ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.

ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.

Και καταργήσατε τη «νομιμότητα»!*
Saturday
20/01/2018
19:32 GMT+2
Επιστημονική τεκμηρίωση υπέρ του εθνικού νομίσματος Οθων Κουμαρέλλας
0

 

του Όθωνα Κουμαρέλλα, 20-1-2018

Η έννοια του Νόμου και της εφαρμογής του

Όπως έχει τονιστεί από πολλές πλευρές (και από τον γράφοντα επανειλημμένως), μια Κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς από τα μέλη της. Κανόνες που συγκροτούν ένα «Κοινωνικό» Συμβόλαιο και που στη πράξη είναι περιοριστικοί της «απόλυτης» ελευθερίας του ατόμου και επιβάλουν τη συνύπαρξη του «Εγώ» με το «Εμείς».

Οι κανόνες αυτοί προκύπτουν από της ανάγκες της συμβίωσης των μελών της ομάδας και αποτελούν εν πολλοίς το συνολικό Νομοθετικό πλαίσιο με βάση το οποίο λειτουργούν τα κράτη, τα οποία στη πράξη είναι θεσμικές οντότητες που εκπροσωπούν και εκφράζουν μια οργανωμένη κοινότητα ανθρώπων στον ιστορικό χρόνο, σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (χώρα), που τους χαρακτηρίζουν κοινά γνωρίσματα, όπως γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις κτλ. και τελικά σχετικά «κοινά» συμφέροντα. (Μολονότι στην πράξη οι παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων κάθε άλλο παρά κοινά συμφέροντα καθορίζουν).

Οι Νόμοι λοιπόν που διέπουν τη λειτουργία μιας κοινωνίας τέτοιας, σε μια συγκεκριμένη χώρα και ιστορική περίοδο, αντικατοπτρίζουν σε ένα μεγάλο βαθμό αυτά τα κοινά γνωρίσματα και έρχονται να εξυπηρετήσουν τα υποτιθέμενα «κοινά» συμφέροντα.

Υπάρχουν Νόμοι που έρχονται να ικανοποιήσουν τα ήθη, τα έθιμα, ή και τη θρησκευτική πίστη ενός λαού, ενώ άλλοι που, πάντα σε σχέση με τα προηγούμενα, ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών και μεταξύ αυτών και του Κράτους, δηλαδή τη θεσμική οντότητα που εκφράζει την οργανωμένη κοινότητα. Η ευθύνη εφαρμογής του Νόμου επαφίεται στα αντίστοιχα όργανα του κράτους, στα οποία όλοι οι πολίτες οφείλουν να υπακούουν, ενώ οι παραβιάσεις των νόμων είναι κατακριτέες θεωρούνται αδικήματα και τιμωρούνται ως τέτοια από τα αρμόδια δικαστικά και διοικητικά όργανα.

Το κράτος είναι προϊόν της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών από το στάδιο αρχέγονων μορφών κοινωνικής οργάνωσης με βάση τα γένη σε αυτό του «πολιτισμού». Θεωρητικά τόσο το κράτος, όσο και το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του και τις σχέσεις του με τους πολίτες, ή τη σχέση μεταξύ αυτών είναι ουδέτερο, ή οφείλει να είναι ουδέτερο. Θεωρητικά πάντα ο στόχος της ύπαρξής του είναι η εξισορρόπηση των διαφορετικών απόψεων που μπορεί να υπάρχουν (και οι οποίες κατά κανόνα αντανακλούν σε διαφορετικά και πολλές φορές αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ των πολιτών, ή οργανωμένων ομάδων αυτών) και έτσι να επιτρέπονται στο καθένα ατομικά, αλλά και συλλογικά μέσα στην ευρύτερη ομάδα, τόσοι βαθμοί ελευθερίας, έτσι ώστε να λειτουργεί αρμονικά με τα άλλα μέλη της κοινότητας, χωρίς να καταπιέζει και να καταπιέζεται.

Στη πράξη όμως σπάνια συναντάμε την ουδετερότητα στο κράτος και το Νομοθετικό του πλαίσιο. Ακόμη και υπό τη μορφή του κοινοβουλευτισμού, το κράτος -δημιούργημα κι αυτό της ταξικής διαφοροποίησης στην εξέλιξη του πολιτισμού- αποτελεί μηχανισμό καταστολής και επιβολής των συμφερόντων ολιγαρχικών ομάδων στο σύνολο της κοινωνίας. Κι αυτό, μολονότι από τα αρχαία χρόνια η κρατική αυτή «ουδετερότητα» ήταν ζητούμενο προκειμένου να επιτυγχάνεται η αρμονία και η κοινωνική συνοχή, στοιχεία απαραίτητα για την ευημερία και τη πρόοδο του συνόλου της κοινωνίας. Αντίθετα, παρατηρούμε, ότι τα πάντα εξαρτώνται από το ποιος, ή ποιοι καθορίζουν τους Νόμους, ποιων τα συμφέροντα έρχονται να εξυπηρετήσουν, σε ποιους εν τέλει αφορούν, ποιων τις ανάγκες καλύπτουν, πως εφαρμόζονται και πως ελέγχεται η εφαρμογή τους. Έτσι η διελκυστίνδα για τον έλεγχο της εξουσίας καλά κρατεί και προσλαμβάνει ορισμένες φορές χαρακτήρα που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε έντονες συγκρούσεις.

Αν οι Κανόνες και οι Νόμοι «φτιάχνονται» από τους λίγους, δηλαδή μια οργανωμένη ολιγομελή ομάδα με συγκεκριμένα συμφέροντα και αφορούν στους πολλούς, τότε λογικά αυτοί δεν μπορούν να εξασφαλίζουν ισορροπία και αρμονία στο κοινωνικό σώμα. Διότι οι λίγοι όσο κι αν θεωρούν τους εαυτούς τους εκλεκτούς, τα δικά τους συμφέροντα θα προσπαθήσουν να υπηρετήσουν και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μονάχα σε βάρος των υπολοίπων που είναι οι πολλοί και η κατάσταση αυτή, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει σε αντιδράσεις και συγκρούσεις και σε γενίκευση της «παρανομίας».

Αντίθετα αν οι «πολλοί» αποφασίζουν, τότε η κοινωνική συνοχή, η αρμονία και η ισορροπία αποκαθίστανται γύρω από τους κοινούς τόπους, η ατομικιστική «αρρώστια» υποχωρεί και η Κοινωνία αναβαθμίζεται σε ανώτερο επίπεδο Πολιτισμού και ευημερίας.

Κατά συνέπεια οι Κανόνες και οι Νόμοι που διέπουν τη λειτουργία μιας οργανωμένης πολιτείας οφείλουν να αντικατοπτρίζουν το «Κοινό περί Δικαίου Αίσθημα» και τη γενικότερη αντίληψη περί ισότητας και Ηθικής.

Ενώ όλοι οι νομοθέτες επικαλούνται τις παραπάνω αρχές και το δημόσιο συμφέρον, για να νομοθετήσουν και να επιβάλουν την εφαρμογή της νομοθεσίας, στη πράξη αυτό αποδεικνύεται -ως κανόνας- εντελώς προσχηματικό με συνέπεια η «εξουσία» να μετατρέπεται σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. Ένα καθεστώς αυταρχικό, το οποίο για να επιβιώσει παίρνει όλο και πιο σκληρά και αντικοινωνικά μέτρα που για τα περάσει καταφεύγει συνήθως σε φτηνά προπαγανδιστικά τεχνάσματα όπως η «σωτηρία του έθνους», ο «κομμουνιστικός» κίνδυνος κτλ, ή προσπαθεί να στρέψει τη μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης κ.ο.κ..

Το Ελληνικό πρόβλημα και η Ηθική της «Νομιμότητας».

Στην Ελλάδα (και όχι μόνο βέβαια) και παρά τα περίπου 200 χρόνια που πέρασαν από την ανεξαρτησία της και για λόγους που έχουν πολλές φορές αναλυθεί, αλλά δεν είναι της παρούσης, ουδέποτε έγινε κατορθωτό να αποκτήσει ένα τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο, κρατικές δομές και θεσμούς, που σε γενικές γραμμές να εξυπηρετούν τη κοινωνική συνοχή και να προάγουν τα κοινά συμφέροντα και την ευημερία του συνόλου των πολιτών. Και αυτό γιατί ουδέποτε δόθηκε η δυνατότητα να αποφασίζουν οι «πολλοί», αλλά πάντα μια εξαρτημένη από το εξωτερικό κάστα πλουσίων που κατάφερνε με διάφορους μηχανισμούς εξαγοράς, εκμαυλισμού και πελατειακών σχέσεων να προωθεί στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια και στο κράτος πάντα πρόθυμους να την εξυπηρετήσουν πολιτικούς. Η διαπλοκή δεν είναι μοναχά φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών, μολονότι στους καιρούς μας γενικεύτηκε και έγινε εντελώς απροκάλυπτη.

Σήμερα και μετά τη πτώχευση του 2010 και την εφαρμογή των σκληρών μέτρων λιτότητας, όλοι ψάχνουν να βρουν τους υπαίτιους της κρίσης και θεωρούν μάλιστα ότι η κύρια αιτία της μεγάλης κρίσης είναι η μη εφαρμογή των νόμων και η επικρατούσα ατιμωρησία.

Όμως όλοι μένουν στα επιφαινόμενα ψάχνοντας να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους, το ποιοι έκλεψαν και πως θα επιστραφούν τα κλεμμένα και αναρωτιούνται γιατί δεν εφαρμόζονται οι Νόμοι. Ποιοι νόμοι αλήθεια;

Αν ο πολιτικός που ισχυρίστηκε δημόσια και όλοι θυμόμαστε με απέχθεια τη δήλωση εκείνη, ότι το νόμιμο είναι και ηθικό, κατέστρεψε με τον τρόπο αυτό τη καριέρα του, θα πρέπει να μας προβληματίσει γιατί ολόκληρη η Κοινωνία δεν πιστεύει σ’ αυτή την ισότητα, που θα έπρεπε λογικά να ισχύει, αντίθετα πιστεύει, ότι η νομιμότητα πολλές φορές αντιστρατεύεται την Ηθική (και η Ηθική τη νομιμότητα). Μήπως η “αφελής” αυτή ρήση του Βουλγαράκη, απεκάλυψε άθελά του το πραγματικό πρόβλημα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας (και συνεπακόλουθα οικονομίας);

Φοβάμαι, ότι κανείς ή πολύ λίγοι ασχολούνται με το πραγματικό αίτιο της σημερινής κατάστασης, που δεν είναι η μη τήρηση των Νόμων και η ατιμωρησία, αλλά το ίδιο το υπάρχον διάτρητο, πολυδαίδαλο και πολλές φορές αλληλοαναιρούμενο Νομικό πλαίσιο που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την παρανομία. Δηλαδή, η ίδια η Νομοθεσία και ο τρόπος εφαρμογής της (που προβλέπεται από την ίδια), είναι η μήτρα της παρανομίας, της κάθε αυθαιρεσίας και συνεπακόλουθα της ατιμωρησίας, όσο κι αν αυτό φαντάζει εν πρώτοις περίεργο και αντιφατικό.

Πολύ περισσότερο, όταν το ίδιο αυτό νομοθετικό πλαίσιο στηρίζεται όχι στις αρχές του δικαίου και της ηθικής (όπως η συλλογική συνείδηση αντιλαμβάνεται την ηθική), για να μπορεί να εμπνέει τον σεβασμό της Κοινωνίας και των πολιτών, αλλά σε μια απολύτως ανήθικη βάση, εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων, τοπικιστικών ή συντεχνιακών συμφερόντων, ή πρώτα και κύρια συμφερόντων ομάδων που βρίσκονται ψηλά στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αντιστρατεύεται την ίδια τη λογική.

Σήμερα μάλιστα, που στο όνομα της «σωτηρίας» της χώρας από τη πτώχευση (που όμως ήδη έχει συμβεί) και της παραμονής μας στην ευρωζώνη δεχόμαστε ένα μπαράζ νομοθετικών ρυθμίσεων που έχουν διαλύσει και τα όποια ψήγματα κοινωνικής συνοχής και ισορροπίας είχαν προϋπάρξει και βυθίζουν ολοένα και περισσότερους στη φτώχεια και την ανέχεια, αξίζει το κόπο να ασχοληθούμε πιο σοβαρά με τη «νομιμότητα» σε τι αυτή συνίσταται, καθώς και την ηθική της βάση.

Η υφιστάμενη Νομοθεσία, αντί να ξεδιαλύνει και να καθορίζει με σαφήνεια τις σχέσεις της Πολιτείας με τους πολίτες, δηλαδή τις αρμοδιότητες και ευθύνες της ίδιας της Πολιτείας και να ζητά από τους πολίτες την ανταπόκριση από τη πλευρά τους στις δικές τους ευθύνες, προσπαθεί να μεταθέσει όλα τα βάρη και τις ευθύνες σ’ αυτούς (περίπου όπως η περίφημη ρήση «μαζί τα φάγαμε»), δημιουργώντας έτσι έναν παράδοξο αντικρατισμό: Όλοι, αδυνατώντας εντέλει να αναλάβουν τα βάρη και συνολικά τις ευθύνες (που δεν έχουν), δεν σέβονται το Κράτος και τους θεσμούς του, προσπαθούν να διαφύγουν με κάθε πρόσφορο τρόπο και οι πολίτες λειτουργούν ως άτομα – ιδιώτες πλέον, αποποιούμενοι οποιαδήποτε ευθύνη θα μπορούσε ακόμη και να τους αναλογεί. Περιμένουν όμως για το παραμικρό από τη Πολιτεία τις λύσεις που δεν έρχονται, αποκτώντας ανάποδα κρατικιστική αντίληψη και νοοτροπία και ενώ υβρίζουν το Κράτος, το θέλουν ύψιστο “πατερούλη”, πραγματικό “προστάτη” και ολόκληρη η κοινωνία καλείται να βαδίζει με αυτή την εντελώς αντιφατική λογική. Με τη σειρά της η Πολιτεία αντιμετωπίζει τη Κοινωνία αφ’ υψηλού, ως γνήσιος “προστάτης“, ικανή με μια εξ’ ίσου παράδοξη καχυποψία να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί και με μια ακατανόητη αδυναμία ανταπόκρισης στις στοιχειώδεις και αυτονόητες υποχρεώσεις της, διαχέει μέσω του Νόμου, τις δικές της ευθύνες στο κοινωνικό σύνολο, απορυθμίζοντας τελικά και τη Κοινωνία και την Οικονομία, με τις ετεροβαρείς κατά των πολλών και υπέρ των ολίγων ισχυρών διακρίσεις.

Η μη τήρηση των νόμων λοιπόν και η ατιμωρησία προκύπτει, όχι τόσο από την αδυναμία των μηχανισμών, αλλά από το “ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω” (και προφανώς πολλάκις με το αζημίωτο), που οδηγεί στην ανοχή και εν τέλει στη συνενοχή κι ο καθένας «απλώνει το χέρι του μέχρι εκεί που φτάνει…..». Και είναι ακριβώς αυτή η επιτηδευμένη και για χρόνια καλλιεργούμενη συνενοχή μέσω ενός με «νόμιμο» τρόπο εκμαυλισμού, που χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα ως δικαιολογητική βάση για να περάσουν οι πιο σκληρές και απάνθρωπες ρυθμίσεις σε βάρος του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ίδιοι και τα ίδια άνομα συμφέροντα τους, που έφεραν τη κατάσταση ως εδώ.

Αν εξετάσουμε προσεκτικά κάθε Νόμο που διέπει σχέσεις του οποιουδήποτε πολίτη με το Κράτος, θα διαπιστώσουμε πολύ γρήγορα ότι η αυστηρότητα εξαντλείται, αφού ο πολίτης θεωρείται a priori ύποπτος τέλεσης αδικήματος, ενώ ο υπάλληλος που καλείται να εφαρμόσει το Νόμο κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι υπονομεύει το Δημόσιο Συμφέρον, εάν δεν εφαρμόσει τη χειρότερη εκδοχή σε βάρος του πολίτη, ταυτόχρονα όμως και παράλληλα διατάξεις του ίδιου Νόμου, επιτρέπουν στους έχοντες πρόσβαση στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, να τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης.

Άραγε υπάρχει Νόμος που ψηφίστηκε ποτέ από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, που να μην δημιουργεί γραφειοκρατία, προκειμένου να διαφυλάξει το περίφημο Δημόσιο Συμφέρον; Και για να επιτευχθεί αυτό να μην προβλέπει εξευτελιστικές για τον πολίτη διαδικασίες, υπογραφές, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις, παράβολα και από την άλλη πλευρά πρόστιμα και ποινές αδικαιολόγητες για απλές τυπικές παραβάσεις χωρίς συνέπεια, που μπορεί να οφείλονται είτε σε άγνοια, είτε σε απλή αμέλεια, αμέλεια που με τη σειρά της μπορεί να οφείλεται στην απέχθεια που δημιουργείται στον πολίτη με τη παραμικρή του επαφή με το Κράτος και εξ’ αιτίας αυτού να προσπαθεί να την αποφύγει με κάθε τρόπο και που όλα αυτά καθιστούν την ανάπτυξη της διαφθοράς αναπόφευκτη;

Αν είναι αλήθεια αυτό που πολλοί καταμαρτυρούν, ότι δηλαδή ο λαϊκισμός βρίσκεται στο DNA των πολιτικών, πράγματι αυτοί τον εξαντλούν ψηφίζοντας Νόμους που φαίνονται δρακόντειοι για να προστατέψουν τα δημόσια αγαθά, στη πράξη όμως έχουν σκοπό να διαχέουν τις ευθύνες για τη κατασπατάληση αυτών των αγαθών συνολικά στη Κοινωνία και να αποσείουν εκείνες των πολιτικών που αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων.

Φταίει ο δημόσιος υπάλληλος για τη ταλαιπωρία των πολιτών και όχι η στρεβλή Νομοθεσία που ο ίδιος υπάλληλος καλείται να εφαρμόσει.

Φταίει ο πολίτης που δεν ζητάει αποδείξεις για να υποχρεώσει τον επαγγελματία να πληρώσει τον φόρο που του αναλογεί, αλλά κανείς δεν νοιάζεται γιατί ο πολίτης να υποχρεώνεται να πληρώνει τουλάχιστον 24% πιο ακριβά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που χρειάζεται, χωρίς κανένα επί της ουσίας δικό του όφελος.

Φταίει αυτός που αυθαίρετα χτίζει το σπίτι του, όπως θα το ήθελε και όχι ο επαίσχυντος Πολεοδομικός Νόμος, που απαλλάσσει τη Πολιτεία από τις ευθύνες της για ένα ανθρώπινο, καθαρό και αισθητικά άρτιο οικιστικό περιβάλλον, επιβάλλοντας αποκλειστικά στους πολίτες να δεχθούν ένα σύνολο καταπιεστικών διαδικασιών έκδοσης αδειών, ρυθμίσεων, κανόνων δόμησης, φορολογίας κτλ. την ίδια στιγμή που υφίσταται τις παγιδεύσεις του ίδιου του Νόμου (π.χ. ημιυπαίθριοι). Οι ίδιοι πολίτες καλούνται να οικοδομήσουν σε περιοχές χωρίς να υφίστανται οι στοιχειώδεις υποδομές, κοινόχρηστοι χώροι, πλατείες, σχολεία, χώροι πρασίνου, όταν τα ίδια τα δάση δεν έχουν ακόμα και σήμερα προσδιοριστεί και επαφίεται στη βούληση του κάθε δασάρχη να αποφασίζει τι είναι δάσος και τι όχι, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις βίλλες των λίγων αλλά ισχυρών. Αλλά ο μικρός θα πληρώσει τόσο πρόστιμο επί της αξίας του ακινήτου γιατί, για να αυξήσει το λειτουργικό του χώρο, έκλεισε τον ημιυπαίθριο, που του πούλησε ο εργολάβος, αφού έτσι το προβλέπει ο Νόμος, που φτιάχτηκε ακριβώς για να μπορεί να χτίζει και να πουλάει με υπερκέρδος ο εργολάβος. Και οι αυστηρές πολεοδομικές διατάξεις για το θεαθήναι, ότι τάχα ισχύουν για να προστατεύουν το οικιστικό περιβάλλον ως Δημόσιο αγαθό. Επιτρέπεται όμως να χτίζονται πολυκατοικίες ύψους 20 και πλέον μέτρων σε δρόμους πλάτους μόλις 10 μ. μετατρέποντας τα διαμερίσματα κάτω του τρίτου ορόφου σε ανήλια υπόγεια, κατά τα άλλα απαγορεύεται η κατασκευή χώρων κύριας χρήσης σε υπόγεια. Ω τι υποκρισία και τι ιησουϊτισμός! Διυλίζουμε τον κώνωπα, αφήνοντας την κάμηλο να περάσει ελεύθερα!

Αλλά πρώτιστο μέλημά μας η Εφαρμογή του Νόμου! Ποιου αλήθεια Νόμου;

Το πρόβλημα όμως δεν είναι η μη εφαρμογή των Νόμων και η ατιμωρησία, που η άρχουσα επιχειρηματική και πολιτική τάξη και οι πληρωμένοι τους κονδυλοφόροι προσπαθούν να μας πείσουν, ενοχοποιώντας το σύνολο της Κοινωνίας, αλλά ο ίδιος ο Νόμος και οι στρεβλώσεις που δημιουργεί στη φυσιολογική κοινωνική λειτουργία και εξέλιξη (και βέβαια αυτοί που τον ψηφίζουν)!

Θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι για να αναφερθούμε σε πληθώρα παραδειγμάτων «καθημερινής τρέλας» στην επαφή του πολίτη με το κράτος, που προκύπτει από τη στρεβλή νομοθεσία, τις επικαλύψεις μεταξύ αντικρουόμενων ρυθμίσεων, τη δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας της ίδιας διάταξης, τις αδικίες που σκόπιμα ο ίδιος νόμος δημιουργεί και οδηγεί τους πολίτες να προσπαθούν να βρουν τρόπους να τον ξεπεράσουν, καλλιεργώντας έτσι το έδαφος για να ανθίζει η συναλλαγή και συνεπακόλουθα η διαφθορά.

Αλλά αυτή η στρέβλωση παίζει καταλυτικό ρόλο και στη διαπαιδαγώγηση του πολίτη και στην ανάπτυξη μιας «παραβατικής» κουλτούρας, που επιτείνει το πρόβλημα. Έτσι, ακόμα και δίκαιες και λογικές ρυθμίσεις αδυνατούν να εφαρμοστούν, αφού όποιος αισθάνεται ατομικά θιγόμενος απειθαρχεί και βρίσκει εύκολα δικαιολογητική βάση γι’ αυτό.

Ποια η ηθική λοιπόν αυτού του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της κοινωνίας και της «νομιμότητας» που το εκφράζει αφού αποδεικνύεται ότι αποτυγχάνει σε όλα τα επίπεδα;

Παρ’ όλα αυτά η «νομιμότητα» και η πάταξη της παρανομίας είναι στη πρώτη γραμμή της επικοινωνιακής τακτικής του καθεστώτος. Αφού εξαντλήθηκαν τα πυρά εναντίον επαγγελματικών ομάδων που στοχοποιήθηκαν ως οι υπεύθυνοι για τη σημερινή μας κατάντια, π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι, κατόπιν οι λιμενεργάτες, οι μεταφορείς, οι ταξιτζήδες, οι φαρμακοποιοί κτλ. στη λογική της υποδαύλισης του λεγόμενου κοινωνικού αυτοματισμού και μέσω του «διαίρει και βασίλευε» να περάσουν τα «άμετρα» μέτρα της κοινωνικής εξαθλίωσης των μνημονίων, τελευταία ανευρέθει επιτέλους ο ένοχος! Η φοροδιαφυγή.

Η φοροδιαφυγή ως αιχμή του δόρατος….

Η φορολογία που επιβάλλεται σε πολιτείες που λειτουργούν προς όφελος των κοινωνιών τους και ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, είναι αναγκαία και η προσπάθεια αποφυγή της απολύτως κατακριτέα. Στη περίπτωση αυτή το Νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τα της φορολογίας πρέπει να φροντίζει, ώστε αυτή να είναι ανταποδοτική και μέσω αυτής να μοιράζονται τα βάρη με δίκαιο τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί πρέπει σε ένα σύστημα που λειτουργεί και υπάρχει ανταπόδοση, να πληρώνουμε όλοι τους φόρους μας:

Σε ένα κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα η φορολογία έχει να κάνει με τη σταθερότητα της αξίας του νομίσματος και την αναδιανομή πόρων. Μέσω αυτής της σταθερότητας επιτυγχάνεται η οικονομική πρόοδος και η κοινωνική συνοχή.

Δεν είναι αλήθεια, ότι οφείλουμε να πληρώνουμε φόρους για την ασφάλεια της χώρας από ξένες επιβουλές. Ούτε ότι πληρώνουμε φόρους για την ύπαρξη και λειτουργία των μηχανισμών εξυπηρέτησης των αναγκών των πολιτών και την εν γένει καθημερινή διαχειριστική λειτουργία του Κράτους και τις διοικητικές του υπηρεσίες. Ή ότι πληρώνουμε για την ασφάλεια των πολιτών από παραβατικές συμπεριφορές και εγκληματικές ενέργειες κατά της ζωής και της περιουσίας. Ένα κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα δεν έχει ανάγκη να φορολογεί για να έχουμε υποδομές, δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια κτλ. που βοηθούν στην οικονομική λειτουργία της κοινωνίας, τη πρόοδο και την ευημερία του συνόλου. Ούτε για να έχουμε αξιόπιστα συστήματα Παιδείας, Υγείας, Κοινωνικής Πρόνοιας, που να προσφέρουν ποιοτικές αντίστοιχες υπηρεσίες για όλους και όχι μόνο για τους λίγους και πλούσιους, έτσι ώστε ο κάθε πολίτης να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς και να αισθάνεται ασφαλής για το μέλλον του και αυτό των παιδιών του. Ένα τέτοιο κράτος -νομισματικά κυρίαρχο- φορολογεί για να αποσύρει το πλεονάζον για τις ανάγκες της οικονομίας χρήμα και να προστατεύσει έτσι την οικονομία από πληθωριστικές πιέσεις και την απαξίωση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων. Φορολογεί επίσης σε αναδιανεμητική λογική εξισορρόπησης και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής.

Αντίθετα μια χώρα όπως η Ελλάδα κι ένα κράτος όπως το δικό μας, που έχει εκχωρήσει την νομισματική του κυριαρχία σε υπερεθνικούς «θεσμούς» είναι υποχρεωμένο, προκειμένου να καλύπτει τις παραπάνω ανάγκες με επάρκεια, να φορολογεί τους πολίτες και αν η φορολογία δεν φτάνει, να δανείζεται. Έτσι χρεοκόπησε η χώρα μας και τώρα πληρώνουμε αβάστακτους φόρους για να ξεπληρώνουμε τα δανεικά, που καμία ευθύνη δεν έχουν οι πολίτες γι’ αυτά.

Η φορολογία λοιπόν και το αντίστοιχο σύστημα που την καθορίζει, ως αναπόσπαστο τμήμα του κανονιστικού δικαίου, δηλαδή της νομοθεσίας σε μία χώρα, είναι απόρροια του Κοινωνικού Συμβολαίου, που συμβαλλόμενοι είμαστε όλοι μας οι πολίτες με μοναδικό σκοπό την αρμονική μεταξύ μας συμβίωση, την αποφυγή συλλογικών κινδύνων και την ολοένα καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής μας. Οι κυβερνήσεις και το διοικούμενο απ’ αυτές Κράτος είναι απλά οι διαχειριστές (και μάλιστα με δική μας εντολή και εξουσιοδότηση), αυτού του Κοινωνικού Συμβολαίου.

Αν τέτοιο Κοινωνικό Συμβόλαιο δεν υφίσταται, ή στο όνομα και μόνο αυτού εξυπηρετούνται άλλοι σκοποί, τότε οι πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν με κάθε τρόπο και μέσο που έχουν στη διάθεσή τους (άρθρο 120 του Συντάγματος) προκειμένου να επιβάλουν την επαναφορά σε ισχύ του Κοινωνικού αυτού Συμβολαίου.

Προφανώς σε μια λειτουργούσα Δημοκρατία οι εκτροπές και οι παραβιάσεις επιλύονται μέσω της Νομοθεσίας και όσον αφορά στις Κυβερνήσεις μέσω των εκλογών. Αλήθεια, σήμερα πόσο λειτουργούσα είναι η Δημοκρατία μας;

Πράγματι όμως, στη χώρα μας η φοροδιαφυγή είναι ένα φαινόμενο εκτεταμένο και τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, έχει πάρει γενικευμένες διαστάσεις. Τα αίτια της θα τα βρούμε στην ανάλυση που προηγήθηκε για τη γενική ποιότητα της νομοθεσίας μας, αφού ποτέ το φορολογικό σύστημα, ως αναπόσπαστο κομμάτι του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας, δεν έπεισε για τη δικαιοσύνη του στη κατανομή των βαρών και κυρίως ποτέ δεν έπεισε, ότι οι πόροι που προκύπτουν απ’ αυτό κατευθύνονται για την εξυπηρέτηση του κοινού μας καλού. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται, για τη μεταφορά πλούτου από τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις στους ολίγους πλουσιότερους, οι οποίοι μάλιστα αποφεύγουν τη φορολόγηση με νόμιμο τρόπο, μέσα από μια σειρά ρυθμίσεων που το ίδιο το φορολογικό σύστημα και εν γένει η νομοθεσία προβλέπει. Πολύ περισσότερο που σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην εξυπηρέτηση του ληστρικού χρέους που δημιούργησε η ένταξή μας στην ΟΝΕ και η διαχείριση του, την οποία επέβαλαν στη χώρα οι Ευρωπαίοι εταίροι μας για να διασώσουν τις τράπεζες και το ευρώ.

Όμως, όσο το Δημόσιο ψάχνει τρόπους να αυξήσει τα έσοδά του μέσω της φορολογίας, τόσο η «αγορά» εφευρίσκει τρόπους να διαφεύγει! Στη παρούσα μάλιστα συγκυρία με τη κατακόρυφη μείωση των εισοδημάτων των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και την παράλληλη επιβολή μιας χωρίς προηγούμενο σε σύγχρονη, ελεύθερη και δημοκρατική χώρα φοροεπιδρομή για τη πληρωμή των ξένων τοκογλύφων, παρατηρούμε το εξής φαινόμενο:

Πέραν των λίγων και ισχυρών και των μεγάλων επιχειρήσεων, που είτε απαλλάσσονται νόμιμα από τις κάθε είδους φορολογίες, είτε εφευρίσκουν νομότυπους τρόπους να τις αποφύγουν, οι υπόλοιποι βρίσκονται στο στόχαστρο και καλούνται να καταβάλουν κατά μέσο όρο σε άμεσους και έμμεσους φόρους περίπου το 65% των εισοδημάτων τους που μειώνονται όμως με ταχύτατους ρυθμούς. Κανείς πολίτης πλέον δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλει αυτούς τους δυσβάστακτους φόρους. Απλά ανάλογα με την θέση του ο καθένας, είτε μπορεί ως ένα βαθμό να τους αποφύγει, όπως οι ελευθεροεπαγγελματίες, είτε τους πληρώνει αναγκαστικά όπως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, που δεν έχουν τρόπο διαφυγής. Τελευταία βέβαια αυξάνει εκθετικά ο αριθμός αυτών, που όχι μόνο δεν θέλουν, αλλά και να ήθελαν δεν έχουν πλέον χρήματα για να ανταποκριθούν στη βαριά και άδικη φορολογική υποχρέωση που τους επιβλήθηκε. Έτσι αυξάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ξεπερνώντας ήδη τα 100 δις, αλλά μαζί με αυτές, οι κατασχέσεις και οι εκπλειστηριασμοί περιουσιών. Και όσο αυτό το φαινόμενο επεκτείνεται, με συνέπεια να μειώνονται τα φορολογικά έσοδα, τόσο οι Κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλουν νέους φόρους και να τους εισπράξουν με νέους τρόπους.

Πρόκειται για ένα πραγματικά ανελέητο οικονομικό πόλεμο σε βάρος της Κοινωνίας που κήρυξαν οι ξένοι δανειστές μέσω της τρόικας και τα ντόπια δουλικά τους που παριστάνουν τους κυβερνώντες. Και η Κοινωνία μετά τους αλλεπάλληλους αιφνιδιασμούς αδυνατώντας να αντιδράσει παραμένει εκτεθειμένη στη προβοκατόρικη προπαγάνδα με τους πληρωμένους κονδυλοφόρους να ωρύονται για την εφαρμογή της «νομιμότητας».

Ποιας «νομιμότητας» αλήθεια; Της «νομιμότητας» της βίας επάνω στους συνταξιούχους και τους ανήμπορους, που τους στερούν ακόμα και τα φάρμακά τους; Ή μήπως αυτό που βιώνουν οι απόμαχοι της ζωής σήμερα δεν είναι από της χειρότερες μορφές βίας; Της «νομιμότητας» των ισοπεδωτικών περικοπών στους μισθούς των εργαζομένων; Της «νομιμότητας» της κατάργησης κάθε έννοιας κοινής ωφέλειας και κοινωνικού κράτους; Της «νομιμότητας» της εκποίησης κάθε δημόσιου μέχρι τώρα, αλλά ήδη και κάθε ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου; Και όλα αυτά στο όνομα της «νομιμότητας» εξυπηρέτησης ενός δυσβάστακτου και απεχθούς ληστρικού πραγματικά χρέους στο οποίο σκόπιμα εγκλώβισαν τη χώρα μετατρέποντας την σε κράτος παρία και υποτελή στην Υψηλή Πύλη των Βρυξελλών και του Βερολίνου;

Και Καταργήσατε τη Νομιμότητα!

Αν λοιπόν πρόκειται για αυτή τη «νομιμότητα», που καλούμαστε όλοι να υποταχθούμε και να δεχθούμε παθητικά τις συνέπειές της, τότε αυτή οφείλουμε να τη καταργήσουμε!

Στο βαθμό που η «νομιμότητα» που συμπεριλαμβάνει και τη πληρωμή των φόρων επιβάλλεται από ένα αυταρχικό καθεστώς και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες λειτουργίας της Κοινωνίας, αλλά έχει ως σκοπό τον πλουτισμό συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων, ή άλλους σκοπούς έξω και πέρα από τα ζωτικά συμφέροντα αυτής της ίδιας της Κοινωνίας και του Κράτους, οργανωμένη έκφραση της οποίας πρέπει να αποτελεί και όχι φέουδο μιας διεφθαρμένης κάστας, τότε η «παρανομία» με πρώτη έκφρασή της τη φοροαποφυγή, Ναι αποτελεί Πολιτική Πράξη και Ιερό Δικαίωμα του κάθε δημοκράτη πολίτη!

*το άρθρο αυτό αποτελεί επικαιροποιημένη αναδημοσίευση παλαιότερου με τον ίδιο τίτλο

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

Upload File

You can include images or files in your comment by selecting them below. Once you select a file, it will be uploaded and a link to it added to your comment. You can upload as many images or files as you like and they will all be added to your comment.