ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Ανδρ. Δημητρόπουλος–, 11 Οκτωβρίου 2020
1. Εισαγωγικά
Με την τροποποίηση του Π.Κ. το έτος 2019 καταργήθηκε η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή. Τίθεται έτσι το ερώτημα της συνταγματικότητας της νομοθετικής αυτής καταργητικής ρύθμισης.
Καταρχήν απαραίτητη είναι η διάκριση ανάμεσα στην έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης και την καταργητική ρύθμιση.
2. Η έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης
Η γνήσια έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης αυτή καθεαυτήν είναι η περίπτωση κατά την οποία επιβάλλεται του Συντάγματος η ρυθμιστική παρέμβαση του κοινού νομοθέτη πλην όμως δεν έχει μεσολαβήσει -καθόσον ουδέποτε έχει ρυθμιστεί νομοθετικά= το συγκεκριμένο ζήτημα. Στις περιπτώσεις αυτές εφόσον ο συντακτικός νομοθέτης επιτάσσει νομοθετική ρύθμιση, οφείλει ο κοινός νομοθέτης να υπακούσει και να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα. Για τον λόγο αυτό μάλιστα αναγκάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις να θέσει και προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει ο κοινός νομοθέτης να υλοποιήσει την επιταγή του. (πχ ίδρυση διοικητικών δικαστηρίων). Σε ένα συνταγματικό κράτος δικαίου ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται και όχι απλώς δύναται να υλοποιήσει την συνταγματική επιταγή. Αν όμως δεν το πράξει αντισυνταγματική ασφαλώς δεν μπορεί να είναι η έλλειψη συνταγματικής πρόβλεψης, διότι απαιτείται διάταξη νόμου η οποία και δεν υπάρχει.
3. Η καταργητική ρύθμιση
Διαφορετική είναι η περίπτωση της καταργητικής ρύθμισης, η οποία λαμβάνει χώρα, παρά την αντίθετη σαφή θέληση του συντακτικού νομοθέτη χωρίς ταυτόχρονη αντικατάσταση με άλλη παρεμφερή ρύθμιση, όπως πχ κατά το άρθρ. 51 παρ.3 Σ απευθείας εκ του νόμου .περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος σε περιπτώσεις αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Η διαφορά συνίσταται στο ότι εν προκειμένω έχει ήδη μεσολαβήσει διάταξη νόμου, νομοθετική ρύθμιση εκτελεστική της επιταγής του συντακτικού νομοθέτη και η ρύθμιση αυτή καταργείται με νεότερη διάταξη νόμου. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας της καταργητικής διάταξης νόμου, που εμπεριέχει την αντίθετη προς την σαφή θέληση του συντακτικού νομοθέτη καταργητική ρύθμιση. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν ήταν δυνατός ο έλεγχος συνταγματικότητας θα ήταν πολύ εύκολη η καταστρατήγηση των συνταγματικών επιταγών με την χρήση καταργητικών διατάξεων. [Θα μπορούσε πχ ο νομοθέτης να παραχωρήσει αρχικά και στις τρεις ομάδες υπαλλήλων του ίδιου κλάδου επίδομα, το οποίο δικαιούνται όλοι βάσει της αρχής της ισότητας και να εξαιρέσει εκ των υστέρων μία ομάδα υπαλλήλων από τις τρεις, καταργώντας την διάταξη με την οποία το παραχώρησε]. Η καταργητική ρύθμιση λοιπόν όπως κάθε άλλη ρύθμιση υπόκειται στον έλεγχο συνταγματικότητας.
4. Οι λόγοι περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος
Το εκλογικό δικαίωμα αποτελεί την βάση της ρύθμισης των πολιτικών δικαιωμάτων. Η στέρηση της ικανότητας του εκλέγειν οδηγεί και στην αυτοδίκαιη έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 2 Σ. Κατά το άρθρο 51 παράγραφος 3 εδάφιο Β του ισχύοντος Συντάγματος ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Απαγορεύεται επομένως εκ του Συντάγματος γενικώς ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος και επιτρέπεται εξαιρετικά μόνον για τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους, δηλαδή την ηλικία την πνευματική υγεία και την καταξίωση. Η ρύθμιση αυτή οφείλεται στη σχέση δικαιώματος του εκλέγειν και δημοκρατικού πολιτεύματος και της αρχής της καθολικής ψηφοφορίας. Η εφαρμογή τις παραπάνω ρύθμισης η υλοποίηση δηλαδή μέσω της κοινής νομοθεσίας των τριών λόγων περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική για τον κοινό νομοθέτη, καθόσον ανάγεται σε αυτήν την ίδια την ποιότητα, στην ικανότητα του εκλογικού σώματος και τελικά στην ορθότητα των αποφάσεων του. Έτσι όπως δεν μπορεί ο κοινός νομοθέτης να καταργήσει την ηλικία ως προσόν του δικαιώματος του εκλέγειν κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να καταργήσει και την πνευματική υγεία αλλά και την καταξίωση.
5. Η καταξίωση ως προσόν του εκλογέως
Όπως προκύπτει κυρίως από το άρθρο 51 παράγραφος 3 του Συντάγματος η καταξίωση αποτελεί απαραίτητο προσόν για την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των οποίων η αναγνώριση περιποιεί τιμή στον φορέα τους καθόσουν αναφέρονται στο γενικό συμφέρον. Ο συντακτικός νομοθέτης επιτάσσει να ασκούνται τα πολιτικά δικαιώματα από τους πολίτες που θεωρούνται όλοι οι καταξιωμένοι Εκτός αν έχουν με αμετάκλητη απόφαση καταδικαστεί για ορισμένα εγκλήματα, δηλαδή για εγκλήματα των οποίων η τέλεση εμπεριέχει έντονη απαξίωση Είτε Κατά την κρίση του νομοθέτη αν το ρύζι η είτε Κατά την κρίση της δικαστικής εξουσίας. Η τέλεση λοιπόν ιδιαίτερα απαξιωτικών εγκλημάτων στερεί από τα πρόσωπα αυτά την συνταγματικά απαιτούμενη καταξίωση για την άσκηση δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι κλπ. ο συντακτικός νομοθέτης ορίζει τα συγκεκριμένα αδικήματα, Σαφώς όμως δεν επιθυμεί την άσκηση των τιμητικών πολιτικών δικαιωμάτων από άτομα, που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη καταξίωση, καθόσον έχουν ev αμετάκλητα καταδικαστεί σε εγκλήματα των οποίων η τέλεση εμπεριέχει ιδιαίτερα έντονη απαξίωση ασυμβίβαστο με τον τιμητικό χαρακτήρα των πολιτικών δικαιωμάτων.
6. Συμπέρασμα
Συμπερασματικά φαίνεται ορθό να γίνει δεκτό, ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να αγνοεί αυτή τη Συνταγματική επιταγή – και για αυτό υπήρχε άλλωστε μέχρι το 2019 η σχετική ρύθμιση- επομένως ούτε και να την καταργεί χωρίς ταυτόχρονα να την αντικαθιστά με άλλη διάταξη. Η κατάργηση της διάταξης νόμου που προέβλεπε την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως αποτέλεσμα την άσκηση τους από πρόσωπα καταδικασθέντα και για εγκλήματα που εμπεριέχουν έντονη απαξίωση, Δηλαδή από πρόσωπα μη καταξιωμένα παρά την αντίθετη σαφή θέληση του συντακτικού νομοθέτη. Κατά συνέπεια δεν είναι σύμφωνη προς τις συνταγματικές διατάξεις εφόσον πραγματοποιείται χωρίς ταυτόχρονη αντικατάσταση με άλλη παρεμφερή ρύθμιση, όπως μετ. άλ. είναι πχ ο κατά το άρθρο 51 παρ.3 απευθείας εκ του νόμου .περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος σε περιπτώσεις αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα όπως λχ το έγκλημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.
Πηγή: andreasdimitropoulos.blogspot.com