ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
του Δημήτρη Καζάκη, 25/3/2017
Για τους αποικιοκράτες της Ευρώπης ο αγώνας για την ελευθερία των Ελλήνων που ξέσπασε το 1821 δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια αυθαιρεσία βάρβαρων ληστών και κατσαπλιάδων εναντίον του σεβάσμιου και καλοπροαίρετου Σουλτάνου. Οι κατσαπλιάδες που ξεσηκώθηκαν δεν είχαν στο νου τους μόνο το λουφέ και τη λεηλασία. Κι όταν το ματοκύλισμα πήρε διαστάσεις άνευ προηγουμένου, τότε επενέβησαν οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, μπας και σταματήσουν το κακό. Και κυρίως να εκπολιτίσουν τους βάρβαρους ανατολίτες, που είχαν και έχουν το θράσος να θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του ηρωικού γένους των αρχαίων Ελλήνων.
Αυτά έλεγαν τότε κι αυτά συνεχίζουν να λένε και σήμερα. Μας το λένε καθαρά ακόμη και με δηλώσεις τους ακόμη και σήμερα. Η πρόσφατη δήλωση Ντάιζεμπλουμ, αποτελεί απλά το κερασάκι στη σαντιγί. Αυτά παπαγαλίζουν και τα ανδράποδα της αμορφωσιάς και της ηλιθιότητας μέσα στη χώρα μας.
Οι Έλληνες πρέπει να ξεχάσουν την ιστορία τους και να σιχαθούν τους αγώνες του έθνους και του λαού τους για την πολυπόθητη ελευθερία. Ιδιαίτερα σήμερα που διακυβεύεται η ίδια η επιβίωσή τους.
Ο Έλληνας σήμερα πρέπει να αισθάνεται ένοχος για τον πατριωτισμό του. Πρέπει να ξεχάσει ότι…
«ο πατριωτισμός, όπως γράφει ο Λένιν, είναι ένα από τα πιο βαθιά αισθήματα, ριζωμένα λόγω της ύπαρξης επί αιώνες και χιλιετίες ξεχωριστών πατρίδων» (Λένιν, Άπαντα τ. 37, σ. 190). Και οι ξεχωριστές πατρίδες είναι σύμφυτες με τους ξεχωριστούς ανθρώπους. Πάνω στο έδαφος της ξεχωριστής πατρίδας αναπτύσσεται ιστορικά ο ξεχωριστός τρόπος ζωής κάθε ανθρώπου, τα ήθη και τα έθιμά του, οι πεποιθήσεις και η κοινωνική του συνείδηση, οι αγώνες του για δικαιώματα και ελευθερία.
Η παγκόσμια ιστορία του ανθρώπινου γένους δεν υφίσταται ως ανθρωπολογία, ή ζωολογία, αλλά ως διαλεκτική ενότητα της ιστορικής πορείας κάθε ξεχωριστής πατρίδας και του τρόπου που διαμορφώνεται ιστορικά από τους κοινωνικούς αγώνες και τις αγωνίες των ανθρώπων που την συγκροτούν. Μέσα από την πατρίδα του ο ιστορικός άνθρωπος αποκτά προσωπικότητα, πολιτισμό και τέχνη, αλλά και την ικανότητα να κατανοεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο τον κόσμο ευρύτερα. Ανάλογα με τα όρια της εποχής του.
Χωρίς πατρίδα δεν υφίσταται ιστορικός άνθρωπος. Η ιστορία του δεν είναι πια η διαφορετικότητα και η εξέλιξη των κοινωνιών του στο πέρασμα των χρόνων, αλλά η ιστορία του ζωικού είδους με την ονομασία άνθρωπος.
Αυτό το είχαν καταλάβει οι άνθρωποι από την πρώτη στιγμή που τους δόθηκε η ευκαιρία να εγκατασταθούν σε οικισμούς και αργότερα σε πόλεις αποκτώντας για πρώτη φορά στην ιστορία τους πατρίδα. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα καταριέται όποιον είναι “ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιος”, δηλαδή χωρίς ανάγκη πατρίδας, διότι αυτός “πολέμου έραται επιδημίου οκρυόεντος”.
Με τη σειρά του ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του θεωρεί εκείνον που δεν έχει ανάγκη πατρίδας, δηλαδή Πόλης, κτήνος ή Θεό: “Απ’ αυτό συνάγεται ότι η πόλη αποτελεί μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό, και ότι αυτός που εξαιτίας της φύσης του και όχι εξαιτίας των περιστάσεων ζει εκτός πόλεως είναι είτε φαύλος είτε κάτι καλύτερο από άνθρωπος, όπως ακριβώς είναι και εκείνος που αποδοκιμάστηκε από τον Όμηρο: ο άνθρωπος χωρίς συγγενικούς δεσμούς, χωρίς νομικές δεσμεύσεις και χωρίς σπίτι…”
Άνθρωπος γενικά δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα δεν είναι άνθρωπος εκ φύσεως, αλλά κτήνος ή Θεός. Κι επειδή δεν μπορεί να είναι Θεός -ότι κι αν νομίζει ο ίδιος για τον εαυτό του- τότε είναι κτήνος. Ικανός μόνο για κτηνωδίες. Υποβιβάζεται σε αγελαίο ζώο, σε νομάδα τροφοσυλλέκτη χωρίς κοινωνική συνείδηση, ιστορική συνέχεια και ταυτότητα.
Ενώ η διαφορετικότητα της ξεχωριστής προσωπικότητας που οφείλει να διακρίνει κάθε κοινωνικό άνθρωπο υποβιβάζεται σε ζωώδη αντανακλαστικά και συμπεριφορές, που γεννούν εκ φύσεως το μίσος και την απανθρωπιά. Πρόκειται για ένστικτα και συμπεριφορές που μπορούν να υποδουλώνονται μόνο σε απάνθρωπες κοσμικές και απόκοσμες εξουσίες.
Δεν είναι εγωιστική η αξίωση να σου ανήκει μια πατρίδα για να της ανήκεις. Είναι η προϋπόθεση της διαφορετικότητας σου, το πόσο αληθινά ξεχωριστή προσωπικότητα είσαι σαν κοινωνικός άνθρωπος. Πόσο ανοιχτούς ορίζοντες διαθέτεις για να κατανοήσεις, να συμπαθήσεις και να υπερασπιστείς το θεμελιώδες δικαίωμα του καθενός, να κάνει τις δικές του επιλογές, να είναι διαφορετικός, να έχει τις δικές του ρίζες και τη δική του ιστορία, να διάγει τον τρόπο ζωής που αυτός προτιμά χωρίς να τον επιβάλλει σε κανέναν άλλον, να έχει τη δική του ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία και συναίσθηση του κόσμου.
Και χωρίς να ξέρεις να αγαπάς τους δικούς σου, χωρίς να δένεσαι με τον τόπο σου, με τον πολιτισμό που σε γαλούχησε από το πρώτο μητρικό γάλα, με τον τρόπο που σε κοινωνικοποιεί η ίδια η πατρίδα σου μέσα απ’ όλες τις αντιξοότητες και τις αντιθέσεις, όσο τραυματικές ή ασυμφιλίωτες κι αν είναι, δεν θα μάθεις τίποτε άλλο εκτός από το να μισείς. Τους πάντες και τα πάντα. Δεν θα μάθεις ποτέ ποιός αληθινά είσαι και πού ανήκεις. Θα ξέρεις να μετράς τον εαυτό σου μόνο με μέτρο τον εγωισμό σου και με όσα αποκτάς -ανθρώπους, ζώα, πράγματα και πλούτη.
Η αίσθηση της κοινωνίας που αποκτά κάθε φορά ο άνθρωπος εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τον τρόπο που κατανοεί, συνδέεται και διεκδικεί την πατρίδα του. Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στα απομνημονεύματά του: “Η κοινωνία των ανθρώπων ήταν μικρή, δεν είναι παρά η επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους του Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώρα από το ειδικό τους. Την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μικρότερο μέρος του κόσμου. Η Αμερική μας φαίνεται ως πως τους εφαίνετο αυτών η Ζάκυνθος, έλεγαν εις την Φραγκιά.”
Η επανάσταση του 1821 διέλυσε τη στενότητα του τοπικισμού και την μεσαιωνική αυτάρκεια της μιζέριας. Ταύτισε για πρώτη φορά το έθνος -που ο Ηρόδοτος το προσδιόριζε ως “αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…”- με την πατρίδα. Κι έτσι για πρώτη φορά ο σύγχρονος Έλληνας αυτοδίκαια απέκτησε θέση στον κόσμο, στη νεώτερη παγκόσμια ιστορία, όχι ως κειμήλιο ή ευτελισμένο απομεινάρι του ηρωικού του παρελθόντος -όπως τον ήθελαν οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι- αλλά ως διακριτική, ξεχωριστή ιστορική οντότητα. Να γιατί η ελευθερία συνδέθηκε αδιάρρηκτα με τον αγώνα για μια ελεύθερη πατρίδα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πατριωτισμός που διακατέχει όλους τους Έλληνες είναι ίδιος. Ο πατριωτισμός από την εποχή της αρχαιότητας των ελληνικών πόλεων εξαρτιόταν από τον ιδιωτικό πλούτο. Ο βαθύς διαχωρισμός σε πλούσιους και φτωχούς δίχασε και τον ίδιο τον πατριωτισμό. Ο πατριωτισμός της επανάστασης του 1821 εμφανίστηκε διχασμένος από την πρώτη κιόλας στιγμή. Άλλος ο πατριωτισμός του χωριάτη που ζώστηκε τ’ άρματα ενάντια στον τύραννο κι άλλος ο πατριωτισμός του προύχοντα, του κοτζαμπάση, του τουρκοχριστιανού -όπως τους ονόμαζαν τότε- του φαναριώτη τυχοδιώκτη.
Να γιατί η επανάσταση από την πρώτη κιόλας στιγμή -από την επομένη της απελευθέρωσης της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου- χωρίστηκε σε δυο κόμματα, σε δυο πολιτικές μερίδες. Από τη μια το κόμμα των στρατιωτικών ή το επαναστατικό κόμμα -όπως το χαρακτήριζαν οι διπλωμάτες των μεγάλων δυνάμεων της Ιερής Συμμαχίας- και από την άλλη το κόμμα των αρχόντων, ή ολιγαρχικό κόμμα, ή ευρωπαϊκό κόμμα.
Ο Λαμαρτίνος έλεγε τον 19ο αιώνα: “Υπάρχουν δυο είδη πατριωτισμού. Ένας που τον αποτελούν όλα τα μίση, όλες οι προλήψεις, όλες οι αδρές αντιπάθειες που τρέφουν οι λαοί ο ένας για τον άλλο (…). Υπάρχει ένας άλλος πατριωτισμός, που τον αποτελούν, αντίθετα, όλες οι αλήθειες, όλες οι δυνατότητες, όλα τα δικαιώματα που διαθέτουν από κοινού οι λαοί. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον πατριωτισμό, αγαπώντας πάνω απ’ όλα τη δική σου πατρίδα, αφήνεις να ξεχειλίσουν όλες οι συμπάθειες πέρα από φυλές, γλώσσες, σύνορα…”
Ο πατριωτισμός του επαναστατικού κόμματος το 1821 ήταν ο πατριωτισμός του Ρήγα. Ενώ ο πατριωτισμός του κόμματος των αρχόντων ήταν το μίσος απέναντι σε κάθε τι που απειλούσε το λουφέ, τα προνόμια και την αρπαγή της εξουσίας από τους ίδιους. Από αυτόν τον πατριωτισμό του μίσους γεννήθηκε ο εθνικισμός, ο οποίος στην ένωσή του με την ξενοκρατία και τη ξενοδουλία γέννησε τον εγχώριο φασισμό. Με αυτόν τον φασιστικό πατριωτισμό, με τον εθνικισμό του μίσους θέλουν δεξιοί και αριστεροί σήμερα να ταυτίσουν τον πατριωτισμό του λαού.
Όσο όμως κι αν θέλουν δεν θα το πετύχουν. Γιατί όπως αποδεχόταν ακόμη και ο Τζορτζ Όργουελ ήδη από το 1945, “ο εθνικισμός δεν πρέπει να συγχέεται με τον πατριωτισμό. Και οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται συνήθως με τόσο ασαφή τρόπο που κάθε ορισμός είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ τους, δεδομένου ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές, ακόμα και αντίθετες ιδέες. Με τον όρο «πατριωτισμός» εννοώ την αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο τόπο και έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ο οποίος ο καθένας πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος στον κόσμο, αλλά δεν έχει καμία επιθυμία να τον επιβάλλει σε άλλους ανθρώπους. Πατριωτισμός είναι εκ φύσεως αμυντικός, τόσο στρατιωτικά, όσο και πολιτισμικά. Ο εθνικισμός, από την άλλη πλευρά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την επιθυμία για εξουσία.
Ο βαθύς σκοπός του κάθε εθνικιστή είναι να εξασφαλίσει περισσότερη δύναμη και περισσότερο κύρος, όχι για τον εαυτό του, αλλά για το έθνος ή άλλη μονάδα στην οποία έχει επιλέξει να βυθίσει τη δική του ατομικότητα.”
Να γιατί τα λόγια του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για την προς την πατρίδα αγάπη μου, συγκινούσαν και συγκινούν κάθε αληθινό Έλληνα, κάθε αληθινό άνθρωπο που αγαπάει τη ζωή και τους συνανθρώπους του:
Δὲν εἶναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μέρα
σχίζει τὰ νέφη καὶ περνᾷ γοργὸ σὰν τὸν ἀγέρα,
οὔτε κισσός, ή ἀναίσθητος τὴν πέτρα περιπλέκει
οὔτ᾿ ἀστραπή, ποὺ σβύνεται χωρὶς ἀστροπελέκι,
δὲν εἶναι νεκροθάλασσα, βοὴ χωρὶς σεισμό,
νοιώθω γιὰ σέ, πατρίδα μου, στὰ σπλάγχνα χαλασμό.
Να γιατί οφείλουμε να γιορτάζουμε την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 και να την τιμούμε παλεύοντας για την ελευθερία της πατρίδας από τη σύγχρονη μορφή δουλείας που μας έχουν επιβάλει