ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Σχόλιο GMR: Το άρθρο του Καθηγητή κυρίου Δημητρόπουλου δεν επιδέχεται σχόλιο και επισημάνσεις από μη ειδικούς όπως η G-M-R. Τα παρακάτω υπογραμμισμένα από την G-M-R αφορούν την κατά την κρίση μας επισήμανση, ίσως ως βοήθεια πλήρους κατανόησης, με ξανά διάβασμα, ξανά επισημάνσεις κοκ, με σκοπό το Δίκαιο, έτσι καθαρά και όχι “αφ’ υψηλού” διατυπωμένο από τον κ. Α. Δημητρόπουλο, να είναι εργαλείο κάθε κατατρεγμένου.
Στο 5 β Τρίτη παράγραφο:
” Η στροφή προς το αντικειμενικό εξασφαλίζει την αξιοποίηση του θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ασκούνται τα συνταγματικά δικαιώματα και μέσα από την αντιπαράθεση αντικειμενικού προς υποκειμενικό (δικαιώματος και θεσμού) οδηγεί όχι στη σύγκρουση των δικαιωμάτων και στη στάθμιση αλλά στη διάκριση του αμυνόμενου από τον επιτιθέμενο και στη θεσμική εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Με βάση την αντικειμενική θεωρία οι θέσεις που λαμβάνονται στα επιμέρους ζητήματα δεν είναι συμπτωματικές αλλά υπακούουν στην διήκουσα αντικειμενική λογική Με την οποία γίνεται η επεξεργασία των διαφόρων απόψεων και η θεμελίωση των υποστηριζόμενων νόμων δεν συνιστούν απλώς επιλογές αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης δεδηλωμένης μεθοδολογίας.”
Και πιο κάτω, στο 7 β:
“Κατά την αντικειμενική θεωρία οι συνταγματικές διατάξεις δεν περιέχουν μόνον υποκειμενικά δίκαια αλλά και αντικειμενικές αρχές, από τις οποίες απορρέουν τα δικαιώματα. Τα συνταγματικά δικαιώματα ως αμυντικά δικαιώματα στρέφονται erga omnes, Ενώ παράλληλα έχουν αποκτήσει και προστατευτικό (προς το κράτος) αλλά και διά ασφαλιστικό (εξασφαλιστικό – διεκδικητικό) περιεχόμενο. Τα συνταγματικά όχι απλά ατομικά δικαιώματα, εφαρμόζονται σε δύο επίπεδα, γενικό και ειδικό. Τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται στην γενική κυριαρχεί σχέση κράτους πολιτών, αλλά και την γενική διαπροσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών. Εφαρμόζονται επίσης μέσα σε όλες τις έννομες σχέσεις και τους θεσμούς δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Στην αντικειμενική θεωρία ανήκει η θεσμική εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων.”
Συμπλήρωση Νο1 – 17/1/2021
Ξεκινήσαμε το σχόλιο μας λέγοντας πως “ Το άρθρο του Καθηγητή κυρίου Δημητροπούλου δεν επιδέχεται σχόλιο ”. Εκτιμούμε όμως ότι επιδέχεται έμπρακτη αξιοποίηση, βλέπετε παρακάτω (ξεκινώντας σήμερα με την 1η από ανάλογες συμπληρώσεις) “υποδείγματα αντικειμενικής νομικής σκέψης”
Υποδείγματα αντικειμενικής νομικής σκέψης που ΔΕΝ αξιοποιήθηκαν με ευθύνη, πρώτα των πολιτευομένων και ακολούθως των διανοουμένων της αντιμνημονιακής πλευράς:
1) ΟΗΕ: Συνένοχο το ΔΝΤ και οι «οικονομικοί θεσμοί» σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
2) Μάρτιος 2014, ΟΗΕ, διεθνή απαίτηση για Λ.Ε.Χ & λογοδοσία υπαιτίων
3) Γ. Κασιμάτης – ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ
4) Η “Νομότυπη αντισυνταγματική συμπεριφορά” και η γενοκτονία μας
5) Α. Δημητρόπουλος – ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΣ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΉΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
6) Α. Δημητρόπουλος – Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥΣ
7) ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ-ΣΤΟ-KONTRA-CHANNEL-ΓΙΑ-ΤΟ-ΑΡΘΡΟ-86Σ
8) δ.ά.δ.α. (*) ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΝΤΙdebtocracy ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ
9) ΕΝΟΙΚΙΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (και όχι μόνον) = ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΣΧΕΣΗΣ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (Απόφαση Ε.Ε.Δ.Α. 4ης Ιουλίου 2002)
10) Απίστευτο κείμενο 68 πανεπιστημιακών υπέρ του Κουφοντίνα: Να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματά του…
Όπως προκύπτει από την εργασία του Καθηγητή Α.Δημητρόπουλου(*), ή κάθε προσπάθεια τεκμηρίωσης του δίκαιου του αμυνόμενου/θύματος, απέναντι στην κυριαρχία του άδικου του επιτιθέμενου/θύτη, οφείλει να χρησιμοποιεί ολόκληρο το οπλοστάσιο του κατακτημένου νομικού πολιτισμού (για την νομική αντιπαράθεση, λαμβανομένων υπ’ όψιν ΟΛΩΝ των σχετικών με την περίπτωση “νομικών μεγεθών”/”μερών της νομικής αντιπαράθεσης”), και μάλιστα ιεραρχικά, εκ των άνω προς τα κάτω, για την επισήμανση κατ’ αρχήν, όλων των θεμελιωδών δικαιϊκών/συνταγματικών αρχών (**) από τις οποίες απορρέει το συγκεκριμένο δικαίωμα του θύματος και ακολούθως όλων των βάσει των θεμελιωδών αρχών, διασυνδεομένων μεταξύ τους ειδικότερων νόμων και διατάξεων.
Λέγοντας τα παραπάνω, δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να ισχυριστούμε, πως κάθε ξεκίνημα νομικοτεχνικής τεκμηρίωσης του δίκαιου του θύματος, οφείλει να ξεκινάει από τα των χρηστών ηθών ( Τα χρηστά ήθη κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους ).
Εκ των παραπάνω συνάγεται, πως κάθε υποκειμενοποίηση της νομικής σκέψης, της εισαγγελικής-δικαστικής πρότασης-κρίσης, δεν αντιμετωπίζεται με αριστερά σλόγκαν του τύπου, “το θέμα δεν είναι νομικό-το θέμα είναι πολιτικό”, ή “μα πιστεύετε στην Ελληνική Δικαιοσύνη;”, αλλά με την αντικειμενική νομική σκέψη και αν αυτή η τακτική δεν αποδώσει, με “κατέβασμα της αντικειμενικής νομικής σκέψης στο πεζοδρόμιο” ταυτόχρονα με τριπλοσυνδυασμένη αγωνιστικά/δικαιϊκά/πολιτικά(ΟΧΙ κομματικά) διεθνοποίησή της.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα υποταγής στην υποκειμενική νομική σκέψη δίνουμε την “έγκυρη” νομική γνώμη περί του απρόσβλητου του άρθρου 86Σ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ – Οργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας- Αρθρο 86 “διότι το άρθρο αυτό ρητώς ορίζει/ΡΗΤΗ Η ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ” πως “μόνον η Βουλή μπορεί να…” επόμενα ο Βουλή μπορεί και να εκφεύγει του κατακτημενου νομικού πολιτισμού και να τον καταπατά, χωρίς ουδείς, ούτε η τακτική Δικαιοσύνη, ούτε αμυνόμενος/θύμα, να μπορεί να αντιδράσει, διότι “κινδυνεύουμε ακόμα και με διεθνείς κυρώσεις”.
Όμως, από τα παραπάνω υποδείγματα αντικειμενικής νομικής σκέψεις, αντί-παραθέτουμε τα υπ’ αριθμ. 6 και 7, συνεργαζόμενα αμφότερα με τα 1, 2, 3, 4, 5.
—/// Με δύο λόγια, δεν καταπίνουμε το άδικο “αβρόχοις ποσίν”, αλλά κινούμε γη και ουρανό πατώντας επάνω στην αντικειμενική νομική σκέψη! —///
(*) – Η πραγματική αντίθεση δύο υποκειμένων του δικαίου επιτιθέμενου και αμυνόμενου, προκειμένου να αρθεί παίρνει τη μορφή νομικής αντιπαράθεσης, της αντιπαράθεσης δηλαδή νομικών μεγεθών. Η πραγματική αντίθεση μετατρέπεται σε νομική αντιπαράθεση. Πρόκειται για μετάβαση σε άλλο γένος, από τον πραγματικό στον νομικό κόσμο, για μία νομική μεταμόρφωση της πραγματικής αντίθεσης. Η νομική αντιπαράθεση πρέπει να είναι ικανή να καταλήξει σε ορθές λύσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχει επομένως, ποια είναι τα νομικά στοιχεία που θα αντιπαρατεθούν, τα μέρη της νομικής αντιπαράθεσης. Η απλή αντιπαράθεση λαμβάνει υπόψιν της μόνο το υποκειμενικό στοιχείο. αντίθετα η σύνθετη λαμβάνει υπόψη και τα δύο στοιχεία, και του υποκειμενικού και του αντικειμενικού.”
Στην υποκειμενική και απρόσφορη νομική αντιπαράθεση δικαιώματος προς δικαίωμα και όχι στην αντικειμενική νομική αντιπαράθεση δικαιώματος και θεσμού.
(α) Υποκειμενική αντιπαράθεση ( υποκειμενικό / υποκειμενικό): Καταρχήν κλασική νομικό πολιτική σκέψη είναι η αντιπαράθεση ατόμου προς άτομο που πήρε τη νομική μορφή της αντιπαράθεσης δικαιώματος προς δικαίωμα, συμφέροντος προς συμφέρον και που αντικατοπτρίζεται στη βαθιά ριζωμένη αντίληψη για την σύγκρουση των δικαιωμάτων.
(β) Αντικειμενική – θεσμική αντιπαράθεση( υποκειμενικό/ αντικειμενικό): από τον εντοπισμό του θεσμικού περιβάλλοντος η αλληλοσύνδεση δικαιώματος – θεσμού, οδηγεί στην αντιπαράθεση τους, στην αντιπαράθεση υποκειμενικού προς αντικειμενικό για την άρση των αντιθέσεων. Η διαπίστωση του θεσμικού περιβάλλοντος οδηγεί αναγκαία στην αντικειμενική αντίθεση, στη θεσμική αντιπαράθεση, δεν είναι η αντίθεση υποκειμενικού προς υποκειμενικό, αντίθεση δικαιωμάτων, αλλά αντίθεση δικαιώματος και θεσμού μέσα στον οποίο ασκείται το δικαίωμα, στο θεσμικό του περιβάλλον. Η θεσμική αυτή αντιπαράθεση είναι το “κλειδί” της εφαρμογής τους. Τα δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη στο “φυσικό” τους περιβάλλον, όπως ακριβώς είναι στη νομική πραγματικότητα. Το αντικειμενικό στοιχείο αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται και εφαρμόζονται τα υποκειμενικά στοιχεία. Η θεσμική εφαρμογή βασίζεται στην αντιπαράθεση δικαιώματος και διαπροσωπικής σχέσης (θεσμού). Εφόσον επιχειρείται εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ειδικότερες έννομες σχέσεις και δεσμούς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ταυτόχρονα και το περιεχόμενο του δικαιώματος αλλά και το περιεχόμενο της σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή του.
(**) – φύση των πραγμάτων επιβαλλόμενη ρύθμιση.
Η αντικειμενικοποίηση του νόμου ως αντικειμενικοποίηση του υποκειμενικού, διαφέρει από την υποκειμενικοποίηση του αντικειμενικού, που εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο νομοθέτης προσπαθεί λχ να επιβάλει θέληση ξένη προς το όλο δίκαιο, να υπάγει δηλαδή τα αντικειμενικά στοιχεία στην υποκειμενική του θέληση. Είναι δυνατόν η υποκειμενική θέληση του συγκεκριμένου νομοθέτη να εκφράζεται με σαφήνεια στις διατάξεις του νόμου και να υποκειμενικοποιεί το νόημα της διάταξης, το οποίο όμως στις περιπτώσεις αυτές δεν συμπίπτει με το αντικειμενικό νόημα του νόμου. Δεν υπάρχει δηλαδή αμφιβολία για το νόημα της διάταξης, υπάρχει όμως αμφιβολία για το νόημα του νόμου. Το ότι ο νόμος είναι η αντικειμενικοποίηση υποκειμενικής θέλησης σημαίνει, ότι ιστορική θέληση του νομοθέτη προσαρμόζεται στα αντικειμενικά στοιχεία και όχι ότι τα αντικειμενικά στοιχεία προσαρμόζονται, πράγμα αδύνατο, στην θέληση του νομοθέτη. Εφόσον πάλι η θέληση του νομοθέτη δεν είναι σαφής ή δεν έχει εκδηλωθεί, η ερμηνεία, πρέπει να κατευθύνεται στην ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του νόμου και όχι στην εξιχνίαση της υποκειμενικής και ενδεχόμενα ανύπαρκτης στο νομικό τουλάχιστον κείμενο, θέλησης του συγκεκριμένου νομοθέτη.
– Η αντικειμενική θεώρηση αντιλαμβάνεται την έννομη τάξη ως ιεραρχικό, ενιαίο και πλήρες σύστημα κανόνων δικαίου. Η καταστατική αρχή και οι θεμελιώδεις αρχές ανήκουν μαζί με άλλους κανόνες στο συνταγματικό πλαίσιο το οποίο προΐσταται του κοινού δικαίου. Η αρχή της τυπικής ισοδυναμίας εμποδίζει την στάθμιση των συνταγματικά προστατευομένων αγαθών. Ως ενιαίο σύστημα διέπεται από την αρχή της ενότητας του ουσιαστικού περιεχομένου, η οποία αποκλείει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ των κανόνων δικαίου, στις οποίες ανήκει και η λεγόμενη “σύγκρουση δικαιωμάτων”, η οποία πάντως στις περισσότερες περιπτώσεις συγχέεται με την αντίστοιχη πραγματική σύγκρουση. Τέλος η έννομη τάξη είναι πλήρες σύστημα κανόνων δικαίου, το οποίο ως τοιούτο μπορεί να έχει λεκτικά όχι όμως και ουσιαστικά ρυθμιστικά κενά.
Συμπλήρωση Νο2 – 18/1/2021
Ως προς την “τύχη” των δικογραφιών εσχάτης μνημονιακής προδοσίας που η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου διαβίβασε κατ’ άρθρο 86Σ στην Βουλή, επισημαίνουμε, πέραν της πιο πάνω σχετικής μας ΒΑΣΙΚΗΣ αναφοράς στο άρθρο του Καθηγητή Α.Δημητρόπουλου με τίτλο Η Ποινική Ευθύνη των υπουργών κατά την Ασκηση των καθηκόντων τους και της επίσης σχετικήςαναφοράς του δικηγόρου Πέτρου Μηλιαράκη ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ-ΣΤΟ-KONTRA-CHANNEL-ΓΙΑ-ΤΟ-ΑΡΘΡΟ-86Σ , πως επ’ αυτών υπάρχουν τρεις (τουλάχιστον), μη δυνάμενες να παραμεριστούν, ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ, με τον κατακτημένο νομικό πολιτισμό:
1) Στέρηση φυσικού δικαστή(*) εφ όσον οι δικογραφίες στην Βουλή ούτε που διαβάστηκαν ούτε (αν διαβαστούν) υπάρχει υποχρέωση νομικής αιτιολόγησης της όποιας απόφασης (με αγαστή συνεργασία δεξιάς-κέντρου-αριστεράς στο ότι: “το θέμα δεν είναι νομικο-το θέμα είναι πολιτικό“) και,
2) Το ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ/ΚΩΛΥΜΑ, καταγγελλόμενος/καταγγελλόμενοι, να συναποφασίζουν/ επηρεάζουν (= μη ανεξάρτητο και μη αμερόληπτο δικαστήριο), ενίοτε από θέση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ΜΑΖΙ με την κομματική κοινοβουλευτική τους ομάδα, για την τύχη των δικογραφιών στις οποίες οι ΙΔΙΟΙ καταγγέλλονται.
3) Το απολύτως ΕΤΕΡΟΒΑΡΕΣ και απολύτως ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ασυμβίβαστο (με βάση και τα παραπάνω 1 και 2) ως προς την ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ διάκριση των εξουσιών (wikipedia.org/wiki/Διάκριση_των_εξουσιών ), (‘Αρθρο 26: (Διάκριση των εξουσιών) ) ,
Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο, Θέμα εργασίας:Η διάκριση των εξουσιών .
Επ αυτών των ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ και η εργασία ( Ποινική ευθύνη των Υπουργών και άρθρο 86-μια αντισυνταγματική διάταξη του Συντάγματος. Δ.ΚΟΥΚΙΩΤΗ ) του δικηγόρου Δημητρίου Κουκιώτη.
(*) Από την ανάρτηση Κώστας Ε. Μπέης, Συγγραφικό έργο, Αρχή του αναφαίρετου νόμιμου δικαστή
Αρχή του αναφαίρετου νόμιμου δικαστή
-ερμηνεία του άρθρου 8 του Συντάγματος- [1]
Πηγές
1. Οι κανόνες που συγκροτούν το ισχύον δίκαιο
Το ισχύον ελληνικό δίκαιο, αναφορικά με την αρχή του νόμιμου δικαστή συγκροτείται από το άρθρο 8 του Συντάγματος και το άρθρο 6 § 1 της ευρΣΔΑ [2] , η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 2329/1953 και το ν.δ. 53/1974, έχει αυξημένη τυπική νομοθετική δύναμη κατά το άρθρο 28 § 1 Σ και ορίζει σχετικώς ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δικαίως, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νομίμως , και το οποίο θα αποφασίσει είτε για αμφισβητήσεις, σχετικές με τα αστικής φύσης δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, είτε για τη βασιμότητα κάθε ποινικής φύσης κατηγορίας εναντίον του.
Ανδρ. Δημητρόπουλος, 3 Ιανουαρίου 2021
Εν αρχή η διάκριση αντικειμενικού και υποκειμενικού. Αντικειμενικό είναι ό,τι υπάρχει στην πραγματικότητα, ό.τι υφίσταται αντικειμενικά ανεξάρτητα δηλαδή από την ύπαρξη ή την συνείδηση του υποκειμένου. Το αντικειμενικό υφίσταται και όταν το υποκείμενο δεν το αντιλαμβάνεται αλλά και όταν το υποκείμενο δεν υπάρχει. Το αντικειμενικό στοιχείο βρίσκεται στην φύση ή στην κοινωνία ανεξάρτητα από την θέληση των υποκειμένων έξω και πέρα από την ανθρώπινη μας βούληση. Υποκειμενικό είναι ό,τι δημιουργείται στην ατομική ή την συλλογική συνείδηση.
– Η ανθρώπινη σκέψη άλλοτε προσανατολίζεται κυρίως, υπαρβολικά ή και αποκλειστικά προς το αντικειμενικό, υποτιμώντας ή και αγνοώντας το υποκειμενικό και άλλοτε προς το υποκειμενικό. Η ύπαρξη αντικειμενικού και υποκειμενικού και ο υπέρ του ενός και εις βάρος του άλλου προσανατολισμός οδήγησε στην δημιουργία δύο μεγάλων ρευμάτων σκεψης, του αντικειμενισμού και του υποκειμενισμού.
– Αντικειμενικό και υποκειμενικό αναγκαία συνυπάρχουν. Από την συνύπαρξη αυτή καθορίζεται και η ορθή – πέραν από κάθε αντικειμενική ή υποκειμενική υπερβολή – αντιμετώπιση των σχέσεων υποκειμενικού και αντικειμενικού. Το αντικειμενικό προϋπάρχει είναι ευρύτερο και το υποκειμενικό εντάσσεται σε συγκεκριμένο αντικειμενικό πλαίσιο. Από την συνύπαρξη υποκειμενικού και αντικειμενικού προκύπτει, ότι η ορθή αντιμετώπιση δεν είναι η παντελής παραγνώριση του ενός ή του άλλου αλλά η αναγνώριση της μεταξύ τους ορθής σχέσης. Η αντικειμενική πραγματικότητα είναι αυτή μέσα στην οποία υπάρχει το κάθε τι. Επομένως το υποκειμενικό υπάρχει πάντοτε στο πλαίσιο του αντικειμενικού. –
ΑΝΔΡ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, 17 Νοεμβρίου 2020
“Η επιστήμη χρειάζεται χρόνο και η Δημοκρατία επαγρύπνηση”
Το Σύνταγμα προβλέπει τρία επίπεδα λειτουργίας των θεσμών και της άσκησης των Συνταγματικών Δικαιωμάτων, την συνταγματική κανονικότητα, την έκτακτη κατάσταση ανάγκης άρθρ.44 παρ.1Σ) και την εξαιρετική κατάσταση ανάγκης (άρθρ.48Σ.) Και στα τρία επίπεδα και κατά συστηματική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων πραγματοποιείται ι η θεσμική εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Α. Συνταγματική κανονικότητα:
1. Είναι η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει κοινωνική οικονομική και πολιτική ομαλότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για ιδανική κατάσταση στην οποία δεν υπάρχουν προβλήματα και κίνδυνοι. Σημαίνει όμως ότι οι κίνδυνοι δεν έχουν εξελιχθεί ώστε να δημιουργηθεί εκτροπή από την συνταγματική κανονικότητα, Δεν υπάρχει δηλαδή έκτακτη ανάγκη όπως απαιτείται από το άρθρο 44 ούτε και εξαιρετική ανάγκη όπως απαιτεί το 48.
2. Τα συνταγματικά δικαιώματα προσαρμόζονται με την είσοδο του ατόμου στους διάφορους θεσμούς όπως π.χ. στον γάμο στα διάφορα σωματεία κλπ κατά συστηματική πάντοτε ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Η ρύθμιση και ειδικότερα η απαγόρευση των συναθροίσεων κατά το άρθρο 11 Σ αφορά το πλαίσιο συνταγματικής κανονικότητας. Ειδικότερα:
Ανδρ. Δημητρόπουλος–, 11 Οκτωβρίου 2020
1. Εισαγωγικά
Με την τροποποίηση του Π.Κ. το έτος 2019 καταργήθηκε η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή. Τίθεται έτσι το ερώτημα της συνταγματικότητας της νομοθετικής αυτής καταργητικής ρύθμισης.
Καταρχήν απαραίτητη είναι η διάκριση ανάμεσα στην έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης και την καταργητική ρύθμιση.
2. Η έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης
Η γνήσια έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης αυτή καθεαυτήν είναι η περίπτωση κατά την οποία επιβάλλεται του Συντάγματος η ρυθμιστική παρέμβαση του κοινού νομοθέτη πλην όμως δεν έχει μεσολαβήσει -καθόσον ουδέποτε έχει ρυθμιστεί νομοθετικά= το συγκεκριμένο ζήτημα. Στις περιπτώσεις αυτές εφόσον ο συντακτικός νομοθέτης επιτάσσει νομοθετική ρύθμιση, οφείλει ο κοινός νομοθέτης να υπακούσει και να ρυθμίσει το συγκεκριμένο ζήτημα. Για τον λόγο αυτό μάλιστα αναγκάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις να θέσει και προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει ο κοινός νομοθέτης να υλοποιήσει την επιταγή του. (πχ ίδρυση διοικητικών δικαστηρίων). Σε ένα συνταγματικό κράτος δικαίου ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται και όχι απλώς δύναται να υλοποιήσει την συνταγματική επιταγή. Αν όμως δεν το πράξει αντισυνταγματική ασφαλώς δεν μπορεί να είναι η έλλειψη συνταγματικής πρόβλεψης, διότι απαιτείται διάταξη νόμου η οποία και δεν υπάρχει.
._
Ανδρ. Δημητρόπουλος, 16 Απριλίου 2020
Από την συστηματική ερμηνεία των: άρθρ.5 παρ.4 , Ερμην. Δήλ., άρθρ,7 παρ 2, άρθρ. 21 παρ.3, άρθρ. 22.παρ.4, άρθρ 44 παρ.1 Σ προκύπτει, ότι ο συντακτικός νομοθέτης ιδρύει ειδική κυριαρχική σχέση μέσα στην οποία και για την προστασία της δημόσιας υγείας υφίστανται ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ τα ασκούμενα συνταγματικά δικαιώματα περιοριζόμενα ποσοτικά και χρονικά κατά το επιβαλλόμενο μέτρο, όπως προκύπτει από την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ειδικής κυριαρχικής σχέσης και ενός εκάστου συνταγματικού δικαιώματος. Η ειδική σχέση δημοσίου δικαίου ενεργοποιείται με την εμφάνιση της απειλής (πχ επιδημία) και εντείνεται ανάλογα προς την έντασή της απειλής περιορίζοντας αναλόγως τα συνδεόμενα δικαιώματα. Η συνταγματικότητα των μέτρων εξαρτάται από την αλήθεια της απειλής. Βλ αναλ. Α. Δημητρόπουλου Συνταγματικά Δικαιώματα κυρίως σ. 67 επ.
1. Η επιδημία του Κορονοϊού οδήγησε στη λήψη αρχικά ηπιότερων και ύστερα αυστηρότερων μέτρων περιοριστικών των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών. Η απαγόρευση κυκλοφορίας – παρά τις εξαιρέσεις της- αποτελεί πράγματι σημαντικό περιορισμό της ελευθερίας κίνησης, η οποία συνιστά πρωτογενές μητρικό δικαίωμα από το οποίο εξαρτάται και η άσκηση πολλών άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων. Τέθηκε έτσι το ζήτημα της συνταγματικής νομιμότητας των μέτρων αυτών; Παράλληλα είναι αναμφισβήτητο, ότι καταστάσεις, όπως αυτή που ζούμε, αντικειμενικά και πέρα από την αλήθεια της συγκεκριμένης περίπτωσης, περιέχει μελλοντικούς για την Δημοκρατία κινδύνους Ο εύκολος περιορισμός των Συνταγματικών Δικαιωμάτων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βασίζεται σε λευκή επιταγή. Είναι βέβαιο, πως ό,τι γίνεται σήμερα αποτελεί ‘συνταγματικό δεδικασμένο» για αυτό και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Είναι επομένως απαραίτητη μια τέτοια συνταγματική αιτιολογία, που να εξηγεί την παρούσα περίπτωση και να αποκλείει μελλοντικές καταχρήσεις.
Ανδρ. Δημητρόπουλος, 16 Απριλίου 2020
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές, το ίδρυμα ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗ, προσωπικά την κ. Κατερίνα Πορφυρογένη και να καλωσορίσω εκ μέρους της Νομικής Σχολής Αθηνών τους συναδέλφους από το Εξωτερικό, οι οποίοι με τις θαυμάσιες πράγματι εισηγήσεις τους, στην κυριολεξία του όρου μας έκαναν σοφότερους. Eίναι μεγάλο πράγμα να ακούς για δημοψήφισμα από Ελβετικά και ιταλικά χείλη, διότι είναι ένας θεσμός, ο οποίος πράγματι έχει ευδοκιμήσει στην Ελβετία αλλά και στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια. Η παρουσία μου εδώ οφείλεται σε πολλούς λόγους. Πράγματι ένιωσα την υποχρέωση να συμμετάσχω σε αυτό το Συνέδριο που έχει τον τίτλο «Σύγχρονη Δημοκρατία και Δημοψήφισμα». Δύο από τα βιβλία μου έχουν ακριβώς αυτούς τους τίτλους (Η Δομή και η Λειτουργία της σύγχρονης Δημοκρατίας 1974. Το Δημοψήφισμα 1997). Έχουμε επίσης ιδρύσει ήδη από το 1994 την «Ένωση Ενεργών Πολιτών», στην οποία δραστηριοποιούνται πολλοί πανεπιστημιακοί, άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, νομικοί, Πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων κλπ. Έχουν διοργανωθεί πάρα πολλές διαλέξεις ανά την Ελλάδα, ακριβώς με αυτό το αντικείμενο, δηλαδή το Δημοψήφισμα σε εθνικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Μάλιστα είμαστε σε συζητήσεις με τον Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου, για τη διοργάνωση μίας ομιλίας ανάλογου περιεχομένου και στην πόλη σας. Με την Ένωση Ενεργών πολιτών έχουμε διοργανώσει επτά τοπικά δημοψηφίσματα. Σε ένα μάλιστα από αυτά στη Νέα Φιλαδέλφεια, που έγινε σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση έλαβαν μέρος 12.000 πολίτες. Η απόφαση αφορούσε την επέμβαση που ήθελε ο Δήμαρχος της περιοχής να πραγματοποιήσει, στο γνωστό άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας.
Ανδρ. Δημητρόπουλου, 18 Φεβ. 2019
1. Κομματική και επιστημονική ερμηνεία
Τόσο εκτός όσο και εντός Βουλής – κατά την συζήτηση στην Ολομέλεια του πορίσματος της Επιτροπής Αναθεώρησης, τέθηκε – ως μη όφειλε- επανειλημμένα και μετ΄ επιτάσεως το ζήτημα της δέσμευσης της επόμενης αναθεωρητικής Βουλής από την απόφαση της παρούσας Βουλής, ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητικών της προτάσεων. Η κυβερνητική πλειοψηφία υποστήριξε σθεναρά την θέση, που είχε και παλαιότερα διατυπώσει ο πρωθυπουργός, ότι οι αναθεωρητικές προτάσεις της παρούσας Βουλής είναι δεσμευτικές ως προς το περιεχόμενό τους και οφείλει να τις ακολουθήσει η επόμενη Βουλή. Αντίθετα η αντιπολίτευση αντέτεινε ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «κομματική ερμηνεία» του Συντάγματος εμπεριέχει σκοπιμότητες και πέρα από τα μειονεκτήματά της, βοηθά στην κατανόηση της «πραγματικής λειτουργίας» της διάταξης. Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δεσμευτικός χαρακτήρας της πρότασης εξασφαλίζει την υλοποίηση της πολιτικής βούλησης της σημερινής πλειοψηφίας, ενώ η αντίθετη λύση επιτρέπει στην νέα πλειοψηφία να ρυθμίσει το όλο ζήτημα.
Ανδ. Δημητρόπουλος , 6 Φεβ. 2019
1. Στην μνημονιακή Ελλάδα στην οποία η τήρηση και η εφαρμογή του Συντάγματος αγκομαχά και υποφέρει κάτω από την πίεση του χρέους και των δανειστών, δεν είναι ασφαλώς λίγες οι φορές, κατά τις οποίες η κοινοβουλευτική πραγματικότητα βγαίνει έξω από το όρια της συνήθους κοινοβουλευτικής πρακτικής, των κοινοβουλευτικών ηθών και της κοινοβουλευτικής κανονικότητας. Στο πλαίσιο αυτό ανήκουν, οι προσπάθειες ad hocτροποποίησης του Κανονισμού της Βουλής και οι νεόκοπες “δηλώσεις στήριξης”.
2. Την έννοια και τη συγκρότηση των Κοινοβουλευτικών ομάδων (ΚΟ) ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής (ΚΒ). O ελάχιστoς αριθμός Boυλευτών για τη συγκρότηση μιας Koινoβoυλευτικής Oμάδας είναι δέκα. Αν στην πορεία αποχωρήσουν βουλευτές ο χαρακτήρας και η αναγνώριση όπως επίσης και τα προνόμια της κοινοβουλευτικής ομάδας διατηρούνται μέχρι και του αριθμού των πέντε βουλευτών, εφόσον συντρέχουν οι (δύο) προϋποθέσεις που ορίζει ο ΚΒ. Κατά την πρώτη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, πρέπει οι πέντε βουλευτές να εκλέχθηκαν με το συγκεκριμένο κόμμα και εξακoλoυθoύν να ανήκoυν σε αυτό. Αν επομένως έχουν απομείνει 4 από τους παλαιούς βουλευτές και έχει προσχωρήσει ένας, πληρούται το αριθμητικό όχι όμως και το «ποιοτικό» κριτήριο. Είναι ακριβώς η κατάργηση του ποιοτικού κριτηρίου εκείνη που επιδιώκεται με την τροποποίηση του ΚΒ έτσι ώστε να αρκεί ο αριθμός των βουλευτών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πολιτική τους καταγωγή. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι θα είναι καλλίτερη και η μείωση του ελάχιστου αριθμού που απαιτείται για την συγκρότηση ΚΟ. Πέρα από την θέση, υπέρ ή κατά, που μπορεί να έχει κανείς για τα συγκεκριμένα θέματα, αναντίρρητο είναι ότι αλλαγές τόσο στον ΚΒ ή και οπουδήποτε αλλού πρέπει να γίνονται γενικά και απρόσωπα και όχι να έχουν φωτογραφικό χαρακτήρα ή και να επιτρέπουν την υπόνοια έστω ότι γίνονται ανταποδοτικά.
Ανδρέας Δημητρόπουλος (*) , 13 Ιαν. 2019
1. Η διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού αναγκαία ενεργοποιεί βασικές συνταγματικές διαδικασίες, οι οποίες όπως δείχνει η εφαρμογή τους δεν έχουν γίνει απόλυτα κατανοητές. (α) Το Σύνταγμα απαγορεύει κυβέρνηση μειοψηφίας και κατοχυρώνει την αρχή της δεδηλωμένης πλειοψηφίας. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει κάθε στιγμή να διαθέτει πλειοψηφία καθαρή, ορατή, αναμφισβήτητη. Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα ψήφος εμπιστοσύνης της Βουλής δεν επιτρέπεται να ζητείται από κυβέρνηση μειοψηφίας παρά μόνον από κυβέρνηση που διαθέτει την δεδηλωμένη. (β) Οι προβλεπόμενες συνταγματικές διαδικασίες (Άρθρ. 37, 38, 84 Σ) εφαρμόζονται είτε αμέσως μετά τις εκλογές είτε κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου μετά από ανακατατάξεις των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας στη Βουλή.
Ανδρέας Δημητρόπουλος (*) , 2 Ιαν. 2019
Τετάρτη, 2 Ιανουαρίου 2019
ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ 2018
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2018
– [ 1.] Η κρίση και η αδυναμία (οικονομική κλπ) δεν ευνοούν τη λύση των εθνικών θεμάτων
– [ 2.] Εν μέσω ….”αξιολόγησης” προωθείται η …λύση του σκοπιανού …
– [ 3.] Τα ονόματα δεν είναι κενές λέξεις. Συμπυκνώνουν Ιστορία, Πολιτισμό κ.ά
– [ 4.] Η παραποίηση της Ιστορίας εμπεριέχει υπονόμευση του μέλλοντος
– [ 5.] Οι υποκινούμενες αξιώσεις των Σκοπίων δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ ( βλ τα σημερινά γεγονότα στην Έδεσσα και αλλού )
του Ανδρέα Δημητρόπουλου, 2 Δεκ. 2018
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
1. Το πανεπιστημιακό άσυλο απασχολεί έντονα και δυσάρεστα, κάθε Νοέμβρη αλλά όχι μόνον. Με την ευκαιρία της συνταγματικής αναθεώρησης παραμένει στην επικαιρότητα και προσελκύει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον λόγω των διαμετρικά αντίθετων απόψεων που υποστηρίζονται. Από την μια η διατήρηση της νομοθετικής ρύθμισης, από την άλλη η «κατάργηση του ασύλου». Είναι και το άσυλο θύμα της προχειρότητας με την οποία προσεγγίζονται σήμερα τα θέματα. Η αλήθεια είναι ότι το άσυλο έχει συνδεθεί με τα έκτροπα που χωρίς εξαίρεση επαναλαμβάνονται κυρίως με την ευκαιρία του εορτασμού του Πολυτεχνείου αλλά και με πολλά κρούσματα ανομίας και παραβατικότητας που παρατηρούνται στις διάφορες πανεπιστημιακές σχολές. Είναι όμως έτσι; Καλύπτει πράγματι το άσυλο αυτή την ανομία; Ή πρόκειται για ακόμη μια σύγχιση, όπως τόσες άλλες΄;
2. Η συνταγματική προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου συνδέεται με την προστατευόμενη στο άρθρο 16 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ακαδημαϊκή ελευθερία. Το άσυλο συνδέεται με την ελευθερία των ιδεών και την ελεύθερη κυκλοφορία, διατύπωση και διάδοσή τους ειδικότερα στον ακαδημαϊκό χώρο. Το άσυλο έχει αφενός μεν έναν υλικό (γεωγραφικό) προσδιορισμό (corpus), αφετέρου δε έναν πνευματικό προσδιορισμό (animus). Ο πρώτος αναφέρεται στον χώρο που καλύπτει το άσυλο. Ο δεύτερος στο αντικείμενο της προστασίας του, στις ιδέες. Με το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύεται η ελευθερία των ιδεών, η ελευθερία της διδασκαλίας. Προφανώς με το άσυλο δεν καλύπτεται οτιδήποτε άλλο. Δεν καλύπτεται οποιαδήποτε παρανομία, η συναλλαγή, διεξαγωγή παράνομου εμπορίου κλπ. Δεν είναι άσυλο παράνομων πράξεων αλλά μόνον άσυλο ιδεών.