ΑΙΣΧΡΟΝ ΕΣΤΙ ΣΙΓΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΣΗΣ ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.

ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙ Η ΠΑΤΡΙΣ.

Η «Συνθήκη Ειρήνης» ως καταγγελία κατά του φασισμού και του ναζισμού
Wednesday
11/10/2017
12:27 GMT+2
Επιστημονική τεκμηρίωση υπέρ του εθνικού νομίσματος Πέτρ. Μηλιαράκης
0

Από Πέτρος Μηλιαράκης – 10/10/2017

Στο παρόν κείμενο «εν αρχή ήν» ο μεγάλος ηγέτης της Γερμανίας, που κυβέρνησε την (τότε) Δυτική Γερμανία από το 1969 έως το 1974, και που ως ιστορικός ηγέτης συνέβαλε στη δημιουργία του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αναφέρομαι στον «Καγκελάριο της ειρήνης», θα προσθέσω και της προόδου, σοσιαλδημοκράτη Willy Brandt. Το βραβείο δε Νόμπελ που του απονεμήθηκε ήταν ο ελάχιστος φόρος τιμής στην προσπάθειά του για την οικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης και ειδικότερα μιας ευρωπαϊκής ειρήνης, με πρόταγμα την «Οστπολιτίκ» (ανατολική πολιτική) που απέβλεπε στο άνοιγμα προς Ανατολάς, με κύριες πρόνοιες την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την οριστική καταδίκη του φασισμού και του ναζισμού.

Ο μεγάλος αυτός ηγέτης, με την πολιτική του δράση φιλοδοξούσε να θέσει επί τάπητος τη συμφωνία των δύο (2) τότε Γερμανικών Κρατών, δηλαδή της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας (BRD) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR) προς την κατεύθυνση σύναψης της «Συνθήκης Ειρήνης», πράγμα που δεν ευοδώθηκε, λόγω (και) του άδικου τερματισμού της θητείας του στη θέση της Καγκελαρίας.

Η πάροδος του Ψυχρού Πολέμου (του οποίου «φωτεινά κενά» αποτελούσαν οι ειρηνευτικές πρωτοβουλίες του Willy Brandt μέσω της Οστπολιτίκ), έφερε τελικώς την ενοποίηση των δύο Γερμανιών με συνέπεια η ενοποιημένη σήμερα Γερμανία να αποτελεί τη νομική συνέχεια του Γ’ Ράιχ. Παρά ταύτα, όμως, η «Συνθήκη Ειρήνης» μέχρι και σήμερα δεν έχει συνομολογηθεί –όσο παράξενο και εάν φαίνεται στον ανυποψίαστο αναγνώστη.

  • ως προς τις διμερείς Συνθήκες Ειρήνης

Τα προαναφερόμενα συνεπάγονται ότι η Γερμανία σήμερα δεν είναι κράτος «κανονικότητας», ως προς το επίπεδο του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αναφορικώς με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Και τούτο γιατί υπάρχει μια εντελώς sui generis κατάσταση, καθόσον ειδικότερα από την ενοποίηση των δύο Γερμανιών δεν υπογράφηκε εν τέλει «Συνθήκη Ειρήνης». Ασφαλώς έχουν υπογραφεί επιμέρους Συνθήκες με συμμάχους της Γερμανίας που αφορούν στην Ιταλία, στη Βουλγαρία και στην Ιαπωνία, όχι όμως αμιγώς να αφορούν και στη Γερμανία. Ειδικότερα:

Η Σύμβαση των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947 που αναφέρεται σε Συνθήκη Ειρήνης, συνομολογήθηκε μεν μεταξύ της Ιταλίας, της Βουλγαρίας και των συμμάχων νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στους οποίους συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, ωστόσο, δεν έχει συμβληθεί ο «κύριος εχθρός», η Γερμανία. Αντίστοιχη συμφωνία έλαβε χώρα και στο Σαν Φραντσίσκο το Σεπτέμβριο του 1951, που αφορά επίσης Συνθήκη Ειρήνης η οποία συνομολογήθηκε μεταξύ της Ιαπωνίας και των συμμάχων νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στους οποίους συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή δεν έχει συμβληθεί ο «κύριος εχθρός», η Γερμανία. (Για τις διμερείς Συνθήκες και την κύρωσή τους στην εσωτερική έννομη τάξη βλ. Ν.Δ. 423/1947 και Ν.Δ. 4393/1964.)

  • από το Πότσδαμ στο Παρίσι και από το Παρίσι στη Βόννη.

Στα προαναφερόμενα θα πρέπει να γίνει ρητή αναφορά στη Συνθήκη της Βόννης του Μαΐου 1952. Η Συνθήκη αυτή είναι εξαιρετικώς σημαντική καθόσον έλαβαν χώρα ρητές συνομολογήσεις μεταξύ της τότε Δυτικής Γερμανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας. Τροποποιήθηκε δε, η Συνθήκη αυτή με το Πρωτόκολλο του Οκτωβρίου 1954 στο Παρίσι και αφορούσε τερματισμό του καθεστώτος κατοχής.

Η Συμφωνία της Βόννης του 1952 είναι, ως προεκτέθηκε, εξόχως σημαντική, καθόσον, κατ’ ουσίαν αφορά αναγνώριση από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της υποχρέωσης της Γερμανίας για πολεμικές επανορθώσεις. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές που αφορούν στη Γερμανία τελούσαν υπό την αίρεση της υπογραφής της «Συνθήκης Ειρήνης».

Υπ’ όψιν δε ότι η Ελλάδα με τον εσωτερικό Νόμο 2023/1952 που αφορά στον τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, ρητώς επιφυλάσσεται για τη ρύθμιση των ζητημάτων και των διαφορών που προέκυψαν από τον πόλεμο, ενόψει της συνομολόγησης της «Συνθήκης Ειρήνης».

Η ρητή επιφύλαξη της Ελλάδας περί μη παραίτησης από τις αξιώσεις της έναντι της Γερμανίας, οι οποίες τελούν υπό την αίρεση της συνομολόγησης της «Συνθήκης Ειρήνης», δεν επιδέχεται αντίρρηση, όπως δεν επιδέχεται αντίρρηση και το δεδομένο ότι μέχρι σήμερα «Συνθήκη Ειρήνης» δεν έχει συνομολογηθεί!

Πέραν των προαναφερομένων, η διεκδίκηση για τις επανορθώσεις τέθηκε και στη διάσκεψη του Πότσδαμ τον Ιούλιο –Αύγουστο του 1945. Η επιεικής δε θέση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής διευκόλυνε τα πράγματα ώστε η Γερμανία να μην υποχρεωθεί αμέσως στη συγκεκριμένη μεταπολεμική επιβάρυνση. Και τούτο γιατί επικράτησαν κυρίως οι πρόνοιες αποφυγής μιας αντίστοιχης Συνθήκης των Βερσαλλιών που επακολούθησε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επικράτησε δηλαδή η θέση να μην επαναληφθεί η ιστορία που θα όξυνε τις μεταπολεμικές καταστάσεις. Άλλωστε, η γενική εντύπωση που κυριαρχούσε ήταν ότι η διαίρεση της Γερμανίας σε δύο διαφορετικές επικράτειες, καθιστούσε εν μέρει μη ανάλογο και σε κάθε περίπτωση αλυσιτελές το όλο εγχείρημα, κατά το μέρος που αφορούσε στις επανορθώσεις αλλά και στη «Συνθήκη Ειρήνης».

Η Διάσκεψη των Παρισίων το Δεκέμβριο 1945-Ιανουάριο 1946 που επακολούθησε μετά από ολίγους μήνες (αλλά προηγείται της Συνθήκης της Βόννης του 1952) έλαβε χώρα για την αντιμετώπιση και πάλι των πολεμικών επανορθώσεων. Κατέληξε όμως σ’ ένα πολυμερές κείμενο με κύρια πρόνοια τη συγκρότηση Ειδικής Υπηρεσίας που αφορούσε τόσο στις αποζημιώσεις όσοκαι στο νομισματικό χρυσό. Στη συμφωνία αυτή συμμετείχε και η Ελλάδα. Ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί συνολικώς το ποσό των επανορθώσεων, ούτε άλλωστε και να τεθεί χρονικό όριο σύναψης «Συνθήκης Ειρήνης».

  • η «σημαία της Τζαμάικα» και η Κυβέρνηση του Βερολίνου και ΑfD

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 24ης Σεπτεμβρίου 2014, οδηγεί την πολιτική ζωή της Γερμανίας σε περίοδο αν όχι δοκιμασίας και αποσταθεροποίησης, τουλάχιστον προβληματισμού και αναμονής ως προς το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει. Η κυρίως προδιάθεση δε (τουλάχιστον όταν γράφονται οι γραμμές αυτές) είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης «τύπου Τζαμάικα…».

Υπ’ όψιν δε ότι η θέση του Martin Schulz ότι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, ήταν η αιτία της έμπνευσης του όρου: «συνασπισμός τύπου Τζαμάικα». Ο όρος αυτός αποδίδει το ενδεχόμενο κυβερνητικής συμμαχίας των CDUFDP και Πράσινων. Μια τέτοια συμμαχία θα συμβόλιζε-απεικόνιζε τη σημαία της Τζαμάικα, όπου το πράσινο αφορά στο χρώμα των Πρασίνων, το κίτρινο στο Κόμμα FDP και το μαύρο στο ΚόμμαCDU.

Περαιτέρω η άνοδος των ακροδεξιών δημιουργεί πρόβλημα στην όλη διαχείριση της πολιτικής κατάστασης, καθόσον στο «κέντρο της πολιτικής» εστιάζει η ανάδειξη, ως τρίτης δύναμης, του ακροδεξιού AfD, του οποίου οι προθέσεις και πιέσεις θα πρέπει να απαντηθούν με τη δέουσα προσοχή και με ανάλογες πολιτικές.

  • η άνοδος της ακροδεξιάς

ας επανέλθουμε στον Willy Brandt

Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Γερμανία δια του AfD εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για τον ευρωπαϊκό χώρο συνολικώς. Εάν η πολιτική ελίτ του Βερολίνου (σε συνάρτηση με τη γραφειοκρατία των Βρυξελών και της Φραγκφούρτης) δεν αντιμετωπίσει εγκαίρως το κίνδυνο του ακροδεξιού ρεύματος που διαχέεται στη γερμανική κοινωνία (και όχι μόνον), το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας θα τεθεί σε δεινή δοκιμασία και ως προς το νομικό και ως προς τον πολιτικό πολιτισμό που πρωτογενώς δεσμεύει τα κράτη-μέλη και κατ’ επέκταση τους λαούς.Αναζητείται συνεπώς ο πολιτικός ρεαλισμός του Willy Brandt που εγκαινίασε μια νέα εποχή σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου.

Η πολιτική της «Οστπολιτίκ» έφερε τον Willy Brandt στη Βαρσοβία στις 7 Δεκεμβρίου 1970 να γονατίζει μπροστά στο μνημείο των πεσόντων, εκφράζοντας με τον πιο δραματικό τρόπο τη μεγάλη συγνώμη της μεταπολεμικής (έστω τότε) Δυτικής Γερμανίας για τα θύματα του φασισμού και του ναζισμού. Η μεγάλη αυτή υπόκλιση αναγνώριζε ως απαξίες τόσο τη ναζιστική θηριωδία και το αποκρουστικό πρόσωπο του θεάτρου ενός άδικου πολέμου, όσο και τα δόγματα του φασισμού.

Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών της Γερμανίας θέτουν επί τάπητος δύο κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο αφορά στην υποχρέωση της μεταπολεμικής ενοποιημένης πλέον Γερμανίας να συνάψει «Συνθήκη Ειρήνης», και να αποκηρύξει δι’ αυτής σε όλα τα επίπεδα, το φασισμό και το ναζισμό που οικοδόμησε το Γ’ Ράιχ. Έτσι θα ακυρώσει τον επιλεκτικό λαϊκισμό του φασιστικού λόγου, θα επιβεβαιώσει την ανυποχώρητη υπεράσπιση του δόγματος της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και θα επαναδιατυπώσει την αλληλεγγύη ως βασική Αρχή του σύγχρονου νομικού και πολιτικού πολιτισμού που προάγει την κοινωνική συνοχή, την ειρήνη και την ευημερία των λαών. Το δεύτερο αφορά στην υποχρέωση της μεταπολεμικής ενοποιημένης πλέον Γερμανίας δια της «Συνθήκης Ειρήνης» να αναλάβει τις μεταπολεμικές υποχρεώσεις της. Άλλωστε, μιας και το Βερολίνο συχνά επικαλείται την Αρχή: «pacta sunt servanda», επιβάλλεται να υλοποιήσει τις πρόνοιες της «Συνθήκης της Βόννης» του 1952.

 

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

Upload File

You can include images or files in your comment by selecting them below. Once you select a file, it will be uploaded and a link to it added to your comment. You can upload as many images or files as you like and they will all be added to your comment.