίησης το γαλακτοκομείο το γνωρίζει σε πραγματικό χρόνο και οργανώνει τον ανεφοδιασμό ακριβώς με τα είδη τυριών που λείπουν. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η ψηφιοποίηση τόσο πιο πολύ μπορούν να αναλυθούν [τα στατιστικά στοιχεία με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά] των προϊόντων, [επομένως], να λαμβάνονται και οι αποφάσεις για την παραγωγή τους.
Θα απουσιάζουν στον κομμουνισμό οι καινοτομίες; Ούτε και αυτό θα συμβεί, το αντίθετο. Οι καινοτομίες δεν μπορούν να δημιουργηθούν μόνο μέσω του επιπρόσθετου κέρδους των πρωτοπόρων και των απομιμήσεων της ανταγωνιστικής πίεσης της αγοράς. Μέσω των εφευρέσεων που προωθούνται από κοινού και την επιχειρησιακή αυτοανάπτυξη των εργαζομένων μπορούν να προκύψουν περισσότερες καινοτόμες ιδέες απ’ ότι στον καπιταλισμό και αυτές να εφαρμόζονται επίσης σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Πλάνο και εξουσία
Τι θα συμβεί, ρωτά ο αστός οικονομολόγος Friedrich August Hayek (Φρίντριχ Άουγκουστ Χάγιεκ) (1899-1992)[8], αν ο πληθυσμός δεν μπορεί να συμφωνήσει με τους στόχους του πλάνου / σχεδίου; Τότε οι συνέπειες -κατά τον Χάγιεκ- θα είναι η πλήρης έλλειψη σχεδίου και το πλήρες χάος ή η σχεδιασμένη οικονομία. Μέσω του προτσές της συγκέντρωσης της εξουσίας στο κράτος το σχέδιο -κατά Χάγιεκ πάντα- θα οδηγήσει στη δουλεία και μαζί μ’ αυτήν σε αυστηρούς περιορισμούς της ελευθερίας. Ο Χάγιεκ δεν ήταν φίλος της δημοκρατίας, αυτόν τον ενδιέφερε η ελευθερία των καπιταλιστών. Αν συνδέσουμε το σχέδιο με την άμεση δημοκρατία, τότε, παρά τις υπαρκτές αντιθέσεις συμφερόντων και τις διαφορές απόψεων δεν θα υπάρξει έλλειψη σχεδίου και συγκέντρωση της εξουσίας στο κράτος. Ουσιαστικά, μια συμφωνία επιτυγχάνεται με μια παραγωγική αντιπαράθεση, με μια πολιτισμένη διευθέτηση συγκρούσεων και όταν απουσιάζουν συγκρούσεις συμφερόντων που σχετίζονται με τη διανομή -μόνο η βούληση των πολιτών τεκμηριώνει και νομιμοποιεί τον καθορισμό των μακροικονομικών εξελίξεων. Είναι ακριβώς ο δημοκρατικός σχεδιασμός αυτός που δεν οδηγεί στη συγκέντρωση εξουσίας, αλλά σε μια ευρεία κατανομή εξουσίας. Η κοινωνία δεν μπορεί να αφήσει την κατανομή των δεδομένων για τη διάρθρωση της εθνικής οικονομίας στην αγορά και στο κεφάλαιο.
Η αμεσοδημοκρατική σχεδιομετρική οικονομία ανήκει στο μέλλον. Δεν θα είναι σε θέση να εκτοπίσει την αγορά σε μια νύχτα, ωστόσο είναι σημαντικό η αριστερά να απελευθερωθεί από την πίστη της στην αγορά και να αναγνωρίσει το μελλοντικό δυναμικό του ψηφιακού μακροσχεδιασμού. Μια επιτυχής επίλυση προβλημάτων προϋποθέτει την απομάκρυνση από την αιτία, από τον καπιταλισμό, και μια αμεσοδημοκρατική στρατηγική μετασχηματισμού που υπερβαίνει το σύστημα. Ο κύριος αντίπαλος δεν είναι οι νεοναζί ή η νεοφιλελεύθερη μορφή του καπιταλισμού. Ο αντίπαλος είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Πηγή: junge Welt, 08.02.2021
Μετάφραση: Παναγιώτης Γαβάνας
______
Σημειώσεις
[1] Πρβλ. οι οικονομικο-πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές «Umsteuern jetzt. Für einen sozial-ökologischen Weg aus der Krise» του κόμματος Die Linke στις αρχές του έτους 2021, που παρουσίασαν οι Katja Kipping, Bernd Riexinger, Harald Wolf και Jörg Schindler.
[2] Eduard Bernstein: Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemokratie. 8η έκδοση 1984, νέα στοιχειοθεσία της 2ης έκδοσης που κυκλοφόρησε το 1921, Dietz–Verlag, Βερολίνο/Όπλαντεν, σ. 169.
[3] Αναλυτικότερα βλέπε: Alfred Müller: Eine Wirtschaft, die tötet – Über den Kapitalismus, seine Überwindung und die Zeit danach. Papyrossa-Verlag, Κολονία 2019, σ. 286 σσ.
[4] Παραθέσεις σύμφωνα με την Ρόζα Λούξεμπουργκ: Gesammelte Werke, τόμ 4, Dietz–Verlag, Βερολίνο 1979, σ. 408, σ. 485 και σ. 509.
[5] Στο βιβλίο «Eine Wirtschaft, die tötet» εξήγησα αναλυτικά τους απαραίτητους τομείς και τις διαδικασίες του κοινωνικού άμεσου εκδημοκρατισμού.
[6] Πρβλ. Ludwig von Mises: Die Gemeinwirtschaft – Untersuchungen über den Sozialismus. Ιένα 1951, σ. 211–222.
[7] Πρβλ. Müller: Eine Wirtschaft, die tötet, ό.π., σ. 239 σσ.
[8] Πρβλ. Friedrich A. Hayek: Der Weg zur Knechtschaft. Olzog-Verlag, Μόναχο 2011, σ. 82 σσ., σ. 105 σσ., σ. 143, σ. 165, σ. 185, σ. 200, σ. 205 σ., σ. 243 και σ. 255.
Πηγή: orizondas.blogspot