ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.
ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.
Το περιεχόμενο του φετινού πρωθυπουργικού λόγου, στα εγκαίνια της ΔΕΘ, αλλά και αυτό της συνέντευξης Τύπου που τον συμπλήρωσε, ήταν διαφορετικό από την πεπατημένη. Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτού του λόγου δεν ήταν οι συνηθισμένες, άλλωστε, προσπάθειες αποπροσανατολισμού από την οικτρή πραγματικότητα, ούτε οι υποσχέσεις θετικών αλλά απραγματοποίητων εξελίξεων, αλλά ούτε και οι απτές αποδείξεις του ομιλητή για την προσχώρησή του σε πολιτικές της παραδοσιακής δεξιάς. Πέρα από όλα αυτά, όσα νομίζω ότι πρωτοστάτησαν στη δημιουργία κακών εντυπώσεων, από την πρωθυπουργική ομιλία και τη συνέντευξη, ήταν ο έντονος εκνευρισμός του κ. πρωθυπουργού, η πολύ συχνή αμηχανία του, η αδυναμία του να δώσει ικανοποιητική απάντηση σε καίρια ερωτήματα, οι συνεχείς εκφάνσεις ηγεμονισμού και υπεροψίας, και πάνω απ’ όλα η κραυγαλέα αποστασιοποίησή του από τη ζοφερή οικονομική και κοινωνική ελληνική πραγματικότητα. Παρακολουθώντας τον σκεφτόμουν πόσο κρίμα είναι για την Ελλάδα αυτή η θλιβερή μετάλλαξη του κ. Τσίπρα, ανάμεσα στο πριν και στο μετά στην εξουσία. Γιατί πιστεύω, ότι ο κ. Τσίπρας, αν δεν θυσίαζε τόσο γρήγορα τα πάντα στο βωμό της παραμονής του στην εξουσία, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εθνικό ηγέτη, και να βοηθήσει αποφασιστικά στη σωτηρία της Ελλάδας.
Δυστυχώς, ο κ. Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας και της συνέντευξής του, έδινε συνεχώς ποικίλης μορφής δείγματα παντελούς αδιαφορίας για τις επιπτώσεις των δραματικών μέτρων, που (και) η κυβέρνησή του επιβάλλει στους Έλληνες και ακόμη πρόδιδε την πεποίθησή του, πως οι ληστεμένοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, καθώς και οι αδικαιολόγητα πεταμένοι στο δρόμο άνεργοι των ανεπιθύμητων τηλεοπτικών καναλιών οφείλουν να δεχθούν αδιαμαρτύρητα την τύχη τους, και προπαντός να μην τον απασχολούν με τα “προβλήματά” τους. Εξάλλου, ήταν ξεκάθαρο ότι ο κ. πρωθυπουργός βρισκόταν εξακολουθητικά σε μια εικονική πραγματικότητα, που απείχε έτη φωτός από την πραγματική, και που τον αποστασιοποιούσε από τον δεινά δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Στον μαγικό του κόσμο, λοιπόν, έβλεπε να γίνεται, ως εκ θαύματος, αναδιάρθρωση του χρέους, αναστύλωση του ΕΣΥ, και ακόμη διέκρινε την ανάπτυξη που δήθεν βρισκόταν ήδη πίσω από τη στροφή. Μια υπεραισιοδοξία, όπως αποδεικνύεται παντελώς ανεδαφική, που φαίνεται να είναι εγγενής του χαρακτήρα του πρωθυπουργού, και που με βάση αυτήν, μετατρέπει αυτόματα τις πρωθυπουργικές επιθυμίες του σε υλοποίησή τους. Το ανεξήγητο, βέβαια, εδώ είναι ότι όχι μόνο ο πρωθυπουργός, αλλά και οι στενοί του συνεργάτες, φαίνεται να πάσχουν από τις ίδιες μεταλλάξεις της πραγματικότητας. Γιατί, στην περίπτωση του κ. Τσίπρα που είναι μηχανικός, θα ήταν ίσως δικαιολογημένη η αναμονή συγκομιδής από καμένη και ξεραμένη γη. Δεν είναι όμως διόλου το ίδιο και για τους οικονομολόγους, γύρω από αυτόν, που αν μη τι άλλο, αποκλείεται να αγνοούν ότι ανάπτυξη αποκλείεται με ταυτόχρονα καταποντιζόμενη συνολική δαπάνη για κατανάλωση και επένδυση. Πως, λοιπόν, να έρθει ανάπτυξη στην Ελλάδα; Και έτσι, είναι εύλογο το ερώτημα: σε τι επιτέλους αποβλέπουν, τι επιδιώκουν, τι ελπίζουν οι κυβερνητικοί οικονομολόγοι μας, καθώς συστηματικά παραμυθιάζουν τον ελληνικό λαό με το φάντασμα της ανάπτυξης; Αφού ασφαλώς γνωρίζουν ότι αυτή είναι αδύνατη με τις παρούσες συνθήκες των μνημονίων και των αδηφάγων δανειστών, που στραγγαλίζουν την οικονομία, αφήνοντας την χωρίς ρευστότητα. Διερωτώμαι, ακόμη, πως είναι δυνατόν να μη συνειδητοποιούν οι κυβερνητικοί μας ότι όσο περισσότερο υποχωρούν και τσακίζονται να εκτελέσουν τις πιο παράλογες απαιτήσεις των “εταίρων μας”, τόσο αυτοί αποθρασύνονται και ζητούν όλο και περισσότερα. Αναμενόμενο δεν είναι;
Μια άλλη πτυχή της συμπεριφοράς του πρωθυπουργού, στα εγκαίνια της ΔΕΘ, που ήταν φυσικό να προκαλέσει την οργή των Ελλήνων, ήταν και η εμφανής στάση του να θεωρεί δικαιολογημένα τα εγκληματικά μέτρα, που κατά συρροή επιβάλλονται στον ελληνικό λαό, μην αφήνοντας πια αλώβητη σχεδόν καμιά κοινωνικοοικονομική ομάδα. Έχω τη γνώμη ότι θα διατηρούσε, τελικά, κάποιο βαθμό συμπάθειας από τους συμπατριώτες του, ο κ. Τσίπρας, παρότι δέχθηκε να υπηρετήσει όλα όσα μετά βδελυγμίας απέρριπτε πριν έρθει στην εξουσία, αν έδειχνε ότι παραμένει στο στρατόπεδο των θυμάτων και δεν προσχωρεί σε αυτό των θυτών. Όμως, αυτό που είναι πέρα για πέρα εξοργιστικό, και που πρόβαλε αναμφίβολα στη διάρκεια της πρωθυπουργικής ομιλίας, καθώς και της συνέντευξης, είναι η εμφανής δυσανασχέτηση που του προκαλεί η απολύτως δικαιολογημένη απόγνωση των θυμάτων των δανειστών/εταίρων μας. Αυτών, δηλαδή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας, περιβάλλει ήδη με τη φιλία του, με την κατανόησή του, με την αποδοχή των παρανοϊκών τους απαιτήσεων. Αυτό, δηλαδή, που είναι πέρα για πέρα τραυματικό είναι η διαπίστωση, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει περάσει στις τάξεις των ισχυρών, και συνάμα τυράννων των Ελλήνων, αφήνοντας ανυπεράσπιστους και περιφρονημένους τους δικούς του ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη, που κρίνεται απαράδεκτο για κάθε Έλληνα είναι η αδιάκοπη εξαπάτηση του, σχετικά με αυτές τις αέναες διαπραγματεύσεις. Ο ελληνικός λαός καλείται, κάθε λίγο, να αγωνιά για την πορεία των διαπραγματεύσεων, να εύχεται αυτή να ευοδωθεί και φυσικά να δέχεται ως αναγκαίο κακό τη συνεχή επιδείνωση του βιοτικού του επιπέδου “για να μη χαθούν οι δόσεις” παρότι αυτές, όπως είναι γνωστό, πάνε κατευθείαν στις τράπεζες. Στην πραγματικότητα, συνεπώς, οι “διαπραγματεύσεις” είναι απάτη, αφού όλα μα όλα τα έχουν προκαταβολικά αποδεχθεί οι αρμόδιοι που μας κυβερνούν, και πιστά τα υπηρετούν.
Αλγεινή, εξάλλου εντύπωση προκάλεσε η στάση του κ. Τσίπρα, όταν ρωτήθηκε για το θέμα της ΕΛΣΤΑΤ και των παραποιημένων, εναντίον της Ελλάδας, στατιστικών στοιχείων από τον κ. Γεωργίου. Σωστά, το έγκλημα δεν διαπράχθηκε επί των ημερών του. Ωστόσο, αυτό ήρθε και πάλι επί των ημερών του στην επιφάνεια, και όλα δείχνουν ότι ο ορθολογικός χειρισμός του θα μπορούσε να περιορίσει σε σημαντικό βαθμό το ελληνικό δράμα. Και εδώ προκύπτει το αυτονόητο ερώτημα: τι συμβαίνει με τον Έλληνα πρωθυπουργό; Πως εξηγείται να μην κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αξιοποιήσει αυτήν τη μοναδική ευκαιρία; Αυτονόητη, βέβαια, η πρωθυπουργική δήλωση ότι θα αφήσει ανεπηρέαστη τη Δικαιοσύνη. Ωστόσο, υπάρχουν άπειροι τρόποι αξιοποίησης αυτού του κραυγαλέου γεγονότος, που επιπλέον έχει κινητοποιήσει το σύνολο σχεδόν των μελών του διευθυντηρίου της ΕΕ, που σπεύδουν σε κατάσταση αγωνίας και πανικού να προστατεύσουν τον κ. Γεωργίου, προφανώς για να μη μιλήσει.
Τα κορυφαία αυτά ερωτηματικά, που παραμένουν αναπάντητα, υποκρύπτουν πιθανώς κοινή απάντηση, άσχετο το ότι αυτή όχι μόνο δεν ικανοποιεί, αλλά και απελπίζει τον μέσο Έλληνα. Πρόκειται, για τον απόλυτο τρόπο, με τον οποίον ο κ. Τσίπρας επαναλαμβάνει ότι “οι εκλογές δεν θα γίνουν νωρίτερα από το 2018″. Και κάτω από την επαναλαμβανόμενη αυτή διαβεβαίωση διακρίνει κανείς την αγωνία του πρωθυπουργού, να μην αποχωριστεί την εξουσία…..όσο για τα δεινά των Ελλήνων, αυτά ανατίθενται στην ” ανάπτυξη που έρχεται”!!!
Εξυπακούεται ότι για το μέσο Έλληνα, με τις παρούσες συνθήκες, είναι εντελώς αδιάφορος ο χρόνος των προσεχών εκλογών. Εξοργισμένοι, ασφαλώς, με τον εν ενεργεία πρωθυπουργό, αλλά και πεπεισμένοι ότι δεν έχουν τίποτε το καλύτερο να αναμένουν από τον, επίσης βουτηγμένο στα μνημόνια, εκκολαπτόμενο πρωθυπουργό.
Η Ελλάδα πεθαίνει, αν και η εξαφάνιση της παίρνει χρόνο. Απορώ πως κανείς από αυτούς που θα μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία θανάτου της χώρας, αναζητεί λύση έξω από τα θανατηφόρα μνημόνια. Απορώ πως το Brexit αναγνωρίστηκε ως “μεγάλη συμφορά” για την Αγγλία, και από τους δικούς μας μνημονιακούς (συμπεριλαμβανόμενης και της κυβέρνησης), ενώ πρόκειται σίγουρα για συμφορά, αλλά της ΕΕ. Απορώ, ακόμη, πως, σε μια χώρα που χαροπαλεύει για περίπου επτά χρόνια μέσα στα μνημόνια, δεν γίνεται απολύτως καμιά σοβαρή συζήτηση για το πως και για το γιατί ο ένας μετά τον άλλον γνωστοί οικονομολόγοι, με τελευταίο μέχρι τώρα τον νομπελίστα Joseph Stiglitz, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα σωθεί μόνο αν επιστρέψει στο εθνικό της.
Ποιοι ακριβώς είναι αυτοί, που γνωρίζουν τόσο καλά τους δήθεν θανάσιμους κινδύνους, που εμφανίζει το εθνικό νόμισμα, ειδικά σε οικονομία, όπως η ελληνική, που σβήνει σίγουρα εντός του ευρώ, και που επιδίδονται τόσο αδίστακτα σε καθημερινή τρομοκράτηση των Ελλήνων; Ποιοι είναι αυτοί, που εμφανίζονται έντρομοι στις τηλεοράσεις, και επαναλαμβάνουν σωρευτικές σχετικές ανοησίες, αγνοώντας προφανώς και την έννοια και το περιεχόμενο των όσων παπαγαλίζουν; Ποιοι είναι αυτοί που ενσυνείδητα ή και ασυνείδητα τολμούν να φράξουν τη μοναδική δίοδο που, κάτω από προϋποθέσεις, θα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα; Ποιοι είναι αυτοί, που δέχονται να αναμασούν απειλές εναντίον μιας νέας δραχμής, χωρίς προφανώς να είναι σε θέση να δικαιολογήσουν τις απειλές τους, αλλά όμως έχοντας πλήρως συμβιβαστεί με την προϊούσα εξαθλίωση του ελληνικού λαού; Και, τέλος, ποιοι είναι αυτοί που δέχονται να παίξουν το χαρτί της ΕΕ και του θνησιγενούς ευρώ, εναντίον της μονοδρομικής ελληνικής σωτηρίας;
Καιρός να σοβαρευτούμε, να πάψουμε να ομιλούμε περί των όσων δεν γνωρίζουμε, και να αναζητήσουμε διεξόδους μακριά από τα εγκληματικά μνημόνια, όσο ακόμη είναι καιρός. Δηλαδή, πριν ξεπουληθεί ολόκληρη η Ελλάδα, πριν αποχωρήσουν και όσοι νέοι και μορφωμένοι βρίσκονται ακόμη στην πατρίδα, και πριν η Ελλάδα παραδώσει το πνεύμα.