ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
_.
Γιάγκος Ανδρεάδης – Πέπη Ρηγοπούλλου., 04 Ιαν. 2022
Την πρώτη Ιανουαρίου 1922 το επίσημο ενδιαφέρον στην Ελλάδα μετακινήθηκε από την μνήμη της Επανάστασης του 21 στην μνήμη της Καταστροφής του 22.
Για την πλειοψηφία των Ελλήνων η μνήμη τέτοιων κορυφαίων – χαρμόσυνων είτε επώδυνων- γεγονότων δεν είναι θέμα επετείων διότι αυτά αφορούν στο παρελθόν το παρόν και το μέλλον μας.
Για όσους ωστόσο θα ασχοληθούν και πάλι αυτά προσπαθώντας να ισορροπήσουν από την μια ανάμεσα στις εξουσίες και σε κάποιους ιδεολογικούς συρμούς, -έτσι κι αλλιώς εχθρικούς προς ότι θεωρούν «εθνοκεντρισμό»- και από την άλλη στο κοινό αίσθημα που καθορίζει την επιτυχία ή την αποτυχία στις εκλογές και την δημοφιλία στα Μέσα, θα πρόκειται πάλι για μια δύσκολη υπόθεση.
Οι ρητορικές μετακινήσεις κάποιων διαχειριστών της μνήμης στην διάρκεια των επετειακών εκδηλώσεων υπήρξαν αρκετά διαφωτιστικές για ευρύτερα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόσληψη του παρελθόντος του ελληνισμού που ενδεχομένως θα λειτουργήσουν εκ νέου για την επέτειο του 22.
Ερευνητές, σχολιαστές και άλλοι παράγοντες του εορτασμού ξεκίνησαν με δηλώσεις ότι δεν επρόκειτο να αναφερθούν στον «ρομαντικό» ύμνο των Ελλήνων επαναστατών, αλλά ότι θα προτείνουν ένα νέο αφήγημα, αποκαλύπτοντας τα λάθη ή/και τα εγκλήματά τους.
Ωστόσο, στην διαδρομή, άλλαξαν ρητορική και λεξιλόγιο. Αυτό που μάλλον μέτρησε, πέραν της πενίας των επιχειρημάτων τους, ήταν ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας έστειλε εκ των κάτω πολλαπλά μηνύματα που βεβαίωναν ότι, παρά τις αναθεωρητικές ενστάσεις, ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα και ο Κανάρης συνέχιζαν να είναι στην κοινή συνείδηση ήρωες και το Μεσολόγγι έπος.
Παρά ταύτα είναι μάλλον ενδεχόμενο ότι οι ίδιοι πολέμιοι του «εθνοκεντρισμού» θα επαναλάβουν αντίστοιχες και μάλιστα εντονότερες ενστάσεις κατά την επέτειο το 1922. Μπορεί βέβαια να δείξουν ευαισθησία για τον ξεριζωμό του ενάμιση και πάνω εκατομμύριου Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Αλλά ας μην έχουμε αμφιβολίες: Βοηθούσης και της ήττας των Ελληνικών Δυνάμεων το 22, αναμένεται να υποστηρίξουν ότι για το δράμα των Μικρασιατών ευθύνονταν η «ιμπεριαλιστική» πολιτική της Ελλάδας και ιδίως του Βενιζέλου, φτάνοντας ίσως και στην διαπίστωση ότι η εξολόθρευση και ο ξεριζωμός των Ελλήνων και των Αρμενίων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, ήταν πιλοτική εφαρμογή της «αποαποικιοποίησης» που υμνούν με κάθε ευκαιρία.
Τοποθετώντας έτσι λαούς που ζούσαν και δημιουργούσαν για χιλιετίες στην περιοχή στην θέση των «αποικιοκρατών» και τους Τούρκους κατακτητές σε εκείνη των «εξεγερμένων γηγενών».
Ο λόγος ωστόσο για τον οποίο ανακαλούμε στην μνήμη μας σημαντικά γεγονότα είναι ότι αναπολούμε όχι μια απολιθωμένη αλλά μια δρώσα επέτειο γιατί τα γεγονότα αυτά συνεχίζουν να έχουν με διάφορους τρόπους μια συνεχιζόμενη δραματική παρουσία στην ζωή μας.
Με αφετηρία αυτή την σκέψη θα υποστηρίξουμε ότι το 1821 και το 1922 δεν νοείται να αντιμετωπίζονται κατ’ αντίθεσιν αλλά ως ένα συνεχές στους αγώνες και τις αγωνίες του ελληνισμού. Και ότι συνεπώς και οι σχετικές επιστημονικές, καλλιτεχνικές, επικοινωνιακές και άλλες δράσεις που θα αναληφθούν θα κερδίσουν αν αναδείξουν αυτή την συνέχεια.
Μερικά βραχυλογικά διατυπωμένα σημεία που αφορούν στο 21 αλλά διαφωτίζουν και το 1922 και προετοιμάζουν για τις συζητήσεις που ήδη ξεκίνησαν θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την άποψη αυτή.
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκε ήταν το πόσο αυτόφωτη και αυτόνομη στο πεδίο των ιδεών υπήρξε η επανάσταση του 1821. Αναμφίβολα η Ελληνική επανάσταση μπορεί να συνδεθεί με άλλες, όπως η Γαλλική του 1789, η λίγο προγενέστερη Αμερικανική και αυτές σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στην Λατινική Αμερική και στα Βαλκάνια.
Όσοι/ες όμως υπερτονίζουν τα στοιχεία αυτά λησμονούν ότι η επανάσταση του 21 δεν είναι η μοναδική που επιχείρησαν οι υπόδουλοι Έλληνες. Στην πραγματικότητα υπήρξαν δεκάδες ξεχασμένες από κάποιους σήμερα εξεγέρσεις και επαναστάσεις που ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση του 1453 και συνεχίστηκαν αδιάπτωτα, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Οι εξεγέρσεις αυτές στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την επίδραση του ανύπαρκτου στην εποχή τους Διαφωτισμού. Αλλά και τα πιο πρόσφατα επαναστατικά κινήματα, οι προσπάθειες του Λάμπρου Κατσώνη και του Ρήγα Φεραίου στον 18ο αιώνα, έχουν βασικά στοιχεία άσχετα προς τις Δυτικές επιδράσεις.
Το δεύτερο ζήτημα: Πόσο Έλληνες ήταν οι Έλληνες και ποιοι Έλληνες επαναστάτησαν; Η αμφισβήτηση της ταυτότητας των επαναστατημένων Ελλήνων, από τον Φαλμεράγιερ που υποστήριξε ότι οι Σλάβοι κατά τον Μεσαίωνα εξαφάνισαν τον ελληνισμό είχε σαφή γεωπολιτικά αίτια συμπίπτοντας την φιλοτουρκική πολιτική της Αυστρουγγαρίας.
Παρόμοιες αμφισβητήσεις εγέρθηκαν στην συνέχεια και για την ελληνικότητα των Ελλήνων στην Κατοχή και επίσης των Μακεδόνων και των Κυπρίων, για τους οποίους κάποιοι ξεχνούν ότι μετέσχαν στην επαναστατική προσπάθεια του 21 και στους άλλους αγώνες του ελληνισμού , πληρώντας βαρύ τίμημα.
Συμπλέοντας με αυτή την αναθεωρητική γραμμή, κάποιοι μελετητές θεώρησαν ότι ο νέος ελληνισμός «κατασκευάστηκε», «εφευρέθηκε» ή «επινοήθηκε» την περίοδο της επαναστάσεως υπό την επήρεια των ιδεών του Διαφωτισμού για το έθνος/κράτος. Η απάντηση έχει δοθεί μεταξύ άλλων από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο στον 19ο αιώνα και στον 20ο από τον Σβορώνο ο οποίος στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού ορίζει την ανάδυση του Νέου Ελληνισμού στον 11ο αιώνα. Και στο αγωνιστικό επίπεδο από τον Άρη Βελουχιώτη όταν στον λόγο του στην Λαμία είπε ότι την απάντηση στον Φαλμεράγιερ την δώσαμε με το τουφέκι.
Αλλά αυτό που χρειάζεται να εκφραστεί με παρρησία και σαφήνεια είναι κάτι περισσότερο: Πρόκειται για την πολιτισμική και γλωσσική συνέχεια του Ελληνισμού επί χιλιετίες εκφρασμένη από τους κορυφαίους δημιουργούς μας από τον Σολωμό και τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη και τον Μακρυγιάννη μέχρι τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Κουν, τον Θεοδωράκη και τον Αγγελόπουλο. Αλλά και αποτυπωμένη και σε λαϊκά αριστουργήματα όπως το Τραγούδι του νεκρού αδελφού και η Αροαφνού και οι ζωγραφιές του Θεόφιλου και του Κάσιαλου.
Το τρίτο ζήτημα: Ήταν μόνον Έλληνες αυτοί που επαναστάτησαν; Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι ότι –στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο που συνέχιζε πολιτισμικά την βυζαντινή περίοδο- στις διαδοχικές επαναστάσεις μετείχαν και άλλες εθνότητες, αλλά η πολιτική και πολιτισμική ιδεολογική ηγεμονία ήταν κυρίως ελληνική μέχρι την εποχή που το πρόταγμα των εθνών/κρατών αντικατέστησε σταδιακά το Γένος. Οι δύο πραγματικότητες συνυπήρχαν ακόμη στην βραχύβια και άδικα υποτιμημένη επανάσταση υπό τον Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία.
Πέραν αυτού η στρατιωτική και η πνευματική συμμετοχή των φιλελλήνων, Δυτικοευρωπαίων αλλά και Βαλκάνιων, και ακόμη κάποιων Οθωμανών, συνήθως άδολη και ηρωική, ενίοτε όμως υστερόβουλη, υπήρξε σημαντική αλλά δεν καθόρισε την πορεία του αγώνα, ενώ αυτή μέρους των Αλβανών συνδέθηκε και με τάσεις σταδιακού εξελληνισμού τους. Το φαινόμενο του υστερόβουλου «φιλελληνισμού» υπήρξε κατάφωρο στην περίπτωση των αγγλικών Δανείων της Ανεξαρτησίας, που οδήγησαν στην μακροχρόνια πολιτική ποδηγέτηση και την καταλήστευση του ελληνικού κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση.
Κάποιοι σημερινοί Έλληνες διανοούμενοι συνεχίζουν να μην αντιλαμβάνονται την παγίδα παρόμοιων δανείων, όπως την αποκάλυψε διεξοδικά με το έργο του ο Τάσος Λιγνάδης στα κεφαλαιώδη έργο του Το πρώτον δάνειον της Ανεξαρτησίας (διδ, διατριβή, Αθήνα 1970) και Ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945) , (ά έκδ. Αθήναι, 1975) και έτσι πίστεψαν στο μύθευμα ότι τα χρήματα σπαταλήθηκαν στην Ελλάδα και αγνόησαν ότι μεγάλο τους μέρος παρακρατήθηκε από τους δανειστές ενώ με τα δάνεια αυτά υποθηκεύτηκαν μακροχρόνια η ελληνική πολιτική και η οικονομία.
Μια αντίστοιχη τάση αναπαράχθηκε και στην περίπτωση της δανειακής σύμβασης του 2010 και συνοψίστηκε στην διαβόητη φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε», που συνέβαλε με τον τρόπο της στην πολιτική και οικονομική υποτέλεια της Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Μιλήσαμε πιο πάνω για τον άδολο και ,κατ’ αντίθεση για τον ιδιοτελή φιλελληνισμό. Στο ζήτημα αυτό εμπλέκονται πριν, κατά και μετά την Επανάσταση και με μια έννοια και τώρα, οι Δυνάμεις που σήμερα αναφέρονται σε ελληνικά και τα κυπριακά Μέσα με την έκφραση «Ο διεθνής παράγων».
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι Δυνάμεις αυτές στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και οπουδήποτε αλλού. Και δεν θα αναλωθούμε σε γενικευμένες ευχαριστίες ή καταγγελίες αντιπαραβάλλοντας από την μια την ναυμαχία του Ναβαρίνου και από την άλλη τον διαχρονικό κατάλογο των εισβολών, των κατοχών, των λεηλασιών και την υποστήριξη δικτατοριών που κάποτε παραδέχθηκαν κάνοντας αυτοκριτική και κορυφαίοι θρησκευτικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της Δύσης.
Για παλαιότερες εποχές, μελετήματα όπως του Γ.Ν. Φιλάρετου, του Ν.Βλάχου και του Τάσου Λιγνάδη αποτελούν σημαντικά έργα αναφοράς . Αυτό πάντως που αποτελεί δείγμα ανωριμότητας της πολιτικής σκέψης και ρητορικής στην Ελλάδα είναι μια διπολική και αδιέξοδη αναφορά απέναντι στις Δυνάμεις αυτές: Είτε με την αποσιώπηση του ρόλου τους από άγνοια , φόβο ή συμφέρον και την στροφή σε εμφύλιες διαμάχες, είτε σε γενικόλογες αναφορές του τύπου «ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός» που μόνον τους ιμπεριαλιστές δεν ενοχλούν. Στην πραγματικότητα, αυτό που απαιτείται είναι μια ρεαλιστική συνείδηση των ισορροπιών ανάμεσα στην Ελλάδα και τους άλλους, μεγάλους και μικρούς, και μια συνεπής προσπάθεια να αξιοποιηθούν.
Τέτοια προσπάθεια, η σοβαρότερη, ήταν αυτή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Που υπολόγισε σωστά και προς όφελος της Ελλάδας τις ισορροπίες και τους ανταγωνισμούς των Δυνάμεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο, και με την Μικρασιατική εκστρατεία επιχείρησε ρεαλιστικά και όχι μεγαλομανιακά να καταστήσει την χώρα περιφερειακή δύναμη.
Ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν η απελευθέρωση της Μικράς Ασίας από τον τουρκικό ζυγό που είχε γίνει ακόμα πιο επαχθής από το 1915 με τις γενοκτονίες κυρίως Αρμενίων και Ποντίων και τα διαβόητα τάγματα «εργασίας» γνωστά ως αμελέ ταμπουρού. . Με άλλα λόγια, σκοπός του ήταν η ολοκλήρωση του έργου του 21 με την αντικατάσταση του σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένου κρατιδίου στο οποίο είχαν περιορίσει οι Δυνάμεις την μετεπαναστατική Ελλάδα, με μια περιφερειακή δύναμη που η έκτασή της θα αντιστοιχούσε με την πραγματική γεωγραφική και πολιτισμική εξάπλωση του Ελληνισμού.
Πραγματικό πεδίο σκέψης και πολιτικής πράξης με ή χωρίς επετείους θα μπορούσε να είναι η βαθύτερη μελέτη και συζήτηση του 1821, του 1922, του αγώνα της Κύπρου, του Μακεδονικού και όποιου άλλου ζητήματος όχι αποσπασματικά και ευκαιριακά, αλλά μέσα από την αντίληψη ότι αυτά εγγράφονται σε μια δρώσα συνέχεια και συνυπάρχουν ως δρων παρόν.
Οι συζητήσεις αυτές δεν γίνονται εν κενώ. Μετρούν ποιοι είναι οι γείτονες, ποιες οι γεωπολιτικές ισορροπίες και συγκρούσεις και ποια η εσωτερική κατάσταση της χώρας. Βάση της συζήτησης είναι να συλλάβουμε νίκες και επιτεύγματα είτε ήττες και καταστροφές του ελληνισμού όχι ως απομονωμένα γεγονότα αλλά ως μέρη μιας πορείας που και τώρα γνωρίζει δραματικές εξελίξεις. Και γνώμονας για να αντιμετωπίσουμε οτιδήποτε το να συνειδητοποιήσουμε από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε και πού πάμε.
*Αναφορά στο ομότιτλο έργο του Πωλ Γκωγκέν.
Πηγή: hellasjournal.com