ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Σπύρος Στάλιας, Οικονομολόγος Ph.D,
22 Μαρτίου 2017
Ας δούμε την Υπόθεση του Διπλού Ελλείμματος που εδώ και εννέα χρόνια μας έστειλε στη λιτότητα στην ανεργία και στη φτώχεια. Η Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων, αυστηρά θεωρεί, ότι αν οι αποταμιεύσεις είναι μεγαλύτερες από τις δαπάνες του ιδιωτικού τομέα ή η διαφορά τους είναι σταθερή, τότε το έλλειμμα του δημόσιου τομέα προκαλεί έλλειμμα στον εξωτερικό τομέα, δηλαδή το εξωτερικό χρέος αυξάνεται και κατά συνέπεια η λιτότητα είναι επιβεβλημένη.
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) μπορούμε να το δούμε από δύο πλευρές. Από την πλευρά των δαπανών και από την πλευρά του εισοδήματος που παρήχθη.
Αν το δούμε από την πλευρά των δαπανών έχουμε:
ΑΕΠ= C + I +G + (X – M)
που σημαίνει ότι η συνολική εθνική δαπάνη (ΑΕΠ) αποτελείται από το άθροισμα της τελικής δαπάνης για κατανάλωση (C), συν την δαπάνη για επενδύσεις (Ι), συν τις συνολικές κρατικές δαπάνες (G), δηλαδή τις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες του κράτους, συν την διαφορά εισαγωγών-εξαγωγών (X – M) ή πιο ακριβέστερα, συν το έλλειμμα ή περίσσευμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Κατά συνέπεια οι μεταβλητές C, I, G, X, εκφράζουν την δαπάνη που δημιουργεί εισόδημα, απασχόληση, αύξηση του ΑΕΠ. Η μείωση τους ασφαλώς προκαλεί το αντίθετο.
Αν το δούμε από την πλευρά των εισοδημάτων (ΑΕΠ) θα έχουμε :
ΑΕΠ = C + S + T
που η εξίσωση υποδηλώνει ότι το εθνικό εισόδημα τελικά εισπράττεται από τα νοικοκυριά με την μορφή εισοδήματος που καταναλώνεται (C), που αποταμιεύεται (S), και από το κράτος που εισπράττει φόρους (Τ).
Οι μεταβλητές S, T, M, εκφράζουν εισόδημα, μη δαπάνη, που αποτελεί διαρροή της ζήτησης, και κατά συνέπεια η αύξηση τους μειώνει το εθνικό εισόδημα και αυξάνει την ανεργία.
Βασικός κανόνας της μακροοικονομίας και της λογιστικής, είναι ότι το εισόδημα του ενός είναι δαπάνη του άλλου και άρα ισχύει:
C + I + G + (X – M) = C + S + T
που μπορεί να γραφεί:
(G-T) + (I-S) + ( X-M) =0
Η παραπάνω ισότητα περικλείει και τους τρεις τομείς της οικονομίας.
Το στοιχειό (G-T), εκπροσωπεί τον δημόσιο τομέα της οικονομίας.
Όταν οι δαπάνες (G) είναι μεγαλύτερες των φόρων (Τ), δηλαδή (G>T), τότε ο δημόσιος τομέας έχει έλλειμμα και αν (G<T) ο δημόσιος τομέας έχει περίσσευμα.
Το στοιχειό (I-S) εκπροσωπεί τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Αν οι δαπάνες του ιδιωτικού τομέα (Ι) είναι μεγαλύτερες από τα εισοδήματα του (S), δηλαδή (I>S), τότε ο ιδιωτικός τομέας έχει έλλειμμα, ενώ όταν τα εισοδήματα του (S) είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες του, δηλαδή (S>I), τότε ο ιδιωτικός τομέας έχει περίσσευμα.
Το στοιχείο (X–M) εκπροσωπεί τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας.
Όταν οι εξαγωγές της χώρας (Χ) είναι μεγαλύτερες από τις εισαγωγές (Μ), δηλαδή (Χ>Μ), τότε ο εξωτερικός τομέας της χώρας έχει περίσσευμα, ενώ αν (Χ<Μ), δηλαδή οι εισαγωγές είναι μεγαλύτερες από τις εξαγωγές, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών έχει έλλειμμα (περιλαμβάνεται και η διακίνηση κεφαλαίων).
Η πρόταση που μας εισηγείται η παραπάνω εξίσωση είναι, ότι εφ’ όσον
(T-G)+(S-I)+(M-X)=0, αποκλείεται ταυτοχρόνως και οι τρεις τομείς της οικονομίας να έχουν έλλειμμα ή και οι τρεις να έχουν περίσσευμα.
Αν κάποιος τομέας έχει έλλειμμα, τότε κάποιος άλλος ή και οι άλλοι δυο τομείς θα έχουν περίσσευμα, και αντιστρόφως. Είναι απλή πρακτική αριθμητική.
Το έλλειμμα/περίσσευμα του δημοσίου τομέα είναι μέχρι τελευταίου ευρώ το περίσσευμα /έλλειμμα του ευρύτερου ιδιωτικού τομέα, του εσωτερικού ιδιωτικού τομέα και του εξωτερικού τομέα δηλαδή, (G-T) = (S-I) + ( M-X).
Ο παραπάνω πινάκας και το γράφημα από τους Εθνικούς Λογαριασμούς αποδεικνύουν τις σχέσεις που αναφέρθηκαν.
Θα δούμε τώρα την Υπόθεση των Διδύμου Ελλείμματος μέσα από την ισότητα (T-G) + (S-I) + (M-X) =0 αφού την γράψουμε ως εξής: (X–M)= (T–G) + (S–I).
Η Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων, αυστηρά θεωρεί ότι αν (S-I)=0 ή η διαφορά τους είναι σταθερή, τότε το έλλειμμα του δημόσιου τομέα (G>T) προκαλεί έλλειμμα στον εξωτερικό τομέα (X<M), δηλαδή το εξωτερικό χρέος αυξάνεται.
Η θεραπεία θα επέλθει μέσω της λιτότητας, δηλαδή η φορολογία θα αυξηθεί, οι τιμές θα μειωθούν όπως και οι μισθοί, δηλαδή το κράτος θα δημιουργήσει περίσσευμα, δηλαδή (T>G), όπου οι φόροι θα είναι μεγαλύτεροι από τις δαπάνες του κράτους και έτσι θα εξαφανιστεί το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών.
Αλλά η Υπόθεση των Δίδυμων Ελλειμμάτων αγνοεί την στάση του ιδιωτικού τομέα (S-I). Δυστυχώς για τους νεοφιλελεύθερους υπάρχει και αυτός, και καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την συμπεριφορά του. Aπo τα διεθνή στατιστικά στοιχεία η αντίδραση του δεν είναι σταθερή, και ποτέ, μα ποτέ, δεν ισχύει για πάντα S=I ή S>I ή S<I, με την έννοια ότι ζούμε σε ένα κόσμο αβεβαιότητας, τίποτα δεν είναι προβλεπτό στην Οικονομία.
Έτσι η Υπόθεση τους καταρρίπτεται εν τη γενέσει της.
Αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση μακροχρονίως επιδιώκει να έχει εξισορροπούμενο προϋπολογισμό, δηλαδή T=G, και ο ιδιωτικός τομέας δαπανά περισσότερο από ότι εισπράττει, δηλαδή S<I, τότε κατ ανάγκη οι εισαγωγές θα είναι μεγαλύτερες από τις εξαγωγές, Χ<M, και θα οδηγηθούμε σε έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, ισοδύναμο του ελλείμματος του ιδιωτικού τομέα. Η κατάσταση αυτή είναι συνεπής προς την οικονομική θεωρία και αντανακλά την πραγματικότητα, στο βαθμό που οι ξένοι επιθυμούν να χρηματοδοτούν το έλλειμμα, εξάγοντας στην χώρα πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες. Κατά συνέπεια έλλειμμα μπορεί να δημιουργήσει και ο ιδιωτικός τομέας.
Αν εξακολουθήσουμε να υποθέτουμε ότι η κυβέρνηση μακροχρονίως επιδιώκει να έχει εξισορροπημένο προϋπολογισμό, δηλαδή T=G, αλλά ο ιδιωτικός τομέας αποταμιεύει περισσότερο από ότι δαπανά, δηλαδή S>I, τότε θα έχουμε αποτελέσματα αντίθετα από αυτά που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Με άλλα λόγια η συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα μπορεί να οδηγήσει το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών σε διακυμάνσεις που είναι εντελώς άσχετες με το έλλειμμα του δημόσιου τομέα.
Εκείνο που πρέπει να καταστεί σαφές, είναι ότι ένα κράτος δεν μπορεί να έχει απολυτό έλεγχο στις μεταβλητές εκείνες που καθορίζουν το εξωτερικό του εμπόριο. Αν υποθέσουμε μια μείωση της ζήτησης του εξωτερικού εμπορίου, τότε αφού οι εξαγωγές (Χ) είναι στοιχείο της ζήτησης, είναι πιθανό αυτό να οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ με συνέπεια να μειωθούν οι φόροι και η κυβέρνηση να βρεθεί με έλλειμμα. Στην περίπτωση αυτή η αιτιότητα είναι αντίστροφη απ ότι ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι. Δημιουργείται έλλειμμα στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας που έχει ως συνέπεια όμως την δημιουργία ελλείμματος στον δημόσιο τομέα. Αλλά το έλλειμμα του δημόσιου τομέα ενισχύει τα εισόδημα του ιδιωτικού τομέα και ενισχύει έτσι την αποταμίευση του. H μεταβολή της θέσης του ιδιωτικού τομέα μπορεί να τροφοδοτήσει μεταβολές της θέσης του εξωτερικού τομέα χωρίς σαφής μεταβολές στην θέση του δημόσιου τομέα.
Συνοψίζοντας, από τις παραπάνω θέσεις και έχοντας υπ όψη και τα διεθνή στατιστικά στοιχεία, είναι αδύνατον να στοιχειοθετηθεί η θέση ότι ο εξωτερικός τομέας μπορεί να επηρεαστεί από τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και αντιστρόφως. Ο παράγοντας που απαγορεύει την συστηματική αυτή θέση που ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι, για να δικαιολογήσουν την αθλιότητα της λιτότητας ως αναγκαίας πολιτικής, είναι η συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα.
Η Υπόθεσης των Δίδυμων Ελλειμμάτων συνοδεύεται από το Θεώρημα του Παραγκωνισμού των Ιδιωτικών Επενδύσεων και των Εξαγωγών, σύμφωνα με το οποίο το έλλειμμα του κράτους οδηγεί τα επιτόκια σε άνοδο, αφού το χρήμα είναι δεδομένο λόγω συγκεκριμένων αποταμιεύσεων. Με άλλα λόγια λόγω του ανταγωνισμού για την ανεύρεση των σπανίων κεφαλαίων, τα επιτόκια οδηγούνται σε άνοδο, με αποτέλεσμα την μείωση των επενδύσεων, άλλα και σε άνοδο οδηγείται και η συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος, με αποτέλεσμα την μείωση των εξαγωγών.
Η σύλληψη αυτή φυσικά είναι λανθασμένη.
1) Το επιτόκιο δεν αυτοκαθορίζεται εντός του συστήματος από την απόδοση του κεφαλαίου και τις αποταμιεύσεις. Το επιτόκιο καθορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα. Το χρήμα είναι ενδογενές.
2) Οι κρατικές δαπάνες είναι αυτές που δημιουργούν αποταμιεύσεις και δεν έχουν πηγή οι δαπάνες τις αποταμιεύσεις.
3) Τέλος οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα μέσω μιας απλής λογιστικής εγγραφής και ας μην έχουν ούτε ένα ευρώ καταθέσεις, αρκεί ο αιτών το δάνειο να θέλει να το πάρει και ταυτόχρονα να είναι αξιόπιστος πελάτης. Τα δάνεια δημιουργούν καταθέσεις και όχι οι καταθέσεις δάνεια. Σήμερα το θέμα είναι ότι κανείς δεν θέλει να δανειστεί γιατί η ζήτηση έχει κατακρημνιστεί.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει μια συστηματική σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών.
Πως λειτουργούν ακριβώς τα πράγματα, πως οι διεθνείς συναλλαγές πραγματοποιούνται;
Οι συναλλαγές μεταξύ χωρών αποκαλούνται διεθνείς εμπορευματικές συναλλαγές. Οι εξαγωγές δηλώνουν εμπορεύματα και υπηρεσίες που παρήχθησαν στη χώρα για να φύγουν από την χώρα, ενώ οι εισαγωγές είναι υπηρεσίες και εμπορεύματα που παρήχθησαν σε ξένες χώρες που εισέρχονται στη χώρα.
Οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν κόστος για τους κατοίκους της χώρας, επειδή εκφράζουν κεφάλαιο, εργασία και πόρους τους οποίους οι κάτοικοι δεν μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν για να παράγουν προϊόντα που οι ίδιοι αλλιώς θα κατανάλωναν.
Οι εισαγωγές είναι πραγματικό όφελος με την έννοια ότι έρχονται απ’ έξω και καταναλώνονται από τους κατοίκους τη χώρας.
Με αυτή την έννοια, αν οι εισαγωγές είναι μεγαλύτερες από τις εξαγωγές τότε ο υλικός βίος των κατοίκων της χώρας είναι σαφώς καλύτερος. Οι εξαγωγές μπορούν να θεωρηθούν ως το κόστος των εισαγωγών.
Οι χρηματικές συναλλαγές δεν θεωρούνται ως εξαγωγές ή εισαγωγές. Αντιπροσωπεύουν χρηματικές ροές από και προς την χώρα και έχουν επίπτωση στην συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της χώρας με τα άλλα νομίσματα.
Οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με τα νομίσματα των χωρών που συναλλάσσονται.
Αν θέλουμε να αγοράσουμε κάτι από την Ρωσία θα πρέπει να αναζητήσουμε ρούβλια δίνοντας δραχμές, και αν η Ρωσία θέλει να αγοράσει κάτι από την Ελλάδα, θα αναζητήσει δραχμές για να πληρώσει δίνοντας ρούβλια. Σε ποια ισοτιμία γίνεται η ανταλλαγή; Δηλαδή πόσες δραχμές θα πρέπει να δώσουμε για να αγοράσουμε ένα ρούβλι ή ένα δολάριο αν θέλουμε να συναλλαχθούμε με την Αμερική.
Ας δούμε αυτό το θέμα.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του κόσμου το νόμισμα είναι μη μετατρέψιμο σε άλλο νόμισμα αναφοράς ή σε χρυσό και παράλληλα τα νομίσματα τους τα αφήνουν ελευθέρα να διακυμαίνονται στις διεθνείς αγορές.
Αυτό σημαίνει ότι έχουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, δηλαδή οι χώρες μόνες τους καθορίζουν το ύψος του επιτοκίου που επιθυμούν, και όχι οι τραπεζίτες όπως σήμερα γίνεται στην Ευρωζώνη, ενώ η δημοσιονομική τους πολιτική, δηλαδή οι κρατικές δαπάνες, στοχεύει στη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης.
Δεδομένων αυτών, ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα έχει χρόνιο πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών της, δηλαδή οι εισαγωγές της είναι μεγαλύτερες των εξαγωγών της, δηλαδή η αξία των εισαγωγών της σε δραχμές είναι μεγαλύτερη σε αξία των εξαγωγών της σε δραχμές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι άνθρωποι στο εξωτερικό επιθυμούν να διακρατούν την ελληνική δραχμή, δηλαδή να αποταμιεύουν σε ελληνικές δραχμές και ομόλογα από το να αγοράζουν με τις δραχμές που έχουν άλλα ελληνικά προϊόντα. Εάν αγόραζαν δεν θα υπήρχε πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών. Θα είχαμε ισοσκελισμένο ισοζύγιο πληρωμών.
Αυτοί λοιπόν που στο εξωτερικό αποταμιεύουν σε ελληνικά αξιόγραφα (ομόλογα, μετοχές, δραχμές) επί της ουσίας είναι μέρος των αποταμιευτών που αποταμιεύουν μέσα στην Ελλάδα. Και οι δυο έχουν τις αποταμιεύσεις τους σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου για να κερδίζουν και κάποιο τόκο. Οι αποταμιεύσεις είναι ούτως ή άλλως εκπεφρασμένες σε δραχμές. Φυσικά αυτοί που αποταμιεύουν στο εξωτερικό σε ελληνικά ομόλογα ή δραχμές ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, κάλλιστα μπορούν να απαλλαγούν από τις ελληνικές δραχμές μέσω της αγοράς συναλλάγματος αγοράζοντας κάποιο άλλο νόμισμα.
Οι δραχμές αλλάζουν χέρια, η αποταμίευση παραμένει ιδία ως προς τον αριθμό των δραχμών, ενώ η αξία αυτών των δραχμών καθημερινά ίσως να μεταβάλλεται στη διεθνή αγορά συναλλάγματος.
Όπως έχει τονιστεί από τις αποταμιεύσεις εξαρτάται η απασχόληση, επειδή η αποταμίευση συνιστά στοιχείο που μειώνει την ζήτηση, και εντεύθεν καθορίζει την δαπάνη του δημοσίου τομέα για να στηρίξει την πλήρη απασχόληση. Οι αυξημένες κρατικές δαπάνες για την μείωση της ανεργίας όταν αυτή αυξηθεί αντιστοιχεί στην επιθυμία του ιδιωτικού τομέα να αποταμιεύει.
Με άλλα λόγια αν οι εισαγωγές αυξηθούν, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δυνατόν να χαθούν θέσεις εργασίας, τότε το κράτος αυξάνει τις δαπάνες του για να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και μειώνει τους φόρους ώστε να παρακινηθεί και ο ιδιωτικός τομέας στην προσπάθεια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Κατά συνέπεια οι αυξημένες εισαγωγές δεν πρέπει να θεωρούνται κάτι κακό, όπως μας λένε οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά μέρος της καλύτερης ζωής του ντόπιου πληθυσμού.
Αλλά πως θα διακυμαίνεται όμως η τιμή του νομίσματος στις διεθνείς αγορές;
Στην ουσία αυτό είναι αδιάφορο όσο οι ξένοι επιθυμούν να αποταμιεύουν σε ελληνικά αξιόγραφα, δηλαδή εμείς να εισάγουμε. Καλύτερα να παίρνεις παρά να δίνεις. Μέγας νόμος της οικονομίας. Αλλά τι ακριβώς είναι εκείνο που λαμβάνουν υπόψη οι αγορές για να αξιολογήσουν ένα νόμισμα;
Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο υπόδειγμα για την αποτίμηση κάποιου νομίσματος. Αλλά τα στοιχεία που λαμβάνονται υπ’ όψη είναι εκείνα της εγχώριας οικονομίας και κυρίως ο πληθωρισμός, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, η ανεργία, το ύψος των επιτοκίων. Όλα αυτά είναι υπό τον έλεγχο μιας κυβέρνησης που ασκεί σοβαρή νομισματική πολιτική , δημοσιονομική πολιτική και εισοδηματική πολιτική.
Με βάση λοιπόν μια επιστημονική αθλιότητα η χώρα οδηγήθηκε στην λιτότητα και τα μνημόνια και κάποιος-οι γι αυτή την απόφαση να είναι σίγουροι ότι θα απολογηθούν σύντομα στον Ελληνικό Λαό καθώς η φτώχεια και η δυστυχία θα καλπάσει το 2017.