ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
_.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος/Μάριος Πλωρίτης, 27 Απρ. 2022
«Πρέπει να εμποδίσουμε αυτό το μυαλό να λειτουργεί, για είκοσι χρόνια», ρέκαξε ο εισαγγελέας-φερέφωνο του φασισμού. Και οι δικαστές-πειθήνιοι δήμιοι της τυραννίας καταδίκασαν σε 20 χρόνια φυλάκιση τη σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι, που τόσο τρόμαζε τους μελανοχίτωνες «αγγέλους» του ερέβους.
Μέθοδος «κλασική» και πανάρχαιη: μη μπορώντας να πολεμήσουν τη Σκέψη με την (ανύπαρκτη) σκέψη τους, προσπαθούν να τη φιμώσουν ή να την εξοντώσουν. Η εκδικητή ειρωνεία (το ίδιο «κλασική») είναι πως η σκέψη επιζεί πολύ πέρα απ’ το αιχμάλωτο σώμα.
Και, στην περίπτωση του Γκράμσι, η σκέψη του ―όχι 20, αλλά 50 χρόνια μετά την καταδίκη του, 40 χρόνια μετά το θάνατό του― απλώνει όλο και πιο πολύ την αχτινοβολία της, και δίνει όλο και μεγαλύτερο «μέγεθος» στο καχεκτικό σώμα που την στέγαζε. Πολύ περισσότερο: έγινε ένας απ’ τους κορυφαίους οδηγούς της σοσιαλιστικής θεωρίας και πράξης, όχι μόνο στην ιταλική πατρίδα του, αλλά και στον κόσμον ολόκληρο.
Από κατεστραμμένη μικροαστική οικογένεια της Σαρδηνίας, ο Γκράμσι (που γεννήθηκε το 1891) αναγκάστηκε να δουλέψει στα 11 κιόλας χρόνια του, μ’ όλο που ήταν αδύναμος και φιλάσθενος. Στα 13 του θα πάρει την πρώτη γεύση της «κρατικής βίας»: όταν ο στρατός θα κυκλώσει και θα πυροβολήσει τους ανθρακωρύχους της Σαρδηνίας… Ένα χρόνο αργότερα καταφέρνει να ξαναρχίσει τις σπουδές του, που θα τις συνεχίσει, «πεινώντας και κρυώνοντας», στη Φιλοσοφική Σχολή του Τουρίνου (1911). Εκεί θα γνωρίσει τον Τολιάττι και τον Τάσκα, και θα προσχωρήσει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα (1914).
Η έξοδος της Ιταλίας στον πόλεμο, τον άλλο χρόνο, θα σημειώσει και γι’ αυτόν την αποφασιστική στροφή. Ο Γκράμσι παρατάει τις σπουδές του, συνεργάζεται σε σοσιαλιστικά έντυπα, παίρνει μέρος στις εξεγέρσεις των Τουρινέζων κατά του πολέμου και της πείνας, ιδρύει (Μάης 1919) μαζί με τον Τολιάττι, τον Τάσκα και τον Τερρατσίνι το εβδομαδιαίο περιοδικό «Καινούρια Τάξη» […]. Κι όταν οι Σοσιαλιστές «διασπώνται» και δημιουργείται το ΚΚΙ (21.1.1921), ο Γκράμσι θα είναι απ’ τα πρώτα στελέχη του καινούριου κόμματος.
Αλλά η αντεπίθεση της αντίδρασης είχε αρχίσει κιόλας, με τις πρώτες βίαιες «εξορμήσεις» του νεογέννητου φασισμού. Πριν περάσουν δυο χρόνια, ο Μουσσολίνι θα κάνει τη θεατρινίστικη «Πορεία προς τη Ρώμη» (28.10.1922), θ’ αναρριχηθεί στην πρωθυπουργία και θα εξαπολύσει τις ορδές του εναντίον κάθε «αντιπολιτευόμενου», με αποκορύφωμα τη δολοφονία του σοσιαλιστή βουλευτή Ματτεόττι (10.6.1924).
Βουλευτής και γενικός γραμματέας του ΚΚΙ, ο Γκράμσι δεν θ’ αργήσει να πέσει στις αρπάγες της φασιστικής «Δικαιοσύνης». Μια απόπειρα κατά του Μουσσολίνι (31.10.1926) δίνει το πρόσχημα για να πολλαπλασιαστούν οι διώξεις και η τρομοκρατία. Ο Γκράμσι θα συλληφθεί, θα εκτοπισθεί και θα καταδικασθεί σε 20 χρόνια φυλάκιση (4.6.1927), μ’ όλο που προστατευόταν ―υποτίθεται― απ’ τη βουλευτική ασυλία.
Αλλά κι εκεί, στις φυλακές του Τούρι (κοντά στο Μπάρι), δεν παύει ν’ αγωνίζεται, με το μόνο τρόπο που του απομένει: γράφοντας. Το «μυαλό» που ήθελε ν’ αχρηστεύσει ο φασίστας εισαγγελέας λειτουργεί πιο πυρετικά και πιο γόνιμα παρά ποτέ. Κι οι σημειώσεις του εκείνες ―τα «Τετράδια της φυλακής»― αποτελούν την πιο σημαντική, μετά τον Λένιν, ανάλυση και προέκταση του μαρξισμού.
Ωστόσο, αν η φυλακή δεν μπόρεσε να εξοντώσει τη σκέψη του, εξουθένωσε το σκαμμένο σώμα του. Φυματίωση κι αρτηριοσκλήρωση επιδεινώνουν τόσο την κλονισμένη υγεία του, ώστε οι δεσμοφύλακές του αναγκάζονται να τον μεταφέρουν σε μια κλινική της Φόρμια, πάντα κάτω από αυστηρή αστυνομική επίβλεψη (Νοέμβρης 1933).
Μια διεθνής «εκστρατεία» μ’ επικεφαλής τον Ρομαίν Ρολλάν θα πετύχει, τέλος, να του «χαριστεί» η υπόλοιπη ποινή του. Ο Γκράμσι ετοιμάζεται να γυρίσει στη Σαρδηνία, όπου λογάριαζε να ταχτοποιήσει και να επεξεργαστεί τα «Τετράδιά» του. Και την ημέρα ακριβώς που είχε ορίσει για το ταξίδι του γυρισμού (27.4.1937) πεθαίνει ξαφνικά, αφανισμένος απ’ την αρρώστια και τις κακουχίες.
Δεν άφησε κανένα συστηματικό φιλοσοφικό ή πολιτικό «σύγγραμμα» ο Γκράμσι. Τα «Τετράδια της φυλακής» είναι σκόρπιες σημειώσεις, γραμμένες κρυφά και βιαστικά, χωρίς τ’ απαραίτητα βοηθήματα ― και ακόμα πιο «δυσανάγνωστες», επειδή ο Γκράμσι χρησιμοποιούσε ένα συνθηματικό «κώδικα» ορισμών και χαρακτηρισμών, για να ξεγελάσει τους φύλακές του (Ονομάζει π.χ. «φιλοσοφία της πράξης» το μαρξισμό, «κριτική της πολιτικής οικονομίας» το «Κεφάλαιο», «Ίλιτς» τον Λένιν κ.λπ.). Αυτή η αναγκαστική αποσπασματικότητα και «συμβολικότητα» στα γραφτά του κάνει ακόμα πιο δύσκολη την «αποκρυπτογράφησή» τους και ακόμα πιο εύκολες τις αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες και τις (σκόπιμες ή όχι) παρερμηνείες.
Πέρα απ’ αυτά, ωστόσο, βέβαιο είναι πως η γκραμσιανή σκέψη στρέφεται, βασικά, γύρω στα θέματα «ηγεμονία» και «ιστορικό μπλοκ».
Ο Γκράμσι ονομάζει «ηγεμονία» την κυριαρχία που ασκεί μια τάξη πάνω στο σύνολο της κοινωνίας. Και η κυριαρχία αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο με τον υλικό «καταναγκασμό» που συνοδεύει λίγο-πολύ κάθε εξουσία, αλλά και με την «ιδεολογική» πειθώ.
Την τελευταίαν αυτή «διεκπεραιώνουν» οι διάφοροι «ιδεολογικοί μηχανισμοί» ― η εκκλησία, το σχολείο, τα γράμματα, οι τέχνες, ο τύπος, το ραδιόφωνο κ.λπ. Αποστολή τους είναι να διαδίδουν και να διαχέουν στο σύνολο της κοινωνίας τις αξίες (τα «ιδανικά») της κυρίαρχης τάξης. Έτσι που ολόκληρη η κοινωνία, όλες οι τάξεις, να παραδέχονται, να εγκολπώνονται, να «ενωτίζονται» τις αξίες των κυρίαρχων σαν αξίες απόλυτες, αδιαμφισβήτητες, «ιερές», δικές τους… Η ιδεολογική αυτή «ηγεμονία» εξασφαλίζει και την «ομαλή» κυριαρχία της άρχουσας τάξης πάνω στην κοινωνία. Αν, όμως, η ιδεολογική αυτή επιβολή δεν πραγματοποιηθεί, ή αν αρχίσει ν’ αμφισβητείται, η ίδια η κυριαρχία απειλείται ― και τότε η άρχουσα τάξη «αναγκάζεται» να καταφύγει στην απροκάλυπτη βία.
Αφετηρία στις αναλύσεις του έχει, φυσικά, ο Γκράμσι τη βασική μαρξιστική «θέση» πως η οικονομική διάρθρωση κάθε κοινωνίας αποτελεί το «βάθρο» (τη «βάση», την «υποδομή») που πάνω του θεμελιώνεται το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα. Αυτό δε θα πει, βέβαια, πως το δεύτερο είναι μια απλή «ηχώ» του πρώτου. (Ο Γκράμσι, μάλιστα, ειρωνεύεται τον «οικονομικό μυστικισμό» μερικών μαρξιστών.) Αντίθετα, το ένα επιδρά πάνω στο άλλο, και καθορίζονται αμοιβαία. Είναι ―εξηγεί ο Γκράμσι― ένα πράγμα και, ταυτόχρονα, δυο διαφορετικά πράγματα.
Κι αυτή η «διαφοροποιημένη ενότητα» αποτελεί το περιλάλητο «ιστορικό μπλοκ» του Γκράμσι. Το «μπλοκ» αυτό δεν είναι (ή δεν είναι μόνο) η «συμμαχία διάφορων τάξεων» ― όπως συχνά λέγεται. Ο ίδιος γράφει:
«Το βάθρο και το εποικοδόμημα σχηματίζουν ένα ιστορικό μπλοκ. Δηλαδή, το πολύπλοκο, αντιφατικό και ασύμμετρο σύνολο των δομών του εποικοδομήματος καθρεφτίζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής».
Και διευκρινίζει πως στο «ιστορικό μπλοκ»,
«οι υλικές δυνάμεις αποτελούν το περιεχόμενο, και οι ιδεολογίες τη μορφή. Η διάκριση [όμως] αυτή μορφής και περιεχόμενου είναι καθαρά τυπική (διδακτική), γιατί οι υλικές δυνάμεις χωρίς [ιδεολογική] μορφή θα ήταν ιστορικά ακατανόητες, και οι ιδεολογίες χωρίς τις υλικές δυνάμεις θα ήταν μικρές ατομικές παραξενιές».
Τον «οργανικό δεσμό» ανάμεσα στο βάθρο και στο εποικοδόμημα τον αποτελούν οι «διανοούμενοι», λέει ο Γκράμσι. Αυτοί είναι οι «λειτουργοί του εποικοδομήματος», αυτοί διαμορφώνουν και διαχειρίζονται το ιδεολογικό εποικοδόμημα, που εξασφαλίζει την «ομοιογένεια» της τάξης τους.
Οι «διανοούμενοι», λοιπόν, δεν καθορίζονται απ’ το επάγγελμά τους, αλλά απ’ το ρόλο που παίζουν. Στην εποχή της φεουδαρχίας π.χ. το ρόλο αυτόν τον εκπλήρωνε προπάντων ο κλήρος. Με την άνοδο της αστικής τάξης οι κληρικοί παραμερίζονται από τα πανεπιστήμια, που κι αυτά παραχωρούν λίγο-λίγο τη θέση τους στους τεχνοκράτες.
Κάθε τάξη, άλλωστε, δημιουργεί «στρώματα διανοουμένων», που τη βοηθούν να συνειδητοποιήσει τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της.
Κι ενώ οι «κατώτερες τάξεις» «ποτίζονται» και «υπνωτίζονται» απ’ την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων, διαμορφώνουν ωστόσο τη δική τους ιδεολογία, που την υπαγορεύει ο δικός τους τρόπος ζωής. Και αυτό τις εξωθεί στον πολιτικό αγώνα για να λυτρωθούν απ’ την καταπίεση και την «αλλοτρίωση» που τους έχει επιβληθεί.
Καρπό του αγώνα αυτού οραματίζεται και προμαντεύει ο Γκράμσι ένα «καινούριο ιστορικό μπλοκ», όπου ο άνθρωπος δεν θα μεταμορφώνεται σε αντικείμενο, όπου οι «απλοί» άνθρωποι θα οδηγηθούν σε μιαν «ανώτερη αντίληψη της ζωής»…
«ένα ηθικο-διανοητικό μπλοκ, που θα κάνει πολιτικά δυνατή τη μαζική διανοητική πρόοδο, κι όχι μόνο την πρόοδο μερικών μικρών ομάδων διανοούμενων».
Μια τόσο σχηματική και απλουστευτική περιγραφή δε δίνει παρά ωχρή και λειψή ιδέα του πολύπλοκου, δαιδαλικού, γκραμσιανού οικοδομήματος. Το οικοδόμημα αυτό και σχολιάστηκε πολύ και επικρίθηκε ακόμα, προπάντων για τον «ιστορικισμό» του. Μ’ όλη την αποσπασματικότητα και την ελλειπτικότητά του όμως, το έργο του Γκράμσι ―τα «σπαράγματα» του Γκράμσι― δεν παύει ν’ αποτελεί έναν απ’ τους κεντρικούς πόλους της σύγχρονης πολιτικής σκέψης. Και γίνεται ακόμα πιο θαυμαστό, όταν αναλογίζεται κανένας κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε.
Ο Γκράμσι στη φυλακή… ο Γκράμσι που παλεύει με την αρρώστια του κορμιού του και με την ήττα της παράταξής του… ο Γκράμσι που αγωνίζεται να σκάψει όλο και πιο βαθιά στο παρόν και στο μέλλον, στις ακραίες δυνατότητες της σκέψης και της πράξης… ενσαρκώνει και δικαιώνει, όσο λίγοι, την πίστη του ποιητή:
«Ούτε πέτρινοι πύργοι, ούτε τοίχοι μπρούντζινοι,
ούτε πνιγηρό μπουντρούμι, ούτε σίδερα βαριά
μπορούν να περιορίσουν της ψυχής τη δύναμη»
*Άρθρο του Μάριου Πλωρίτη που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 15 Μαΐου 1977, με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα ετών από το θάνατο του ιταλού στοχαστή και πολιτικού Αντόνιο Γκράμσι (έφυγε από τη ζωή στις 27 Απριλίου 1937, σε ηλικία 46 μόλις ετών).
Ο Πλωρίτης ξεκινά το ―εξαίρετο όπως πάντα― κείμενό του («Για τον Γκράμσι» ήταν ο τίτλος του) αναφερόμενος στις πνευματικές αρετές του μεγάλου διανοητή: ο εισαγγελέας και οι δικαστές, διαβλέποντας τους κινδύνους που εγκυμονεί για το ιταλικό φασιστικό καθεστώς η δράση του Γκράμσι, επιχειρούν διά της φυλακίσεως να τον φιμώσουν, να εξαλείψουν τη σκέψη του, να αχρηστεύσουν το μυαλό του.
Και το ολοκληρώνει, αφού πρώτα έχει συνθέσει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία και γλαφυρότητα το πορτρέτο του Γκράμσι, εκθειάζοντας το σθένος, τη δύναμη της ψυχής του: αυτή είναι τόσο μεγάλη, που ―όπως λέει και ο Σαίξπηρ― τίποτε δεν μπορεί να την περιορίσει.
Πηγή: in.gr