ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Μου ζητήθηκε να εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Ανέλαβα με κάποιους ενδοιασμούς αυτό το καθήκον, καθώς οι εκθέσεις αυτές ναι μεν καταρτίζονται από έγκριτους οικονομολόγους, αλλά όμως εκλαμβάνουν ως δεδομένο το ασφυκτικό και αδιέξοδο περιβάλλον των Μνημονίων.
Κατά τα άλλα. και η ανά χείρας έκθεση, όπως άλλωστε και οι προηγούμενες, είναι καλογραμμένη, με πλούσιες παραπομπές στη σχετική βιβλιογραφία, αλλά και με ικανοποιητική κατάταξη ύλης, που αρχικά, υπόσχεται αντικειμενικότητα και αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, για όσους διαβάσουν την ανάλυση των επί μέρους σημείων, πριν από την σύνοψη και τα συμπεράσματα, που είναι άλλωστε και η λογική σειρά, μένουν κατάπληκτοι, όταν φθάνουν, τελικά, στα συμπεράσματα. Και τούτο, επειδή αυτά ουδόλως συμβιβάζονται με τις ορθές γενικά διαπιστώσεις, που περιέχονται στην “αρνητική όψη των πραγμάτων”. Αντιθέτως η “θετική όψη των πραγμάτων” αναφέρεται σε γενικότητες, που εξαντλούνται σε επίπεδο ελπίδων, προβλέψεων, συστάσεων, υποδείξεων και ευχολογίων, παντελώς ανίκανων να στηρίξουν τα συμπεράσματα/αποφθέγματα της έκθεσης . Η “θετική πλευρά των πραγμάτων” αυτής της έκθεσης, βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με την αστήρικτη, δυστυχώς, υπεραισιοδοξία όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών. Και είναι, πράγματι, ανεξήγητο το γεγονός ότι αυτή η “υπεραισιοδοξία” ουδόλως επηρεάζεται από τα πολυάριθμα ‘μαύρα μαντάτα” διεθνών οργανισμών, όπως μεταξύ άλλων και η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ.
Το καταλυτικό, δυστυχώς, στοιχείο αυτής της έκθεσης, που αναπότρεπτα απογοητεύει βαθύτατα τον αναγνώστη, είναι η απόλυτη συμφωνία των συντακτών της με τα εγκληματικά Μνημόνια, τις οιονεί μεταρρυθμίσεις, το αλύπητο ξεπούλημα ολόκληρης της Ελλάδας, την αναγκαιότητα λήψης ακόμη πιο άγριων μέτρων, όπως οι μαζικές απολύσεις που θα συμπληρώσουν το τοπίο της άγριας ζούγκλας στην αγορά εργασίας, το αλάνθαστο των αγορών, κ.ά. Και να προσθέσω ότι όχι μόνο συμφωνούν, πλήρως, οι συντάκτες της ανά χείρας έκθεσης με όλες αυτές τις δραματικές προδιαγραφές του αργού και βασανιστικού θανάτου του ελληνικού λαού, αλλά και επιπλέον υπογραμμίζουν την ανάγκη της προσπάθειας απόλυτης και ταχείας συμμόρφωσης με τα στάδια και τις λεπτομέρειες εκτέλεσης της θανατικής ποινής, που μας έχουν επιβάλει οι εταίροι/δανειστές. Η απόλυτη αυτή ταύτιση, με τις κυβερνητικές επιλογές, που επιχειρεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση ανύπαρκτων μονόδρομων, διαψεύδει οικτρά την υπόσχεση αντικειμενικής κριτικής, κάτω από την οποίαν εμφανίζεται αρχικά η σύνταξη αυτών των εκθέσεων. Έτσι η, σε γενικές γραμμές, ορθολογική κριτική, στην οποίαν προχωρούν οι συντάκτες της έκθεσης, κάτω από την επιγραφή “Η αρνητική όψη των πραγμάτων”, ελαχιστοποιεί τη σημασία της, και αποκτά περιεχόμενο καθαρά περιγραφικό, από τη στιγμή που η έκθεση επιτάσσει υποταγή στο περιβάλλον των Μνημονίων.
1. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
α) Θα αρχίσω με την αναφορά στη βασική υπόθεση , που διατρέχει ολόκληρη την έκθεση, και που είναι εντελώς αβάσιμη, αλλά και επιπλέον νοητικά εσφαλμένη, καθώς πρόκειται περισσότερο για αυθαίρετο απόφθεγμα παρά για σοβαρή υπόθεση εργασίας. Είναι η ακόλουθη:
“Το τρίτο Μνημόνιο (=πρόγραμμα προσαρμογής) πρέπει να πετύχει”. Και συνεχίζει:
“Το τρίτο Μνημόνιο και το «συμπληρωματικό Μνημόνιο» ισοδυναμούν με δύο νέες προσπάθειες για αλλαγή και σταθεροποίηση ενός νέου «παραδείγματος» οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αν οι αλλαγές ολοκληρωθούν θα επιφέρουν θεμελιώδη μεταβολή όχι μόνο του περιεχομένου, αλλά και των θεσμών της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής”.
Πρόκειται, εμφανώς, για φρούδες ελπίδες, με τις οποίες φαίνεται να επιχειρείται κάποια μορφή εφησυχασμού των πολιτών, που δοκιμάζονται οικτρά επί 7, περίπου, χρόνια, καθώς:
* Το τρίτο κατά σειρά αυτό Μνημόνιο διαδέχεται τα δύο προηγούμενα που, κατά γενική ομολογία, απέτυχαν παταγωδώς, και ταυτόχρονα αποτελεί τη συνέχειά τους. Είναι, όμως, σαφές ότι, εκτός όλων των άλλων, είναι παράλογο να πιστεύει κανείς στην επιτυχία του παρόντος, όταν ολόκληρη η οικονομία έχει υποστεί πραγματική πανωλεθρία, από τα μέτρα των δύο προηγουμένων, και όταν ακόμη, το σύνολο των κοινωνικό-επαγγελματικών ομάδων έχει αλύπητα εξαθλιωθεί. Ουσιαστικά, λοιπόν, ο ρόλος του τρίτου Μνημονίου είναι θλιβερός, και είναι ακριβώς η εντατικοποίηση και η ολοκλήρωση των καταστροφών των δύο προηγούμενων, ενώ οι όποιες υποσχέσεις περί δήθεν δυνατής “επιτυχίας” του είναι, δυστυχώς, καθολικά αστήρικτες.
* Οι συντάκτες της παρούσας έκθεσης, εξάλλου, επιμένουν να εκλαμβάνουν ως ορθά τα μέτρα των Μνημονίων, και ειδικότερα αυτού του τρίτου, παρότι έχουν εκφραστεί σαφέστατες δηλώσεις και ομολογίες από επίσημα χείλη (Olivier Blanchard, Christine Lagarde κ.ά.) για τα σοβαρά λάθη του ελληνικού προγράμματος. Διερωτάται, κανείς, για ποιους ακριβώς λόγους, οι ομολογίες αυτών των σφαλμάτων, όχι μόνο δεν έχουν αξιοποιηθεί, αλλά και δεν έχουν καν συζητηθεί και αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού, ακόμη, και από τους συντάκτες αυτής της έκθεσης που, ωστόσο, θέλει να εμφανίζεται ως αντικειμενική.
* Να προσθέσω, ακόμη, ότι οι οικονομολόγοι ασφαλώς γνωρίζουν ότι εντολές της μορφής του “πρέπει” δεν εισακούονται, δυστυχώς, από τις δυνάμεις της ανάπτυξης, που όπως είναι γνωστό, αδυνατούν να υπαχθούν σε συγκεκριμένο θεωρητικό υπόδειγμα. Ως “ευχολόγιο”, συνεπώς, και ως τίποτε περισσότερο, μπορεί να εκληφθεί , αυτό το “πρέπει”, αν και φυσικά το ασπάζονται όλοι οι Έλληνες.
β) “Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν καλύτερες λύσεις για την ανάπτυξη από την εφαρμογή του νέου Μνημονίου”.
Αντιπαρέρχομαι, στο σημείο αυτό, την απόλυτη σύμπτωση απόψεων με τους δανειστές, και ειδικότερα με τον Γερμανό υπουργό οικονομικών, διαπίστωση που δεν θα ήταν ασφαλώς σημαντική, αν το δεύτερο αυτό απόφθεγμα διέθετε κάποια, έστω και μικρής εμβέλειας επαφή με την πραγματικότητα…..που όμως, δυστυχώς, δεν την έχει. Εύλογα, ωστόσο, τίθεται το ερώτημα τού αν πραγματικά οποιοσδήποτε Έλληνας και ακόμη περισσότερο κυβερνητικός, είναι δυνατόν λογικά να πιστεύει ότι “τα Μνημόνια είναι για τη σωτηρία μας”!
Να υπενθυμίσω, καταρχήν, με την ευκαιρία των αποφθεγμάτων από β) σε όσους ασχολούνται με τα οικονομικά, ότι στην οικονομία δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Αλλά και πέρα από την κοινότοπη αυτή παρατήρηση, το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι, από που μπορεί να αποδεικνύεται, ή που στηρίζεται η πεποίθηση “ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί στην ανάπτυξη”; Διότι, αντιθέτως, θα υποστήριζα, με βάση τις αναρίθμητες αποδείξεις των τελευταίων 7 ετών, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να μας απομακρύνει περισσότερο από την ανάπτυξη, όσο η εφαρμογή των Μνημονίων.
Το αποκορύφωμα, ωστόσο, αυθαιρεσίας, κατά την εξαγωγή των σχετικών συμπερασμάτων της ανά χείρας έκθεσης, έχει εισχωρήσει στη διαβεβαίωση ότι “δεν υπάρχουν καλύτερες λύσεις για την ανάπτυξη, από την εφαρμογή των Μνημονίων”!!!! Σε ποια δεκαετία, ή σε ποιόν αιώνα τοποθετείται, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, η…….έλευση της ανάπτυξης, χάρη στη δήθεν καλύτερη λύση των Μνημονίων, δεδομένου ότι με τη δήθεν “καλύτερη αυτή λύση” υπέστημεν τα πάνδεινα επί 7 χρόνια, και μέσα σε αυτά, αντί για ανάπτυξη χάθηκε το 1/4 του ελληνικού ΑΕΠ, και η ανεργία από 7,8% του ενεργού πληθυσμού πέρασε γύρω στο 26% αντίστοιχα. Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ “υπόσχεται” ότι το 2036 το ΑΕΠ της Ελλάδας θα εξισωθεί με το αντίστοιχο του 2008 (προσωπικά, βρίσκω και αυτή τη ζοφερή πρόβλεψη ….υπεραισιόδοξη, αν παραμείνουμε με τα Μνημόνια).
2. ΤΑ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΣΑ
Να υπενθυμίσω ότι η έλευση της ανάπτυξης μάς αναγγέλλεται, ανελλιπώς, από το 2010, μαζί και με την έξοδο στις αγορές, αλλά μέχρι σήμερα, οι εξαγγελίες αυτές, όχι μόνο δεν ευοδώθηκαν, αλλά επιπλέον συνεχίζεται ακάθεκτη η συρρίκνωση της οικονομίας, ενώ οι αναπτυξιακές της ροπές, όπως η ζήτηση για κατανάλωση και επένδυση έχουν κυριολεκτικά καταποντιστεί. Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα, που επιπλέον δεν είναι σε θέση να αντλήσει ελπίδες ανατροπής από τη ροπή για αποταμίευση, μια και αυτή είναι ελαχιστοποιημένη (1.7% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, έναντι 13,5% αντίστοιχα του Μ.Ο. της ΕΕ-2014).
Η ανά χείρας έκθεση, από ότι φαίνεται, βασίζει πολλές ελπίδες για την πολυπόθητη ανάπτυξη, κυρίως στη δημιουργία ενός “ειδικού λογαριασμού” όπου θα κατατίθενται τα σχετικά εκείνα ποσά των δόσεων, που θα πηγαίνουν στην πραγματική οικονομία. Προβλέπεται ένα ποσό της πρώτης δόσης ίσο με 1,8 δισ. ευρώ, που αντιπροσωπεύει μέσα στο ΑΕΠ των περίπου 179 δισ. ευρώ, γύρω στο 1%. Φαιδρή, συνεπώς, η ελπίδα ανάπτυξης της χώρας, χάρη σε αυτό το ποσό, όταν είναι γνωστό ότι απαιτείται ποσό πάνω από 10% του ΑΕΠ, που επιπλέον να εισβάλλει απότομα στην οικονομία, και να διατηρείται επί σειρά ετών, έτσι ώστε να μπορέσουν να στηριχθούν σοβαρές ελπίδες διατηρήσιμης ανάπτυξης. Και αυτό το θεωρητικό 10% περίπου αναφέρεται σε οικονομία που δεν υπέστη τις καταστροφές της ελληνικής, και που αναπτύσσεται ομαλά. Το μέγεθος, ωστόσο των δικών μας καταστροφών απαιτεί επενδύσεις απείρως μεγαλύτερες και συνεχείς, για να ελπίζεται ανάφλεξή της, και διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
3. Η ΣΧΕΔΟΝ ΦΑΝΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
Και ενώ τα οικτρά αποτελέσματα των ακραίων θέσεων των φανατικών νεοφιλελεύθερων, οπουδήποτε και οποτεδήποτε εφαρμόστηκαν οδήγησαν, εντελώς πρόσφατα, τη διευθύντρια του ΔΝΤ, δηλαδή της Μέκκας του νεοφιλελευθερισμού Christine Lagarde, να προβεί σε δηλώσεις αναγνώρισης της αποτυχίας τους, οι συντάκτες της παρούσας έκθεσης φαίνεται να ……..ορκίζονται στο όνομά τους. Είναι, πράγματι, απίστευτο, σχεδόν ανατριχιαστικό, για κυβέρνηση και οπαδούς της “σοσιαλιστές”, να υιοθετούν αυτά τα μέτρα της καταστροφής, και μάλιστα να συνιστούν ένθερμα την εφαρμογή τους . Έτσι, στην έκθεση γίνεται ευρεία συζήτηση για “μεταρρυθμίσεις”, που πρέπει “να εφαρμοστούν και να ολοκληρωθούν τους επόμενους μήνες , επειδή…..είναι το κλειδί για να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη”.
Όντως, εκπληκτικής ανεδαφικότητας συμπεράσματα, απίστευτες ουτοπίες, αλλά και άγνοια, ίσως ηθελημένη, των πορισμάτων σχετικών μελετών, τα οποία καταλήγουν στην αποδοχή ότι οι Μεταρρυθμίσεις νεοκλασικής/νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, όπως απολύσεις, μειώσεις μισθών κλπ., σπανιότατα οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, ίσως το πιο αδιανόητο, για την περίπτωση Κυβέρνησης που παραμένει με σοσιαλιστική ετικέτα, είναι η δήλωση, στην έκθεση, ότι….”Η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί τους στόχους ως το 2018″….). Δηλαδή, “δεν αμφισβητεί” όλα όσα μας έχουν διαλύσει, επί 7 χρόνια, αλλά και επιδιώκει να ολοκληρώσει την καταστροφή, ως το 2018!
4. ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Ανεξήγητη και μαζί τραυματική είναι η συμπεριφορά όλων των πρόσφατων κυβερνήσεων, καθώς και της τελευταίας-σοσιαλιστικής, σχετικά με την άρνηση αξιοποίησης των απαιτήσεων της Ελλάδας έναντι των δανειστών, η οποία θα μπορούσε να ελαφρύνει το χρέος και τα δεινά των Ελλήνων. Πρόκειται, ανάμεσα και σε άλλα, για την έρευνα της επιτροπής υπό την τ. πρόεδρο της Βουλής κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία σε πείσμα ορισμένων ελλείψεων, καταλήγει σε πολύτιμα συμπεράσματα, και η οποία παραδόξως, έχει “κουκουλωθεί”; “Κουκουλώνονται”, επίσης, και τα φρικιαστικά γεγονότα που φαίνεται να συνέβησαν στην ΕΛΣΤΑΤ, με τις εγκληματικές έξωθεν παρεμβάσεις για την ανάγκη τεχνητής διόγκωσης του χρέους, ώστε να είναι κατάλληλο για την είσοδό μας στο ΔΝΤ. Και το ερώτημα προκύπτει επιτακτικά: Ενόσω ένας ολόκληρος λαός δοκιμάζεται οικτρά και οδεύει προς εξαφάνιση, αλλά και το χρέος δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει βιώσιμο, ποιο είναι το εμπόδιο για να απαιτήσουμε τα δικαιώματά μας; Φοβούνται οι κυβερνήτες μας κάποιες αντιδράσεις των οφειλετών μας, που δεν έχουν γίνει ευρύτερα γνωστές, αλλά παραμένουν απειλητικές στη σκιά; Ή ακόμη χειρότερα, έχουν τόση (αδικαιολόγητη, φυσικά) εμπιστοσύνη στους εταίρους/ δανειστές, ώστε αποφεύγουν να τους δυσαρεστήσουν, προσδοκώντας εκ μέρους τους, μια ικανοποιητική και ταυτόχρονα ανθρώπινη λύση, για το χρέος; Πως, ωστόσο, μπορούν οι κυβερνήτες μας να είναι τόσο τραγικά ευκολόπιστοι, παρότι η συμπεριφορά των εταίρων μας γίνεται, διαχρονικά, όλο και πιο σκληρή, όλο και πιο απάνθρωπη; Και, κυρίως, όταν είναι ξεκάθαρο πια ότι οι εταίροι/δανειστές μας ουδόλως ενδιαφέρονται για τη αποπληρωμή του δανείου, αλλά μόνο για το ξεπούλημα ολόκληρης της Ελλάδας, και για την εσαεί δουλοποίηση του λαού μας;
Οι προθέσεις, εξάλλου, των εταίρων μας είναι αυταπόδεικτες, δεδομένου ότι αν ήθελαν την αποπληρωμή του χρέους, θα ήταν παρανοϊκό να μας υποχρεώνουν να εφαρμόζουμε πρόγραμμα, το οποίο μειώνει συνεχώς το ΑΕΠ, δηλαδή την πηγή από την οποίαν πληρώνεται ένα οποιοδήποτε χρέος. Και αν, πράγματι, μας είχαν δώσει εκ παραδρομής ένα εσφαλμένο σχέδιο, θα έσπευδαν να το βελτιώσουν, μόλις θα είχαν στη διάθεσή τους τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα. Όμως, όχι…..δεν κουνήθηκε, στην κυριολεξία, φύλλο μετά τις αρχικές δηλώσεις περί σφάλματος, του Οlivier Blanchard, αλλά ούτε και μετά τις πρόσφατες παρόμοιες ομολογίες. Αντιθέτως οι εταίροι μας μάς υποχρέωσαν να”εντατικοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις”. Αυτές, δηλαδή, που μετέτρεψαν ήδη σε ζούγκλα την αγορά εργασίες, και αυτές που ξεπουλούν ολόκληρη την Ελλάδα, κάτω από την επιγραφή της “διενέργειας επενδύσεων και αξιοποιήσεων”. Άρα, οι δανειστές μας δεν θέλουν ανάπτυξη, αλλά στραγγαλιστική αφαίμαξη της ελληνικής οικονομίας.
5. Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑ ΧΕΙΡΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ «ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΑΔΡΑΝΕΙΣ»
Θα προσπαθήσω, κατά το δυνατόν, να αποφύγω χαρακτηρισμούς, παρότι απόλυτα δικαιολογημένους, για τις επιλογές των συντακτών της έκθεσης που προτίμησαν-πιέστηκαν-πείστηκαν-τρομοκρατήθηκαν-απειλήθηκαν;;;; να βάλουν την υπογραφή τους, κάτω από τις γραμμές που αμέσως ακολουθούν, και που αποτελούν την ταφόπετρα του ελληνικού Έθνους:
“Οι εναλλακτικά προσφερόμενες επιλογές είναι ανεπιθύμητες σε όρους γενικού συμφέροντος. Αυτές είναι, συνοπτικά, η έξοδος από την Ευρωζώνη (και πιθανόν από την ΕΕ) και μια αμυντική εφαρμογή του Μνημονίου, η οποία καταλήγει στο «μοντέλο του 1ου εξαμήνου 2015» («μένουμε αλλά δεν εφαρμόζουμε» συμφωνίες).
ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟ, όντως, συμπέρασμα, επειδή είναι όχι απλώς ΕΣΦΑΛΜΕΝΟ, αλλά και εξαιρετικά ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ. Οι συντάκτες της έκθεσης, και ταυτόχρονα συνυπογράφοντας ουσιαστικά την καταδίκη της Ελλάδας, με το περιεχόμενο των παραπάνω γραμμών, ασφαλώς, έχουν πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, που αποδεικνύεται από το ότι αποφύγανε την όποιας μορφής ανάλυση/ δικαιολόγηση του εκρηκτικού τους συμπεράσματος.
Πως αποκωδικοποιείται, όμως, το παραπάνω αυτό πόρισμα; Δηλαδή,
“Οι εναλλακτικά προσφερόμενες επιλογές είναι ανεπιθύμητες σε όρους γενικού συμφέροντος”. Μερικά από τα σπουδαία θέματα που αγγίζει η αυθαίρετη αυτή δήλωση είναι τα εξής:
-Τι δεδομένα, ποιες συγκεκριμένες μελέτες, τι απαντήσεις σε σχετικά ερωτηματολόγια είναι σε θέση να δικαιολογήσουν μια τόσο απόλυτη δήλωση/απόφαση, η οποία επιπλέον φράζει το δρόμο στην αναζήτηση άλλων επιλογών, πέρα από αυτήν του σίγουρου αργού θανάτου.
-Πως είναι δυνατόν να δέχονται να επωμισθούν μια τόσο υπέρογκη ευθύνη, που αναφέρεται στην επιβίωση ή μη της Ελλάδας, οι συντάκτες αυτής της έκθεσης, όταν πια δεν δικαιολογείται καμία απολύτως ελπίδα για καλή έκβαση της ελληνικής περίπτωσης, αν παραμείνει στα Μνημόνια. Ούτε στο εγγύς, αλλά ούτε στο απώτερο μέλλον. Πως θυσιάζουν, έτσι, λοιπόν, με ελαφρά καρδιά, το μέλλον πολλών επερχόμενων γενεών;;
– Και επαναλαμβάνω τμήμα της παραπάνω αυτής δήλωσης: “είναι ανεπιθύμητες σε όρους γενικού συμφέροντος“. Που, αυτόματα, παραπέμπει στη μονοδρομική επιλογή των Μνημονίων, και συνεπώς θεωρεί αυτήν προτιμότερη και “επιθυμητή σε όρους γενικού συμφέροντος“. Είναι, λοιπόν, “επιθυμητά” κατά αντιδιαστολή, για τους συντάκτες της ανά χείρας έκθεσης, τα παρακάτω μνημονιακά αποτελέσματα, που έχουν επιλεγεί ανάμεσα σε πλήθος άλλων, εξίσου συντριπτικών:
Και, όμως, όλες αυτές οι πρωτοφανείς και τραγικές εξελίξεις εκλαμβάνονται ως προτιμότερες από τη στροφή προς αναζήτηση οποιασδήποτε εναλλακτικής επιλογής, από τους συντάκτες της παρούσας έκθεσης!!!!
– Το χειρότερο, ωστόσο, με την παραπάνω αυτήν επιλογή καταστροφής, είναι ότι απευθύνεται στον ελληνικό λαό και προσπαθεί να τον πείσει ότι δε υπάρχει οδός σωτηρίας, ότι πρέπει συνεπώς να παραμείνει μοιρολατρικά αδρανής αναμένοντας το φρικτό του τέλος. Στο μεταξύ, ωστόσο, θα υπάρχουν κάποια “lucida intervalle” , που πρόσκαιρα θα τον ηρεμούν, όπως ότι “να, έρχεται η ανάπτυξη”, ότι “να, βγαίνουμε στις αγορές”, ότι “να, δεν πρόκειται η Κυβέρνηση να υποχωρήσει ούτε βήμα παραπάνω” κλπ., κλπ. Και στην κατάσταση που βρίσκεται η πατρίδα αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει τίποτε, μα τίποτε πιο τελεσίδικα επικίνδυνο από την αποδοχή του μοιραίου μονόδρομου των Μνημονίων. Που, αυτή, αναπότρεπτα συνδέεται με την πεποίθηση του λαού ότι είναι ανίκανος να διεκδικήσει τα ανθρώπινα δικαιώματά του, που καταπατούνται ανελέητα. Ότι είναι καθυστερημένος και δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, και να πάρει τις τύχες του στα χέρια του. Ότι πρέπει να ο πάρει απόφαση ότι είναι τελειωμένος!
6. ΚΑΙ ΟΜΩΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΛΥΣΗ
Έχω δημοσιοποιήσει τις απόψεις μου, από την αρχή της κρίσης, σε βιβλία και άρθρα μου, σχετικά με την ύπαρξη εναλλακτικής λύσης, στο ελληνικό δράμα. Καθώς, οι απόψεις μου έτυχαν ευρείας κυκλοφορίας και συζήτησης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και δεδομένου ότι είναι εύκολα προσβάσιμες στο Διαδίκτυο και στο blog μου (marianegreponti-delivanis.blospot.gr), για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται, κρίνω άσκοπο να επεκταθώ εδώ σε αυτές. Θα αναφερθώ, μόνο, σε τρία στοιχεία, που θεωρώ σοβαρά:
α) Παρότι το ποσοστό των Ελλήνων, που δηλώνει υπέρ του GREXIT , έχει απότομα και σημαντικά αυξηθεί στο εντελώς τελευταίο αυτό διάστημα, φθάνοντας το 40% περίπου, έχω ωστόσο την πεποίθηση ότι δεν έχει γίνει εντελώς ξεκάθαρο, στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού, το τι ακριβώς συμβαίνει στον τόπο μας. Για αυτό, και όταν αναφέρονται στην πιθανότητα επιστροφής στη δραχμή, αρχίζουν με την απαρίθμηση κινδύνων, δυσκολιών, έλλειψης προετοιμασίας κλπ. Θα συμφωνήσω, θεωρητικά, μαζί τους. Αλλά, ταυτόχρονα, θα υποστηρίξω ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να διστάζουμε, να αναβάλουμε, να ασχολούμαστε με λεπτομέρειες, γιατί (και δεν είναι σχήμα λόγου) ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ.. Θα ήθελα πολύ, αυτές οι απόψεις μου να είναι υπερβολικές, αλλά δυστυχώς κάθε ημέρα που περνά, αποδεικνύει ότι δεν είναι, και ότι αντιθέτως πρόκειται για την αδυσώπητη πραγματικότητα, μέσα στην οποία επιβιώνουμε για 7 περίπου χρόνια. Έτσι, οι δισταγμοί και οι αποκλεισμοί της λύσης της δραχμής μου φέρνουν, αυθόρμητα, στο νου άνθρωπο που θαλασσοπνίγεται σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και κάποιοι του ρίχνουν ένα σχοινί για να τον σώσουν. Αλλά ο θαλασσοπνιγμένος αρνείται να το αρπάξει και ρωτά μισοσκεπασμένος από τα κύματα «αν το σχοινί θα είναι αρκετά γερό για να τον συγκρατήσει»!
β) Υπάρχουν πολλοί, μη ειδικοί, που σου λένε: “Τι να μας κάνει ένα διαφορετικό νόμισμα;; Τι ευρώ, τι δραχμή”. Και κάνουν λάθος οικτρό διότι. έστω και ένα ασθενές εθνικό νόμισμα, όπως θα είναι η δραχμή τον πρώτο καιρό, είναι σε θέση, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, να αναστήσει την ρημαγμένη ελληνική οικονομία. Η σπουδαιότητα του εθνικού χρήματος έγκειται στο γεγονός ότι από την ποσότητά του εξαρτάται η ένταση της οικονομικής δραστηριότητας, ο ρυθμός ανάπτυξης και ο όγκος της απασχόλησης. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι η ισχύς ανήκει σε αυτούς που δημιουργούν το χρήμα και σε αυτούς που το ελέγχουν. Το χρήμα είναι δύναμη. Δύναμη, που έχουν χάσει τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Και αναφέρω, σχετικά, τη γνωστή ρήση του M.A. Rothschild׃ “Αφήστε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιού”.
γ) Παρότι θεωρώ τη μετάβαση σε μια νέα δραχμή επιβεβλημένη, δράττομαι της ευκαιρίας να παρατηρήσω ότι οι λεπτομέρειες μετάβασης θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο σοβαρής και ενδελεχούς μελέτης, που δεν είναι έργο ενός οικονομολόγου ή και ομάδας οικονομολόγων, που όμως δεν έχουν πίσω τους μακρόχρονες σπουδές, εμπειρίες και προβληματισμό στον απολύτως εξειδικευμένο και εξαιρετικά δύσκολο τομέα της νομισματικής πολιτικής. Η τυχόν αποτυχία της επιχείρησης “μετάβασης στο εθνικό μας νόμισμα”, κινδυνεύει να προέλθει, ακόμη και από μια λεπτομέρεια, που δεν προσέχθηκε, που αφέθηκε στην τύχη της, που αντιμετωπίστηκε λανθασμένα. Θα χρειαστούμε τουλάχιστον 3 απόλυτα εξειδικευμένους νομισματολόγους, που να έχουν και ανάλογες εμπειρίες, και θα πρέπει να αποφύγουμε στελέχη μεγάλων ξένων τραπεζών, για απολύτως ευνόητους λόγους.
Τελειώνοντας την κριτική μου θεώρηση στην ανά χείρας έκθεση, επιβάλλεται να παρατηρήσω, ως γενικό της συμπέρασμα, ότι αποκλείεται η όποιας μορφής σοβαρή και αποτελεσματική κριτική των ελληνικών δημοσιονομικών πραγμάτων, από τη στιγμή που εκλαμβάνεται ως δεδομένο και μη δυνάμενο να μεταβληθεί, το περιβάλλον των Μνημονίων. Γιατί, κάτω από αυτό τον περιορισμό, η προσπάθεια κριτικής θα αφορά, αναγκαστικά, σε λεπτομέρειες του προγράμματος, που όσο και αν βελτιωθούν, δεν θα είναι σε θέση να επιφέρουν θετικό αποτέλεσμα. Πράγματι, τι είδους κριτική μπορεί να είναι σημαντική, όταν έχει διαπιστωθεί ότι η μακροοικονομική πολιτική ακολουθεί στραβό δρόμο, αλλά απαγορεύεται στους κριτές να αναζητήσουν άλλον; Δυστυχώς, αυτό συνέβη και με την τελευταία αυτή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Και για αυτό, όπως και οι προηγούμενες εκθέσεις, αντιμετώπισε συνθήκες αδιέξοδου.